Μακρυχώρι Λάρισας

Μακρυχώρι Λάρισας

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2013

ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΣΤΕΦΑΝΩΝ ΣΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΠΕΣΟΝΤΩΝ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ ΛΑΡΙΣΑΣ ΤΟ 1985

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ ΛΑΡΙΣΑΣ



Το Δημοτικό Σχολείο Μακρυχωρίου


Εισαγωγικά δικά μου
Το Μακρυχώρι

Το χωριό μας, το Μακρυχώρι, σήμερα έδρα του ομώνυμου Δήμου, στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας αποτελούνταν από μικρούς οικισμούς διάσπαρτους στη γύρω περιοχή. Ο Δημήτριος Τσοποτός, στη μελέτη του «Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την Τουρκοκρατίαν», Βόλος 1912   στηριζόμενος σε διάφορες αξιόπιστες πηγές αναφέρει ότι η περιοχή του Μακρυχωρίου ήταν τσιφλίκι του Αλή πασά. Ο Τσοποτός στηρίχτηκε στον κατάλογο των τσιφλικίων του Αλή και των υιών του που συνέταξε ο διδάσκαλος του γένους Φιλητάς και τον παραθέτει ο Σπύρος Αραβαντινός στο έργο του «Ιστορία Αλή Πασά του Τεπελενλή», Αθήνα 1895.
Η πρώτη αναφορά στο Μακρυχώρι γίνεται από τον Άγγλο περιηγητή Leake το 1806, ο οποίος μας πληροφορεί και για την τούρκικη ονομασία του χωριού Ουτμαντά ή Οτμανλί από άλλους. Το Μακρυχώρι βέβαια ανήκει στα χωριά εκείνα που διατήρησαν τα ελληνικά ή τα σέρβικα ονόματά τους στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Συγκεκριμένα ο Leake γράφει: « Όταν περνάμε πλάι στο Μικρό Κεσερλί (σημερινή Ελάτεια) το Ουτμαντά, ένα μεγάλο τούρκικο χωριό, ονομαζόμενο από τους Έλληνες Μακρυχώρι, κείται δύο μίλια προς τα αριστερά μας». Στα 1806 λοιπόν το Μακρυχώρι βρισκόταν σε θέση χαμηλότερη από την αντίστοιχη σημερινή.
Ο Ιωάννης Λεονάρδος, Αμπελακιώτης στη καταγωγή, στο έργο του «Νεωτάτη της Θεσσαλίας γεωγραφία», που εκδόθηκε στην Πέστη της Ουγγαρίας το 1836, αναφέρει το χωριό με το όνομα Μακροχώρι ως όμορφο κονιαροχώρι, δηλαδή χωριό κατοικούμενο από τούρκους γεωργούς.
Οι πρώτοι έλληνες, εκτός από τις οικογένειες των παραδοσιακών νομάδων Σαρακατσαναίων και Βλάχων από τη Σαμαρίνα που διαχείμαζαν στην περιοχή κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, άρχισαν να εγκαθίστανται στο Μαρκυχώρι τις παραμονές της προσάρτησης της Θεσσαλίας. Κυρίως άνδρες από τα ορεινά χωριά εγκαθίστανται εργαζόμενοι ως χουσμικιαραίοι στους Τούρκους ή είναι τεχνίτες (σαμαράδες, ραφτάδες, κτίστες). Με την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα το 1881 οι Τούρκοι μικροϊδιοκτήτες γης πωλούν τα κτήματά τους και τα αγοράζουν έλληνες που εγκαθίστανται σταδιακά στο χωριό. Όμως το Μακρυχώρι εξακολουθεί να είναι στην πλειοψηφία του τουρκικό χωριό και μετά το 1881. Όπως μας πληροφορεί το 1895 ο Αμβρόσιος Κασσάρας, επίσκοπος Πλαταμώνος στην εκκλησιαστική περιφέρεια του οποίου ανήκε το Μακρυχώρι «τα δύο τρίτα των κατοίκων του Μακρυχωρίου είναι εισέτι Οθωμανοί, ανερχόμενοι εις 130 οικογενείας ενώ οι Χριστιανοί κάτοικοι περί τας 55 οικογενείας». Ο ίδιος μάλιστα αναφερόμενος στην ονομασία του χωριού λέει συγκεκριμένα: «Μακρυχώρι, όπερ πράγματι κατέχει μακρύν χώρον εκτάσεως, και ίσως εκ τούτου ωνομάσθη ούτως. Ίνα διέλθη τις το χωρίον τούτο από της μιας αυτού άκρας άχρι της άλλης απαιτείται ημίωρος τουλάχιστον έφιππος οδοιπορία».
Η οριστική εγκατάλειψη του Μακρυχωρίου από τους Τούρκους συντελείται μετά τον πόλεμο του 1897, όταν φεύγουν προς περιοχές πιο βόρεια υπό τουρκική κατοχή. Τότε λοιπόν το Μακρυχώρι αλλάζει εντελώς πληθυσμιακά και οικογένειες ποικίλης προέλευσης Σαρακατσαναίοι και Βλάχοι από τη Σαμαρίνα και Περιβόλι, Ζαγορίτες, Καλαρρυτηνοί, Κουπατσαραίοι, Καραγκούνηδες Χασιώτες, ορισμένοι Πελοποννήσιοι καθώς και από τα γύρω ορεινά χωριά αγοράζουν γη και εγκαθίστανται στο Μακρυχώρι.
Το Μακρυχώρι από το 1881 μέχρι και το 1914 ανήκε στον τέως δήμο Νέσσωνος. Μετά τη διοικητική μεταβολή του 1912 αποτέλεσε κοινότητα ξεχωριστή ενώ σήμερα, όπως προαναφέρθηκε έδρα του δήμου Μακρυχωρίου.
Πληθυσμιακά εξελίσσεται το χωριό. Σύμφωνα με τις απογραφές 


ETOΣ
1881
1889
1896
1907
1928
1951
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ
466
651
775
1028
1045
1488

Το σχολείο

Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881 το ελληνικό κράτος ανέλαβε τη θεσμική κατοχύρωση των σχολείων που λειτουργούσαν προηγουμένως. Στο ελεύθερο ελληνικό κράτος σύμφωνα με τον ιδρυτικό νόμο περί δημοτικών σχολείων του 1834 (περίοδος αντιβασιλείας) τα δημοτικά σχολεία αμιγή ως προς το φύλο – αρρένων και θηλέων- συσταίνονταν και λειτουργούσαν υπό την εποπτεία των δήμων και κοινοτήτων. Ο δήμος αναλάμβανε την σύσταση του δημοτικού σχολείου, εύρισκε το οίκημα στέγασης, εξόπλιζε το σχολείο με την κατάλληλη υποδομή, εύρισκε και πλήρωνε τους δασκάλους.
Με βάση λοιπόν το ισχύον πλαίσιο ο τέως δήμος Νέσσωνος στην περιφέρεια του οποίου ανήκε το Μακρυχώρι προχώρησε στη σύσταση δημοτικού σχολείου. Δεν γνωρίζουμε ακριβώς το χρόνο σύστασης του σχολείου. Πάντως με βάση τον προϋπολογισμό του Δήμου Νέσσωνος για το 1884 που βρήκαμε στο αρχείο του Δήμου τη χρονιά αυτή λειτουργούν αρκετά σχολεία τα οποία όμως δεν καταγράφονται. Η πρώτη αναφορά στη λειτουργία δημοτικού σχολείου αρρένων στο Μακρυχώρι με βάση τα επίσημα στοιχεία του τέως δήμου Νέσσωνος γίνεται το 1894.
Τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας για τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση είναι λιγοστά. Στο Μακρυχώρι λειτουργεί αρχικά δημοτικό σχολείο αρρένων και παράλληλα λειτουργεί και οθωμανικό σχολείο, αφού μέχρι και την περίοδο του πολέμου του 1897 εξακολουθούσαν να κατοικούν στην περιοχή αρκετοί τούρκοι. Έχουμε μάλιστα και το όνομα του τελευταίου Οθωμανού δασκάλου Μουσταφά Χατζή Ομέρ που δίδαξε στο σχολείο αυτό ως γραμματοδιδάσκαλος κατά την περίοδο της τουρκικής κατοχής του 1897.
Το δημοτικό σχολείο αρρένων στεγάσθηκε αρχικά σε ιδιόκτητο οίκημα όπως συνέβαινε με όλα τα δημόσια σχολεία κατά τον 19ο αιώνα και μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Ζήτημα ανέγερσης διδακτηρίου τίθεται πάντα με τα διαθέσιμα στοιχεία στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου Νέσσωνος το Δεκέμβριο του 1894 όπου αποφασίζεται η διάθεση ποσού 300 δραχμών για την ανέγερση σχολείου. Η απόφαση αυτή όμως φαίνεται ότι δεν υλοποιήθηκε αφού στη συνεδρίαση της 9 Μαΐου 1899 γίνεται λόγος για αποπληρωμή ενοικίων του δημοτικού σχολείου αρρένων κατά το προηγούμενο έτος. Το δημοτικό σχολείο αρρένων εξακολούθησε να στεγάζεται σε νοικιασμένο οίκημα που βρισκόταν στην πλατεία του χωριού στη θέση του που βρίσκεται σήμερα το ΚΕΠ και μόλις στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του εικοστού αιώνα χάρη στη γενναίο κληροδότημα του Ανδρέα Συγγρού αποκτά κτήριο που βρισκόταν στη θέση του τριγωνικού πάρκου της γειτονιάς Μυλωνά και στεγάσθηκε εκεί μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1950.
Στα 1904 και συγκεκριμένα τον Ιανουάριο οι κάτοικοι του Μακρυχωρίου υποβάλλουν αίτηση προς το δημοτικό συμβούλιο Νέσσωνος για σύσταση και δημοτικού σχολείου θηλέων, καθώς, όπως αναφέρεται στα πρακτικά της συνεδρίασης του δημοτικού συμβουλίου στις 5 Μαρτίου 1904 υπάρχει νόμιμος αριθμός μαθητριών που επιτρέπει τη λειτουργία δημοτικού σχολείου θηλέων. Σύμφωνα με τα ισχύοντα την περίοδο αυτή για να συσταθεί δημοτικό σχολείο θηλέων ξεχωριστό – η συνεκπαίδευση των δύο φύλων δεν επιτρεπόταν – έπρεπε να υπάρχει ικανός αριθμός μαθητριών ανάλογος του πληθυσμού της πόλης ή του χωριού σύστασης του σχολείου και έπρεπε μάλιστα να βρεθεί και δασκάλα που θα αναλάβει τη διδασκαλία. Οι κάτοικοι μάλιστα πρόσφεραν και κτήριο διδασκαλίας και κατοικία της δασκάλας δωρεάν για να μην επιβαρύνουν το δήμο. Το δημοτικό συμβούλιο αποφαίνεται κατά πλειοψηφία θετικά εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις λειτουργίας του σχολείου θηλέων.
Άγνωστο όμως γιατί δημοτικό σχολείο θηλέων συστάθηκε στο Μακρυχώρι το 1911 και πρέπει να λειτούργησε στα μέσα του 1912 ( την ίδια χρονιά λειτούργησε και δημοτικό σχολείο θηλέων στο Ασαρλίκ- Όσσα και μόνο στο Μεγάλο Κεσσερλί – Συκούριο λειτουργούσε από χρόνια σχολείο θηλέων). Με βάση πάλι έγγραφο του δημάρχου Νέσσωνος το Νοέμβριο του 1911 πληροφορούμαστε τις απαραίτητες ενέργειες για την έναρξη λειτουργίας του σχολείου, την εύρεση της δασκάλας και την ανάγκη προμήθειας των αναγκαίων επίπλων και διδακτικών οργάνων και συγκεκριμένα την αγορά μιας θερμάστρας, δύο καρεκλών, ενός τραπεζιού, ενός μελανοπίνακος μετ’ ικρίβαντος, 12 θρανίων τεσσάρων μαθητών.
Το δημοτικό σχολείο θηλέων στεγάσθηκε στο οίκημα το παλιό του σχολείου αρρένων. Λειτούργησε ξεχωριστά μέχρι το 1929 οπότε και βάση τις αλλαγές τα δημοτικά σχολεία έγιναν μεικτά.

Δάσκαλοι - Δασκάλες

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της εκπαιδευτικής διαδικασίας της περιόδου που εξετάσαμε αφορά στο διδακτικό προσωπικό. Τα στοιχεία που διαθέτουμε πάλι δεν είναι πλήρη. Προέρχονται από το αρχείο του τέως δήμου Νέσσωνος, για την περίοδο 1894-1912, από το αρχείο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης Ν. Λάρισας για την περίοδο 1920-1950 και από προφορικές μαρτυρίες παλιών μαθητών του σχολείου, των παππούδων μας.
Οι δάσκαλοι κατά τον 19ο αιώνα ήταν ποικίλης προέλευσης. Ήταν οι πτυχιούχοι διδασκαλείου (οι μόνοι επαγγελματικά καταρτισμένοι), ήταν οι δάσκαλοι που πήραν την άδεια να ασκήσουν το επάγγελμα κατόπιν εξέτασης σε ειδική επιτροπή και ήταν επίσης οι λεγόμενοι γραμματοδιδάσκαλοι που γνώριζαν τις στοιχειώδεις γνώσεις: γραφή, ανάγνωση και αριθμητική. Ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα του δήμου προσλαμβάνονταν και η παραμονή τους στη θέση τους εξαρτιόταν τόσο από τα οικονομικά του δήμου όσο και από την εκτίμηση των κατοίκων. Συχνά είναι το φαινόμενο να παραπονούνται οι κάτοικοι για την ποιότητα του δασκάλου και τις επιδόσεις του, για το χαρακτήρα του και γενικά για την εν γένει συμπεριφορά του. Όσο για τις δασκάλες ήταν δυσεύρετες, καθώς προέρχονταν μόνο από ιδιωτικά σχολεία και πιο συγκεκριμένα από τα Αρσάκεια σχολεία και ήταν μέχρι και την πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα ελάχιστες.
Ο πρώτος δάσκαλος που μας είναι γνωστός είναι ο τούρκος Μουσταφά Ομέρ Χατζή που δίδαξε στο οθωμανικό σχολείο που λειτουργούσε στο Μακρυχώρι μέχρι και το 1898. Η αναφορά του ονόματός του στο αρχείο του τέως δήμου Νέσσωνος οφείλεται στις οικονομικές διαφορές που είχε με τον δήμο, καθώς διαμαρτύρεται για τη μη καταβολή των μισθών του κατά το διάστημα της τουρκικής κατοχής του χωριού 1897-1898. σε έγγραφό του προς τη Νομαρχία Λάρισας αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής: «Διατελών γραμματοδιδάσκαλος των οθωμανοπαίδων Μακρυχωρίου, δυνάμει επισήμου διορισμού προ της 13ης Απριλίου 1897 εξηκολούθησα να υπηρετώ και ύστερον καθ’ όλον το διάστημα της Τουρκικής κατοχής, δικαιούμενος να πληρωθώ τους μισθούς μου ως επληρώθησαν πάντες οι δημόσιοι και δημοτικοί υπάλληλοι».
Από τους δασκάλους που υπηρέτησαν στο δημοτικό σχολείο αρρένων γνωρίζουμε τους Κωνσταντίνο Ξάνθο 1901,   Μιχαήλ Μίσιο 1905-1907,   Γεώργιος Παπαλέτσιο 1907-1909,   Χαράλαμπος Οικονομόπουλο 1920-1923,  Ιωάννη Χρυσοχόο 1923-1924,     Νικόλαο Βαλαβάτη 1924,       Ευάγγελο Ιωαννίδη 1927-1933.
Στο δημοτικό σχολείο θηλέων δίδαξαν οι δασκάλες Ελένη Αγγελίδου 1912-1913,  Ευδοκία Δημητρίου 1917-1922,   Αγγελική Τουφεξή 1923-1925,   Ελένη Τουφεξή 1924-1925,   Μαρία Πέρρου 1925-1927.
Με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929 τα δημοτικά σχολεία γίνονται μικτά. Στο ενιαίο πια δημοτικό σχολείο Μακρυχωρίου από το 1929 και μέχρι το 1950 που εξετάσαμε δίδαξαν οι Ιωάννης Ανδρακάκος, Σωτήρης Κανακάκης, Ζωή Τσούλκα, Νικόλαος Γκόγκος,  Δημήτριος Κωνσταντινίδης και Φανή Σολωμού.
Αναφερόμαστε ενδεικτικά με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία στις περιπτώσεις δύο δασκάλων του Μιχαή Μίσιου και της Ελένης Αγγελίδου. Ο πρώτος δίδαξε στο Μακρυχώρι τα έτη 1905-1907. Οι κάτοικοι όμως του Μακρυχωρίου διαμαρτυρόμενοι πολλές φορές τόσο προς το δημοτικό συμβούλιο Νέσσωνος όσο και προς το εποπτικό συμβούλιο δημοτικής εκπαιδεύσεως ζήτησαν και πέτυχαν την απομάκρυνσή του. Οι λόγοι που επικαλέσθηκαν για την απόλυσή του ήταν η ανάρμοστος συμπεριφορά του και οι συχνές απουσίες του από το σχολείο. Σε έγγραφό τους τον Αύγουστο του 1906 γράφουν: «ο του χωρίου μας δημοδιδάσκαλος Μιχαήλ Μίσιος, κατά το παρελθόν σχολικόν έτος επεδείξατο διαγωγήν ασυμβίβαστον προς το επάγγελμά του, ασύγγνωστον δι’ αμέλειαν ως προς την εκτέλεσιν του καθήκοντός του δους αφορμάς και δημιουργήσας σκάνδαλα εν πολλοίς ζητήμασιν». Και ως απόδειξη αυτών αναφέρουν ότι μεθά συχνά και βρίζει τους κατοίκους με απρεπείς φράσεις, ότι επιτέθηκε πιάνοντάς τον από το μουστάκι και χτυπώντας τον  γιατρό του χωριού Αθανάσιο Ιωαννίδη αποκαλώντας τον τέρας, ότι αμελεί τα καθήκοντά του και δεν παραδίδει τακτικά μαθήματα απουσιάζοντας άλλοτε στη Λάρισα και άλλοτε σε διάφορα μέρη, με αποτέλεσμα οι μαθητές του στις εξετάσεις να είναι όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται «αφωνότεροι ιχθύων», ότι δεν πηγαίνει στην εκκλησία.
Η δεύτερη περίπτωση αφορά στην πρώτη δασκάλα του δημοτικού σχολείου θηλέων Μακρυχωρίου την Ελένη Αγγελίδου, η οποία ανέλαβε τη διδασκαλία μετά από μετάθεσή της από το σχολείο του Συκουρίου από το οποίο έφυγε μετά από παράπονα πάλι των κατοίκων. Η δασκάλα σύμφωνα με έγγραφο της προς την Νομαρχία Λάρισας το Σεπτέμβριο του 1913 παραπονείται για την απαίτηση της εκκλησιατικής επιτροπής για καταβολή ενοικίου για την κατοικία που όπως υποστηρίζει της χορηγήθηκε δωρεάν. Συγκεκριμένα αναφέρει: «κατά το παρελθόν έτος εδιωρίσθην εις την εδώ σχολήν των θηλέων ως δημοδιδάσκαλος. Μ’ εχορήγησεν η κοινότης την παλαιάν σχολήν αρρένων δια να εκπαιδεύονται τα κοράσια και εντός της οποίας υπάρχει κενόν δωμάτιον εις ο κατοικώ. Ήδη δε, επαρουσιάσθη η εκκλησιαστική επιτροπή και ιδία ο Δημήτριος Παρλάντζας, ος δι’ απειλών και απρεπών φράσεων με ηπείλησεν ότι θα με καταγγείλη, εάν δεν πληρώσω ενοίκιον δια το δωμάτιον, ενώ ουδείς εκ των προκατόχων δημοδιδασκάλων επλήρωσε.
Δια δε των φράσεών του εκκίνησε την περιέργειαν όλης της κοινότητος. Εγώ εις απάντησιν των απειλών του είπον ότι θα επικαλεσθώ την βοήθειαν του κ. Νομάρχου και μοι απάντησεν, ότι δεν γνωρίζει κανέναν Νομάρχην».
Μη έχοντας βέβαια όλα τα στοιχεία δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την αλήθεια ή μη και των δύο περιπτώσεων. Είναι ενδεικτικά όμως του κλίματος που επικρατούσε και των αναμείξεων πολλών παραγόντων και ιδιωτών στα εκπαιδευτικά πράγματα.

Μαθήματα – εξετάσεις

Τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας στα περισσότερα δημοτικά σχολεία εξακολούθησε να ισχύει η αλληλοδιδακτική μέθοδος διδασκαλίας, παρά το γεγονός ότι επίσημα η μέθοδος αυτή καταργήθηκε το 1880. Και αυτό, γιατί οι περισσότεροι δάσκαλοι αυτή τη μέθοδο γνώριζαν και αυτή εξακολούθησαν να χρησιμοποιούν. Σταδιακά η αλληλοδιδακτική αντικαθίσταται με τη συνδιδακτική. Σύμφωνα με το ωρολόγιο και αναλυτικό πρόγραμμα των δημοτικών σχολείων που εκδόθηκε το 1894, εξήντα ακριβώς χρόνια μετά την ίδρυση των δημοτικών σχολείων τα μαθήματα που διδάσκονταν ήταν τα εξής: θρησκευτικά, ελληνικά, αριθμητική, γεωμετρία, ιστορία, γεωγραφία, φυσική, φυσική ιστορία, ωδική, ιχνογραφία, καλλιγραφία και γυμναστική.
Βέβαια η κανονική εφαρμογή του προγράμματος την περίοδο αυτή εξαρτιόταν από πολλούς παράγοντες: κανονική λειτουργία του σχολείου, παρουσία δασκάλου, δυνατότητές του και αναλογία μαθητικού και διδακτικού προσωπικού.
Το σχολείο λειτουργούσε πρωί και απόγευμα και οι μαθητές όλων των τάξεων σε μια αίθουσα στοιβαγμένοι, παρακολουθούσαν την παράδοση του ενός και μοναδικού δασκάλου, άλλοτε επαρκούς και άλλοτε ανεπαρκούς. Και αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι το Δημοτικό σχολείο Μακρυχωρίου ήταν τα περισσότερα χρόνια μονοτάξιο, δηλαδή μονοθέσιο. Το σχολείο αρχικά ήταν κοινό, δηλαδή λειτουργούσε με τέσσερις τάξεις ενώ μετά το 1929, όπως καθιερώνεται παντού, το δημοτικό σχολείο είναι πια μεικτό και εξατάξιο.
Στο τέλος του έτους οι μαθητές εξετάζονταν προφορικά ενώπιον εξεταστικής επιτροπής και κοινού και όφειλαν να απαντήσουν στις υποβαλλόμενες ερωτήσεις για να προαχθούν ή να απολυθούν. Ο ορισμός της ημέρας των εξετάσεων καθώς και των μελών της εξεταστικής επιτροπής γινόταν από τον επιθεωρητή των δημοτικών σχολείων και το εποπτικό συμβούλιο. Από το αρχείο και πάλι του τέως δήμου Νέσσωνος πληροφορούμαστε ότι την εξεταστική επιτροπή του δημοτικού σχολείου Μακρυχωρίου για το σχολικό έτος 1900-1901 αποτελούσαν οι Γεώργιος Τσίρος, Κωνσταντίνος Τσιτούρας και ο ιερέας του χωριού.



Μαθητικό Δυναμικό

Για τους μαθητές του δημοτικού σχολείου Μακρυχωρίου των πρώτων χρόνων δεν διαθέτουμε στοιχεία, αφού δεν εντοπίσαμε μαθητολόγια της εποχής αυτής. Η μόνη πληροφορία που έχουμε αφορά στο σχολικό έτος 1908-1909 από έγγραφο του δασκάλου Γεωργίου Παπαλέτσου προς το δήμο Νέσσωνος με το οποίο ανακοινώνει τα αποτελέσματα των ετήσιων εξετάσεων του δημοτικού σχολείου αρρένων. Σύμφωνα με αυτό στο σχολείο αρρένων φοίτησαν συνολικά και στις τέσσερις τάξεις 87 μαθητές, από τους οποίους προσήλθαν στις εξετάσεις 64, και προάχθηκαν οι 53. Το μεγαλύτερο μέρος των εγγραφέντων μαθητών ήταν της Α΄ τάξης 40 στον αριθμό έναντι 24 της δευτέρας, 11 της τρίτης και 12 της τετάρτης, γεγονός που παρατηρείται και στα επόμενα χρόνια και που αποδεικνύει τη μη κανονική φοίτηση των παιδιών σε όλες τις τάξεις του σχολείου και τη μη ολοκλήρωση των σπουδών τους στο δημοτικό σχολείο.
Περισσότερα στοιχεία έχουμε για τα επόμενα χρόνια. Στο αρχείο του δημοτικού σχολείου υπάρχουν τα μαθητολόγια των ετών 1919-1928, που αφορούν όμως μόνο στο δημοτικό σχολείο αρρένων και τα μαθητολόγια από το έτος 1936 και μετά του μεικτού πια δημοτικού σχολείου. Κενό παρατηρείται για τα έτη 1929-1935. Έχουμε επίσης και το γενικό έλεγχο του δημοτικού σχολείου αλλά μόνο για τα χρόνια από το 1942 και μετά. Οι ελλείψεις αυτές, φαινόμενο πολύ συχνό για τα σχολεία μας, μας δυσκόλεψαν στην έρευνά μας και δεν μας έδωσαν την ευκαιρία να έχουμε πλήρη εικόνα του μαθητικού δυναμικού του δημοτικού σχολείου. Ελλείψεις επίσης παρατηρήσαμε και στην καταγραφή με συστηματικό τρόπο των στοιχείων των μαθητών, δηλαδή τόπο γέννησης και καταγωγής, ηλικία, επάγγελμα πατρός, τάξη φοίτησης και άλλα στοιχεία.
Έχοντας λοιπόν ως δεδομένο την έλλειψη όλων των πηγών προσπαθήσαμε να εργασθούμε με όσα στοιχεία είχαμε στη διάθεσή μας. Με βάση λοιπόν αυτά παρατηρούμε τα εξής:
Α΄ περίοδος 1919-1929

Για την περίοδο αυτή τα στοιχεία που διαθέτουμε αφορούν αποκλειστικά το δημοτικό σχολείο των αρρένων. Ο αριθμός των μαθητών που εγγράφονται στο σχολείο κατά σχολικό έτος ποικίλλει. Κυμαίνεται από 75 έως 95 μαθητές κατά έτος και για τις τέσσερις τάξεις, με εξαίρεση τη χρονιά 1923-24 που ο αριθμός του μειώνεται στους 62.
Μη έχοντας στη διάθεσή μας τα αποτελέσματα κάθε έτους δεν γνωρίζουμε τον αριθμό των μαθητών που προβιβάζονται στην επόμενη τάξη ή απολύονται ή πόσοι μαθητές εγκαταλείπουν το σχολείο και γιατί. Γεγονός όμως που επισημάνθηκε και παραπάνω είναι το ότι ο αριθμός των μαθητών που φοιτούν στην Α΄ τάξη είναι υπερβολικά μεγαλύτερος από τους αντίστοιχους των άλλων τάξεων. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το σχολικό έτος 1920-21 στο δημοτικό σχολείο αρρένων Μακρυχωρίου φοιτούσαν 94 μαθητές από τους οποίους οι 65 είναι μαθητές της πρώτης τάξης, ενώ στη δευτέρα φοιτούν μόλις 14, στην τρίτη 8 και στην τετάρτη 7.   
Χαρακτηριστικό επίσης της εποχής αυτής είναι η ποικιλομορφία που παρουσιάζεται στην ηλικία των μαθητών. Συναντάμε μαθητές όλων των τάξεων με διαφορετική ηλικία, αν και γνωρίζουμε ότι με βάση τους νόμους της εποχής οι μαθητές εγγράφονταν στο δημοτικό σχολείο στην ηλικία των επτά ετών. Όμως στην πραγματικότητα αυτό δεν ίσχυσε και η ηλικία των μαθητών ποικίλλει από τα επτά χρόνια μέχρι και τα 15 χρόνια, γεγονός που οφείλεται στη μη κανονική λειτουργία του σχολείου, ιδιαίτερα κατά τις εμπόλεμες περιόδους αλλά και στις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της εποχής.
Ως προς τον τόπο καταγωγής παρατηρούμε ότι τα χρόνια 1919-1929 το σύνολο σχεδόν των μαθητών προέρχονται από το Μακρυχώρι ενώ οι ελάχιστοι έχουν προέλευση διαφορετική, όπως από τη Σαμαρίνα, Κούμποβο, Μπιτόλια , Σπηλιά, Θράκη και Αθήνα. Είναι όλοι χριστιανοί ορθόδοξοι. Οι γονείς των περισσοτέρων μαθητών είναι γεωργοί, κτηνοτρόφοι και κυρίως ποιμένες, κτίστες, ενώ ελαχίστων μαθητών οι γονείς ασκούσαν το επάγγελμα του παντοπώλη, καφεπώλη, κρεοπώλη ή του σιδηρουργού, αγωγιάτη, ράπτη, υποδηματοποιού, εργάτη. Εμφανίζονται ακόμη μια- δυο φορές το επάγγελμα του αγροφύλακα, του γιατρού και του βιομήχανου. Εντύπωση μας προκάλεσε η αναγραφή της λέξης ορφανός στη στήλη του επαγγέλματος του πατρός ή της λέξης πρόσφυξ. Το ποσοστό των ορφανών μαθητών αρκετά μεγάλο, γεγονός όμως που εξηγείται λόγω και του χαμηλού μέσου όρου ζωής των ανθρώπων την εποχή αυτή αλλά και λόγω των πολέμων.

  

Β΄ Περίοδος 1936-1950


Για την περίοδο αυτή τα στοιχεία που είχαμε στη διάθεσή μας ήταν περισσότερα, καθώς έχουμε πλήρη στοιχεία των μαθητών τόσο από τα σωζόμενα μαθητολόγια και γενικούς ελέγχους όσο και από προφορικές μαρτυρίες.
Το δημοτικό σχολείο Μακρυχωρίου είναι πια μεικτό και εξατάξιο. Ο αριθμός πια των μαθητών διπλασιάζεται καθώς ενσωματώνονται και τα κορίτσια.
Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι κατά την περίοδο αυτή λόγω της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου παρουσιάζεται δυσλειτουργία του σχολείου όπως συνέβη σε όλη τη χώρα. Το σχολείο δε λειτούργησε κατά τα σχολικά έτη 1940-41 και 1942-43 λόγω της κατοχής ενώ άλλαξε και η διάρκεια του σχολικού έτους όπως το σχολικό έτος 1941-42 τελείωσε το Δεκέμβριο του 42 ή το σχολικό έτος 1943-44 ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο του 1944 ή το σχολικό έτος 1944-45 λήγει επίσης το Δεκέμβριο του 45. Το σχολείο επίσης δε λειτούργησε κατά το σχολικό έτος 1946-47 στη διάρκεια του εμφυλίου. Χωρίς να είμαστε βέβαιοι ίσως αυτό οφείλεται και στην απόλυση του δασκάλου για πολιτικούς λόγους.
Λόγω λοιπόν της μη κανονικής λειτουργίας του σχολείου ο αριθμός των μαθητών – αγοριών και κοριτσιών- παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις καθώς εγγράφονται δύο και τρεις φορές οι μαθητές για να ολοκληρώσουν. Έτσι κατά τα χρόνια αυτά το μαθητικό δυναμικό κυμαίνεται από 150 έως 200 περίπου με εξαίρεση τα σχολικά έτη 1947-48 και 1948-49 που ο αριθμός τους ξεπερνά τους 300 λόγω της φοίτησης στο δημοτικό σχολείο Μακρυχωρίου και των μαθητών των σχολείων Ελάτειας, Παραποτάμου και Ευαγγελισμού.
Και τα χρόνια αυτά παρατηρείται το ίδιο φαινόμενο της μη παρακολούθησης όλων των τάξεων και κατά συνέπεια της μη ολοκλήρωσης των σπουδών. Μόνο το 30% περίπου φτάνει στην έκτη τάξη ενώ οι υπόλοιποι διακόπτουν τη φοίτηση. Είναι χαρακτηριστικές οι διαφορές του αριθμού των μαθητών που φοιτούν στην Α΄ τάξη με τους αντίστοιχους της Στ΄ τάξης.
Ως προς τον τόπο καταγωγής η πλειοψηφία των μαθητών κατάγεται από το Μακρυχώρι με εξαίρεση τα δύο σχολικά έτη που αναφέραμε όπου έχουμε αρκετούς μαθητές από Ελάτεια, Ευαγγελισμό και Παραπόταμο. Συναντάμε βέβαια και ελάχιστους μαθητές με τόπο καταγωγής τη Σαμαρίνα, Αμπελάκια, Κυψελοχώρι, Κουλούρι, Λάρισα ή Αθήνα.
Το ίδιο ισχύει και ως προς την κοινωνική τους προέλευση. Οι κύριες ασχολίες των γονέων τους εξακολουθούν να είναι η γεωργία και η κτηνοτροφία και εκτός των επαγγελμάτων που αναφέραμε και στην προηγούμενη περίοδο παρουσιάζονται ακόμη το επάγγελμα του μυλωθρού, μηχανικού, σωφέρ κλητήρα.
Τέλος για τα σχολικά έτη μετά το 1940 έχουμε τη δυνατότητα μέσα από το βιβλίο του γενικού ελέγχου να παρατηρήσουμε και τη βαθμολογία των μαθητών καθώς και τη διαγωγή τους. Ως προς τη βαθμολογία από την περίοδο αυτή και μετά ισχύει η βαθμολογική κλίμακα 1-4 κακώς και οι μαθητές απορρίπτονται, 5 σχεδόν καλώς, 6-7 καλώς, 8-9 λίαν καλώς και 10 άριστα. Ως προς την διαγωγή χρησιμοποιούνται οι χαρακτηρισμοί μέτρια, κοσμιωτάτη ή αρίστη.
Αναφερόμαστε ενδεικτικά στο σχολικό έτος 1949-1950
Στο σχολείο γράφτηκαν συνολικά 207 μαθητές (118 αγόρια και 89 κορίτσια)
16 μαθητές διέκοψαν τη φοίτηση
εξετάσθηκαν 191 μαθητές και προάχθηκαν 174
από το σύνολο των 174 προαχθέντων μαθητών και των έξι τάξεων
34 μαθητές βαθμολογήθηκαν με βαθμό σχεδόν καλώς 5
61 μαθητές βαθμολογήθηκαν με βαθμό καλώς 6-7
45 μαθητές βαθμολογήθηκαν με βαθμό λίαν καλώς 8-9
34 μαθητές με βαθμό άριστα 10     






     

       


ΜΑΚΡΥΧΩΡΙ ΛΑΡΙΣΑΣ ΤΟ ΞΕΡΟΧΩΡΙ



ΜΑΚΡΥΧΩΡΙ  ΤΟ ΞΕΡΟΧΩΡΙ

ΠΗΓΕΣ  ΥΔΡΕΥΣΕΩΣ

Από τον προηγούμενο αιώνα μέχρι και το 1976 ,οι κάτοικοι  του Μακρυχωρίου ,προμηθεύονταν νερό από βρύση που βρίσκονταν Ανατολικά του χωριού ,σε απόσταση  ενός  (1) περίπου χιλιομέτρου   και 50 περίπου μέτρα  βόρια από σημερινό αντλιοστάσιο. Οι πηγές για το νερό αυτής της βρύσης βρίσκονταν  300 μέτρα νοτιότερα της βρύσης ,όπου σε εκσκαφή που έγινε το 1970 περίπου εντοπίστηκαν μικρά πηγάδια στα οποία συγκεντρώνονταν το νερό από κάποιες πηγές που υπήρχαν στην περιοχή και με ορθογώνιας διατομής κεραμιδένιο αγωγό μεταφέρονταν στη μεγάλη βρύση.
Από τη βρύση αυτή προμηθεύονταν το νερό οι κάτοικοι του  χωριού  μέχρι το 1935 περίπου. Το νερό που περίσσευε από τη βρύση αυτή ακολουθούσε ένα κανάλι  (αυλάκι ) επιφανειακό με κατεύθυνση βόρεια και πότιζαν τα γύρω χωράφια ,στα οποία καλλιεργούσαν κυρίως κηπευτικά ( η τοποθεσία ονομάζονταν μπαξέδες) . οσο νερό περίσσευε κι από το πότισμα των μπαξέδων ,χύνονταν  στον χείμαρρο  Καλάμιτσια και από κει στον Πηνειό ποταμό.
Από το 1976 και μέχρι σήμερα ,πηγή υδρεύσεως του χωριού αποτελεί μια γεώτρηση που βρίσκεται δύο χιλιόμετρα περίπου ανατολικά του οικισμού, δίπλα από τον αυτοκινητόδρομο. Από κει το νερό αντλείται με ειδικό μηχάνημα ( πομώνα) και στέλνεται στην δεξαμενή που βρίσκεται πάνω από το χωριό και με το παλιό δίκτυο  διοχετεύονταν σ όλα τα σπίτια. Τη γεώτρηση αυτή παραχώρησε η  Διεύθυνση Γεωργίας   του Ν Λάρισας στην  κοινότητα Μακρυχωρίου ,όταν οι προηγούμενη πηγή δεν μπορούσε να να εξυπηρετήσει τις ανάγκες των κατοίκων για ύδρευση. Σήμερα χρησιμοποιείται και μια άλλη γεώτρηση στη θέση Παναγία για την ύδρευση.
 Ένα άλλο νερό που έφθανε στην περιοχή ,μάλιστα από ένα σημείο και πέρα ( γκιρίζι ) με επιφανειακό αγωγό προέρχονταν από την τοποθεσία  Αρμάνια  «  ρουμάνια » ,όπου υπήρχε μέχρι πριν τον αναδασμό ένα ενεργό πηγάδι. Είναι σίγουρο ότι από την τοποθεσία αυτή μεταφέρονταν  με υπόγειο αγωγό, το οποίο έφτανε σε μεγάλες στενόμακρες; κοπάνες  και το χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι  κυρίως για το πότισμα των ζώων  και για το πλύσιμο των ρούχων. Το νερό αυτό χάθηκε τα τελευταία χρόνια ,με την υπεράντληση των υπόγειων νερών από τις πομώνες. Σώζονται κάποιες από τις κοπάνες αυτές ανάμεσα από τη νέα Σιδηροδρομική γραμμή και τον Διεθνή αυτοκινητόδρομο, νότια από την υπόγεια διάβαση.
Υπήρχαν επίσης από παλιά και λειτουργο0ύσαν μέχρι τα μέσα του του προηγούμενου αιώνα περίπου ,σε διάφορα μέρη έξω από το χωριό και κάποια πηγάδια,  τα οποία εξυπηρετούσαν τους κατοίκους κυρίως όταν πήγαιναν στις αγροτικές  τους δουλειές για την ύδρευση τους και για το πότισμα των ζώων (πηγάδι στον παλιός Σιδηροδρομικό σταθμό,πηγάδι Λάμπρου κοντά στη  «φαντασία» πηγάδι στο παλιοκλησία, πηγάδι στην Παναγία, κοντά στην Παναγία και κοντά στην Καλάμιτσια ).Τελευταία  το νερό το αντλούσαν από τα  πηγάδια με  «τουλούμπες» .

ΤΟ ΠΟΤΙΣΜΑ  ΤΩΝ ΖΩΩΝ


Οι κάτοικοι του χωριού πότιζαν τα ζώα τους ,γιδοπρόβατα, άλογα, βόδια σε δεξαμενές υπαίθριες ( μπάρες ) ,που ήταν κατασκευασμένες , σε διάφορα σημεία ,κυρίως έξω από το χωριό και στις οποίες μάζευαν το νερό της βροχής .
Στις μπάρες αυτές πότιζαν  τα κοπάδια τους (κυρίως γιδοπρόβατα) αλλά και άλλα οικιακά ζώα ( αγελάδες και βόδια ) η και ζώα που χρησιμοποιούσαν στις γεωργικές εργασίες και στη μεταφορά των προϊόντων  (άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια ).
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην κεντρική πλατεία του χωριού ,ηταν μια  από τις μπάρες αυτές. Σε πλατεία άρχισε να διαμορφώνεται μετά το 1946.ν επίσης τέτοια μπάρα υπήρχε στη θέση που είναι σήμερα κτισμένο το Δημαρχείο  και στη θέση που είναι κτισμένο το Γυμνάσιο Λύκειο.
Ο ετήσιος καθαρισμός  των δεξαμενών αυτών είχε σαν αποτέλεσμα να συγκεντρώνουν περισσότερο και καθαρότερο νερό.  Αυτό ήταν βασική φροντίδα της Κοινότητος και απαιτούσε κάθε χρόνο σημαντική δαπάνη. Πολλές αποφάσεις του Κοινοτικού Συμβουλίου  από της αρχές του προηγούμενου αιώνα αναφέρονται στο θέμα αυτό.
Ενδεικτικά  αναφέρουμε ότι με απόφαση της Κοινότητος τυο Μαρτίου του 1917 καθαρίστηκαν οι μπάρες στις θέσεις  «Χάνι Νταβέλη, Ραχμάνι, άνωθεν μεγαλης βρύσης, εντεύθεν αυλαγά Γεωργόπουλου ». Καθαρίστηκαν επίσης με την ιδια απόφαση και τα αυλάκια στις θέσεις «Μύλος και Νισάν τεπέν». Με άλλη απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου  του Αυγούστου του 1917 καθαρίστηκε η μπάρα της σημερινής πλατείας του χωριού.






ΔΙΚΤΥΟ ΥΔΡΕΥΣΗΣ .ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΚΑΙ ΔΙΑΝΟΜΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΑ ΣΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1976


Μέχρι το 1935 δεν υπήρχε δίκτυο ύδρευσης στο χωριό.  Όπως αναφέραμε σε προηγούμενο κεφάλαιο ,οι κάτοικοι προμηθεύονταν το νερό ,από μια μεγάλη βρύση, ανατολικά του χωριού κοντά στο σημερινό Διεθνή δρόμο.
Στη βρύση  υπήρχαν πέντε κανάλια, από τα οποία έβγαινε το νερό και έπεφτε σε μια υποδοχή ( κοπάνα) . Υπήρχαν και άλλες κοπάνες γύρω που χρησίμευαν για το πλύσιμο των ρούχων .΄Οι Κάτοικοι πήγαιναν εκεί με τα ζώα τους, αφού το χωριό τότε έφτανε μόλις λίγο πιο κάτω  από τη σημερινή πλατεία, μέχρι το Δημοτικό Σχολείο  περίπου.
Η μεταφορά του νερού ηταν δύσκολη, κοπιαστική και απαιτούσε πολύ χρόνο. Άνδρες και γυναίκες, κυρίως νέοι ,αγόρια και κορίτσια, αλλά και μικρά παιδιά ανεβοκατέβαιναν όλη την  ημέρα κουβαλώντας το νερό με διάφορα δοχεία, όπως βαρέλια ξύλινα, δοχεία μεταλλικά (τενεκέδες ,ματαράδες, γκιούμια)  στάμνες  πήλινες ,φτσέλες , βαρδάκια και άλλα ,που τα είχαν φορτωμένα στα σαμαρωμένα ζώα τους ,(κυρίως γαϊδούρια ) η στα κάρα τους  (δίτροχα η τετράτροχα )  που τα έσερναν ζώα  (βόδια και αργότερα ,μουλάρια και άλογα ).
Έτσι η μία και μοναδική βρύση του χωριού είχε καταλήξει να γίνει κέντρο κοινωνικών επαφών των κατοίκων. Πολλές φορές υπήρχε συνωστισμός και δημιουργούνταν μικροπαρεξηγήσεις μεταξύ των κατοίκων, έσπαζαν στάμνες και άλλα δοχεία. Επίσης εκεί πολλές φορές οι άνδρες συζητούσαν τα   εργασιακά   και οικονομικά  προβλήματα ,ιδιωτικά και  κοινά . Εκεί οι κοπέλες  και τα  αγόρια  αντάλλαζαν  τα  βλέμματα   τους, κρυφοκοίταζαν ο ένας τον άλλον ,εκεί άρχιζαν τα προξενιά, εκεί το κουτσομπολιό «έδινε κι έπαιρνε».
Από  τέτοια περιστατικά ,που ασφαλώς συνέβαιναν και σε  όλα σχεδόν τα μέρη της  χώρας μας ,πήγασαν τα  δημοτικά μας τραγούδια  όπως το «μη μαλώνεις καλέ μάνα ,που ΄σπασα καινούργια στάμνα , η βαρέλα ήταν βαριά , μου την πήραν τα παιδιά »  κτλ.
Η κατάσταση αυτή κράτησε μέχρι το 1935. Τότε κατασκευάστηκε αντλιοστάσιο και το νερό της πηγής μεταφέρθηκε με υπόγειο αγωγό σε υδραγωγείο ( δεξαμενή ) και από κει με υπόγειο πάλι δίκτυο  ύδρευσης σε διάφορα σημεία  του χωριού.
Το αντλιοστάσιο κατασκευάστηκε στο ενδιάμεσο περίπου της απόστασης πηγής – βρύσης. ,όπου χτίστηκε και η κατάλληλη οικοδομή.  Η οικοδομή αυτή, μέχρι πριν λίγα χρόνια ,είχε όλο  τον  αντλητικό εξοπλισμό. Τώρα όμως το κτίριο χρησιμοποιείται σαν κέντρο αναψυχής και τα μηχανήματα που υπήρχαν δυστυχώς εκποιήθηκαν  σαν παλιοσίδερα.
Η δεξαμενή είχε κατασκευασθεί στο επάνω μέρος του χωριού, και υπάρχει ακόμη. Βρίσκεται στο δρόμο από την πλατεία προς τον Αγιο Νικόλαο και πρόσφατα απαλλάχτηκε από τα χώματα που τη κάλυπταν στα πλάγια για να κρατάει δροσερό το νερό.
Κατασκευάστηκε επίσης τότε και δίκτυο διανομής του νερού, το οποίο μοίραζε  το νερό σε κεντρικά σημεία του χωριού όπου υπήρχαν βρύσες. Οι παλαιότεροι αναφέρουν ότι είχαν κατασκευασθεί 15  βρύσες  σε ισάριθμες θέσεις,που κάλυπταν όλη την έκταση του χωριού .
Τέτοιες βρύσες βρίσκονταν  στις εξής θέσεις.
 Στο χώρο της πλατείας ,
 μπροστά  από το σπίτι του Νταβέλη,
πάνω από το σπίτι του Τσικρικώνη,
στην πλατεία Σαμολαδά ,
στην πλατεία Δαρδακούλη,
 κοντά στο σπίτι του Γεωργούλη  του Μπούτου,
κοντά στο σπίτι του Γιαννάκη Τσέτσιλα,
μπροστά από σπίτι του   Χαρ Γεωργόπουλου,
μπροστά στο σπίτι του Νικόλα του Ρόμπα,
μπροστά στο σπίτι του Σταμάτη,
μπροστά στο σημερινό Δημ. Σχολείο
μπροστά στο μαγαζί  του  Προκόπη του Γιαννακόπουλου,
μπροστά στο παλιό Σχολείο (Μυλωνά),
στη γειτονιά του Μπέλλου,
 στην  πλατεία του Παλάτου.


Τα ο έργο αυτό ( αντλιοστάσιο, αγωγός ,δεξαμενή, δίκτυο και βρύσες ) άρχισε να κατασκευάζεται  το  1930 περίπου ,επί Προεδρίας του Γιαννάκη Τσέτσιλα και ολοκληρώθηκε το 1935. Για το έργο αυτό ο Πρόεδρος εκείνος μνημονεύεται  ακόμη από τους παλιότερους, ως Πρόεδρος με πολύ σημαντική  προσφορά  στην εξέλιξη της Κοινότητος μας.
Τώρα το νερό μεταφέρεται στα σπίτια από τις βρύσες αυτές. Ότι γίνονταν στη μεγάλη βρύση μέχρι το 1935 ,γίνεται τώρα σε μικρογραφία στις βρύσες αυτές. Τ ο νερό μεταφέρεται τώρα όχι με τα ζώα αλλά με τα χέρια και το μεταφέρουν κυρίως οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά.
Η διαδικασία ήταν απλή. Έμπαιναν στη σειρά και μετά από λίγη ώρα  γέμιζαν τις στάμνες και τα άλλα δοχεία. Όμως δεν έλειπαν τα επεισόδια. Μερικές  ανυπόμονες γυναίκες δεν περίμεναν στη σειρά τους, αλλά έμπαιναν μπροστά αδιαφορώντας για τις άλλες.
 Έτσι ο τσακωμός ήταν αναπόφευκτος .Η κατάσταση χειροτέρευε όταν στις βρύσες αυτές έρχονταν άνθρωποι να ποτίσουν τα ζώα τους ( άλογα και γαϊδούρια) στην τσιμεντένια λεκάνη (κοπάνα) που υπήρχε κάτω από κάθε βρύση. Τότε ο συνωστισμός  (ζώων και ανθρώπων ) γίνονταν μεγαλύτερος   ( Μία από αυτές τις κοπάνες υπάρχει στη βρύση που έκανε η Κοινότητα στο εξωκλήσι της Ζωοδόχου πηγής (Παναγία).
Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι η παροχή νερού δεν  γίνονταν όλη την ημέρα, αλλά κατά διαστήματα, συνήθως λίγες ώρες το πρωί  και λίγες το βράδυ πριν νυχτώσει . Όταν εξ αιτίας κάποιας βλάβης των αντλητικών μηχανημάτων  η της δεξαμενής και του δικτύου η διακοπή του νερού διαρκούσε πολύ χρόνο, περισσότερο από μια ημέρα, τότε η προμήθεια του  χωριού σε νερό γίνονταν πάλι από τη Μεγάλη βρύση  με τη διαδικασία που γίνονταν μέχρι το 1935.
Η κατάσταση αυτή κράτησε μέχρι το 1960 περίπου . Συγκεκριμένα το 1958, αποφασίστηκε από το Κοινοτικό συμβούλιο  (Πρόεδρος ο Αθ  Ζησόπουλος ) η αγορά αμιαντοσωλήνων και η επέκταση του δικτύου υδρεύσεως. Το δίκτυο επεκτάθηκε  και δημιουργήθηκε η δυνατότητα  κάθε σπίτι να βάλει βρύση στην αυλή του. Ανάλογες επεκτάσεις έγιναν και τα επόμενα  χρόνια ,ώστε σε λίγο όλα τα σπίτια είχαν βρύση  στην αυλή τους, ενώ τα νεόκτιστα σπίτια εξοπλίζονταν και με εσωτερικές βρύσες.


Μέχρι το 1976 η ύδρευση του Μακρυχωρίου ,γίνονταν από τo νερό μιας  πηγής, που βρίσκονταν κοντά στο σημερινό αντλιοστάσιο, και της οποίας τα νερά  κατέληγαν σε ενα φρεάτιο απο το οποίο γίνονταν η αντληση και μεταφορά με αγωγό πάνω απο το χωριό.
Η ύδρευση αυτή ήταν προβληματική και ελλιπής και οι συνέπειες του ασφαλώς αρνητικές. Το νερό δεν ήταν αρκετό και απαιτούσε κόπο και χρόνο για να φθάσει στα σπίτια.Το νοικοκύρεμα του σπιτιού ήταν πολύ δύσκολη υπόθεση για τις γυναίκες ,καθώς το νερό δεν επαρκούσε. Το πλύσιμο των κουζινικών, η καθαριότητα του σπιτιού και της αυλής, ιδιαίτερα το πλύσιμο  των ρούχων  (μπουγάδα) αποτελούσαν ξεχωριστά προβλήματα για τις νοικοκυρές.
Πολλές φορές προτιμούσαν να μεταφέρουν τα ρούχα στη μεγάλη βρύση για πλύσιμο ,παρά να μεταφέρουν νερό από κει στο σπίτι τους. Άλλες φορές το ίδιο νερό το χρησιμοποιούσαν σε πολλαπλές χρήσεις, όπως  πχ με το ίδιο νερό που έπλεναν τα λάχανα   πότιζαν και τα ζώα τους η έπλεναν τις αυλές τους.
          Στις αυλές των σπιτιών σπάνια υπήρχε λουλούδι η δένδρο. Ακόμη πιο σπάνια ήταν η καλλιέργεια  κηπευτικών ( μπαχτσές). Που και που στο χωριό υπήρχαν κάποιες συκιές  και ακακίες  η σε κάποιες αυλές υπήρχαν κληματαριές, φυτά που αντέχουν στην ξηρασία γιατί οι ρίζες τους εισχωρούν βαθιάς τη γή και βρίσκουν λίγη υγρασία. Οι προσπάθειες των  Κοινοτικών συμβουλίων για δενδροφύτευση στο  χωριό συνήθως δεν έφερναν αποτέλεσμα, λόγω της ανεπάρκειας του νερού.
          Το 1938  την 1η  Ιουλίου το Κοινοτικό συμβούλιο αποφάσισε να απαγορεύσει στους κατοίκους να ποτίζουν τους κήπους με αυλάκια ,από τις Κοινοτικές βρύσες , και τους συστήνει να ποτίζουν μόνο με τενεκέδες λόγω της έλλειψης νερού.
          Το χωριό από μακριά έδειχνε στους περαστικούς μόνο τα κεραμίδια των σπιτιών του. Δένδρο δεν φαίνονταν πουθενά. Και καθώς και οι γύρω εκτάσεις  (Μεριάς , Καρακόπετρα ) ηταν κι αυτές ξερές και χωρίς βλάστηση ,το Μακρυχώρι ήταν πραγματικά ένα ξεροχώρι. Το  « χωριό που δεν έχει κανένα δένδρο »  έλεγαν οι ξένοι  για το Μακρυχώρι.
          Το Κοινοτικό συμβούλιο και οι κάτοικοι έκαναν πολλές προσπάθειες και θυσίες για να  λύσουν η να  αμβλύνουν κάθε φορά το πρόβλημα της λειψυδρίας.
 Τον Αύγουστο του 1916 μέλη του Κοινοτικού  συμβουλίου  πήγαν στο Νεζερό ( Καλλιπεύκη ) για να βρουν κατάλληλες πηγές νερού και να εξετάσουν τη δυνατότητα κατασκευής υδραγωγού για τη μεταφορά πόσιμου νερού στο Μακρυχώρι.
Η προσπάθεια αυτή όπως και μια άλλη που έγινε τη δεκαετία του ,αυτή τη φορά από  τα Αμπελάκια, δεν καρποφόρησαν.  Στις 14-4-1934 και στις 21-6-1950 τα Κοινοτικά συμβούλια επιβάλλουν στους κατοίκους φόρο στη γεωργική τους παραγωγή ,για ν αυξήσουν τα έσοδα , με σκοπό  την κατασκευή έργων υδρεύσεως.