Μακρυχώρι Λάρισας

Μακρυχώρι Λάρισας

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΡΟΧΟΦΟΡΑ ΤΟ 1830



Η πρώτη έπαυλις και τα πρώτα τροχοφόρα στην Αθήνα

Ενσωματωμένο στο κτιριακό συγκρότημα του Ασύλου Ανιάτων, επί της οδού Αγίας Ζώνης 39, της περιοχής Πατησίων, βρίσκεται ένα από τα πιο παλιά κτίρια της Αθήνας. Είναι η έπαυλις του πριν από 140 χρόνια ναυάρχου του Αγγλικού στόλου της Μεσογείου Pulteney Malcolm.  Κτίσθηκε πριν ακόμη η Αθήνα καταστεί πρωτεύουσα του Ελληνικού Κράτους και μεταφέρουν την έδρα τους από το Ναύπλιο ο Βασιλεύς Όθων και οι Κυβερνητικές υπηρεσίες.

Για το κτίσιμο της επαύλεως αυτής χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα δίτροχο κάρο  Πρόκειται περί του πρώτου οχήματος που είδαν μετά την απελευθέρωση οι Αθηναίοι.

Η έπαυλις του ναυάρχου Pulteney Malcolm  το σημερινό ΑΣΥΛΟ ΑΝΙΑΤΩΝ, το πρώτο σπίτι που κτίσθηκε μετά την απελευθέρωση στην Αθήνα.
Το κάρρο αυτό διάνοιξε και τον πρώτο αμαξητό δρόμο στην Πρωτεύουσα, από τον Πειραιά ως τα ποιητικά και όλο ελαιώνες τότε Πατήσια.

Ο Σκωτικής καταγωγής αντιναύαρχος Sir Pulteney Malcolm ήταν αρχηγός του Βρετανικού στόλου της Μεσογείου μέχρι το 1832. Εστάλη να επιβλέπει στην αρχή και να αντικαταστήσει ύστερα τον Sir Edward Codrington  ο οποίος όμως εν τω μεταξύ είχε προφτάσει να υπογράψει με τον Αλί Πασά της Αιγύπτου τη συμφωνία για την εκκένωση της Πελοποννήσου από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ.


Ο Pulteney Malcolm ερχόταν συχνά στον Πειραιά μετά την αποκήρυξη της ναυμαχίας του Ναυαρίνου από την αγγλική Κυβέρνηση  Ο Πειραιεύς ωνομάζετο τότε Πόρτο-Δράκο ή Πόρτο-Λεόνε από τα δυο λιοντάρια που είχαν στήσει στο λιμάνι του οι παλιοί Βαράγγοι μισθοφόροι του Βυζαντίου. Τα λιοντάρια αυτά, ως γνωστόν τα πήρε ο Francesco Morosini και τα μετέφερε στη Βενετία όπου και υπάρχουν στην πύλη, του παλιού ναυστάθμου.

Αραμπάς δίπλα στις παράγκες του Πειραιά του 1833. Ακολουθούσε τον πρώτο αμαξητό δρόμο που διάνυξαν οι «ναύτες του Κάρου».
Είχε πιάσει ο Pulteney Malcolm γνωριμία με τον «μουσιού Καϋρόκ» τον φραγκολεβαντίνο που είχε το μοναδικό σπίτι στον Πειραιά. Εκτός από τις 4-5 παράγγες ψαράδων και το «κουμερλίκι» όπως ωνομάζετο το παράπηγμα που εστέγαζε τον τελωνειακό σταθμό. Συνεδέετο με φιλία και με τον ιστορικό και φιλέλληνα αγωνιστή George Finlay ο οποίος του έστελνε άλογο για ν' ανέβη στην Αθήνα.

Ο George Finlay είχε αγοράσει και κτήματα και μόνιμα εγκατεστημένος ασχολείτο με την καθιέρωση των καλλιεργητικών μεθόδων στην Αττική. Η περιοχή άρεσε πολύ στον Άγγλο στόλαρχο και αποφάσισε να χτίσει μια βίλα. Αγόρασε έκταση παρά τα Πατήσια από κάποιον Τούρκο.


Ήταν το κτήμα στο οποίο ο Ρεσίτ πασάς Κιουταχής είχε στήσει την σκηνή του αρχηγείου του όταν πολιορκούσε την Ακρόπολη  Την εποχή εκείνη οι Τούρκοι προβλέποντες ότι σύντομα θα αναγκασθούν να φύγουν από την Ελλάδα πωλούσαν τα κτήματα των σε τιμές εξευτελιστικές.


Τότε περί το 1831 αγόρασαν μεγάλες εκτάσεις της Αθήνας διάφοροι ερχόμενοι, από το εξωτερικό, Έλληνες και ξένοι, για να εγκατασταθούν στο νέο Ελληνικό Κράτος. Μεταξύ αυτών ο γνωστός αρχιτέκτων Σταρ. Κλεάνθης αγόρασε μεγάλες εκτάσεις από τους αποχωρούντες Τούρκους.


ΙΙήρε κτήματα έξω από το τείχος και ένα τεράστιο οικόπεδο στο Ριζόκαστρο με ένα ερειπωμένο σπίτι, το οποίο επισκεύασε και συνεπλήρωσε και το κατέστησε κατοικία δική του καθώς και του φίλου του και συναδέλφου του επίσης αρχιτέκτονος Eduard Schaubert  Το σπίτι αυτό σώζεται ακόμη στην Πλάκα και σ’ αυτό εστεγάσθη αργότερα και το πρώτο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Ήρθε από την Αίγινα και ο στρατηγός Μακρυγιάννης και αγόρασε 24 περίπου στρέμματα στην περιοχή του δυτικού περιβόλου του ναού του Ολύμπιου Διός, στη σημερινή συνοικία Μακρυγιάννη.


Ο Pulteney Malcolm ήταν ο πρώτος που έκτισε σπίτι. Τα σχέδια τα είχε φέρει από τη Σκωτία γιατί ήθελε η κατοικία του να τού θυμίζει την αρχιτεκτονική των προγονικών του πύργων.


Τα σχέδια προσήρμοσαν οι Κλεάνθης και Eduard Schaubert οι οποίοι και επέβλεψαν την ανέγερση  Μετά τον πύργο αυτόν στα Πατήσια χτίσθηκαν τα πρώτα αρχοντικά της Αθήνας. Ένα από αυτά, το σπίτι του τραπεζίτη Αλεξάνδρου Κοντοσταύλου, στο βορειοανατολικό άκρο τότε της πόλεως που εξετείνετο γύρω από την Ακρόπολι, στην ίδια θέσι που αργότερα κτίσθηκε το κτίριο της Βουλής, το σημερινό Εθνολογικό Μουσείο, παρά τις οδούς Σταδίου-Κολοκοτρώνη-Ανθίμου Γαζή. Τότε έκτισε ο Φαναριώτης πρώην ηγεμών της Μολδοβλαχίας Μιχαήλ Βόδας Σούτσος και την έπαυλί του που εσώζετο μέχρι των αρχών τού αιώνα μας σαν Άσυλο της Αγίας Αικατερίνης στην οδό Αλκιβιάδου.


Τα χρόνια του αγώνος, του 1821, η Αθήνα είχε περί τα 1.500 σπίτια και 124 Εκκλησίες. Η πολιτεία δεν εκάλυπτε ούτε ολόκληρο την περιτειχισμένη γύρω από την Ακρόπολι έκτασι η οποία ήτο 1.163 στρεμμάτων. Η οικοδομημένη περιοχή ήταν 772 στρεμμάτων και το υπόλοιπο εκάλυπτε ο λόφος της Ακροπόλεως και ο γύρω από αυτόν ακάλυπτος χώρος. Ο παλαιός οικισμός έφθανε μέχρι εκεί που είναι οι σημερινοί δρόμοι Θρασύλλου, Αισχύνου, Πιττακού, Λέκκα, Πραξιτέλους, Ευριπίδου και Σαρρή και μέχρι του ναού των Αγίων Ασωμάτων και του Αρείου Πάγου. Από τα σπίτια που υπήρχαν ελάχιστα διεσώθησαν. Οι Αθηναίοι που είχαν φύγει κυρίως στα νησιά τού Σαρωνικού επιστρέφοντες δεν βρήκαν παρά ερείπια.


Ο εκπατρισμός των διήρκεσε μέχρι το 1830 όταν και εξακολουθούσαν οι μάχες γύρω από την Ακρόπολι.


Εικόνα της Αθήνας μετά την απελευθέρωσι δίνει ο Γάλλος ιστορικός Μισώ: «Να η Αθήνα. Δεν έχει σήμερα ούτε έναν χαραγμένο δρόμο. Βαδίζαμε ανάμεσα σε σωρούς διεσπαρμένων συντριμμιών. Σ' ένα μονοπάτι χαραγμένο ανάμεσα από ερείπια. Σε κάθε βήμα υπερπηδούσαμε σωρούς από πέτρες, τμήματα από τοίχους και σπονδύλους από κολώνες. Σήμερα δεν υπάρχει ούτε δρόμος, ούτε δημοσία πλατεία, ούτε κήπος, ούτε μοναστήρι, ούτε εκκλησία.
Συναντήσαμε και γλαύκες, αλλά το πουλί αυτό της Αθηνάς δεν ήταν πλέον εδώ παρά το σύμβολο της άφωνης ερημιάς. Η κουκουβάγια ήταν ο μόνος κάτοικος της Αθήνας του οποίου εφείσθησαν κατά τα τελευταία έτη».
Στην Αθήνα αυτή των ερειπίων έκανε μεγάλη εντύπωση η εμφάνιση των πρώτων τροχοφόρων. Ήταν δυο δίτροχα κάρρα που τα έφερε από την Μάλτα και τα ξεφόρτωσε στον Πειραιά ό Pulteney Malcolm,  τα εχρησιμοποίησε για την μεταφορά των οικοδομικών υλικών για το κτίσιμο της επαύλεως του στα Πατήσια. Μετέφερε μ' αυτά πέτρα του Υμηττού από τον Καρέα και πυριά από την Πειραϊκή Χερσόνησο. Υλικά από θέσεις που επρόκειτο να γίνουν μέχρι, των ημερών μας, νταμάρια. Τα κάρρα τα έσερναν μουλάρια πρώτου μεγέθους της ράτσας του Αννόβερου που και αυτά ξεφορτώθηκαν στο Πόρτο-Δράκο.

Η Αθήνα του 1835. Δεξιά οι Άγιοι Ανάργυροι.
Μέχρι την εποχή εκείνη τα μόνα μεταφορικά μέσα ήσαν τα άλογα, μουλάρια, τα γαϊδουράκια, και οι καμήλες που αρκετές υπήρχαν στην Αθήνα. Οι Αθηναίοι έτρεχαν να δουν το «εκπληκτικό θαυμάσιο» της εποχής που ήταν το κάρρο. Ιδιαίτερα συνέρρεαν στην πύλη του Πειραιώς που υπήρχε εκεί που περίπου είναι σήμερα το Δημοτικό Βρεφοκομείο. Εκεί αντικαθιστούσαν τα μουλάρια των κάρρων με άλλα ξεκούραστα. Το κάρρο εθεωρείτο το θαύμα της μηχανικής. Οι παλαιότεροι Αθηναίοι εξηγούσαν τότε στους νέους ότι πιο παλιά στα χρόνια του Χασεκή υπήρχαν και παραπλήσιου είδους τροχοφόρα. Οι ανατολίτικοι αραμπάδες που τους έσερναν βόδια. Φυσικά τα κάρρα ήταν πολύ ανώτερη ευρωπαϊκή εφεύρεση. Την ίδια εποχή πρέπει να ξαναεμφανίσθηκαν και αραμπάδες. Σε μια γραβούρα του Πειραιά του 1830 φιγουράρει και ένας αραμπάς με δυο βόδια.

Τα κάρρα του Pulteney Malcolm τα υπηρετούσαν ναύτες του αγγλικού στόλου γιατί οι εντόπιοι δεν τολμούσαν να εκπαιδευθούν και να αναλάβουν την οδήγησί των. Τους καρροτσέρηδες αυτούς τους αποκαλούσαν «ναύτες του κάρρου» προσωνυμία η οποία αργότερα πήρε ειρηνική σημασία. Τα κάρρα αυτά άνοιξαν και τους πρώτους αμαξητούς δρόμους της Αθήνας. Με το πέρασμα τους μερικές φορές ανάμεσα στα χωράφια άφησαν ροδιές και έτσι, στην τύχη, ανοίχθηκαν οι πρώτοι καρρόδρομοι της Αθήνας από τον Πειραιά και τον Καρέα ως τα Πατήσια. Στην ιστορία των πρώτων αμαξητών δρόμων της Ελλάδος αναφέρεται πρώτος ο δρόμος που άνοιξε ο στρατός του Nicolas Joseph Maison μεταξύ Πύλου και Μεθώνης. Έφτιαξε κι ο Καποδίστριας δρόμο στην Αίγινα από τον όρμο Άγιος Βασίλειος ως τη χώρα. Μεταφέρθηκε όμως η πρωτεύουσα του Κράτους πριν φθάσουν στην Αίγινα τροχοφόρα, κάρρα ή αραμπάδες.


Η Αθήνα το 1832, πριν ακόμη γίνη πρωτεύουσα, είδε μαζί με το κτίσιμο των πρώτων μετά την απελευθέρωση σπιτιών της και τα πρώτα τροχοφόρα που οδηγούσαν «ναύτες του κάρρου» και απέκτησε και τους πρώτους της αμαξοδρόμους. Αυτούς τους χρησιμοποίησαν οι αραμπάδες που ξαναγύρισαν κι αυτοί μέχρι που έφτασαν και στην Ελλάδα οι πρώτες άμαξες από την πολιτισμένη Ευρώπη.


Κ. ΨΑΛΤΗΡΑΣ      
ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΣΑΣ
1971

ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΤΟ 1984 ΣΕ ΚΑΠΟΙΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝΤΑΝ ΟΙ ΒΟΙΔΑΜΑΞΕΣ ΑΠΟ ΑΓΡΟΤΕΣ ΓΙΑ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ.

ΕΤΣΙ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ Ο ΓΑΛΛΟΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ  ΒΙΚΤΩΡ ΜΠΕΡΑΡ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ  ΤΩΝ ΑΡΑΜΠΑΔΩΝ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΤΟ 1890





ΘΕΣΣΑΛΟΙ ΑΓΡΟΤΕΣ ΤΟ 1905

ΑΥΤΑ ΓΝΩΡΙΖΩ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΡΑΜΠΑ ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΑΘΟΥN ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΠΟΣΟ ΔΥΣΚΟΛΑ ΜΠΗΚΕ Ο ΤΡΟΧΟΣ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΑΠΛΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ.



    Η  ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΑΜΠΑ.
Ο αραμπάς η βοϊδάμαξα  ήταν από τα  πρώτα τροχοφόρα   μεταφορικά   μέσα  που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος. Το  έσερναν   βόδια τα οποία είναι πολύ δυνατά και κινούνται πολύ αργά.  
Σαν  τροχοί χρησιμοποιήθηκαν  μονοκόμματοι ξύλινοι κύλινδροι. Έκοβαν  δηλαδή κυλινδρικές  ‘’φέτες ‘’ από  κορμούς  δέντρων, σχετικά  μεγάλης διαμέτρου  και πολύ μεγάλης  αντοχής. Τέτοιο ξύλο είχε η άγρια καστανιά ,η οξιά ,το πουρνάρι και κάποια άλλα δένδρα.
Τις  κυλινδρικές αυτές  ξύλινες  ‘’ φέτες’’  τις  τρυπούσαν στο κέντρο, απ’ όπου περνούσαν ενα κατάλληλα διαμορφωμένο  ξύλο ως άξονα κίνησης .Στο μέσο αυτού του  άξονα  και κάθετα  σ’ αυτόν προσδένονταν  ένα άλλο μεγάλο  ξύλο στην άλλη άκρη του οποίου εγκλώβιζαν  με κατάλληλη ‘’λαιμαργιά’’ τα βόδια. Πάνω σ’ αυτά τα δύο ενισχυμένα ξύλα καρφώνονταν τα σανίδια που δημιουργούσαν τη βάση φόρτωσης  του αραμπά. Για τη μεταφορά βαρέων φορτίων είχαν κατασκευάσει και τετράτροχους αραμπάδες.
Επειδή κατά την κίνηση  είχαμε συνεχή τριβή δύο ξύλινων επιφανειών  ,του άξονα και των τροχών ,με κίνδυνο να  ‘’ανάψουν’’ ,πάνω στον αραμπά υπήρχε πάντα ένα δοχείο με νερό  και σαπούνι  .Κατά διαστήματα ο αραμπατζής σταματούσε  για να λιπάνει τον άξονα με σαπουνόνερο.
Οι καλά οργανωμένες αγροτικές κοινότητες είχαν τοποθετήσει  σε όλα σχεδόν τα ρέματα μεγάλα κιούπια με νερό ,ώστε να μην είναι υποχρεωμένοι  οι αγρότες να μεταφέρουν οι ίδιοι νερό για τις ανάγκες της λίπανσης του άξονα των τροχών  του αραμπά.
Εξέλιξη του αραμπά ήταν τα κάρα. Οι τροχοί των ηταν  ελαφρύτεροι και ανθεκτικότεροι γιατί ήταν  ακτινωτοί με μεταλλικό στεφάνι περιφερειακά και με ειδική υποδοχή για τον άξονα στο κέντρο τους .Η λίπανση του αξονα γίνονταν τώρα με γράσο που διαρκούσε  αρκετές ημέρες. Έτσι τα κάρα μπορούσαν να τα σύρουν και άλογα τα οποία κινούνταν ταχύτερα .
Οι φωτογραφίες που δημοσιεύω  των αρχών του εικοστού αιώνα  είναι από το βιβλίο η Ελλάδα  σήμερα ,από την ηλεκτρονική εφημερίδα του Βαλτινού και τα κείμενα  του Γάλλου περιηγητή Μπεράρ στα 1890 που αναφέρεται  σε αραμπάδες που συνάντησε. Δεν υπάρχουν φωτογραφίες με αραμπάδες μικρής ακτίνας τροχούς από συμπαγές ξύλο αλλά  από  τροχούς  μεγάλης ακτίνας ,που φτιάχνονταν από δύο σειρές χονδρών σανιδιών  κατάλληλα καρφωμένων μεταξύ τους .
Πληροφορίες για τον τρόπο κατασκευής και συντήρησης της βοϊδάμαξας   μου τις έδωσαν οι συγχωριανοί μου Μυλωνάς Ιωάννης του Γεράσιμου και Νταβέλης Γεώργιος του Ιωάννη.