Μακρυχώρι Λάρισας

Μακρυχώρι Λάρισας

Παρασκευή 31 Μαΐου 2024

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ 158 ΕΩΣ 218 ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΚΑΙ ΠΡΩΗΝ ΔΗΜΑΡΧΟΥ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ ΘΩΜΑ ΤΣΕΤΣΙΛΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΘΟΥΜΕ ΟΛΟΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ. ΣΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΓΥΡΤΩΝΗ Η ΟΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ








Ζ3.  Βιοτεχνία

 

Την οικονομική δραστηριότητα στο Μακρυχώρι συμπλήρωναν βέβαια, μαζί με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, και τα διάφορα βιοτεχνικά επαγγέλματα. Τα επαγγέλματα αυτά αντιστοιχούσαν στις βασικές ασχολίες των κατοίκων, τη γεωργία και την κτηνοτροφία, και γενικά εξυπηρετούσαν τις βιοτικές ανάγκες τους, τη διατροφή, τη στέγαση, την ένδυση. Ήταν επαγγέλματα επεξεργασίας και μεταποίησης πρώτων υλών, κατασκευής και επισκευής διαφόρων πραγμάτων και επαγγέλματα προσφοράς υπηρεσιών.

Υπήρχαν λοιπόν ο μυλωνάς, ο χτίστης (οικοδόμος), ο μαραγκός (ξυλουργός), ο καροποιός, ο χαλκιάς (σιδηρουργός), ο πεταλωτής, ο σαμαράς (σαγματοποιός), ο τσαγκάρης, ο ράφτης, ο κουρέας, ο γανωτής, ο ξυλοκόπος (υλοτόμος) και άλλοι. Κάποιες τέχνες, όπως η τέχνη της μεταποίησης του μαλλιού και του γάλατος των προβάτων (υφαντουργία, τυροκομία) ή των σταφυλιών (οινοποιία) ήταν κτήμα όλων σχεδόν των κατοίκων του χωριού και όχι ειδικών.

− Το άλεσμα του σιταριού και η μεταποίησή του σε αλεύρι αρχικά γινόταν σε κάθε σπίτι με τα χειρόμυλα, «τα χειρόμπλα». Ήταν δυο πέτρες κυκλικές και επίπεδες στη μία τους πλευρά, με διάμετρο 40-50 εκατοστών, που συνέθλιβαν (άλεθαν) ανάμεσα στις επίπεδες πλευρές τους το σιτάρι, καθώς η μία περιστρεφόταν με το χέρι πάνω από την άλλη, που έμενε σταθερή. Καθώς όμως στην περιοχή του Μακρυχωρίου λειτούργησαν από πολύ νωρίς νερόμυλοι, η χρήση των χειρόμυλων περιορίστηκε στην ετοιμασία του σιταριού για την παρασκευή του τραχανά, «το κόψιμο του τραχανά», χρήση που κράτησε σε μερικά σπίτια μέχρι και το 1960 περίπου.

Από την αρχή της συγκρότησης του Μακρυχωρίου ως ελληνικού οικισμού ο Αμπελακιώτης Δημήτριος Μαργκάς αγόρασε και έθεσε σε λειτουργία νερόμυλο, ο οποίος λειτουργούσε από την εποχή της τουρκοκρατίας, στη βορινή πλευρά του μικρού βουνού Προσήλιο, στη θέση Μπαχτσέδια. Εξάλλου μέλη της ευρύτερης οικογένειας Μαργκά είχαν αγοράσει την ίδια εποχή και άλλον τέτοιο μύλο στην ανατολική πλευρά του βουνού αυτού, στα όριά του με το χείμαρρο Καλάμτσια. Κατάλληλα κατασκευασμένοι υδραύλακες έφερναν ποσότητες νερού της Καλάμτσιας στους μύλους αυτούς. Το νερό αυτό έβαζε σε κίνηση τις μυλόπετρες των δύο μύλων διαδοχικά, πρώτα του ενός, ύστερα του άλλου. Στους νερόμυλους αυτούς άλεθαν το σιτάρι τους και έπαιρναν το αλεύρι τους οι Μακρυχωρίτες και πολλοί κάτοικοι των γύρω χωριών. Ο νερόμυλος Μαργκά στη θέση Μπαχτσέδια του Μακρυχωρίου λειτουργούσε, έβγαζε δηλαδή αλεύρι, μέχρι και το 1946. Από το 1947 άλεθε καρπούς, σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι κ.ά. και τους έκανε τροφή για τα ζώα, «έκοβε γεραμάδες» ή έκοβε το σιτάρι για τραχανά. Από το 1957 έπαψε να λειτουργεί ως νερόμυλος, λόγω έλλειψης της αναγκαίας ποσότητας νερού, και λειτουργεί πλέον με μηχανή πετρελαιοκίνητη. Περί το 1960 σταμάτησε οριστικά η λειτουργία του, αφού εκ των πραγμάτων είχε καταστεί πλέον ασύμφορη. Το 1938 εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στο Μακρυχώρι ο Ζαφείρος Μαργκάς, γιος του Δημητρίου, ο οποίος είχε, μαζί με την οικογένειά του, την κυριότητα και τη διαχείριση του μύλου αυτού μέχρι το τέλος της λειτουργίας του. Σήμερα υπάρχει ακόμα το κτίριο του μύλου, εγκαταλειμμένο, από το οποίο βέβαια κάποιοι «αρμόδιοι» αφαίρεσαν εν τω μεταξύ όλο τον εξοπλισμό του, τις μηχανές, τις μυλόπετρες, την καρούτα κ.ά..

Παράλληλα με το νερόμυλο του Μαργκά λειτούργησε για αρκετά χρόνια, και πάντως μέχρι το 1940 περίπου, και ο μύλος του Ευαγγέλου Μπούτου, δίπλα στη Βρύση του χωριού, ο οποίος ήταν μηχανοκίνητος πετρόμυλος. Το κτήριο του μύλου διατηρείται ακόμα σε καλή κατάσταση.

Από το 1946 λειτουργεί στο Μακρυχώρι μύλος μέσα στον οικισμό. Ήταν ο συνεταιρικός αλευρόμυλος των Δημητρίου Αργυρίου (Θάνου) και Κων/νου Π. Τσέτσιλα, που ήταν εγκατεστημένος δίπλα στο σπίτι του Θάνου. Ο μύλος αυτός ήταν μηχανοκίνητος και άλεθε με μυλόπετρες. Έμπαινε σε κίνηση με τη μηχανή εκείνου του ιδιότυπου τρακτέρ, που ανάφερα σε προηγούμενο κεφάλαιο, με τις ρόδες με τα σιδερένια πέδιλα. Αποτέλεσε για τους χωριανούς μια δεύτερη και ασφαλώς καλύτερη λύση για το άλεσμα του σιταριού τους και γι’ αυτό επηρέασε αμέσως αρνητικά τη λειτουργία του νερόμυλου Μαργκά. Λειτούργησε μέχρι το 1952. Τότε οι Αργυρίου και Τσέτσιλας εγκαθιστούν καινούριο μύλο, κυλινδρόμυλο αυτή τη φορά, έξω από το χωριό, κοντά στη Βρύση του χωριού, 40 μέτρα περίπου ανατολικά της, πίσω από το σημερινό επίχωμα της σιδηροδρομικής γραμμής. Ο μύλος αυτός λειτούργησε από τις οικογένειες Αργυρίου και Τσέτσιλα μέχρι το 1972, αφού το 1958 είχε ανανεωθεί, μετά από εκτεταμένες ζημίες που είχε πάθει από πυρκαγιά. Το 1972 ο συνεταιρισμός των ιδιοκτητών παύει να υφίσταται και η λειτουργία του μύλου σταματάει. Λίγο χρόνο αργότερα οι αδελφοί Γεώργιος και Χρήστος Δ. Αργυρίου εγκαθιστούν νέο μεγάλο κυλινδρόμυλο στη θέση Αλπότρυπες, δίπλα στην εθνική οδό, η λειτουργία του οποίου αρχίζει το 1974 και κρατάει μέχρι το 1992. Μετά το 1992 ο μύλος λειτουργεί για μερικά ακόμη χρόνια, υπό τη διεύθυνση άλλων δύο κατά σειρά ιδιοκτητών. Εδώ και 15 περίπου χρόνια σταμάτησε και αυτός να λειτουργεί.

 


Στιγμιότυπο από τον αλευρόμυλο Δημ. Αργυρίου (Θάνου)-Κων/νου Τσέτσιλα πριν από το 1950

− Τις πρώτες δεκαετίες, μέχρι το 1920 περίπου, σχεδόν όλοι οι Μακρυχωρίτες διέμεναν στα σπίτια που βρήκαν από τους Τούρκους. Από τη δεκαετία του 1920 και κυρίως στη δεκαετία του 1930 άρχισαν να κτίζουν καινούρια σπίτια ή να διορθώνουν και να επεκτείνουν κάποια από τα τούρκικα. Ήταν σπίτια πέτρινα και τα έχτιζαν κτίστες, μάστοροι της πέτρας και «πολιτικοί μηχανικοί» ταυτόχρονα, καταγόμενοι κυρίως από τη δυτική Μακεδονία. Δουλεύοντας κοντά σ’ αυτούς αναδείχτηκαν και κάποιοι ντόπιοι τεχνίτες της οικοδομής, όπως ο Αδάμος Τριανταφύλλου, ο Ιωάννης Δ. Στογιάννης ή Γιάντσιος, ο Γεώργιος Λαζάρου, ο Γεώργιος Κοψαχείλης. Την πέτρα την έφερναν από τους διαλυμένους τούρκικους οικισμούς Ραχμάνι και Καρασλάρ και από λατομείο (νταμάρι) της Καρακόπετρας στη θέση Ασαργάνι. Αξιοσημείωτο είναι ότι πολλά από αυτά τα σπίτια ήταν αρκετά μεγάλα, κυρίως σπίτια ευκατάστατων οικονομικά, και ότι κατά εποχές κτίζονταν στον ίδιο αρχιτεκτονικό ρυθμό. Ήταν σπίτια διώροφα, ή ορθογώνια με δύο δωμάτια και ανάμεσά τους σάλα ο κάθε όροφος, όπως το σπίτι του Αναστασίου Μπενεχούτσου στην πλατεία ή του Χρήστου Φάκα στον κεντρικό δρόμο, ή τετράγωνα με τέσσερα δωμάτια και σάλα ο κάθε όροφος, όπως το σπίτι της οικογένειας Γιαννακόπουλου κοντά στο Δημαρχείο ή της οικογένειας Ρόμπα βόρεια και κοντά στην πλατεία. Σπίτια και των δύο αυτών ρυθμών υπάρχουν και λειτουργούν ακόμα πολλά στο Μακρυχώρι.

Άλλοι Μακρυχωρίτες κτίστες, σχετικά παλαιοί, ήταν οι Ταζέδες, ο Βάιος Ταζές και τα παιδιά του Θωμάς και Πολυχρόνης, και ο Νικόλαος Ταρατόρας. Εξάλλου τα πρώτα χρόνια μετά το 1950 με ευθύνη της Νομαρχίας Λάρισας λειτούργησε στο Μακρυχώρι σχολή οικοδομικής τέχνης με ένα δάσκαλο κτίστη και ένα δάσκαλο ξυλουργό. Ο δάσκαλος κτίστης ονομαζόταν Σάββας και έμεινε στη μνήμη των χωριανών ως Μαστοροσάββας. Στη «σχολή του Μαστοροσάββα» μαθήτευσαν πολλοί νέοι του χωριού και έμαθαν αρκετά στοιχεία της οικοδομικής. Κάποιοι απ’ αυτούς μάλιστα άσκησαν, άλλοι για λίγα, άλλοι για πολλά χρόνια, το επάγγελμα του οικοδόμου και έκτισαν πολλά σπίτια στο χωριό ή και αλλού. Αυτοί ήταν οι Ζήσης Γουντσιώτης, Αλ. Ζησόπουλος, Αθ. Καραπάνος, Χρ. Νίτσικας, Γεω. Παπακρίβος, Σαρ. Στογιάννης, Ευά. Στρατόπουλος, Αν. Τσέτσιλας και Λεωνίδας Χατζής.

Την οικοδομή ολοκλήρωνε ο μαραγκός (ξυλουργός) με τις ξύλινες κατασκευές του σπιτιού, τις πόρτες και τα παράθυρα (κουφώματα), και με άλλες εσωτερικές κατασκευές, όπως εσωτερικές ξύλινες σκάλες, ξύλινα πατώματα, που χώριζαν τους ορόφους, ντουλάπες κ.ά. Και τη δουλειά του ξυλουργού την έκαναν πολλές φορές οι ίδιοι οι χτίστες του σπιτιού. Ωστόσο υπήρχαν από τα πρώτα χρόνια στο Μακρυχώρι και ειδικοί ξυλουργοί. Το 1907 ο Δημήτριος Χ. Πέτρου εισπράττει δεκατρείς (13) δραχμές «δι’ επιδιόρθωσιν θυρών και παραθύρων του Ναού και του σχολείου της Εκκλησίας».

Από τους παλαιότερους ξυλουργούς και πάντως ο τεχνικότερος ήταν ο Αναστάσιος Τσιάνης (Μαστοροαναστάσης). Αυτός εκτός από άλλες κατασκευές κατασκεύασε τη δεκαετία του 1910 τις ξύλινες κατασκευές στο ναό του Αγίου Θωμά, στασίδια, ψαλτήρια, παγκάρι κ.ά., και φιλοτέχνησε μέσα στο ναό χειροποίητα καλλιτεχνήματα, την Αγία Τράπεζα, το δεσποτικό, τον άμβωνα κ.ά., κάποια από τα οποία σώζονται και λειτουργούν ακόμα μέσα στο ναό.

Αργότερα υπήρξαν και άλλοι ξυλουργοί, όπως ο Μιχαήλ Μπεκιάρης και ο Γεώργιος Στρατόπουλος. Από το 1950 περίπου και για μερικές δεκαετίες μετά επαγγελματίες ξυλουργοί στο Μακρυχώρι ήταν ο Χαρίλαος Πατσιούρας, που άσκησε το επάγγελμα μέχρι το 2000 περίπου, και ο Ιωάννης Κωστάκης. Μέχρι και το 1960 όλες οι ξύλινες κατασκευές ήταν χειροποίητες. Τα ξυλουργικά εργαλεία, πριόνι, σκεπάρι, τρυπάνι, ροκάνι, πλάνη κ.ά. ήταν όλα χειροκίνητα.


 

− Η επεξεργασία του μαλλιού των προβάτων και η μεταποίησή του δε γινόταν από ειδικούς τεχνίτες, αλλά γινόταν από όλες σχεδόν τις γυναίκες του χωριού. Το πλύσιμο των μαλλιών με βραστό νερό, για να φύγει η πηχτή λέρα τους, «ο σούκος», το ξάσιμο (το γράνσιμο) με το χέρι, το λανάρισμα με το μικρό χειροκίνητο λανάρι, το γνέσιμο με τη ρόκα ή το τσικρίκι, το κουβάριασμα και το τυλιγάδιασμα του νήματος με το τυλιγάδι, το βάψιμο, το ίδιασμα και η παρασκευή του στημονιού (διασίδι), το πέρασμα και η ύφανση των νημάτων, του στημονιού και του υφαδιού, στον αργαλειό ήταν τα βασικά στάδια της επεξεργασίας και μεταποίησης του μαλλιού και βασική καθημερινή ασχολία των περισσότερων γυναικών. Με τη διαδικασία αυτή κατασκεύαζαν μάλλινα σκεπάσματα, βελέντζες φλοκάτες ή χωρίς φλόκους (φλοκιαστές ή στείρες), κατασκεύαζαν στρωσίδια για το πάτωμα και τα κρεββάτια, χαλιά, κουβέρτες, κιλίμια, καθώς και υφάσματα ενδυμασίας, απλά ή δίμιτα (αδίμτα). Μέχρι το 1930 περίπου σχεδόν όλοι και μέχρι το 1950 οι περισσότεροι άνδρες φορούσαν μάλλινα ρούχα, σακάκια, παντελόνια, με ύφασμα του αργαλειού και ραμμένα από ειδικούς ράφτες. Μάλλινα ήταν και τα εσώρουχά τους, κυρίως οι φανέλες και οι κάλτσες. Ράφτες «ευρωπαϊκών» υφασμάτων, φραγκοράφτες, εμφανίστηκαν στο Μακρυχώρι κυρίως μετά το 1930. Εξάλλου ανάλογη ήταν και η ενδυμασία των γυναικών. Επίσης μέχρι και τη δεκαετία του 1970 η προίκα των κοριτσιών για το «ντύσιμο» του σπιτιού τους περιλάμβανε κυρίως μάλλινες κατασκευές.

Ωστόσο λίγο πριν το 1930 λειτουργεί στο Μακρυχώρι λαναριστήριο, το οποίο διευκόλυνε βέβαια τις γυναίκες στην επεξεργασία των μαλλιών. Το ίδρυσαν συνεταιρικά ο καταγόμενος από την κρήτη Εμμανουήλ Χατζηδάκης και ο Μακρυχωρίτης Χρήστος Χριστοδούλου και το λειτούργησαν μαζί για μερικά χρόνια. Από το 1936 μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1990, που σταμάτησε η λειτουργία του, το λειτούργησε η οικογένεια Χριστοδούλου. Μάλιστα τις δύο τελευταίες δεκαετίες της λειτουργίας του είχαν εγκαταστήσει και κλωστικό μηχανισμό και λειτούργησε και ως κλωστήριο. Λαναριστήρια πάντως υπήρχαν και πριν το 1930 στα γύρω χωριά, όπως στο Πουρνάρι και στο Συκούριο, όπου κατέφευγαν οι γυναίκες για το λανάρισμα. Στα Αμπελάκια μάλιστα υπήρχε και υφαντήριο (αργαλειοί), όπου οι γυναίκες του Μακρυχωρίου έδιναν τα νήματα και παράγγελναν διάφορα υφαντά. Μέχρι και τη δεκαετία του 1960 οι αργαλειοί των αδελφών Νικολάου και Θεοδώρου Μάντζιου κατασκεύαζαν πολλά υφαντά για την προίκα των κοριτσιών του Μακρυχωρίου. Υφαντήριο μηχανοκίνητο λειτούργησε και στο Μακρυχώρι από το 1980 περίπου. Ήταν το υφαντήριο μάλλινων ειδών των αδελφών Κων/νου και Αναστασίου Μπαρλαγιάννη, το οποίο λειτούργησε μέχρι το 2008. Επίσης στο Μακρυχώρι λειτουργεί εδώ και μερικές δεκαετίες, από το 1985 περίπου, η βιοτεχνία φλοκάτης του καταγόμενου από τους Γόννους Γεωργίου Μπουζώνα.

− Και το γάλα, όσο δεν πουλούσαν στους εμπόρους, και τα σταφύλια από τα αμπέλια τους, όπως ήδη προανάφερα, τα επεξεργάζονταν, όχι ειδικοί τεχνίτες, αλλά οι ίδιοι οι κτηνοτρόφοι και αμπελουργοί στα σπίτια τους και τα μεταποιούσαν σε τυρί, βούτυρο ή κρασί, τσίπουρο και άλλα προϊόντα. Επαγγελματικά τυροκομεία ή οινοποιεία στο Μακρυχώρι δεν υπήρχαν. Μόνο μια χρονιά, περί το 1960, οι αδελφοί Κολτσίδα επιχείρησαν να αγοράσουν και να τυροκομήσουν επαγγελματικά πρόβειο γάλα –είχαν προσλάβει μάλιστα ως ειδικό τυροκόμο τον Αστέριο (Γούσιο) Λιούπα-, αλλά η επιχείρηση αυτή δεν είχε συνέχεια. Και μόλις το 1972 οι αδελφοί Τάχα από τον Παραπόταμο εγκατέστησαν σύγχρονο τυροκομείο στο Μακρυχώρι. Εξέλιξη του τυροκομείου αυτού είναι η σημερινή βιομηχανία επεξεργασίας γάλατος «ΤΕΜΠΗ».

− Επαγγέλματα που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των γεωργών, κυρίως, αλλά και των κτηνοτρόφων ήταν ο καροποιός, ο σιδεράς (χαλκιάς), ο σαμαράς, ο πεταλωτής.

Ο καροποιός κατασκεύαζε και επισκεύαζε κάρα, από τους τούρκικους αραμπάδες μέχρι τα μονόκαρα και τα διπλόκαρα, που ήταν τα βασικά μέσα μεταφοράς των γεωργικών προϊόντων μέχρι και τη δεκαετία του 1950. Στο Μακρυχώρι γίνονταν συνήθως επισκευές των κάρων στα σιδερένια ή τα ξύλινα εξαρτήματά τους. Επισκεύαζαν τους τροχούς, τον άξονα, το σιδερένιο στεφάνι τους, τις ξύλινες ακτίνες τους (παρμάκια), επισκεύαζαν το σύστημα έλξης και οδήγησης, τα φαλάγγια και το τιμόνι, επισκεύαζαν τις παραπέτες, το πάτωμα (πόρτα) του κάρου και άλλα εξαρτήματα.

Τέτοιο καροποιείο λειτούργησε στο Μακρυχώρι τη δεκαετία του 1940 στο χώρο της κεντρικής πλατείας, στο κατάστημα Γεωργόπουλου, που τις τελευταίες δεκαετίες λειτούργησε ως ταβέρνα και καφενείο. Καροποιοί ήταν ο Νικόλαος Χάμπογλου, από τον Αμπελώνα, και ο Χαρίλαος Πατσιούρας.

Ο σιδεράς (σιδηρουργός, χαλκιάς) επισκεύαζε κυρίως τα αλέτρια των γεωργών, τους βραχίονες, το σταβάρι, το φτερό, τη στρώση, το υνί. Κάποιοι κατασκεύαζαν ενδεχομένως και σιδερένια εργαλεία, όπως παλιουροκόπτες (παλιουρκόπια), κλαδευτήρια, σκαπτικά εργαλεία κ.ά. Τη δουλειά αυτή έκαναν στο Μακρυχώρι, σχεδόν όλα τα χρόνια μέχρι και τη δεκαετία του 1950, στα χαλκιαδίκια τους οι Αντώνιος Ζέρβας και Ζήσης Κουτρούπας, για τους νεότερους τότε ο Μπαρμπαντώνης και ο Μπαρμπαζήσης. Σαν τον κουτσοπόδαρο μυθικό θεό Ήφαιστο δούλευαν όλοι μέρα όρθιοι· με το ένα χέρι τραβούσαν την αλυσίδα του φυσερού, για να κρατάει με τον αέρα του συνεχώς αναμμένα τα πετροκάρβουνα, με τη λαβίδα στο άλλο χέρι κρατούσαν το σίδερο μέσα στα αναμμένα κάρβουνα, μέχρι να κοκκινίσει· και χτυπούσαν ύστερα με βαρύ σφυρί, πάνω στο στερεωμένο σε χοντρό κούτσουρο αμόνι, το πυρακτωμένο και μαλακό σίδερο, για να του δώσουν το σχήμα που ήθελαν, να οξύνουν π.χ. τη στομωμένη αιχμή του υνιού ή να του προσθέσουν «προσμύτη», προτού το «βάψουν» στο διπλανό βαρέλι με το νερό, για να σβήσει και να σκληρύνει το σίδερο. Εξάλλου τέτοιο σιδεράδικο λειτουργούσε στο Μακρυχώρι από τα πρώτα χρόνια σε κοινοτικό κατάστημα στο χώρο της κεντρικής πλατείας. Ήταν το «χαλκιαδίκι της Κοινότητος», εκεί όπου σήμερα είναι το κατάστημα ιδιοκτησίας Μπελόγια και λειτουργεί η καφετέρια Ζησόπουλου. Στη δεκαετία του 1950 επίσης ως σιδηρουργοί εργάστηκαν στο Μακρυχώρι ο Συκουριώτης Δημήτριος Τσιμογιάννης και ο Αθανάσιος Χρήστου.

Ο σαμαράς (σαμαρτζής, σαγματοποιός) κατασκεύαζε και επισκεύαζε σαμάρια για τα γαϊδούρια και τα άλογα, κυρίως τα άλογα των κτηνοτρόφων. Για την κατασκευή καινούριου ή την επισκευή σαμαριού ο σαμαράς προμηθευόταν συνήθως και διέθετε, εκτός από την τέχνη του, και όλα τα υλικά, τα ξύλα, το πανί (σαμαροσκούτι), το δέρμα και τη «γέμιση», που ήταν συνήθως βριζαμιά, αλωνισμένα ξερά φυτά σίκαλης, βρίζας. Μερικές φορές κάποια από τα υλικά, κυρίως το σαμαροσκούτι και τη βριζαμιά, τα διέθετε ο ιδιοκτήτης του ζώου, για να μειωθεί το κόστος. Τη δουλειά του σαμαρά έκαναν στο Μακρυχώρι τις πιο πολλές δεκαετίες μέχρι και το 1960 περίπου ο Μιχαήλ (Μίχος) Χώτος, πριν από το 1940 (προέκταση της οικογένειάς του σήμερα είναι η οικογένεια Μιχαήλ Αποστόλου), και μετά ο Ζαφείρος Μαργκάς, που «είχε κληρονομήσει» και την τέχνη αυτή, εκτός από εκείνη του μυλωνά, από τον πατέρα του.

Ο πεταλωτής (καλιγωτής, αλμπάνης) πετάλωνε τα άλογα, σε μερικές περιπτώσεις και γαϊδούρια, για να μη φθείρονται οι οπλές τους με την τριβή τους στο έδαφος. Ήταν βέβαια και αυτός απαραίτητος σε μια εποχή που η ζωή των ανθρώπων ήταν άμεσα εξαρτημένη από τα ζώα αυτά. Τη δουλειά του πεταλωτή τις δεκαετίες του 1930 και 1940 έκανε στο Μακρυχώρι συστηματικά ο Χρήστος Σουπεκιώτης. Τη δεκαετία του 1950 ερχόταν και πετάλωνε τα άλογα ο Αντώνιος Γιαννακάκης από το Συκούριο. Την ίδια εποχή και λίγο αργότερα τη δουλειά του πεταλωτή έκανε και ο Γεώργιος Παπαχατζής.

− Τα παπούτσια τους οι Μακρυχωρίτες τα πρώτα χρόνια τα έφκιαναν, κατά κανόνα, ο καθένας μόνος του για την οικογένειά του, κυρίως τα καθημερινής χρήσης και εργασίας. Έκοβαν δέρματα ζώων, βοδιού ή γουρουνιού, ακατέργαστα ή ημικατεργασμένα και έραβαν τα ευρέως διαδεδομένα γουρουνοτσάρουχα. Φορούσαν επίσης και λαστιχένια παπούτσια, από καουτσούκ, «τα καουτσούκια», καθώς και λινά το καλοκαίρι. Τα καουτσούκια και τα λινά τα πουλούσαν οι μπακάληδες. Τα παραδοσιακά ελληνικά τσαρούχια με τη φούντα ήταν τα επίσημα, τα «καλά» τους παπούτσια. Τα κατασκεύαζαν ειδικοί τεχνίτες και τα φορούσαν όσοι είχαν κάποια οικονομική άνεση. Αργότερα, μετά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, άρχισαν να φορούν, αντικαθιστώντας σταδιακά τα τσαρούχια, και «ευρωπαϊκά» δερμάτινα παπούτσια, τα σκαρπίνια, τα οποία αγόραζαν από τη Λάρισα ή τους τα κατασκεύαζαν κατά παραγγελία οι τοπικοί τσαγκάρηδες. Γυναικεία παπούτσια καινούρια δεν έφκιαναν οι τσαγκάρηδες στο Μακρυχώρι. Οι γυναίκες τα αγόραζαν κυρίως από τη Λάρισα.

Οι πρώτοι τσαγκάρηδες (υποδηματοποιοί) στο Μακρυχώρι ήταν οι Ιωάννης Σαμαράς και Δημήτριος Κωστάκης. Ο Κωστάκης, καταγόμενος από την Κρανιά Ολύμπου, είχε εγκατασταθεί στο Μακρυχώρι περί το 1910 και ασκούσε από τότε μέχρι και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950 το επάγγελμα του τσαγκάρη. Η οικογένεια Σαμαρά, Σαμαρινιώτες την καταγωγή, είχε εγκατασταθεί στο Μακρυχώρι πολύ πριν το 1900 και ο Ιωάννης άσκησε το επάγγελμα του τσαγκάρη μέχρι το 1940. Και οι δύο κατασκεύαζαν και επισκεύαζαν, κυρίως τις πρώτες δεκαετίες, τα τσαρούχια των κατοίκων του Μακρυχωρίου και κατοίκων των γύρω χωριών, αλλά και άλλου είδους παπούτσια. Ήταν κυρίως «τσαρουχάδες». Μάλιστα ο Κωστάκης για το λόγο αυτό είχε αποκτήσει και το παρωνύμιο (παρατσούκλι) Τσαρχάς και η οικογένειά του Τσαρχάδες.

Άλλοι τσαγκάρηδες, νεότεροι από τους δύο προηγούμενους, που «δούλεψαν» και τσαρούχια και άλλου είδους παπούτσια, ήταν ο Παντελής Καραπάνος, ο Χρήστος Καρατέγος, κυρίως επιδιορθωτής, ο Ιωάννης Κ. Λιούπας, ο Γεώργιος Αδ. Τριανταφύλλου, ο Θεόδωρος Δεληγιάννης, ο οποίος άσκησε το επάγγελμα μετά το 1950 και στη Λάρισα, όπου μετοίκησε, ο Δημήτριος (Μήτρος) Ζιώγας, που άσκησε το επάγγελμα και στους Γόννους, όπου είχε μετοικήσει μετά το 1940. Νεότεροι τσαγκάρηδες, κατασκευαστές και επιδιορθωτές «ευρωπαϊκών» κυρίως παπουτσιών, που κάλυψαν το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα ήταν στο Μακρυχώρι οι Γεώργιος Κωστάκης, Χριστόφορος Τσέτσιλας, Βασίλειος Κολτσίδας, Δημήτριος Διαμαντάρας και Κων/νος Στογιάννης. Από αυτούς ο Τσέτσιλας και ο Στογιάννης άσκησαν το επάγγελμα για λίγα χρόνια, ο δε Διαμαντάρας δε σταμάτησε ακόμα εντελώς να διορθώνει (μπαλώνει) παπούτσια.

− Και τα ρούχα που φορούσαν τα έραβαν οι Μακρυχωρίτες κατά κανόνα μόνοι τους στα σπίτια τους. Οι γυναίκες κυρίως έραβαν και τα γυναικεία και τα αντρικά ρούχα. Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν ήταν κυρίως χοντρά μάλλινα, δίμιτα ή απλά, που τα ύφαιναν μόνες τους στον αργαλειό τους. Μερικές γυναίκες μάλιστα που φορούσαν τα παρδοσιακά μακριά μάλλινα ρούχα μέχρι και τη δεκαετία του 1950 ή και αργότερα (Σαρακατσάνες κ.ά.) συνέχιζαν να ράβουν μέχρι τότε μόνες τους τα φορέματά τους αυτά, χειροποίητα και όχι με ραπτομηχανή, όπως επίσης έραβαν με τον ίδιο τρόπο και τα μάλλινα ρούχα των αντρών (π.χ. μπυραζάνια = παντελόνια), όσων μέχρι και την εποχή εκείνη τα φορούσαν. Ωστόσο από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα άρχισαν να εμφανίζονται στο χωριό, σιγά-σιγά και σποραδικά, και λεπτά, «ευρωπαϊκά» υφάσματα. Από τις πρώτες δεκαετίες επίσης άρχισαν να εμφανίζονται και επαγγελματίες ράφτες και μοδίστρες.

Από τους παλαιότερους ράφτες του Μακρυχωρίου ήταν ο Σαμαρινιώτης Δημήτριος Σαμαράς, ο επονομαζόμενος και Τζημίκος, που ήταν γεννημένος το 1884. Έραβε με ειδική ραπτομηχανή ρούχα από χοντρά μάλλινα υφάσματα. Έραβε επίσης με το χέρι, μέχρι και τη δεκαετία του 1950, κάπες και κατσιούλια για τους κτηνοτρόφους. Ίσως έραβε με τη μηχανή του και «ευρωπαϊκά» υφάσματα, καθώς, όταν τον ρωτούσαν στα γεράματά του τι δουλειά έκανε, απαντούσε και έλεγε με καμάρι «ήμουν φραγκοράφτης». Άλλοι παλαιοί ράφτες χοντρών μάλλινων υφασμάτων ήταν ο Δημήτριος (Τζήμας) Τόπης και ο Κων/νος Σεληγκούνας. Κατσιούλια έραβε και περί το 1965, μετά το Τζημίκο, και ο Στέφανος Λώλης.

Από τη δεκαετία του 1930 ράφτες στο Μακρυχώρι ήταν οι Δημήτριος Κράμαρης, που καταγόταν από τα Αμπελάκια, και ο Ιωάννης Βακαλούλης, από την Κρανιά Ολύμπου, που έραβαν και χοντρά μάλλινα και «ευρωπαϊκά» υφάσματα. Ο Κράμαρης, κατά τη μαρτυρία μελών της οικογένειάς του, ήταν ράφτης διπλωματούχος και όχι εμπειροτέχνης. Χαρακτηριστικό του Βακαλούλη ήταν ότι καθυστερούσε πολύ να ράψει τα ρούχα που αναλάμβανε. Μερικές φορές, όπως μαρτυρούν πολλοί, το ύφασμα που έκοβε, για να ράψει στα μέτρα του πρώτου γιου της οικογένειας, όταν το τελείωνε, ταίριαζε πια στα μέτρα του επόμενου ή του μεθεπόμενου γιου της οικογένειας.

Από τη δεκαετία του 1940 ράφτης στο Μακρυχώρι ήταν και ο Δημήτριος Δεδικούσης, που καταγόταν από τους Γόννους. Ακολούθησε μετά το 1950 και για μερικές δεκαετίες μια σειρά από ράφτες, με τους οποίους «έκλεισε» για το Μακρυχώρι πριν 20 περίπου χρόνια το επάγγελμα του ράφτη. Ήταν οι Κων/νος Παρλάντζας, Σωτήριος Στογιάννης, Αθανάσιος Μπέλλος, Κων/νος Φουσίκας, Πέτρος Τσέτσιλας, Εμμανουήλ Γκουλιάρας και Αθανάσιος Βλάγκας.

Περί το 1930 μοδίστρα στο Μακρυχώρι ήταν η Χαρίκλεια Ήλου, που «είχε πάρει ψαλίδι» στο Συκούριο και έραβε κυρίως «ευρωπαϊκά» υφάσματα. Εργάστηκε, νέα κοπέλα τότε, για λίγα χρόνια, καθώς ατύχησε και έφυγε πολύ νωρίς από τη ζωή. Άλλες γυναίκες που εργάστηκαν επαγγελματικά ως μοδίστρες, στο διάστημα από το 1940 περίπου μέχρι το 1980 περίπου, ήταν διαδοχικά η Αλεξάνδρα συζ. Γεωργίου Ρίζου, η Φανή Ταζέ-Στρατόπουλου, η Ροδόπη Τσέτσιλα-Μπούτου, η Δήμητρα Πράπα-Γκρέτση, η Μαρία Χριστοδούλου-Λυτροκάπη, η Κασσιανή Γραμμουστιάνου, η Αφεντία Κατσιούλη-Ευαγγελόπουλου, η Μαρία (Μαίρη) Πολυμέρη-Φωτίου, η Διονυσία Τσικρικώνη-Τσεκούρα, η Χριστίνα Λιάπη-Τσέτσιλα και η Ζωή Βλάγκα-Κωστόπουλου. Με την Κατερίνα Στυμονιάρη, την Αθηνά Δεληγιάννη-Σαρμανιώτη και την Πολυξένη Γρίβα-Μουρτζίλα, τις τελευταίες μοδίστρες, θα «κλείσει» πιθανότατα και το επάγγελμα αυτό για το Μακρυχώρι.

− Κουρείς επαγγελματίες και αυτοτελή καταστήματα-κουρεία φαίνεται ότι δεν υπήρχαν στο Μακρυχώρι τα πρώτα χρόνια. Οι άνδρες κουρεύονταν κατά αραιά χρονικά διαστήματα και κούρευαν ο ένας τον άλλον, τα μέλη της ίδιας οικογένειας ή οι φίλοι και οι γείτονες. Πολύ αραιότερα κουρεύονταν οι γυναίκες, οι οποίες έπλεκαν και μάζευαν τα μακριά μαλλιά τους σε κότσους και κοτσίδες και κατά πολύ αραιά διαστήματα περιόριζαν με το ψαλίδι το μάκρος των μαλλιών τους. Με το πέρασμα του χρόνου κάποιοι άντρες με περισσότερη εμπειρία στο κούρεμα, που την είχαν αποκτήσει ίσως και στη στρατιωτική τους θητεία, όπου είχαν αναλάβει το κούρεμα των στρατιωτών, άρχισαν, παράλληλα με άλλες ασχολίες τους, να κουρεύουν άλλους άνδρες επί πληρωμή. Για κάποιους σταδιακά η ασχολία αυτή εξελίχθηκε σε επάγγελμα. Έστηναν λοιπόν το κουρείο τους, μια καρέκλα, ένα τραπεζάκι για τα σύνεργα και έναν καθρέφτη, στο σπίτι τους ή, συνήθως, σε μια άκρη μέσα σε ένα καφενείο ή άλλο κατάστημα.

Από τα τέλη της δεκαετίς του 1920 υπήρχαν στο Μακρυχώρι κουρείς καταγόμενοι από άλλα μέρη. Υπήρχε κουρέας με το όνομα Λάζος, άνθρωπος ήσυχος, πράος έως «αγαθός», ο οποίος έφυγε από το Μακρυχώρι μετά από φάρσα που του έστησαν κάποιοι «επιτήδειοι» νέοι του χωριού, οι οποίοι τον οδήγησαν μέχρι την εκκλησία και επιχείρησαν να τον παντρέψουν με νύφη που την υποδήθηκε άντρας. Από την ίδια εποχή περίπου εργαζόταν ως κουρέας στο σπίτι του και σε καφενείο μέχρι και το 1946 ο Ιωάννης Ήλος. Άλλοι κουρείς που εργάστηκαν διαδοχικά από την ίδια περίπου εποχή μέχρι και τη δεκαετία του 1950 έχοντας το κουρείο τους κυρίως μέσα σε άλλα καταστήματα ήταν οι Αργύριος Αργυρίου (Καλίτσιας), Ανδρέας Πατσιούρας, Βασίλειος Ζυγούρης και Κων/νος Πιτσιάβας. Ο Πιτσιάβας άνοιξε αυτοτελές κατάστημα-κουρείο στην πλατεία του χωριού περί το 1955 και εργάστηκε έκτοτε για μερικές δεκαετίες. Από την αρχή της δεκαετίας του 1960 εργάστηκε επίσης ως κουρέας για περισσότερα από δέκα χρόνια και ο Γεώργιος Ν. Σιμόπουλος. Περί το 1970 εργάστηκε ως κουρέας για μερικά χρόνια και ο Λάμπρος Κουτελίδας.

Εξάλλου από το 1960 περίπου άρχισε να λειτουργεί στο Μακρυχώρι και κομμωτήριο γυναικών. Ήταν το κομμωτήριο της Σοφίας (Σοφούλας) Θ. Στρατόπουλου.

− Και κλείνω τα σχετικά με τα επαγγέλματα κάνοντας μια πολύ σύντομη αναφορά σε μερικά ακόμα.

Ήταν ο γανωτής (κασσιτερωτής, καλαϊτζής) που γάνωνε τα καζάνια, τις κατσαρόλες, τα ταψιά και άλλα χάλκινα σκεύη του νοικοκυριού (χαλκώματα, μπακίρια). Στο Μακρυχώρι γανωτής ερχόταν μία ή δύο φορές το χρόνο από αλλού, από την Ήπειρο ή από τα γύρω χωριά, όπως π.χ. από το Συκούριο, έστηνε το εργαστήρι του προσωρινά σε ένα κλειστό κατάστημα και, όταν τελείωνε το γάνωμα των σκευών που του έδιναν, έφευγε.

Ήταν ο καρεκλάς, που έφκιανε τις ψάθινες καρέκλες. Τη δουλειά αυτή την έκαναν κυρίως οι τσιγγάνοι, που κατά καιρούς έστηναν τα τσαντίρια τους στους μεριάδες ανατολικά του χωριού, κοντά στη Βρύση. Αυτοί έφκιαναν και πουλούσαν και άλλα πράγματα, όπως κοφίνια (γαλίκια), καλάθια, πανέρια, κόσκινα, σήτες.

Ήταν οι ξυλοκόποι (υλοτόμοι), τα συνεργεία ξυλοκόπων, που είχαν ειδικευτεί στο κόψιμο και στο τεμάχισμα (σκίσιμο) των μεγάλων δέντρων με ειδικά εργαλεία, το μεγάλο χειροκίνητο πριόνι (τον κλουριαστή), τις σφήνες, τις βαριοπούλες (βαριές) κ.ά. Τη δουλειά αυτή έκαναν, μεταξύ άλλων, οι Κλεάνθης Κωστόπουλος, Γεώργιος Διαμαντάρας, Κων/νος Χρήστου (Φασούλας), Ευάγγελος Κλ. Κωστόπουλος και άλλοι.

Ήταν και οι λατόμοι (νταμαρτζήδες), που είχαν ειδικευτεί να βγάζουν με ειδικά εργαλεία και να σπάζουν πέτρες από το λατομείο της Καρακόπετρας για το κτίσιμο των οικοδομών, όπως οι Κων/νος Τουρλακόπουλος και Δημήτριος Στρατόπουλος.

Ήταν οι καλτσοπλέχτρες, οι κεντήτριες, οι κιρατζήδες, ήταν ίσως και άλλα.

Κλείνοντας τα σχετικά με τα τεχνικά επαγγέλματα σημειώνω ότι τις τελευταίες δεκαετίες υπήρξε στο Μακρυχώρι μεγάλη ανάπτυξη στον τομέα αυτό, καθώς λειτούργησαν και λειτουργούν πολλές βιοτεχνίες, όπως τυροκομεία, σπαστήρια αμυγδάλων, συνεργεία αυτοκινήτων και αγροτικών μηχανημάτων, βιοτεχνίες μεταλλικών κατασκευών, συσκευασίας και επεξεργασίας φρούτων και άλλες. Εξάλλου από τη δεκαετία του 1980 έχει εγκατασταθεί στην περιοχή του Μακρυχωρίου και η Βιομηχανική Περιοχή του Νομού Λάρισας καθώς και άλλες βιοτεχνίες και βιομηχανίες παράπλευρα της παλαιάς εθνικής οδού.

 

Ζ4.  Εμπόριο

 

Την οικονομική δραστηριότητα των κατοίκων του Μακρυχωρίου, εκτός από τη γεωργία, την κτηνοτροφία και τα τεχνικά επαγγέλματα, ολοκλήρωνε και η ενασχόληση με το εμπόριο. Η εμπορική δραστηριότητα ήταν βέβαια, όπως προαναφέρθηκε, περιορισμένη. Τα παραγόμενα προϊόντα, γεωργικά και κτηνοτροφικά, προορίζονταν για ιδία και τοπική χρήση και κατανάλωση και διακινούνταν σε τοπικό επίπεδο με τη μέθοδο του αντιπραγματισμού, δηλ. είδος με είδος. Ο κτηνοτρόφος π.χ. έδινε στο γεωργό μαλλιά και έπαιρνε σιτάρι.

Βέβαια μεγάλες ποσότητες προίόντων, κυρίως κτηνοτροφικών, όπως του γάλατος και του κρέατος, διετίθεντο στο εμπόριο. Οι εμπορευόμενοι τα προϊόντα αυτά κατάγονταν από άλλα μέρη και δεν αναφέρονται Μακρυχωρίτες γαλατέμποροι ή κρεατέμποροι. Ωστόσο και κάποιοι Μακρυχωρίτες ασχολήθηκαν από τα πρώτα χρόνια με το εμπόριο ζώων, ήταν δηλ. τσαμπάζηδες. Ήταν κυρίως βλαχόφωνοι, οι οικογένειες των οποίων είχαν εγκατασταθεί στο Μακρυχώρι προερχόμενοι από τη βορειοδυτική Μακεδονία, οι οποίοι εμπορεύονταν ζώντα ζώα. Έφερναν, κυρίως από τις περιοχές της καταγωγής τους, και πουλούσαν στο Μακρυχώρι και στη γύρω περιοχή για εκτροφή πρόβατα, γουρούνια, άλογα και άλλα ζώα. Για μερικές δεκαετίες πριν το 1940 και μέχρι το 1950 περίπου τη δουλειά αυτή έκαναν ο Ιωάννης (Γιακούλης) Μπόλιας και ο Γεώργιος Π. Ρόμπας. Από το 1950 περίπου με το εμπόριο ζώντων ζώων, αλλά και άλλων προϊόντων (μαλλιά, φασόλια, φακές, ρύζι) ασχολήθηκαν και άλλοι, όπως ο Αστέριος Θεοδ. Σαΐτης, ο Δημήτριος Πουσπουρίκας, ο Αστέριος Γ. Ρόμπας και τις τελευταίες δεκαετίες οι αδελφοί Θωμάς και Γεώργιος Ιω. Φουσίκας.

Εμπορία αγροτικών προϊόντων άρχισε να γίνεται στο Μακρυχώρι από Μακρυχωρίτες από το 1950 περίπου. Ο Αλέξανδρος Τσιτούρας και η οικογένειά του μετέφεραν με τα ζώα τους και πουλούσαν στο Μακρυχώρι και στη Λάρισα στην αρχή φρούτα και λαχανικά από το περιβόλι τους. Συν τω χρόνω άρχισαν να αγοράζουν και να μεταπωλούν δημητριακούς καρπούς, σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι, αλλά και άλλους καρπούς, αμύγδαλα, καρύδια, βαμπάκι. Σε λίγα χρόνια η οικογένεια Τσιτούρα εξελίχτηκε σε βασική μονάδα εμπορίας αγροτικών προϊόντων στο Μακρυχώρι και στην περιοχή. Λίγα χρόνια αργότερα με την εμπορία αγροτικών προϊόντων, κυρίως δημητριακών, ασχολήθηκε, παράλληλα με το καφενείο που είχε στην πλατεία του χωριού, και ο Νικόλαος Λιούπας. Έκτοτε και μέχρι σήμερα μέλη των οικογενειών Τσιτούρα και Λιούπα έχουν αναπτύξει και συνεχίζουν την εμπορία των προϊόντων αυτών.

Λίγο πριν το 1970 και για δεκαπέντε περίπου χρόνια σημαντική και έντονη παρουσία στο εμπόριο αγροτικών προϊόντων είχε ο Χρήστος Δημ. Μπέλλος, ο οποίος είχε και το προσωνύμιο Βλαχοδήμαρχος.

            Αλλά οι βασικοί έμποροι στο Μακρυχώρι, από την αρχή της συγκρότησής του, ήταν οι μπακάληδες, οι μαγαζάτορες, οι οποίοι έφεραν και διέθεταν στους κατοίκους βασικά είδη διατροφής και διαβίωσης. Τα εμπορεύματα τα μετέφεραν με τα ζώα τους κυρίως από τη Λάρισα. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1910 μετέφεραν ενίοτε κάποια προϊόντα, π.χ. υφάσματα, με το τρένο και από μακρινότερα αστικά κέντρα, όπως από τη Θεσσαλονίκη, τα οποία τα παραλάμβαναν στο σιδηροδρομικό σταθμό Μακρυχωρίου. Τα πρώτα χρόνια τα διατιθέμενα από τα μαγαζιά εμπορεύματα ήταν περιορισμένα και ως προς τα είδη τους και ως προς την ποσότητά τους. Τις πρώτες δεκαετίες τα μαγαζιά αυτά πρόσφεραν και υπηρεσίες καφενείου, καθώς πρόσφεραν σε κάποιους λιγοστούς πελάτες, σε ένα τραπεζάκι ή σε έναν καναπέ που είχαν, ένα καφέ, ένα τσίπουρο ή ένα ποτήρι κρασί. Συν τω χρόνω τα μπακάλικα αυτά οργανώθηκαν καλύτερα, πωλούσαν πολλά είδη και κάλυπταν όλες σχεδόν τις αγοραστικές ανάγκες των κατοίκων, εξελίχθηκαν δηλ. κατ’ όνομα και κατ’ ουσίαν σε παντο-πωλεία. Περί το 1950 ένα οργανωμένο μπακάλικο στο Μακρυχώρι, όπως ήταν π.χ. του Δημητρίου Φ. Φωτίου, διέθετε, θυμάμαι, τουλάχιστον τα εξής πράγματα:

§  Είδη διατροφής: λάδι, ζυμαρικά, όσπρια, ρύζι, αλάτι, ζάχαρη, χαλβά, θρεψίνη, λεμόνια, πορτοκάλια, στραγάλια, σταφίδες, καφέ, μπακαλιάρο, αντζούγιες παστές, ρέγγες, ζαχαρωτά διάφορα, καραμέλες κ.α.

§  Είδη ένδυσης: υφάσματα για αντρικά παντελόνια και πουκάμισα, για γυναικεία φορέματα και για άλλα ρούχα

§  Είδη υπόδησης: παπούτσια λινά και καουτσουκένια, μπότες, γαλότσες, άρβυλα, παντόφλες και γόβες γυναικείες, παιδικά παπούτσια κ.α.

§  Είδη καθαριότητας: σαπούνι, σόδα πλυσίματος, σκούπες, φαράσια κ.α.

§  Είδη σχολείου: βιβλία, τετράδια, μολύβια, χρώματα, μελάνη, μελανοδοχεία, κοντυλοφόρους, πένες, «πλάκες», ξύστρες, σβηστήρες κ.α.

§  Είδη φωτισμού: οινόπνευμα, πετρέλαιο, λάμπες πετρελαίου, λαμπογυάλια, φιτίλια κ.α.

§  Γεωργικά είδη: υνιά, στρώσες, καπίστρια, τριχιές, κουβαρίστρες και βελόνες αρμαθιάσματος του καπνού, μηχανόσκοινο, αλυσίδες, θειάφι για ψεκασμούς κ.α.

§  Είδη ραπτικής και ψιλικά διάφορα: κλωστές, βελόνια, φερμουάρ, τσιμπιδάκια, φουρκέτες, κόπιτσες, κουμπιά, παραμάνες, πόρπες, χτένες, κορδέλες κ.α.

§  Σιδερένια μικροεργαλεία (μαχαίρια, κλαδευτήρια κ.ά.) και υαλοπίνακες (τζάμια) για τα παράθυρα.

Ήταν, τηρουμένων των αναλογιών, ένα σούπερ μάρκετ της εποχής.

            Οι πρώτοι Έλληνες Μακρυχωρίτες που άνοιξαν μαγαζί στο Μακρυχώρι, λίγο πριν ή λίγο μετά το 1900, ήταν οι οικογένειες Στέργιου Ήλου και τα παιδιά του Αθανάσιος και Νικόλαος, Δημητρίου Φωτίου και τα παιδιά του Φώτιος και Κωνσταντίνος καθώς και ο εγγονός του  Δημήτριος Φ. Φωτίου, που ήταν Ηπειρώτες Ζαγορίσιοι, και η οικογένεια Δημητρίου Καπετανάκη και ο γιος του Γεώργιος, που ήταν Σαρακατσάνοι. (Σημειώνω παρενθετικά ότι απόγονοι των οικογενειών αυτών συνέχισαν να λειτουργούν διάφορα μαγαζιά σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα ή συνεχίζουν και μέχρι σήμερα).

            Από τις πρώτες δεκαετίες λειτούργησαν μαγαζιά στο Μακρυχώρι και οι Χρήστος Κρεμέτης ή Ψευτογιάννης και Μιχαήλ Σαμολαδάς. Αργότερα, από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930, είχαν ανοίξει μαγαζιά οι αδελφοί Γεώργιος Θεο. Μπούτος και Αλέξανδρος Θεο. Μπούτος, ο πρώτος μπακάλικο και ο δεύτερος κατάστημα εμπορίας υφασμάτων. Στη δεκαετία του 1950, όταν και έπαψαν να λειτουργούν, και τα δύο ήταν μπακάλικα.

            Λίγο πριν το 1955 καλά οργανωμένο παντοπωλείο άνοιξαν στο Μακρυχώρι οι αδελφοί Κολτσίδα υπό την διεύθυνση του Δημητρίου Κολτσίδα. Το παντοπωλείο αυτό λειτούργησε σε διάφορες θέσεις μέχρι το 1990 περίπου. Το 1957 στο κατάστημα Μιχαήλ Σαμολαδά, το οποίο τότε περίπου έπαψε να λειτουργεί, μπακάλικο άνοιξε ο Μιλτιάδης Αστ. Σαΐτης. Το κατάστημα αυτό περιήλθε λίγα χρόνια αργότερα στην ευθύνη του Θεοδώρου Αστ. Σαΐτη και λειτούργησε μέχρι το 2000 περίπου.


Απόδειξη πληρωμής του μπακάλη Στέργιου Ήλου

 

            Από την εποχή αυτή, λίγο πριν το 1960, και στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες, που λειτουργούν σύγχρονα καταστήματα τροφίμων και ειδών οικιακής χρήσης καθώς και άλλα ειδικά καταστήματα, στο Μακρυχώρι άνοιξαν κατά καιρούς και άλλοι παραδοσιακά μπακάλικα, όπως οι Βασίλειος Δ. Μπούτος, Ανδρέας Γκρέτσης, Χρήστος Φωτίου, Ιωάννης Μπελόγιας, Γεώργιος Γεωργόπουλος, Απόστολος Ν. Κατσιγιάννης, Νικόλαος Τσέτσιλας. Μετά το 1970 και για είκοσι περίπου χρόνια καλά οργανωμένο παντοπωλείο λειτούργησε ο Αντώνιος Νικ. Ρόμπας, ο οποίος μάλιστα είχε αποκτήσει και το προσωνύμιο ο Αντώνης ο μπακάλης. Οργανωμένο επίσης παντοπωλείο λειτούργησε την ίδια περίπου περίοδο και μέχρι το 2010 περίπου και ο Νικόλαος Ζίκος.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 λειτούργησαν επίσης στο Μακρυχώρι και δύο περίπτερα στην πλατεία. Πρώτα το περίπτερο του Δημητρίου Εμμ. Ανδρέου (1954) και λίγο αργότερα του Αστερίου Ευα. Κατσιγιάννη. Το περίπτερο του Ανδρέου από το 1959 μέχρι το 2008 λειτούργησε υπό τη διεύθυνση του Κωνσταντίνου Ανδρέου. Το περίπτερο του Κατσιγιάννη λειτούργησε και αυτό μέχρι το 2010 περίπου υπό διάφορους περιπτερούχους (Αστέριος Κατσιγιάννης, Βασιλική Ζυγούρη, Γεώργιος Σκρίμπας, Κωνσταντίνος Αργυρίου και Αθανάσιος Ρούσσας).

Από τη δεκαετία του 1960 λειτούργησαν στο Μακρυχώρι και αρτοποιεία. Ήταν ο φούρνος του Θωμά Μπενεχούτσου και ο φούρνος του Κων/νου Κατσιγιάννη, που κυρίως έψηναν το ψωμί που ζύμωναν οι νοικοκυρές στο σπίτι τους. Από το 1970 περίπου λειτούργησε κανονικό αρτοποιείο, που παρασκεύαζε και προμήθευε τους κατοίκους έτοιμο ψωμί και άλλα είδη αρτοποιίας. Ήταν το αρτοποιείο του Χαράλαμπου Αθ. Πατσιούρα, τον οποίο διαδέχθηκε στο ίδιο αρτοποιείο ο Ευάγγελος Δ. Παρλάντζας.

Μέχρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950 κατάστημα κρεοπωλείου δεν υπήρχε στο Μακρυχώρι. Τις πρώτες δεκαετίες μετά το 1900 ο Κων/νος Φ. Φωτίου (Κώστας Φώτης), λίγο αργότερα ο Αλέξανδρος Ζούλφος και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950 οι Κων/νος Φαρμάκης και Δημήτριος Καρατέγος έσφαζαν κάπου-κάπου ένα πρόβατο, το τεμάχιζαν και το πουλούσαν κρεμασμένο σε ένα δέντρο της πλατείας. Το ίδιο έκαναν από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 και οι Νικόλαος Πιτσιάβας και Απόστολος Ευαγγελόπουλος, όχι πια στο δέντρο, αλλά σε κατάστημα, στο οποίο δεν υπήρχε όμως ψυγείο. Ο Πιτσιάβας πάντως, που πρώτος έβαλε ψυγείο στο κατάστημά του, ήταν ο πρώτος επαγγελματίας κρεοπώλης στο χωριό. Περί το 1960 κρεοπωλείο άνοιξε και λειτούργησε για αρκετά χρόνια ο Χρήστος Αργ. Αργυρίου (Καλίτσιας). Έκτοτε και μέχρι το 1980 περίπου κρεοπωλεία λειτούργησαν επίσης διαδοχικά, και παράλληλα, οι Δημήτριος Ευαγγελόπουλος και Δημήτριος Μουρτζίλας και λίγα χρόνια μετά το 1980 ο Χρήστος Κουτελίδας.


Υπαίθριο κρεοπωλείο στη δεκαετία του 1950

 

            Σημειώνω τέλος ότι τις τελευταίες δεκαετίες λειτούργησαν και λειτουργούν στο Μακρυχώρι πολλά ειδικά εμπορικά καταστήματα, όπως καταστήματα ειδών ένδυσης και υπόδησης, ηλεκτρικών συσκευών, οικοδομικών υλικών, ανταλλακτικών αγροτικών μηχανημάτων, αρδευτικών και υδρευτικών υλικών, γεωργικών φαρμάκων και λιπασμάτων, χρωματοπωλεία και άλλα.

            Καταστήματα που λειτούργησαν αποκλειστικά ως καφενεία, που πρόσφεραν δηλ. καφέ και οινοπνευματώδη ποτά, τσίπουρο, κρασί, κονιάκ κ.α., και που παρείχαν τη δυνατότητα στους άνδρες να περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους με χαρτοπαίγνια ή τάβλι, δεν υπήρχαν στο Μακρυχώρι, σύμφωνα με μαρτυρίες των κατοίκων, μέχρι το 1930 περίπου. Τις υπηρεσίες αυτές τις πρόσφεραν τα μπακάλικα, τα οποία εκτός από πηγή προμήθειας αγαθών ήταν και χώροι κοινωνικής παρουσίας και δραστηριότητας των ανδρών. Τέτοια μεικτά καταστήματα, μπακάλικα και καφενεία μαζί, λειτουργούσαν ως γνωστόν, μέχρι και τα τελευταία χρόνια σε μικρούς οικισμούς.

            Αυτοτελές καφενείο λειτούργησε στο Μακρυχώρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930. Ήταν το καφενείο του Νικολάου Λιούπα στην πλατεία του χωριού, στο μέρος όπου σήμερα λειτουργεί η καφετέρια Ζησόπουλου. Το καφενείο του Λιούπα λειτούργησε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και ήταν όλο αυτό το διάστημα βασικός χώρος συνάντησης και κοινωνικής παρουσίας των κατοίκων. Τη δεκαετία του 1930 είχαν λειτουργήσει επίσης συνεταιρικό καφενείο για μερικά χρόνια οι Αργύριος Αργυρίου και Αναστάσιος Γκρέτσης. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 (1938) μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1950 (1953) πολλά καφενεία λειτούργησαν κατά διαστήματα και διαδοχικά στο χώρο γύρω από την κεντρική πλατεία. Καφενείο είχε, μέχρι το 1942 περίπου, ο Σωτήριος Παπακρίβος, αρχικά σε χώρο του καταστήματος Μπούτου, κοντά στην εκκλησία, και κατόπιν στο μικρό μαγαζί της εκκλησίας στην πλατεία. Καφενείο είχε ο Κωνσταντίνος Κωτσιόπουλος σε χώρο του καταστήματος Καπετανάκη. Περί το 1940 ο Γεώργιος Καπετανάκης μεταφέρει το μπακάλικο, από το κατάστημά του στην πλατεία, σε χώρο μπροστά στο σπίτι του και ανοίγει στο κατάστημά του στην πλατεία καφενείο. Ο Κωτσιόπουλος μεταφέρει το καφενείο του στα Ριζέικα, εκεί όπου σήμερα λειτουργεί η καφετέρια Μπαρλαγιάννη. Στα μέσα της δεκαετίας του 1940 το καφενείο Κωτσιόπουλου παύει να λειτουργεί και στον ίδιο χώρο ανοίγει καφενείο ο Πέτρος Μπελόγιας. Ο Μπελόγιας είχε καφενείο μέχρι το 1980 περίπου. Μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, το 1949, στο κατάστημα Καπετανάκη, το οποίο περί το 1945 είχε διακόψει τη λειτουργία του ως καφενείου, καφενείο ανοίγει και λειτουργεί ο Ανδρέας Ζησόπουλος. Καφενείο επίσης λειτούργησε περί το 1950 και στον ισόγειο χώρο του σπιτιού του Θωμά Μπενεχούτσου. Το 1953 ο Ζησόπουλος φεύγει από το κατάστημα Καπετανάκη και ανοίγει εκεί καφενείο ο Απόστολος Ευαγγελόπουλος, ο οποίος ήταν μέλος και κληρονόμος της οικογένειας Καπετανάκη.


Η πρόσοψη του καφενείου του Νικολάου Λιούπα λίγο μετά το 1935

 

            Τα καφενεία, αυτά και άλλα σαν αυτά, ήταν, όπως προανάφερα, οι χώροι κοινωνικής παρουσίας, συναναστροφής και δραστηριότητας των ανδρών του χωριού. Εκεί έπιναν τον καφέ και το ποτό τους, εκεί περνούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους, εκεί ξεκουράζονταν, εκεί συζητούσαν ιδιωτικά και κοινά θέματα και έπαιρναν τις σχετικές αποφάσεις, εκεί κάπου – κάπου διασκέδαζαν με τραγούδια από το γραμμόφωνο ή ενημερώνονταν για γενικότερα θέματα του Κράτους από το ραδιόφωνο που ενδεχομένως υπήρχε, όπως π.χ. στο καφενείο Λιούπα. Και γίνονταν εκεί, κυρίως όπου η ευρύτητα του χώρου το επέτρεπε, και άλλες εκδηλώσεις και δραστηριότητες. Εκεί μέσα σε μια άκρη έστηνε το κουρείο του ο κουρέας, εκεί έκαναν τις ομιλίες τους και έδιναν τις υποσχέσεις τους κάθε φορά οι πολιτευόμενοι, εκεί έδιναν τις παραστάσεις τους διάφοροι «καλλιτέχνες», όπως καραγκιοζοπαίχτες, ταχυδακτυλουργοί, παλαιστές, ζογκλέρ, ακροβάτες και άλλοι. εκεί γίνονταν ακόμα, κυρίως στη δεκαετία του 1960, και προβολές κινηματογραφικών ταινιών.

            Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 κάποια καφενεία άρχισαν να λειτουργούν και ως ταβέρνες. Κάποιες ημέρες της εβδομάδας, συνήθως το Σαββατοκύριακο, εκτός από τις υπηρεσίες καφενείου, πρόσφεραν το βράδυ και ψημένο κρέας. Το καφενείο της οικογένειας Ευαγγελόπουλου ήταν αυτό που πρώτο λειτούργησε και ως ταβέρνα. Τότε άρχισε στο Μακρυχώρι και η κατανάλωση μπύρας, η οποία ήταν «το ποτό πολυτελείας» της εποχής, που το έπιναν κάποιοι λίγοι, όσοι είχαν την ανάλογη οικονομική ευχέρεια. Λίγο αργότερα καφενείο – ταβέρνα άνοιξαν ο Χρήστος Ιω. Μπελλος, το 1957, και περί το 1960 ο Ηλίας Χαλκιόπουλος. Έκτοτε και μέχρι τη δεκαετία του 1980 και άλλα καταστήματα λειτούργησαν ως καφενεία και ως ταβέρνες παράλληλα, όπως τα καταστήματα Χρήστου Σουπεκιώτη, Διογένη Χαϊνταρλή – Αναστασίου Τσέτσιλα, Βασιλείου Κολτσίδα, Μαρίας Ραχώβα, Παναγιώτη Στογιάννη, Σοφίας Χατζή, Δημητρίου Αγοραστού – Χρήστου Αργυρίου.

 Ηλικιωμένοι θαμώνες στην ταβέρνα περί το 1960

 

            Ωστόσο ήδη από τη δεκαετία του 1960 το κατάστημα των αδελφών Γεωργίου και Δημητρίου Απ. Ευαγγελόππουλου λειτουργεί μόνο ως ταβέρνα. Τα πρώτα χρόνια, λόγω των κοινωνικών συνθηκών, πελάτες της ταβέρνας ήταν κυρίως, ή μόνο, άντρες. Από το τέλος της δεκαετίας του 1960 το κατάστημα αυτό λειτουργεί πια αποκλειστικά ως οικογενειακή ταβέρνα. Και από τη δεκαετία του 1980 (σε κάποιες περιπτώσεις και πριν από το 1980) και άλλα καταστήματα λειτούργησαν κατά καιρούς αποκλειστικά ως ταβέρνες, όπως οι ταβέρνες του Χρήστου Αργυρίου, του Κων/νου Τριανταφύλλου, του Δημητρίου Πούλιου, του Δημητρίου Γραβάνη, που λειτουργεί ως σήμερα, του Βασιλείου Μπατσίλα, του Αναστασίου Μπαρλαγιάννη.

            Μακροβιότερο κατάστημα ήταν το κατάστημα της οικογένειας Καπετανάκη – Ευαγγελόπουλου, το οποίο από το 1940 περίπου (Γ. Καπετανάκης) μέχρι το 2004 (Γεώργιος Απ. Ευαγγελόπουλος) λειτούργησε ως καφενείο, ως καφενείο – ταβέρνα, ως οικογενειακή ταβέρνα ως καφετέρια και ως τσιπουράδικο.

            Από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980 τα παραδοσιακά καφενεία αρχίζουν να αντικαθίστανται και στο Μακρυχώρι από τις καφετέριες. Τότε η ταβέρνα Ευαγγελόπουλου μετατρέπεται σε καφετέρια και τότε ο Γεώργιος Δ. Μπουρτζίλας λειτουργεί καφετέρια σε κατάστημα της οικογένειας Ήλου. Προς το τέλος της δεκαετίας αυτής αρχίζουν επίσης να λειτουργούν στο Μακρυχώρι και καταστήματα προσφοράς ποτών αποκλειστικά νυχτερινής λειτουργίας, τα μπαρ. Τα καταστήματα αυτά, καφετέριες και μπαρ, προσφέρουν πλέον ευρωπαϊκά οινοπνευματώδη ποτά, όπως ουίσκι, τζιν, μαρτίνι, σαμπάνια κ.α., τα οποία καταναλώνονται κυρίως από τους νέους, παραμερίζοντας τα ελληνικά ποτά κρασί και τσίπουρο. προσφέρουν επίσης, οι καφετέριες, περισσότερα και ευρωπαϊκά είδη καφέ, αντί του παραδοσιακού ελληνικού, όπως νες, φραπέ, καπουτσίνο, εσπρέσσο κ.α. Ωστόσο και ο παραδοσιακός καφές (σκέτος, μέτριος, βαρυ – γλυκός, γλυκύ – βραστός κ.α.) και το τσίπουρο και κυρίως το κρασί ανθίστανται σθεναρά στη μάχη με τα «ευρωπαϊκά» ποτά και δεν παραδίδουν τα όπλα.

 

Ζ5.  Το επίπεδο της ζωής των κατοίκων

 

            Το επίπεδο της ζωής των κατοίκων του Μακρυχωρίου, ως προς τα υλικά αγαθά που κατανάλωναν και ως προς τις συνθήκες διαβίωσής τους, που διαμορφώθηκε από την οικονομική δραστηριότητα τους, όπως σε γενικές γραμμές την περιέγραψα, σε συνδυασμό με τη γενική οικονομική κατάσταση της Χώρας ήταν, μέχρι και τη δεκαετία του 1950, πολύ χαμηλό. Κύρια χαρακτηριστικά του ήταν η φτώχεια, και σε κάποιες περιπτώσεις, και η πείνα.

            Οι δυσκολίες προσαρμογής στο νέο τους τόπο τις πρώτες δεκαετίας των ποικίλης προέλευσης Ελλήνων κατοίκων του χωριού – για 15 περίπου χρόνια συνυπήρχαν μαζί και με τους παλαιούς Τούρκους κατοίκους-, ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, οι Βαλκανικοί πόλεμοι του 1912 – 1913 και η σχεδόν συνεχής επιστράτευση των νέων ανδρών του χωριού από το 1912 μέχρι το 1922 και τη Μικρασιατική καταστροφή δεν επέτρεψαν τα χρόνια αυτά την παραγωγή επαρκούς ποσότητας αγροτικών προϊόντων ούτε τη δυνατότητα εμπορίας και αγοράς παραγόμενων σε άλλα μέρη προϊόντων. Έτσι η φτώχεια σχεδόν για όλους τους κατοίκους και η πείνα για ένα μέρος των κατοίκων ήταν αναπόφευκτη.

            Προφορικές και γραπτές μαρτυρίες πιστοποιούν την κατάσταση αυτή. «Δεν κάνει να τρώτε μετά το βασίλεμα του ήλιου, γιατί θα πεθάνει η μάνα σας» έλεγαν στα μικρά παιδιά. Περί το 1980 ογδοντάχρονος τότε χωριανός[1] αναφερόμενος στις στερήσεις των παιδιών στην παιδική του ηλικία, μου είπε χαρακτηριστικά: «η μάνα μου μας έλεγε “το βράδυ θα φάτε το ζουμί, και τα φασόλια την επαύριο”». Και η οικογένειά του δεν ήταν από τις φτωχές του χωριού. Εξάλλου διάχυτη είναι η παράδοση ότι νοικοκυρές πολλές φορές στην πίτα έβαζαν σουσάμι αντί λάδι, που δεν είχαν. Ενδεικτικές είναι και αποφάσεις του Κοινοτικού Συμβουλίου Μακρυχωρίου. Στις 7.1.1916 το Κ.Σ. συζητά για παροχή βοήθειας «εις 66 οικογενείας επιστράτων και κληρωτών, επειδή πλείσται εκ των ενταύθα οικογενειών εν γένει όλων των επιστράτων και κληρωτών στερούνται των πάντων και ιδία του επιουσίου άρτου». Στις 26.2.1917 συζητά «περί διανομής βοηθήματος εις απόρους ενταύθα οικογενείας» και αποφασίζει «όπως επειγόντως διανεμηθή τούτο (το χρηματικόν ποσόν) αναλόγως ως πρόχειρον βοήθημα εις απόρους ενταύθα οικογενείας στερουμένας και αυτού του επιουσίου άρτου προς πρόληψιν απευκταίων δεινών ως εκ της παντελούς στερήσεως αυτών απάντων των προς το ζην απολύτως αναγκαίων…». Και στις 6.8.1917 το Κ.Σ. «διορίζει επιτροπήν τροφίμων, ίνα μεριμνήση προς εξεύρεσιν σίτου και διανομήν εις τους μη παραγωγούς κατοίκους της Κοινότητας άτε εξαντληθέντος του εντοπίου περισσεύματος».

            Κάποια βελτίωση της κατάστασης, που άρχισε να διαφαίνεται από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930, ανακόπηκε με τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940. Στη δεκαετία που ακολούθησε με τη γερμανική κατοχή, με την πείνα, και τον εμφύλιο πόλεμο, με όλα τα δεινά του, η κατάσταση χειροτέρεψε, γύρισε πίσω. Μετά το 1950 το επίπεδο ζωής αρχίζει να βελτιώνεται, με αργούς ρυθμούς στην αρχή, πιο γρήγορα μετά το 1960 και ραγδαία μετά το 1970.

            Κλείνοντας το κεφάλαιο για την οικονομική κατάσταση και το επίπεδο ζωής των κατοίκων του Μακρυχωρίου θα επιχειρήσω να σημειώσω ακόμα μερικά σχετικά στοιχεία, όπως τα θυμάμαι, παιδί τότε, από τη δεκαετία του 1950, εποχή που τυχαίνει να βρίσκεται στο μέσον περίπου των εκατόν τριάντα χρόνων της ιστορικής παρουσίας του χωριού μας. Έτσι θα θυμηθούμε οι παλαιότεροι και θα πληροφορηθούν οι νεότεροι και όλοι μαζί θα φανταστούμε κατά το δυνατόν το χειρότερο επίπεδο ζωής στις δεκαετίες πριν το 1950 και θα κάνουμε τις απαραίτητες συγκρίσεις, αναλογιζόμενοι το υψηλό επίπεδο ζωής των τελευταίων δεκαετιών.

            Τη δεκαετία λοιπόν του 1950 τα νοικοκυριά προμηθεύονταν τρόφιμα και άλλα αγαθά από τα μπακάλικα με φειδώ και με πίστωση.

            Κάποια τρόφιμα τα παρασκεύαζαν οι κάτοικοι μόνοι τους, όπως το τυρί, τις ελιές, τον τραχανά, τις χυλοπίτες, το κρασί, λαχανικά το καλοκαίρι κ.α. Από το μπακάλη αγόραζαν τα ζυμαρικά, τα όσπρια, τις πατάτες, το λάδι – λίγοι είχαν δικό τους λάδι και σε μικρές ποσότητες-, το πετρέλαιο, το «καθαρό» για τη γκαζόλαμπα του δωματίου και το «ακάθαρτο» για το γκαζοκάντηλο, με το οποίο περιφέρονταν τη νύχτα στους διάφορους χώρους του σπιτιού καθώς και στους στάβλους των ζώων, και μετά το 1955 και για τη γκαζιέρα, η οποία αντικατέστησε στο μαγείρεμα τη φωτιά με τα ξύλα και την πυροστιά. Το λάδι και το πετρέλαιο το αγόραζαν σε μπουκάλι μισής ή μίας οκάς, ανά μισή οκά τα μακαρόνια, που ήταν χύμα και τα τύλιγε ο μπακάλης σε φύλλα εφημερίδας, ανά μισή οκά σε χαρτοσακούλα το ρύζι, τις φακές, τη μανέστρα, τη ζάχαρη, ανάλογα και άλλα προϊόντα, ανά 200 δράμια περίπου το οινόπνευμα, τη σάλτσα ντομάτας, το χαλβά, τη θρεψίνη, ανά μία ή δύο πλάκες το σαπούνι, και το χειμώνα, όταν ο μπακάλης έφερνε και πορτοκάλια και λεμόνια, τα αγόραζαν, όσοι και όταν αγόραζαν, όχι με την οκά, αλλά με το κομμάτι, δύο λεμόνια, δύο ή τρία πορτοκάλια.

            Και οι πελάτες αγόραζαν, όπως και ό,τι αγόραζαν, και δεν πλήρωναν με μετρητά, αλλά με πίστωση. «Θέλω αυτά και αυτά και γράψ’τα». Και ο μπακάλης τα έγραφε στο δεφτέρι. Και αυτό κράτησε για πολλά χρόνια και μετά το 1960. Και πολλοί δεν «έγραφαν» μόνο στο μπακάλη, αλλά και στο καφενείο τα τσίπουρα και στο περίπτερο τα τσιγάρα. Και τα τσιγάρα οι περισσότεροι δεν τα αγόραζαν σε πακέτο, αλλά χύμα, τρία-τρία, πέντε-πέντε· «δώσ’ μου τρία τσιγάρα Έθνος και γράψ’ τα». Και ο περιπτεράς τα έγραφε. Οι γεωργοί και οι κτηνοτρόφοι δεν είχαν αρκετά χρήματα για όλο το χρόνο. Πλήρωναν τα χρέη τους, όταν και αυτοί εισέπρατταν χρήματα, «στ’ αλώνια», «στο καπνό», όταν τους πλήρωνε ο γαλατέμπορος, όταν πουλούσαν και έσφαζαν τα αρνιά, «στον κούρο απ’ τα πρόβατα», όταν δηλαδή πουλούσαν τα μαλλιά κ.λ.π. Για αγορά πραγμάτων μικρής αξίας πλήρωναν μερικές φορές και με μετρητά ή έδιναν στο μπακάλη αβγά αντί χρήματα.

            Και η κατανάλωση λαχανικών και φρούτων ήταν περιορισμένη. Το καλοκαίρι, και μόνο για δύο – τρεις μήνες, έτρωγαν ζαρζαβατικά, ντομάτες, μελιτζάνες, πιπεριές κ.α., που τα καλλιεργούσαν στους λαχανόκηπους στην περιοχή Μπαχτσέδια, όπου υπήρχε νερό, ή στους αυλαγάδες μέσα στο χωριό, όπου λόγω της λειψυδρίας με πολλή δυσκολία τους πότιζαν. Και οπωροφόρα δέντρα δεν υπήρχαν στο Μακρυχώρι πολλά λόγω της λειψυδρίας. Μια μουριά ή μια κορομηλιά στην αυλή κάποιων σπιτιών, κάποιες συκιές στους αυλαγάδες και στα ρέματα μέσα και έξω από το χωριό και σποραδικές αχλαδιές σε χωράφια αποτελούσαν την εξαίρεση και δέχονταν καθημερινά «τις επιθέσεις» μικρών και μεγάλων. Τα παιδιά μάλιστα, για να ικανοποιήσουν την παιδική τους βουλιμία για τα φρούτα και την τάση τους για περιπέτεια, έβγαιναν παρέες – παρέες από το χωριό στα χωράφια, για να μαζέψουν και να φάνε, νωρίς την άνοιξη, τα τσιάγαλα από κάποιες αμυγδαλιές που υπήρχαν και, αργότερα το καλοκαίρι, βατόμουρα και μπορμπότσιαλα (καρποί του δέντρου τσουκνίδα ή μπορμποτσιαλιά μεγέθους στραγαλιού και χρώματος μελανού). Τα περιβόλια των οικογενειών Μπενεχούτσου κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό, Συκιώτη (Καλαντζή) στο Γιαλντά και Τσιτούρα στα Μπαχτσέδια ενίσχυαν την παραγωγή και κατανάλωση οπωροκηπευτικών, καθώς τα προϊόντα τους πουλιούνταν στην τοπική αγορά. Την κατανάλωση οπωροκηπευτικών ενίσχυαν επίσης παραγωγοί από κοντινά χωριά, κυρίως από τα Αμπελάκια και το Συκούριο, που έφερναν με τα ζώα τους και πουλούσαν φρούτα και λαχανικά, σταφύλια, κορόμηλα, δαμάσκηνα, κάστανα, μήλα φιρίκια, φασολάκια, κρεμμύδια κ.α.

            Το σύστημα θέρμανσης το χειμώνα ήταν ακόμα πρωτόγονο και εν πολλοίς αναποτελεσματικό. Μόνο ένας χώρος του σπιτιού, το χειμωνιάτικο δωμάτιο, ζεσταινόταν με το αναμμένο με ξύλα τζάκι. Για να μειώσουν το κρύο σε κάποιον άλλο χώρο του σπιτιού, χρησιμοποιούσαν και το μαγκάλι με κάρβουνα που τα έβγαζαν από το τζάκι. Ωστόσο από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ΄50 η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται κάπως, καθώς το τζάκι άρχισε να αντικαθίσταται σταδιακά, από σπίτι σε σπίτι, από τη ξυλόσομπα. Και τη θέρμανση του δωματίου ενίσχυαν σημαντικά τα στρωσίδια στο σανιδένιο ή χωμάτινο δάπεδο, τα χαλιά και τα κιλίμια, και άλλα παρόμοια, μέχρι κάποιο ύψος, στις πλευρές του δωματίου, όπως μαξιλάρια και μπάντες (πλευρικά στρωσίδια), όχι σπάνια κεντημένες με διάφορα θέματα και σχέδια. Και τη νύχτα, στον ύπνο, όταν το τζάκι ή η σόμπα έσβηνε, τη ζεστασιά διασφάλιζαν τα χοντρά και βαριά μάλλινα σκεπάσματα, όπως οι βελέντζες οι φλοκιαστές. Τα ξύλα, λυγαριές από τους μεριάδες της Παναγίας, αρμυρίκια από του ρουμάνι του Πηνειού στη Μπάκραινα, πουρνάρια από την Καρακόπετρα και τα άλλα γύρω μικρά βουνά και χοντρά δέντρα από το Γιαλντά και τις παρυφές της Καλάμτσιας, τα έκοβαν και τα έφερναν στο σπίτι οι άνδρες με τα ζώα, με τα κάρα ή μερικές φορές τα «κατέβαζαν» από την Καρακόπετρα, άντρες ή και γυναίκες, φορτωμένα στην πλάτη τους, ζαλίκι.

            Εξάλλου στη δεκαετία αυτή ηλεκτρικά φυγεία βέβαια δεν υπήρχαν στο Μακρυχώρι. Υπήρχε όμως το φανάρι, μια ορθογώνια κατασκευή 50 x 60 εκ. περίπου, με πλευρές από σήτα και αρμούς από λεπτό ελαφρύ μέταλλο. Ήταν ένα μικρό ντουλάπι με ένα ή δύο ράφια, που το κρεμούσαν στον τοίχο και όπου συντηρούσαν για λίγες ώρες κάποιες τροφές, καθώς εκεί μέσα αερίζονταν και κυρίως προφυλάσσονταν από τις μύγες. Και για να πίνουν το νερό δροσερό το καλοκαίρι, το βάζανε σε πήλινα λαγήνια, στις στάμνες. Προς το τέλος της δεκαετίας για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε  η παγωνιέρα, μια κλειστή ορθογώνια τσίγκινη κατασκευή διαστάσεων 50 x 50 εκ. περίπου, η οποία είχε υποδοχή για ένα κομμάτι πάγο και δεξαμενή για πέντε περίπου κιλό νερό. Ο πάγος μεταφερόταν κάθε μέρα από τη Λάρισα και διετίθετο από το καφενείο του Λιούπα ανά τέταρτο της παγοκολόνας για τον καθένα.

            Και οι συνθήκες καθαριότητας και υγιεινής των σπιτιών ήταν σχεδόν πρωτόγονες. Ειδικός χώρος μπάνιου δεν υπήρχε. Το σώμα τους το έπλεναν, όσοι και όταν το έπλεναν, σε κάποιο χώρο του σπιτιού όρθιοι μέσα σε μια μεγάλη λεκάνη. Ωστόσο στην άκρη της αυλής, στον τοίχο ή σε μια κολόνα, ήταν μόνιμα κρεμασμένος ο νιπτήρας, «η νιφτήρα», δοχείο με δέκα κιλά νερό περίπου, από τη βρυσούλα του οποίου ένιβαν κάθε πρωί το πρόσωπό τους- η οδοντόκρεμα «δεν είχε φτάσει» ακόμα στο Μακρυχώρι. Και δίπλα στο νιπτήρα υπήρχαν κρεμασμένα στο καρφί μια πετσέτα (προσόψιο), συνήθως κοινή για όλα τα μέλη της οικογένειας, ένας καθρέφτης και μια χτένα (τσατσάρα) για τον απαραίτητο έλεγχο του προσώπου και των μαλλιών του κεφαλιού.

            Η τουαλέτα, όπως τη λέμε τώρα, (στα ελληνικά αφοδευτήριο ή αποχωρητήριο ή απόπατος, στα τούρκικα χαλές) δεν ήταν βέβαια μέσα στο σπίτι. Σε μια άκρη του οικοπέδου του σπιτιού μια λακκούβα στο χώμα σκεπασμένη με ξύλινο συνήθως πάτωμα, το οποίο έφερε την απαραίτητη οπή, περικλεισμένα με πέτρινο τοίχο ή με τσίγκα ή και με πόστες ήταν το αποχωρητήριο της οικογένειας. Νερό δεν υπήρχε μέσα και πρόδρομοι του χαρτιού τουαλέτας (χαρτί υγείας) ήταν στην καλύτερη περίπτωση κρεμασμένα σε καρφί στον τοίχο κομμάτια από εφημερίδες ή χαρτοσακούλες, που τύλιγε ο μπακάλης τα ψώνια. Και όσοι «είχαν την τύχη» να έχουν τα σπίτια τους δίπλα στα ρέματα του χωριού, τα χρησιμοποιούσαν, κυρίως οι άντρες, ως υπαίθρια αφοδευτήρια.

            Εξάλλου σε μια άλλη άκρη του οικοπέδου ή σε παρακείμενο οικόπεδο τα γεωργοκτηνοτροφικά σπίτια εναπόθεταν σε σωρό τις κοπριές των ζώων, που τις έβγαζαν από τους στάβλους και τα μαντριά, τις οποίες μόνο μία ή δύο φορές το χρόνο, όταν ο σωρός μεγάλωνε, τις μετέφεραν με κάρα στα χωράφια.

            Οι άνδρες ασχολούνταν, όπως προκύπτει από όσα προανέφερα, με τις «εξωτερικές δουλειές», με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, τις τεχνικές δουλειές, το εμπόριο, και είχαν βέβαια την κύρια φροντίδα για την οικονομική κατάσταση του σπιτιού. Κάποιες ώρες της ημέρας, κυρίως τις βραδινές, σύχναζαν, οι περισσότεροι, στα καφενεία και στις ταβέρνες, όπου είχαν τις κοινωνικές τους επαφές για ιδιωτικές και κοινές υποθέσεις ή έπιναν κάποιο ποτό ή περνούσαν κάποιο χρόνο με το χαρτοπαίγνιο.

            Οι γυναίκες στο σπίτι, με τις δουλειές του σπιτιού και με πολύ περιορισμένη κοινωνική παρουσία. Ευκαιρία για έξοδο από το σπίτι και για κοινωνική παρουσία ήταν κάποια γιορτή, ένας γάμος ή μια κηδεία και ο κυριακάτικος εκκλησιασμός, για όσες γυναίκες βέβαια προλάβαιναν να τελειώσουν τις σπιτικές δουλειές ή αποφάσιζαν την Κυριακή το πρωί να τις παραμερίσουν.

            Το ζύμωμα και το ψήσιμο του ψωμιού, το μαγείρεμα, το πλύσιμο, το μπάλωμα και το σιδέρωμα των ρούχων, η καθαριότητα και το «ντύσιμο» του σπιτιού και πολλές άλλες ήταν οι δουλειές τη γυναίκας, βαριές δουλειές την εποχή εκείνη, που οι συνθήκες ήταν δύσκολες και οι οικογένειες πολυμελείς.

            Μία ή δύο φορές την εβδομάδα η νοικοκυρά ζύμωνε σε ειδική σκάφη, το σκαφίδι, ψωμί, μέχρι και δέκα μεγάλα καρβέλια, «έκαιγε» το φούρνο ή τη γάστρα με κλαριά (λυγαριές, αρμυρίκια ή άλλα) και έψηνε το ψωμί. Στη γάστρα, που την «έκαιγαν» και με άχυρα, έψηναν κυρίως την πίτα ή τα κουλούρια στις μεγάλες γιορτές. Με ξύλα άναβε και το τζάκι της κουζίνας και εκεί μαγείρευε το καθημερινό φαγητό βάζοντας την κατσαρόλα στη φωτιά πάνω σε ειδικό σιδερένιο τρίποδο εργαλείο, την πυροστιά. Από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1950 το τζάκι και την πυροστιά αντικαθιστά σταδιακά η γκαζιέρα.

            Μία ή δύο φορές την εβδομάδα η νοικοκυρά «έβαζε καζάνι», ζέσταινε νερό και έπλενε σε μεγάλη ξύλινη ή μεταλλική σκάφη (κοπάνα) τα ρούχα της οικογένειας, παντελόνια, πουκάμισα, φορέματα, κάλτσες και τα «ασπρόρουχα» (εσώρουχα). Και το νερό δεν ήταν άφθονο και το κουβαλούσαν από τη βρύση τη γειτονιάς με τους κουβάδες. Ακολουθούσε την άλλη μέρα το σιδέρωμα των ρούχων, με σίδερο που λειτουργούσε με αναμμένα κάρβουνα, το δίπλωμα και το μπάλωμα των ρούχων. Έραβαν ένα κομμάτι ύφασμα, ένα μπάλωμα, εκεί που τα ρούχα φθείρονταν, «έλιωναν», π.χ. στα γόνατα το παντελόνι, στους αγκώνες το σακάκι, για να τα φορέσουν ακόμα λίγο χρόνο, προτού αναγκαστούν να πάρουν καινούρια. Και μερικές φορές σε ένα παντελόνι της δουλειάς τα μπαλώματα είχαν αντικαταστήσει το μεγαλύτερο μέρος του αρχικού υφάσματος.

            Και η καθαριότητα των χώρων του σπιτιού και το «ντύσιμο» του σπιτιού με στρωσίδια, κουρτίνες, κουρτινάκια και διάφορα έπιπλα ήταν βέβαια ευθύνη και φροντίδα της νοικοκυράς.

            Και άλλες πολλές δουλειές είχε να κάνει στο σπίτι η γυναίκα.

§  Είχε το καλοκαίρι να φκιάνει τους τραχανάδες, τις χυλοπίτες, το ντοματοπελτέ, το νιζεστέ κ.α.

§  Είχε την άνοιξη να ασβεστώνει, να ασπρίζει, τους εξωτερικούς τοίχους του σπιτιού και τους τοίχους της αυλής μέχρι το δρόμο, για να είναι καθαροί το Πάσχα, τη Λαμπρή.

§  Να επιστρώνει μια – δυο φορές το χρόνο με βρεγμένο κοκκινόχρωμα, να παλαμίζει, το χωμάτινο τότε δάπεδο κάποιων χώρων του σπιτιού.

§  Να καθαρίζει την πετρόστρωτη και περίφρακτη με τοίχο μέσα αυλή και κάθε Σάββατο απόγευμα να σκουπίζει με ειδική σκούπα, τη φουκαλιά, την έξω χωμάτινη αυλή και μέχρι το δρόμο, για να είναι καθαρό το περιβάλλον το πρωί της Κυριακής.

§  Είχε να ψήνει κατά διαστήματα σε ειδικό ψηστικό εργαλείο, το ντουλάπι, τους κόκκους του καφέ, όπως τους πουλούσε ο μπακάλης, και ανάλογη ποσότητα από στραγάλια και από κριθάρι, να τα στουμπίζει μετά στο ντουμπέκι (μεγάλο πέτρινο γουδί, χαβάνι) της γειτόνισσας και να τα κάνει χαρμάνι, για να έχει να προσφέρει καφέ στους μουσαφίρηδες και στις γειτόνισσες το βραδάκι, όταν έβρισκαν χρόνο να ξεκουραστούν καθισμένες στο πεζούλι έξω από την αυλόπορτα.

§  Είχε να κάνει κιμά το ψαχνό κρέας, συνήθως πρόβειο μπούτι, χτυπώντας το πολλές φορές και ψιλοκόβοντάς το με το τσεκουράκι πάνω σε ξύλινη βάση, «το κούτσουρο», για να φκιάσει τα κεφτεδάκια, κυρίως στις ονομαστικές γιορτές.

§  Είχε ακόμη να στουμπίσει, να τρίψει, το «χοντρό» αλάτι, όπως το πουλούσε ο μπακάλης, στο ντουμπέκι ή καμιά φορά τρίβοντάς το και με μπουκάλι από χοντρό γυαλί πάνω στο χαμηλό ξύλινο τραπέζι, το σοφρά, για να αλατίσουν το τυρί ή τις ελιές.

§  Και είχε, μερικές φορές, να μαζέψει από το δρόμο τις κοπριές των αγελάδων, μία – μία τις γελαδοβουνιές, να τις επικολλήσει στον πετρότοιχο, για να ξεραθούν, και να τις χρησιμοποιήσει, όταν δεν είχε ξύλα, ως καύσιμο υλικό, για να ζεστάνει π.χ. το νερό στο καζάνι για το πλύσιμο των ρούχων.

            Είχε και άλλες δουλειές που σήμερα δε χρειάζεται να τις κάνουν οι γυναίκες.

            Και εκτός από αυτά συμμετείχε και σε γεωργικές καλλιέργειες, όπως π.χ. στην καλλιέργεια του καπνού ή του βαμπακιού.

            Και μέσα σε τέτοιες συνθήκες οι νοικοκυρές πάσχιζαν και καμάρωναν να βγαίνουν οι άντρες του σπιτιού στην πλατεία με καθαρά και σιδερωμένα ρούχα και να στέλνουν στο σχολείο τα παιδιά χορτάτα και καθαρά.

Αλλά δεν έλειπαν στις συνθήκες αυτές και κάποιες αντιθέσεις. Κάποιες νοικοκυρές π.χ. σε «επίσημα» γεύματα με φιλοξενούμενους μαγείρευαν και πρόσφεραν «δύο πιάτα», το πρώτο με σούπα από κοτόπουλο και το δεύτερο, το κυρίως πιάτο, με κρέας. Οι ευρωπαϊκές επιδράσεις στους Έλληνες των αστικών κέντρων το 19ο αιώνα, το γαλλικό σαβουάρ βιβρ, είχαν φτάσει με τον καιρό και μέχρι τα ελληνικά χωριά και είχαν επηρεάσει το ντύσιμο, το χτένισμα, κυρίως των γυναικών, αλλά και το μαγείρεμα και σερβίρισμα του φαγητού.

            Η γυναίκα λοιπόν, η νοικοκυρά του σπιτιού, ήταν η αφέντρα και η δούλα μαζί του σπιτιού, η ηρωίδα που ποτέ δεν της είχε αναγνωριστεί ο τίτλος αυτός.

            Τα παιδιά μέχρι την ηλικία των 10-12 ετών, όταν δεν είχαν σχολείο, βοηθούσαν στις δουλειές τους γονείς τους. Τον πατέρα τους στα χωράφια και στα πρόβατα, σε ελαφριές γεωργικές δουλειές, στην περιποίηση των ζώων (τάισμα, πότισμα), συνόδευαν ως βοηθοί το κοπάδι στην ημερήσια βόσκησή του, «βαρούσαν στρούγκα» στο άρμεγμα· και τη μάνα τους στο σπίτι, όπου κουβαλούσαν νερό από τη βρύση, ψώνιζαν από το μπακάλη, βοηθούσαν στο κάψιμο της γάστρας κ.α.

            Τον περισσότερο ελεύθερο χρόνο τους βέβαια τα παιδιά έπαιζαν, έπαιζαν και μεγάλωναν με το παιχνίδι. Τα αγόρια έπαιζαν το μπίτσικα, την αμπάριζα, την τσελίκα, την ψηλή γομάρα, τους κλέφτες, ποδόσφαιρο στις αλάνες. έπαιζαν με τις μπίλιες, με τα σέγκια, με τα φυσίγγια, με τα καρούλια από τις κλωστές, με αυτοσχέδια όπλα από καλάμι, με τα τσέρκια των τυροβάρελων (γκίλια), με αυτοσχέδια συρμάτινα οχήματα (κάρα δίτροχα ή τετράτροχα) κ.α. Τα κορίτσια έπαιζαν τις κούκλες, τις κουμπάρες, τις τρυγόνες, τα λιλίτσια κ.α. Αγόρια και κορίτσια το κουτσό, το κρυφτό, το κυνηγητό, το πατώ σε πέτρα πατώ σε χώμα, τις αμάδες, τα βόλια (πεντόβολα), τα φίκια, τις δεκάρες γραμμίτσα και κορώνα – γράμματα, τριότα, εννιάρα, δεκαεξάρα και άλλα.[2] Και όταν δεν έπαιζαν κάποιο παιχνίδι, περιφέρονταν στους αυλαγάδες μέσα και γύρω από το χωριό, για να σκοτώσουν με τη σφεντόνα, «το λάστιχο», σπουργίτια ή να μαζέψουν παλαιά μεταλλικά αντικείμενα (μπακίρια, αλουμίνια, παλιοσίδερα, σύρματα κ.α.), για να τα πουλήσουν στον παλιατζή, που ερχόταν στο χωριό και τα αγόραζε. Και όταν το βραδάκι επέστρεφαν στο σπίτι πεινασμένα, τους «περίμενε» μια φέτα ψωμί με ζάχαρη, βρεγμένη συνήθως με νερό ή με λίγο λάδι, για να κολλάει η ζάχαρη, ή μια φέτα ψωμί με λάδι και αλάτι ή ένα κομμάτι ψωμί στο ένα χέρι και στο άλλο μερικές ελιές – κάθε ελιά τη μοίραζαν σε τρεις τέσσερις μπουκιές ψωμί – ή, στις καλύτερες περιπτώσεις, στο άλλο χέρι ένα κομματάκι τυρί ή λίγος χαλβάς – ταχίνι ή ένα κομματάκι θρεψίνη, ένα είδος γλυκιάς τροφής σε μορφή πηγμένου μελιού. Αυτά συνήθως ήταν το προσφάγι των παιδιών μετά το παιχνίδι τους. Και με αυτά έπεφταν το βράδυ για ύπνο, όχι βέβαια σε κρεβάτι, αλλά στο πάτωμα, στρωματσάδα, και δύο και τρία μαζί στο ίδιο στρώμα. Το πρωί πάντως, πριν το σχολείο, υπήρχε συνήθως ο ξινός τραχανάς, το χειμώνα, ή ένα πιάτο γάλα με τριμμένο ψωμί, τριψάνα, από τη γίδα ή την αγελάδα του σπιτιού.

            Και κάποια ζαχαρωτά διέθεταν την εποχή εκείνη τα μπακάλικα και αγόραζαν ενδεχομένως οι γονείς για τα παιδιά τους. Ήταν οι καραμέλες σε σχήμα μισοφέγγαρου με χρώμα και γεύση λεμονιού ή πορτοκαλιού. ήταν και κάτι ζαχαρωτά σε σχήμα μικρής ανθρώπινης μορφής, που τα παιδιά τα έλεγαν κούκλες. ήταν τα στραγάλια με τις σταφίδες. ήταν και τα κόκκινα μήλα, μικρά μήλα φιρίκια βουτηγμένα σε κόκκινο πηχτό σιρόπι. ήταν και ο σκληρός αποκριάτικος χαλβάς, σουσαμένιος ή στραγαλένιος. ήταν, μετά το 1955, και οι καραμέλες Φλόκα, οι φλόκες, που τις αγόραζαν κυρίως από τα περίπτερα. Ήταν το λουκούμι που έφερναν οι άντρες στο σπίτι, όταν κέρδιζαν στο χαρτοπαίγνιο στο καφενείο. ήταν και το λουκούμι ή το γλυκό της γυάλας που κρατούσε η νοικοκυρά για τους επισκέπτες, την οποία όχι σπάνια παραβίαζαν τα παιδιά.

            Και κλείνω το θέμα για το επίπεδο ζωής στο Μακρυχώρι τη δεκαετία του 1950 με το ακόλουθο πραγματικό περιστατικό. Πεντάχρονο αγόρι περί το 1950 επισκεπτόταν σχεδόν καθημερινά συγγενικό σπίτι, όπου του έδιναν και έτρωγε κάθε φορά μία φέτα ψωμί με ζάχαρη. Κάποτε σταμάτησε τις συχνές επισκέψεις και, όταν το ρώτησαν γιατί τόσες μέρες δεν ήρθε στο σπίτι τους, τους απάντησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια: «Έχουμε και μεις ζάχαρη τώρα»!

 

Η. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

 

Η1.  Διάφορα θέματα

 

Η κεντρική πλατεία του χωριού


Άποψη του χώρου της πλατείας με το συντριβάνι το 1938 (φωτ. Μιχ. Αποστόλου)

 

            Ο χώρος όπου βρίσκεται η εκκλησία του χωριού, η κεντρική πλατεία και το αλσύλλιο ανατολικά της πλατείας μαζί με τους γύρω δρόμους αποτελούσε, από την περίοδο της τουρκοκρατίας μέχρι και το 1910 περίπου, έναν ενιαίο ελεύθερο χώρο, μια μεγάλη επικλινή αλάνα. Στο διάστημα από το 1908 μέχρι το 1910 κτίστηκε στο δυτικό μέρος του χώρου αυτού ο ναός του Αγίου Θωμά μαζί με τα υποστηρικτικά τοιχώματα του οικοπέδου βόρεια, νότια και ανατολικά του ναού. Στο μέσον περίπου του ελεύθερου αυτού χώρου ένα μέρος του είχε σκαφτεί και εκβαθυνθεί, μάλλον από την περίοδο της τουρκοκρατίας, και είχε μετατραπεί σε ομβροδεξαμενή, μπάρα, όπου πότιζαν οι κάτοικοι τα ζώα τους. Κάθε χρόνο, συνήθως στο τέλος του καλοκαιρού, η Κοινότητα καθάριζε και βάθαινε τη μπάρα αυτή. Τη λάσπη που έβγαζαν από μέσα την έριχναν προς το κάτω (ανατολικό) μέρος, ώστε η πλευρά αυτή πήρε σταδιακά ύψος. Από το 1936 το καθάρισμα της μπάρας άρχισε να παραμελείται και από το 1940 σταμάτησε εντελώς. (Μαρτυρία Αθανασίου Λάζου). Έτσι σιγά – σιγά η μπάρα επιχωματώθηκε και δεν κρατούσε νερό.

            Η ιδέα να διαμορφωθεί στο μέρος αυτό χώρος κεντρικής πλατείας άρχισε να υπάρχει από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930. Στις 8.8.1931 το Κοινοτικό Συμβούλιο παίρνει απόφαση «περί ισοπεδώσεως κεντρικής πλατείας (μπάρας)». Στις 28.1.1933 το Κ.Σ. συζητά «περί εγκρίσεως της μελέτης δια την κατασκευήν της κεντρικής πλατείας και των τριών ποτιστηρίων». Οι αποφάσεις αυτές όμως δεν υλοποιήθηκαν. Το 1935 πάντως κατασκευάζεται προστατευτικό τοίχωμα στην πλατεία. Μάλλον επρόκειτο για ένα χαμηλό τοιχίο απέναντι στη δυτική πλευρά του οικοπέδου του Απόστολου Γεωργόπουλου.

            Το 1948, στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου, ο αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Καρμής, Διοικητής του 2ου Ελαφρού Συντάγματος Πεζικού, που είχε τότε έδρα το Μακρυχώρι, με μηχανήματα του στρατού και με ανάθεση άμισθης προσωπικής εργασίας σε εργάτες από το Μακρυχώρι και τα γύρω χωριά, ισοπεδώνει τη μπάρα και χώρο γύρω απ’ αυτήν και κατασκευάζει τους τοίχους βόρεια, νότια και ανατολικά του ισοπεδωμένου χώρου, οι οποίοι υπάρχουν ακόμη, και δύο σκάλες, μία στη βόρεια πλευρά και την άλλη, τη μεγάλη σκάλα, στην ανατολική πλευρά. Αυτή ήταν ουσιαστικά η πρώτη διαμόρφωση του χώρου της πλατείας του χωριού.

            Το 1952 η πλατεία αυτή περιφράσσεται με κάγκελα στη δυτική πλευρά και σε μέρος της βόρειας πλευράς της. Το Κ.Σ. στις 31.1.1952 «εγκρίνει την μελέτην δια την περίφραξιν δια κιγκλιδωμάτων της κεντρικής πλατείας». Τα κάγκελα τοποθέτησαν οι Δημήτριος Τσιμογιάννης και Ηλίας Γκρέτσης, το τοιχίο – βάση είχε κατασκευάσει ο Γεώργιος Στρατόπουλος. Στην πλατεία αυτή, που καταλάμβανε το μισό περίπου χώρο της σημερινής πλατείας, νοτιοανατολικά, εντάσσονται το σιντριβάνι, που είχε κατασκευαστεί πριν από το 1940, και η στήλη του Μεταξά. Μετά την περίφραξη αυτή παραμένει ακόμα από τη βορειοδυτική πλευρά της πλατείας μέχρι την εκκλησία, ένα μεγάλο μέρος της αρχικής αλάνας, που χρησιμοποιείται ως δρόμος και ως χώρος παιχνιδιών για τα παιδιά και τους νέους (ποδοσφαίρου και άλλων).

 


Η πλατεία του χωριού μετά το 1952

 

            Στη σημερινή μορφή και στις σημερινές διαστάσεις η πλατεία χαράσσεται την περίοδο 1969 – 1970. Από τότε και μέχρι πρόσφατα (2010 – 2011) με διάφορα έργα (τσιμεντοστρώσεις, πλακοστρώσεις, επενδύσεις τοιχωμάτων κ.α.) διαμορφώθηκε σταδιακά στη σημερινή της κατάσταση. Λίγο πριν το 1990 είχαν κατασκευαστεί καινούριο μεγάλο σιντριβάνι σε αντικατάσταση του παλαιού και η βρύση στη δυτική πλευρά της. Και το νέο αυτό σιντριβάνι ξηλώθηκε πρόσφατα με την τελευταία πλακόστρωση της πλατείας (2010 – 2011).

 

Ο ηλεκτροφωτισμός του Μακρυχωρίου

 

            Η σκέψη για τον ηλεκτροφωτισμό του Μακρυχωρίου είχε αρχίσει να υπάρχει μερικά χρόνια πριν το 1940. Μάλιστα με την 101/22.11.1938 απόφαση του Κ.Σ. «ανατίθεται εις τον Κων/νον Κάτρην, μηχανικόν ηλεκτρολόγον, η εκπόνησις μελέτης ηλεκτροφωτισμού της Κοινότητος». Ο ηλεκτροφωτισμός όμως δεν έγινε τότε. Άλλωστε ακολούθησε μετά από λίγο καιρό η εμπόλεμη δεκαετία του 1940.

            Η ιδέα για τον ηλεκτροφωτισμό του χωριού επανέρχεται μετά το 1951. Έτσι το Κ.Σ. αποφασίζει να αγοράσει ηλεκτρικό ρεύμα από τους αδελφούς Κίττα, που είχαν στο Συκούριο επιχείρηση παραγωγής ρεύματος, και να εγκαταστήσει το απαραίτητο δίκτυο ηλεκτροφωτισμού. Με την 33/9.5.1954 απόφασή του το Κ.Σ. ομόφωνα «εγκρίνει την μεταξύ της Κοινότητας Μακρυχωρίου και των κ.κ. Νικολάου και Χρήστου Κίττα, αναδόχων ηλεκτροφωτισμού Συκουρίου, Όσσης και Πουρνάρ, συναφθείσαν προσωρινήν σύμβασιν μέχρι και της 3ης Δεκεμβρίου 1964 έτους δια τον ηλεκτροφωτισμόν των οδών και πλατειών και εν γένει της κωμοπόλεως Μακρυχωρίου ως και δια την δι’ ηλεκτρικού ρεύματος κίνησιν του εν αυτή αντλιοστασίου υδρεύσεως».  Λίγο καιρό αργότερα αποφασίζει την προμήθεια των υλικών για το δίκτυο ηλεκτροφωτισμού (στύλων κ.λ.π.) και αναθέτει την εγκατάσταση του δικτύου στο Γεώργιο Νικολαΐδη (Αποφάσεις 51/25.6.54 και 74/8.10.54 αντίστοιχα).

            Η ηλεκτροδότηση  του Μακρυχωρίου από την επιχείρηση Κίττα γίνεται μέχρι το 1960. Τότε η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (Δ.Ε.Η) αγοράζει την επιχείρηση Κίττα και έκτοτε η ηλεκτροδότηση του Μακρυχωρίου γίνεται από τη Δ.Ε.Η.

 

Αστυνομικός Σταθμός Μακρυχωρίου

 

            Αστυνομικός Σταθμός στο Μακρυχώρι είχε λειτουργήσει αρχικά από το 1900 μέχρι το 1912 περίπου. Από το 1962 επαναλειτουργεί στο Μακρυχώρι Σταθμός Χωροφυλακής. Στις 11.7.1959 το Κ.Σ. αποφασίζει τη διάθεση μισθωμένου οικήματος «δια τον ιδρυθησόμενον Αστυνομικόν Σταθμόν», στις 16.12.1960 η Κοινότητα αποφασίζει να διαθέσει για μια διετία οίκημα επιπλωμένο για το Σταθμό Χωροφυλακής και την άνοιξη του 1962 η αστυνομία εγκαθίστανται στο σπίτι του Χαράλαμπου Γεωργόπουλου.

            Ο Αστυνομικός Σταθμός Μακρυχωρίου λειτούργησε από το 1962 μέχρι το 2002. Τότε καταργήθηκαν οι περιφερειακές αστυνομικές μονάδες, συγκροτήθηκαν λιγότερες και ισχυρότερες, οι οποίες εγκαταστάθηκαν στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα.

 

Τηλέφωνο

 

Η τηλεφωνική σύνδεση του Μακρυχωρίου, των οικιών και των καταστημάτων, μέσω του ΟΤΕ έγινε περί το 1970.

Πριν από το 1970 υπήρχε στο χωριό μόνο μια τηλεφωνική σύνδεση, το τηλέφωνο της Κοινότητας μέχρι το 1950 περίπου ή, μετά το 1950, ένα κεντρικό τηλέφωνο, που εγκαθιστούσε ο ΟΤΕ σε ένα ιδιωτικό κατάστημα.

Στις 2.6.1929 η Κοινότητα πληρώνει «4.000 δρχ. δια το Ταμείον Τηλεφωνικών Συγκοινωνιών και 1.200 δρχ. υπέρ του διαχειριστού του τηλεφωνείου Μακρυχωρίου Ιωάννου Σαμαρά». Και στις 19.3.1939 εγκρίνεται πίστωση 3.000 δρχ. «δια τηλεφωνήτριαν Κατίναν Γεωργοπούλου». Από τη δεκαετία του 1950, εκτός από το τηλέφωνο της Κοινότητας, ο ΟΤΕ είχε εγκαταστήσει τηλεφωνείο σε ιδιωτικά καταστήματα, του Θωμά Μπενεχούτσου, της Ευαγγελίας Ευαγγελοπούλου και του Κωνσταντίνου Παρλάντζα.

Η σύνδεση με τη Λάρισα ή με άλλες περιοχές γινόταν μέσω του τηλεφωνικού κέντρου Συκουρίου. Και στη δεκαετία του 1960 η τηλεφωνική επικοινωνία, π.χ. από Θεσσαλονίκη με Μακρυχώρι, γινόταν ακόμα με συνδιάλεξη, δηλ. με προσδιορισμένο ραντεβού των συνομιλητών μέσω του ΟΤΕ, διαδικασία που απαιτούσε μερικές ώρες. Γι’ αυτό ο συνήθης τρόπος επικοινωνίας μέχρι τότε ήταν η αλληλογραφία μέσω του Ταχυδρομείου.

Η Κοινότητα Μακρυχωρίου με απόφασή της στις 25.1.1973 παραχωρεί δωρεάν οικόπεδο στον ΟΤΕ, όπου ο ΟΤΕ ανεγείρει οικοδομή και εγκαθιστά το τηλεφωνικό κέντρο της περιοχής Μακρυχωρίου με αριθμό 24950.

 

Εσωτερική οδοποιία

 

            Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970 οι εσωτερικοί δρόμοι του Μακρυχωρίου, κεντρικοί και περιφερειακοί, ήταν χωματόδρομοι. Η κυκλοφορία των οχημάτων ήταν προβληματική και η σκόνη που ανέδιδαν αποπνικτική. Η όποια συντήρηση του οδοστρώματος γινόταν με αμμοχαλικόστρωση, μετά από μια δυνατή βροχή, καταστρεφόταν και στους δρόμους, καθώς ήταν κατηφορικοί, σχηματίζονταν μικρά ή μεγαλύτερα ρέματα.

            Από το 1980 περίπου και μετά άρχισε σταδιακά η ασφαλτόστρωση και τσιμεντόστρωση των δρόμων του χωριού.


Ο κεντρικός δρόμος του χωριού στο ρέμα κοντά στο Δημοτικό στη δεκαετία του 1950


Ο κεντρικός δρόμος του χωριού κάτω από την πλατεία στα τέλη της δεκαετίας του 1970, λίγα χρόνια πριν ασφαλτοστρωθεί

Η2.  Αποσπάσματα αποφάσεων Κ.Σ. Μακρυχωρίου

 

21.4.1921:

Το Κ.Σ. εγκρίνει 80 δρχ. για αποζημίωση του Προέδρου «ήτοι δραχμαί μεν 40 δια τέσσαρας ημεραργίας του, δραχμαί δε 40 δια τέσσαρας μεταβάσεις του εις Λάρισαν μετ’ επανόδου εις Μακρυχώριον».

30.1.1922:

«Περί διαθέσεως πιστώσεως δρχ. 300 εις τρεις φύλακας – κυνηγούς δια την καταδίωξιν των αγριόχηνων, των οποίων τα ενσήψαντα σμήνη είναι καταστρεπτικά δια την εφετεινήν σποράν». – Ως κυνηγοί ορίζονται οι Απόστολος Σκουτής, Παναγιώτης Σταμάτης και Στέργιος Κανάκης.

Απόφαση  13/1925

Το Κοινοτικόν Συμβούλιον της Κοινότητας Μακρυχωρίου, συγκείμενον εκ των υπαρχόντων μελών αυτού Μιχαήλ Σαμολαδά, ως Προέδρου, και Μιχαήλ Σουμπενιώτη, συνεδριάσαν εν Μακρυχωρίω και εν τω Κοινοτικώ αυτού Καταστήματι σήμερον την 9ην του μηνός Αυγούστου του 1925 έτους, ημέραν Κυριακήν, ίνα συσκεφθή και αποφανθή επί των εξής αντικειμένων. Η ολότης σχεδόν των κατοίκων Μακρυχωρίου, δι’ αιτήσεως από 31 Ιουλίου ε.ε. προς το Κοινοτικόν Συμβούλιον και τον κ. Νομάρχην Λαρίσης απευθυνομένης, ητήσατο όπως παραχωρηθή έκτασις γης ανηκούσης κατά κατοχήν, κυριότητα και νομήν εις την Κοινότητα Μακρυχωρίου κειμένης δε έξωθι του χωρίου Μακρυχωρίου Α.Μ. αυτού και εχούσης έκτασιν εξακοσίων (600) περίπου στρεμμάτων, ήτις είναι γνωστή υπό την ονομασίαν «Μεριάς Μεγάλης Βρύσης», επί των τέλει της ανοικοδομήσεως εν αυτή νέας αγροτικής πόλεως περιλαμβανούσης άπαντας τους κατοίκους Μακρυχωρίου.

   Το Κοινοτικόν Συμβούλιον έχον προ οφθλαμών ότι δια την ανοικοδόμησιν και εγκατάστασιν του νέου ενιαίου τούτου συνοικισμού δια μεταφοράς της παλαιάς «τουρκικής» κώμης Μακρυχωρίου εν τη ως άνω θέσει της Κοινοτικής Περιφερείας συντρέχουν οι εξής αποχρώντες λόγοι και ανάγκαι: α) παντελής λειψυδρία εν τη παλαιά κώμη, β) το αραιώς συνωκισμένον ταύτης ως και το κακοτέχνως ρυμοτομημένον και το ανθυγιεινόν του χωρίου Μακρυχωρίου – εν ω αντιθέτως η ως άνω θέσις «Μεριάς Μεγάλης Βρύσης» είναι πρόσφορος και κατάλληλος να περιλάβει συνοικισμόν μέχρι διακοσίων οικογενειών υπό όρους και συνθήκας ευνοϊκάς και κλίματος και συγκοινωνίας και λοιπής διαίτης των κατοίκων αυτού, ώστε ν’ αποτελέσει ούτος καθαυτό αγροτικήν πόλιν, ακμάζουσαν εν παντί, δεδομένου μάλιστα ότι θα έχει πρόσφορον αύτη το αγαθόν της υδρεύσεως δια μεταφοράς αυτή δια της φυσικής των ροής των υδάτων της πηγής «Ραχμάνη» ως και το της συγκοινωνίας, άτε του Σιδηροδρομικού Σταθμού απέχοντας μόλις πεντακόσια μέτρα.

                   Δια ταύτα αποφαίνεται ομοφώνως:

   Παραχωρεί εις τους κατοίκους Μακρυχωρίου (κατ’ ίσην μοίραν μεταξύ των διακοσίων οικογενειών αυτού) έκτασιν κοινοτικής γης εκ στρεμμάτων εξακοσίων, ήτις κείται έξωθι του χωρίου Μακρυχωρίου Α.Μ. αυτού και είναι γνωστή υπό την ονομασίαν «Μεριάς Μεγάλης Βρύσης», επί τω τέλει της ανοικοδομήσεως υπό των κατοίκων εν αυτή νέου συνοικισμού, ούτινος το σχέδιον και η ρυμοτομία θα τεθή, μετά την έκδοσιν του οικείου Διατάγματος περί παραχωρήσεως, υπό την μελέτην, μερίμνη ημών, εις μηχανικόν.

   Παρακαλεί δε τον κ. Νομάρχην Λαρίσης, όπως ευαρεστηθή και ενεργήση τα δέοντα δια την έκδοσιν του οικείου Προεδρικού διατάγματος, δι’ ου θέλει παραχωρηθή… υπέρ των Δημοτών Μακρυχωρίου προς κατασκευήν των οίκων και των περιοχών και ατέλεια υλοτομίας, ασβεστοποιίας και λατομίας εκ των εν τη Περιφερεία της Κοινότητος δασών και λατομείων ή τούτων όντων ακαταλλήλων εκ των εγγύς κειμένων εθνικών δασών και λατομείων.-

  Εφ’ ω εγένετο η παρούσα, ήτις και υπογράφεται ως ακολούθως.

Ο Πρόεδρος                                            Το έτερον μέλος

Μιχαήλ Σαμολαδάς                          Μιχαήλ Σουμπενιώτης

24.6.1934:

Το Κ.Σ. αποφασίζει «την αγοράν κλινών, κλινοσκεπασμάτων και στρωμάτων δια ξένους ηναγκασμένους να διανυκτερεύωσιν».

10.4.1938:

«Καθορίζονται σύλληπτρα αγροφυλάκων 2 δρχ. δια τα μικρά και 7 δια τα μεγάλα ζώα, δια την διατροφήν 7 δια τα μικρά και 15 δια τα μεγάλα ημερησίως».

50/17.7.1938:

«Ο Πρόεδρος λαβών τον λόγον εισηγείται… εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης προς τον χαλύβδινον εθνικόν ημών Κυβερνήτην Ιωαν. Μεταξάν επιβάλλεται εις την Κοινότητα η ανέγερσις εις το κεντρικότερον μέρος αυτής στήλης επί της οποίας ν’ αναγραφώσιν αι λέξεις «η 4η Αυγούστου δια του Ιωαν. Μεταξά σώζει την Ελλάδα». Το Κ.Σ. εγκρίνει και ψηφίζει πίστωση 7.000 δρχ.

Αύγουστος 1938:

Η Κοινότητα αγοράζει ραδιογραμμόφωνο και γραφομηχανή.

 

7/ 27.11.1949:

«Το Συμβούλιον παμψηφεί αποφαίνεται όπως, τιμής ένεκεν και ευγνωμοσύνης προς τον Διοικητήν του 2ου Ε.Σ.Π. κ. Ι. Καρμήν δια τους υπερανθρώπους κόπους ους κατέβαλεν ούτος και οι μετ’ αυτού αξιωματικοί και οπλίται δια την κατασκευήν της πλατείας του χωριού μας και της οδού προς Βρύσιν, ονομασθή η μεν πλατεία, Πλατεία Αντ/ρχου Ιωαν. Καρμή, η δε οδός προς βρύσιν, οδός 2ου Ελαφρού Συντάγματος Πεζικού».

 

Αύγουστος 1950:

«Το Κοινοτικόν συμβούλιον Μακρυχωρίου… λαβόν υπ’ όψιν την πρότασιν του Προέδρου καθ’ ην επιβάλλεται όπως ανακηρυχθή επίτιμος δημότης της Κοινότητος Μακρυχωρίου ο Κων/νος Λάμπρου, δικηγόρος Αθηνών, δια τας υπ’ αυτού προσφερθείσας εις τους κατοίκους της Κοινότητος Μακρυχωρίου υπηρεσίας κατά το διάστημα της κατοχής αποτρέψας πολλάκις τον κίνδυνον ολοκληρωτικής καταστροφής του χωρίου και των κατοίκων υπό των στρατευμάτων κατοχής διακινδυνεύσας αυτόν τον ίδιον εαυτόν του και σκεφθέν αποφαίνεται ομοφώνως όπως ανακηρυχθή επίτιμος δημότης της Κοινότητος Μακρυχωρίου ο ανωτέρω Κων/νος Λάμπρου εις ένδειξιν τιμής δια τας υπ’ αυτού προσφερθείσας υπηρεσίας εις την Κοινότητα ημών».

 

36 / 9.5.1954:

Το Κ.Σ. εγκρίνει τη δαπάνη «δια δύο καινουργείς ενδυμασίας μετά εσωρούχων και υποκαμίσων δια την χορήγησην εις τους απόρους Νικόλαον Αντούλαν και Αλέξανδρον Ευμορφόπουλον, ίνα δυνηθούν και αυτοί κατά τας ημέρας των εορτών του Πάσχα να εμφανισθούν ευρεπώς καθ’ ότι ήσαν τελείως ρακένδυτοι, αντί χρηματικού βοηθήματος που θα τους εδίδετο υπό της Κοινότητος».

29.1.1959:

Προσλαμβάνεται ο Χρήστος Άσσος «δια την εξυπηρέτησιν της υπηρεσίας καθαριότητας και καταβρέγματος της Κοινότητος Μακρυχωρίου για έξι μήνες».

8.12.1959:

Το Κ.Σ. «απαγορεύει την συλλογήν αχύρου (κλασίνας) εκ των θεριζοαλωνισθέντων αγρών εις οιονδήποτε άτομον, εάν δεν τυγχάνει εφοδιασμένον με έγγραφον συγκατάθεσιν του ιδιοκτήτου του αγρού».

25.9.1972:

Η υδροκρήνη Χρήστου Δημ. Μπέλου «κατεστράφη συνεπεία του αφηνιάσαντος όνου του» και είχε υπερκατανάλωση νερού. Εγκρίνεται η μείωση του βεβαιωθέντος ποσού για την κατανάλωση νερού!


 

 

 

 

ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ

 

 

Η ΓΥΡΤΩΝΗ

 


 

 

 

 

 


 

Ο ναός του Αγίου Αθανασίου στη Γυρτώνη
ΓΥΡΤΩΝΗ (ΜΠΑΚΡΑΙΝΑ)

 

Ο οικισμός της Γυρτώνης υπάρχει και λειτουργεί ως οικισμός στο ίδιο μέρος από την περίοδο της τουρκοκρατίας. Ίσως εγκαταστάθηκαν αρχικά και εδώ, λίγο πριν ή λίγο μετά το 1500, Κονιάροι και Γιουρούκοι Τούρκοι, γεωργοί και κτηνοτρόφοι, καθώς και έδαφος καλλιεργήσιμο υπήρχε γύρω από τον οικισμό και οι νότιες πλαγιές της Καρακόπετρας ήταν κατάλληλες για κτηνοτροφία. Ωστόσο είναι πολύ πιθανό οι πρώτοι αυτοί μέτοικοι μαζί με ντόπιους κατοίκους να μην εργάστηκαν, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της εγκατάστασής τους, ως ιδιοκτήτες γεωργοί ή κτηνοτρόφοι, αλλά να αποτέλεσαν το εργατικό δυναμικό του εκάστοτε μεγαλοκτηματία της περιοχής, καθώς για πολλά χρόνια στη διάρκεια της τουρκοκρατίας, αλλά και μετά, η Μπάκραινα, «το κτήμα Μπάκραινα», λειτουργούσε ως τσιφλίκι. Στην εκδοχή αυτή συνηγορεί και ο τρόπος της αρχικής δόμησης του οικισμού, με το κονάκι του γαιοκτήμονα στη μέση, τα συγκροτήματα των αποθηκών και των στάβλων, με τα ενιαία δομημένα συγκροτήματα ισόγειων εργατικών πολυ-κατοικιών και με την απουσία μεμονωμένων ιδιόκτητων κατοικιών γεωργών ή κτηνοτρόφων. Ο οικισμός αυτός μέχρι το 1956 είχε το όνομα Μπάκραινα (αναφέρεται σε κείμενα και ως Μπάκρενα ή και ως Μπάκρινα).

Στους πρώτους αυτούς κατοίκους, Κονιάρους και Γιουρούκους Τούρκους, προστέθηκαν – πιθανότατα από τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης των Τούρκων, ίσως κάποιοι και να προϋπήρχαν εκεί – και Έλληνες-Χριστιανοί ως μόνιμοι κάτοικοι του οικισμού, εργαζόμενοι και αυτοί στα κτήματα των Τούρκων γαιοκτημόνων. Πρέπει πάντως να θεωρείται βέβαιο ότι Έλληνες-Χριστιανοί ζούσαν ως μόνιμοι κάτοικοι στη Μπάκραινα και στην περιοχή της κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα και ασφαλώς κατά το 19ο αιώνα. Ο Δ.Κ. Τσοποτός στο έργο του «Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την τουρκοκρατίαν» (Βόλος 1912, σελ. 271) μας πληροφορεί ότι η Μπάκραινα ήταν τσιφλίκι του Αλή Πασά των Ιωαννίνων στο τέλος του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Ανάμεσα στους κολλήγους που δούλευαν στο τσιφλίκι και παρέδιδαν τον καρπό της γης στον Αλή Πασά ασφαλώς υπήρχαν και Έλληνες-Χριστιανοί μόνιμοι κάτοικοι του οικισμού. Το γεγονός αυτό πιστοποιείται από την ύπαρξη χριστιανικών ναών στην περιοχή, τόσο του ναού του Αγίου Αθανασίου στη Μπάκραινα, όσο και του ναού του Αγίου Δημητρίου στον παρακείμενο οικισμό Σατόμπασι (Μαυρόλιθος). Ο υφιστάμενος ναός Αγίου Αθανασίου στη Γυρτώνη κτίστηκε, σύμφωνα με αναγεγραμμένα εντός του ναού χρονολογικά στοιχεία, στη δεκαετία του 1870, δηλ. πριν από την ένταξη της περιοχής στην Ελλάδα (1881). Ο ναός δε αυτός χτίστηκε σε αντικατάσταση άλλου, προγενέστερου ναού του Αγίου Αθανασίου, που υπήρχε στον οικισμό της Μπάκραινας, στα ερείπια του οποίου σώζονταν και διακρίνονταν μέχρι και τη δεκαετία του 1950 τοιχογραφίες λαϊκών αγιογράφων. Ο δε ναός του Αγίου Δημητρίου στο Μαυρόλιθο χρονολογείται από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα (1750-1800).

Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, το καλοκαίρι του 1881, η Μπάκραινα εντάχθηκε διοικητικά ως οικισμός στο Δήμο Λάρισας (Β.Δ. 31.3.1883, Φ.Ε.Κ. 126). Με το Νόμο Δ.Ν.Ζ. (4057)/10.2.1912 (Φ.Ε.Κ. 58/14.2.1912), με τον οποίο έγινε διοικητική αναδιάρθρωση, καταργήθηκαν οι υφιστάμενοι τότε Δήμοι και διαιρέθηκαν σε Κοινότητες, η Μπάκραινα εντάσσεται ως οικισμός στην Κοινότητα Μακρυχωρίου, η οποία λειτουργεί από το 1914.

Τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας και τις πρώτες δεκαετίες μετά την ένταξη της περιοχής στην Ελλάδα η Μπάκραινα είχε περισσότερους κατοίκους απ’ όσους έχει τις τελευταίες δεκαετίες. Ο Δ.Κ. Τσοποτός (ό.π., σελ. 275-278) μας πληροφορεί ότι το 1907 η Μπάκραινα δε συμπεριλαμβάνεται στα «χωρία με πληθυσμόν ολιγώτερον των 30 οικογενειών….. υπολογιζομένης της γεωργικής οικογενείας κατά μέσον όρον εις 6 άτομα». Και υπήρχαν τότε στην περιοχή του σημερινού Νομού Λάρισας 60 περίπου χωριά με λιγότερες από 30 οικογένειες. Στην απογραφή του 1907 η Μπάκραινα είχε 206 κατοίκους (Γεωγραφική, Διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971, υπό Μιχαήλ Χουλιαράκη).

Μετά την ένταξη της Θεσσαλίας στην Ελλάδα και τη σταδιακή αποχώρηση των Τούρκων, τους Τούρκους μεγαλογαιοκτήμονες (τσιφλικάδες) αντικατέστησαν πλούσιοι Έλληνες, οι οποίοι έχοντας αποκτήσει πολλά χρήματα εργαζόμενοι ως επιχειρηματίες σε ευρωπαϊκές χώρες ή σε άλλες, κυρίως εκτός Ελλάδας, περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ήρθαν στην Ελλάδα και αγόρασαν τις μεγάλες γαιοκτησίες των Τούρκων. Έτσι και «το κτήμα Μπάκραινα», που στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν τσιφλίκι του Αλή Πασά, περιήλθε μετά το 1880, ίσως και λίγα χρόνια νωρίτερα, στην κυριότητα Ελλήνων γαιοκτημόνων. Στις αρχές του 20ου αιώνα το αγρόκτημα Μπάκραινα, που περιλάμβανε τις σημερινές αγροτικές τοποθεσίες Καρατσαΐρι, Μαυρόια και βορειοδυτικά του οικισμού τις νότιες πλαγιές της Καρακόπετρας, την έκταση μέχρι το Σατόμπασι και μέρος της έκτασης πέραν του Πηνειού, προς την περιοχή Αμπελώνα και Φαλάνης, ήταν ιδιοκτησία Κουλουμόπουλου. Το κτήμα λειτουργεί ως τσιφλίκι, με τους κολλήγους, «επίμορτους καλλιεργητάς», και τους παρακεντέδες, «γεωργοϋπηρέτας», να το καλλιεργούν και να παραδίδουν τους καρπούς στον ιδιοκτήτη, εξασφαλίζοντας βέβαια και για τον εαυτό τους τα προς το ζην αναγκαία. Όλοι αυτοί διέμεναν σε εγκαταστάσεις του ιδιοκτήτη του κτήματος.

Στην «εποχή Κουλουμόπουλου» κτίστηκε πιθανότατα και το κονάκι, η κατοικία του γαιοκτήμονα, το ονομαζόμενο σήμερα «κονάκι του Παπαγεωργίου». (Οι κάτοικοι της Γυρτώνης γνωρίζουν από προφορική παράδοση το μέρος όπου προϋπήρχε το κονάκι του Τούρκου τσιφλικά). Το κονάκι αυτό, αν και ερειπωμένο και ετοιμόρροπο, διατηρεί τη συνολική του δομή και εικόνα. Κατά καιρούς υπήρξαν σκέψεις, προθέσεις και προσπάθειες να γίνει αναπαλαίωση του κονακιού, να διατηρηθεί και να αξιοποιηθεί, προσπάθειες που δεν έφεραν πάντως άλλο αποτέλεσμα, παρά μόνο την ανακύρηξή του, του κονακιού και των πέριξ αυτού εγκαταστάσεων, ως ιστορικού διατηρητέου μνημείου με την ΔΙΛΑΠ/Γ/1958/27442/7.6.1999 Απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού. Έτσι, και καθώς ο χρόνος δεν υπακούει σε Διαταγές και Αποφάσεις, ένα μνημείο της αγροτικής ιστορίας μας κινδυνεύει να εκλείψει.

Το 1914 το «κτήμα Μπάκραινα» με όλες τις εγκαταστάσεις του (σπίτια, αποθήκες, στάβλους κ.λ.π.) το αγοράζει από τον Κουλουμόπουλο ο εμποροβιομήχανος Στυλιανός Παπαγεωργίου. Μέχρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1920 το κτήμα συνεχίζει να λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο, ως τσιφλίκι με τους κολλήγους του.

Το 1923 ο Παπαγεωργίου, σύμφωνα με νομοθεσία του ελληνικού κράτους, σχετική με απαλλοτρίωση μεγάλων γαιοκτησιών και αποκατάσταση ακτημόνων, παραχωρεί σε γεωργούς της Μπάκραινας μέρος της ιδιοκτησίας του. Σύμφωνα με το 65464/31.8.1923 Συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Λάρισας Επαμεινώνδα Γ. Φαρμακίδη, οι γεωργοί κάτοικοι της Μπάκραινας, στους οποίους παραχώρησε ιδιοκτησία γης, ήταν οι εξής: Δημήτριος Μαντζώνης, Αθανάσιος Γούλας, Γεώργιος Γκόγκορας, Θωμάς Κυρίτσης, Χαράλαμπος Κατσίκας, Χρήστος Ζάζας, Χρίστος Γ. Γκόγκορας, Αθανάσιος Μαντζώνης, Βασίλειος Τσέτσουλας, Αριστείδης Κατσίκας, Ιωάννης Μπάλας, Ιωάννης Τιγανής, Ιωάννης Τόλιος, Αθανάσιος Τσούλκας, Θεόδωρος Αμπελακιώτης, Γεώργιος Αρσένος, Γεώργιος Τσάμης, Νικόλαος Τσιτσούλης, Δημήτριος Κυρίτσης, Κωνσταντίνος Λιάγκας και Βασίλω, χήρα Αχιλλέως Δεσλή. «Ο πρώτος των συμβαλλομένων Στυλιανός Παπαγεωργίου έχων εις την κατοχήν και κυριότητά του εξ αγοράς αντί δρχ. 900.000 δυνάμει του υπ’ αριθμόν 51249/1914 συμβολαίου μου ολόκληρον το αγροτικόν κτήμα Μπάκραινα….. και επιθυμών ίνα αποκαταστήση εν τω χωρίω τούτω ως ιδιοκτήτας τους ετέρους είκοσι ένα συμβαλλομένους καλλιεργούντας εις το κτήμα τούτο, ως και τους Νικόλαον Ζαμπόγιαν, Βάιον Δεσλήν, Χρήστον Κολοβόν και Ευθύμιον Κολοβόν, άλλους μεν ως επιμόρτους καλλιεργητάς, άλλους ως γεωργοϋπηρέτας και άλλους συνεργαζομένους μετ’ αυτών….. πωλεί, παραχωρεί και μεταβιβάζει δια του παρόντος προς αυτούς….. έκτασιν γης 2279 στρεμμάτων». Η παραχώρηση και η διανομή της γης αυτής, της περιοχής βορειοδυτικά του οικισμού  μέχρι τα όρια του Μαυρόλιθου, έγινε ως εξής. Στον καθένα από τους πρώτους έντεκα, που ήταν «επίμορτοι καλλιεργηταί», δηλαδή κολλήγοι, δόθηκαν 110 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης, 20 στρέμματα βοσκήσιμης και 7 στρέμματα δάσους (ορμάνι). Στους άλλους δόθηκαν από 30 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης, 12 στρέμματα βοσκήσιμης και 7 στρέμματα δάσους. Εξάλλου ο Παπαγεωργίου «αναλαμβάνει την υποχρέωσιν να οικοδομήση δι’ έκαστον των έντεκα πρώτων συμβαλλομένων γεωργικήν οικίαν μετά σταύλου και αχυρώνος» και «υποχρεούται να εγκαταστήση εις τον νέον τούτον οικισμόν μίαν κρήνην δια την παροχήν ύδατος εκ του υδραγωγείου του κτήματος, όταν τούτο λειτουργή». Τα σπίτια πάντως αυτά κατασκευάστηκαν όχι κατά τους όρους του συμβολαίου, αλλά σταδιακά από τους νέους ιδιοκτήτες γεωργούς και τις οικογένειές τους.

Με την παραχώρηση γης στους κολλήγους και στους γεωργοεργάτες και την ανάδειξή τους σε ιδιοκτήτες έπαψε ουσιαστικά να λειτουργεί από την εποχή αυτή το σύστημα της κολληγίας στο αγρόκτημα Παπαγεωργίου. Το αγρόκτημα έκτοτε καλλιεργείται από εργάτες που πληρώνονται με ημερομίσθιο ή ανάλογα με το παραγόμενο από τον καθένα τους έργο.

Εξάλλου από την εποχή αυτή, τη δεκαετία του 1920, μέχρι και τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1930 το κτήμα Παπαγεωργίου, υπό τη διεύθυνση και των γιων του Στυλιανού Παπαγεωργίου, Γεωργίου και Ελευθερίου, λειτούργησε ως πρότυπο αγρόκτημα. Η λειτουργία του αγροκτήματος ως πρότυπου περιλάμβανε καλλιέργεια ποικίλων αγροτικών ειδών (δημητριακά, βαμβακοκαλλιέργεια, αμπελουργία, ανθοκομία κ.ά.) και τη μηχανική καλλιέργεια των ειδών αυτών (τρακτέρ, θεριστικές και αλωνιστικές μηχανές, σχετικό μηχανουργείο ως και εκκοκιστήριο βαμπακιού)· περιλάμβανε την εκτροφή ζώων ποικίλων και βελτιωμένων ειδών (αιγοπρόβατα πολλά[3], αγελάδες, άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια, πουλερικά – κότες, χήνες, πάπιες, φραγκόκοτες, περιστέρια – κουνέλια κ.ά.)· την καλλιέργεια των χωραφιών και την εκτροφή των ζώων υπό την επίβλεψη ειδικών γεωπόνων, ζωοτεχνών, τυροκόμων και χειριστών μηχανημάτων· περιλάμβανε ακόμα το πρότυπο αγρόκτημα την παροχή στους εργαζόμενους τροφής (συσσίτιο) και στέγης καθώς και πρωτοβάθμιας ιατρικής περίθαλψης. Και ήταν έτσι, όπως λειτουργούσε το αγρόκτημα, ένα είδος άτυπης γεωργικής σχολής, όπου μπορούσαν οι νέοι της περιοχής, οι εργαζόμενοι στο αγρόκτημα και άλλοι, να ενημερωθούν πρακτικά για σύγχρονες αγροτικές καλλιέργειες, για εκτροφή ζώων και για τη λειτουργία και το χειρισμό γεωργικών μηχανημάτων. Η λειτουργία ενός αγροκτήματος ως πρότυπου, εκτός του ότι ήταν αποτέλεσμα του επιχειρηματικού πνεύματος του ιδιοκτήτη, είχε πιθανότατα ως αντίκρυσμα για τον ιδιοκτήτη την αποφυγή νέας απαλλοτρίωσης ή τον περιορισμό της απαλλοτριωτέας έκτασης του κτήματος σε ενδεχόμενη νέα απαλλοτρίωση.

 Ωστόσο στη δεκαετία του 1950 έγινε και άλλη απαλλοτρίωση του κτήματος Παπαγεωργίου, αυτή τη φορά ευρύτερη (απαλλοτριώθηκαν οι τοποθεσίες Μαυρόια και Καρατσαΐρ σχεδόν στο σύνολό τους) και διανεμήθηκαν αγροτικά μερίδια 10, 20 ως και 50 στρεμμάτων σε πολλούς ακτήμονες της Γυρτώνης, του Μακρυχωρίου, του Βρυότοπου και της Φαλάνης.

Με τις απαλλοτριώσεις αυτές (στις δεκαετίες του 1920 και του 1950) και με άλλες κατατμήσεις, που εν τω μεταξύ έγιναν με αγοραπωλησίες ή ενδοοικογενειακές διανομές, το «κτήμα Μπάκραινα» ή το αγρόκτημα Παπαγεωργίου, το οποίο κατά τους κατοίκους της Γυρτώνης περιλάμβανε αρχικά έκταση (καλλιεργήσιμη, βοσκήσιμη και δασώδη) τριάντα χιλιάδων περίπου στρεμμάτων, είχε κατατμηθεί, ήδη από τη δεκαετία του 1950, σε πολλές μικρές ή σχετικά μεγάλες ιδιοκτησίες. Οι ιδιοκτησίες που προήλθαν από αγοραπωλησίες ή διανομές καθώς και αυτή που απέμεινε στην οικογένεια Παπαγεωργίου ήταν για την εποχή μας σχετικά μεγάλες. Στα κτήματα των κτηματιών αυτών (Παπαγεωργίου, Λύτρα, Βοεβόδα, Χατζηπούλιου, Γκαράνη, Κυριάκη, Γαζέπη κ.ά.) συνέχιζαν να εργάζονται με ημερομίσθιο, μέχρι και το 1975 περίπου, ομαδικά δεκάδες εργατών και εργατριών από τα γύρω χωριά κυρίως τη θερινή περίοδο στη βαμβακοκαλλιέργεια (στο φύτεμα, στο αραίωμα, στο σκάλισμα, στο πότισμα, στη συλλογή με το χέρι).

Έτσι για δυο περίπου δεκαετίες και μετά το 1950 η Μπάκραινα, με τους νέους μεγαλοκτηματίες, με τις δεκάδες εργαζόμενων στα κτήματα του καθενός απ’ αυτούς, με το κονάκι να δεσπόζει, έστω και ερειπωμένο και «στεφανωμένο» πια με τις φωλιές και το κροτάλισμα των πελαργών, στο κέντρο του οικισμού, με τα συγκροτήματα των κοιτώνων των εργατών, των αποθηκών και των στάβλων γύρω από το κονάκι, με τις εργατικές κατοικίες χτισμένες, η μία συνεχόμενη της άλλης, σε ενιαία επιμήκη ισόγεια οικοδομήματα, σα βαγόνια τρένου, που ανήκουν όμως τώρα οι περισσότερες στην ιδιοκτησία των κατοίκων της, με όλα αυτά η Μπάκραινα διατηρούσε το χρώμα και ανέδιδε την οσμή της εποχής του τσιφλικά και των κολλήγων. Και παραμένει βέβαια και τώρα η Γυρτώνη, λόγω της ευφορίας του εδάφους της και της εργατικότητας των κατοίκων, σημαντικό κέντρο γεωργικής παραγωγής.

Ως οικισμός του Δήμου Λάρισας μέχρι το 1914 και της Κοινότητας Μακρυχωρίου από το 1914 η Μπάκραινα εξέλεγε τοπικό πρόεδρο, τον Πάρεδρο, ο οποίος ενημέρωνε τη Δημοτική Αρχή για τα προβλήματα του οικισμού και φρόντιζε για την επίλυσή τους. Ο πρώτος Πάρεδρος που εκλέχτηκε στα πλαίσια της Κοινότητας Μακρυχωρίου στις εκλογές του 1914 ήταν ο Αθανάσιος Γούλας. Στη συνεδρίαση της 6.6.1921 το Κ.Σ. Μακρυχωρίου μεταξύ άλλων αποφάσεων «εγκρίνει πίστωσιν δρχ. πεντακοσίων (500), ίνα πληρωθώσιν εις τον ειδικόν Πάρεδρον Μπακραίνης Αθανάσιον Γούλαν έναντι οδοιπορικών του εξόδων και ημεραργιών του ως και δι’ άλλας δαπάνας….. προς φιλοξενίαν των εκάστοτε στρατιωτικών αποσπασμάτων».

Ο οικισμός Μπάκραινα έφερε το όνομα αυτό μέχρι και το 1956. Με Βασιλικό Διάταγμα στις 17.1.1957 (Φ.Ε.Κ. 11/24.1.57) μετονομάστηκε σε Γυρτώνη, πήρε δηλαδή το όνομα της αρχαίας πόλης Γυρτώνη. Προηγουμένως είχε ζητηθεί επί του θέματος αυτού και η γνώμη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Το Κ.Σ. Μακρυχωρίου αποδέχεται τη μετονομασία αυτή με απόφασή του στις 21.1.1955 και με το ακόλουθο σκεπτικό. «Εγκρίνει όπως ο Συνοικισμός Μπακραίνης μετονομασθή εις συνοικισμόν Γυρτώνης επί τω λόγω ότι ο πλησίον του Συνοικισμού Σιδηροδρομικός Σταθμός ονομάζεται Σιδηροδρομικός Σταθμός Γυρτώνης και 2) πλησίον του Συνοικισμού ευρίσκετο η αρχαία πόλις της Γυρτώνης ως τούτο αναφέρεται και εις το υπό του καθηγητού Θ. Αξενίδου εκδοθέν βιβλίον (η Πελασγίς Λάρισα και η Αρχαία Θεσσαλία) εις το οποίον αναφέρεται πολλάκις το όνομα της Γυρτώνης ως γειτνιαζούσης με την πόλιν της Λαρίσης».

Για εκατό χρόνια οι κάτοικοι του οικισμού Γυρτώνης συμπορεύονται διοικητικά, αλλά και κοινωνικά, με τους κατοίκους του Μακρυχωρίου και έχουν αναπτύξει στενούς δεσμούς, συγγενικούς, φιλικούς και επαγγελματικούς. Αρκετοί μάλιστα Μακρυχωρίτες, που έχουν αγροκτήματα στην περιοχή της Γυρτώνης, περνούν εκεί τις περισσότερες ώρες της ημέρας τους. Τους δύο οικισμούς, εκτός από τους εθνικούς δρόμους, τους ενώνει όλα τα χρόνια η αγροτική οδός Μπακραινιόστρατα, η οποία μάλιστα πρόσφατα (2005) ασφαλτοστρώθηκε με τη φροντίδα της Δημοτικής Αρχής.

Ο αριθμός των κατοίκων του οικισμού Γυρτώνης από 200 που ήταν στις αρχές του 20ου αιώνα μειώθηκε για διάφορους λόγους και έπεσε κάτω από 100. Πάντως μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 λειτουργούσε στη Γυρτώνη μονοθέσιο Δημόσιο Δημοτικό Σχολείο. Οι κάτοικοι αυτοί, εκτός από τις συνήθεις μικροπροστριβές και γκρίνιες, που συμβαίνουν σε μικρές κοινωνίες, παρέμειναν διαρκώς μονιασμένοι και σφικτά ενωμένοι. Τους κράτησαν ενωμένους πρώτα ο Άγιος Αθανάσιος, με το ναό του και το ετήσιο πανηγύρι του, και ο ίσκιος της υπεραιωνόβιας μουριάς, που ακόμα στέκεται μεγαλοπρεπής στην πλατεία του χωριού· έπειτα η πάνδημη συμμετοχή τους σε κοινές εορταστικές εκδηλώσεις, όπως την Πρωτομαγιά στο ρουμάνι κοντά στον Πηνειό ή το Πάσχα με το ψήσιμο του οβελία από όλες τις οικογένειες στο κέντρο του οικισμού· τους κράτησε ενωμένους το μοναδικό κάθε φορά μαγαζί, καφενείο και μπακάλικο μαζί, είτε ήταν του Χαράλαμπου Κατσίκα είτε του Χρήστου Σιμόπουλου ή του Φάνη Τσιάκαλου ή τελευταία του Πέτρου Μαντζώνη και της οικογένειάς του, μέχρι που τα τελευταία χρόνια στη μοναδικότητα αυτή του μικρού πολυκαταστήματος προστέθηκε και η σύγχρονη ταβέρνα «πέτρινο» της Μαρίας Αρλέτου.

 


Το κονάκι του Παπαγεωργίου αντιστέκεται ακόμα στη φθορά του χρόνου

 


Εργάτριες στα κτήματα μεγαλοκτηματιών της Γυρτώνης στη δεκαετία του 1950

 

2012-10-29-2215-49

Το κονάκι χαρακτηρίζεται διατηρητέο

 

 

_______________________


 

 

 

 

 

 

 

ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ

 

 

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΗΤΡΩΟ ΑΡΡΕΝΩΝ

ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΤΩΝ


Εισαγωγικό ενημερωτικό σημείωμα για τη διαδικασία σύνταξης του Μητρώου

 


 

Κάτοικοι του Μακρυχωρίου γεννηθέντες μέχρι και το έτος 1912 εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Αρρένων του τέως Δήμου Νέσσωνος (1883- 1912).

 

ΕΠΩΝΥΜΟ

 

ΟΝΟΜΑ

 

ΠΑΤΡΩΝΥΜΟ

ΕΤΟΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ

 

 

 

 

Αγοραστός

Δημήτριος

Ιωάννης

1853

Αγοραστός

Πάνος

Δημήτριος

1880

Αποστόλου

Γεώργιος

Στέργιος

1892

Αναστασίου

Χρήστος

Ιωάννης

1893

Αναστασίου

Αλέξανδρος

Ιωάννης

1894

Αγοραστός

Κωνσταντίνος

Δημήτριος

1895

Αναγνώστου

Παναγιώτης

Αστέριος

1899

Ανδρέας

Γεώργιος

Δημήτριος

1903

Αντωνίου

Θεόδωρος

Χαράλαμπος

1905

Αστερίου

Στέργιος

Αντώνιος

1906

Αναγνώστου

Αλέξανδρος

Αστέριος

1907

Αντούλας

Αστέριος

Δημήτριος

1907

Αντούλας

Νικόλαος

Δημήτριος

1909

Αντούλας

Λεωνίδας

Νικόλαος

1912

Αργυρίου

Δημήτριος

Γεώργιος

1912

 

 

 

 

Βέλλας

Ζήσης

Αδάμ

1853

Βέλλας

Ματούσιος

Αδάμ

1858

Βέλλας

Νικόλαος

Αδάμ

1863

Βέλλας

Γεώργιος

Αδάμ

1865

Βλάγγας

Χρήστος

Ιωάννης

1866

Βέλλας

Γεώργιος

Αδάμ

1870

Βασιλείου

Γεώργιος

Κ.

1879

Βλαχοστέργιος

Φίλιππος

Ιωάννης

1895

Βλάγγας

Δημήτριος

Αθανάσιος

1901

Βέλλας

Μιχαήλ

Αδάμ

1905

Βλάγγας

Αστέριος

Χρήστος

1905

Βουλάγκας

Ζήσης

Αστέριος

1908

 

 

 

 

Γαρέφης

Ιωάννης

Κωνσταντίνος

1855

Γερογιάννης

Ευάγγελος

Κωνσταντίνος

1856

Γκατζούλης

Γεώργιος

Στέργιος

1858

Γεροφάκας

Ιωάννης

Γεώργιος

1861

Γκατζούλης

Χρήστος

Στέργιος

1864

Γκιτσόλης

Βασίλειος

Τριαντάφυλλος

1869

Γεωργίου

Ηλίας

Λάζαρος

1874

Γραμμοστιάνος

Στέργιος

Ιωάννης

1892

Γιοβάνης

Νικόλαος

Δημήτριος

1899

Γεωργόπουλος

Νικόλαος

Γεώργιος

1904

Γκατζούλης

Δημήτριος

Ιωάννης

1905

Γκατζούλης

Γεώργιος

Χρήστος

1905

Γκρέτζης

Δημήτριος

Βασίλειος

1907

Γκρέτσης

Ανδρέας

Βασίλειος

1910

Γκρέτσης

Απόστολος

Δημήτριος

1911

 

 

 

 

Δαρδακούλης

Ζήσης

Νικόλαος

1871

Διονυσίου

Ζήσης

Χρήστος

1893

Δαρδακούλης

Αστέριος

Ζήσης

1903

Διονυσίου

Διονύσιος

Χρήστος

1906

Δημητρίου

Νικόλαος

Διονύσιος

1907

Δαρδακούλης

Γεώργιος

Ζήσης

1912

 

 

 

 

Ζούλφος

Αλέξανδρος

Αναγνώστης

1868

Ζέλφος

Αναστάσιος

Ευάγγελος

1881

Ζαϊρές

Νικόλαος

Χρήστος

1886

Ζούλφος

Γεώργιος

Αναστάσιος

1889

Ζέρβας

Αθανάσιος

Δημήτριος

1893

Ζήσης

Γεώργιος

Βασίλειος

1893

Ζούλφας

Ιωάννης

Αναγνώστης

1894

Ζέρβας

Βασίλειος

Δημήτριος

1895

Ζήσης

Ιωάννης

Βασίλειος

1895

Ζαϊρές

Γρηγόριος

Κωνσταντίνος

1896

Ζέρβας

Λουκάς

Δημήτριος

1897

Ζούλφος

Αστέριος

Αλέξιος

1903

Ζιώγας

Ιωάννης

Νικόλαος

1908

Ζούλφος

Ιωάννης

Αλέξιος

1912

 

 

 

 

Ήλου

Αθανάσιος

Στ.

1870

 

 

 

 

Θεοδώρου

Θεόδωρος

Νικόλαος

1867

Θεοδωρόπουλος

Νικόλαος

Θεόδωρος

1890

Θάνος

Δημήτριος

Αθανάσιος

1896

Θανόπουλος

Αστέριος

Απόστολος

1902

 

 

 

 

Ιωαννίδης

Λεωνίδας

Αθανάσιος

1907

 

 

 

 

Κολώνας

Ευάγγελος

Βασίλειος

1866

Κατσιγιάννης

Χρήστος

Γεώργιος

1867

Καρατέγος

Βασίλειος

Θεόδωρος

1873

Καπετανάκης

Γεώργιος

Δημήτριος

1880

Κατσιγιάννης

Νικόλαος

Χρήστος

1883

Κατσιγιάννης ή Ιωάννου

Ιωάννης

Ευάγγελος

1885

Κοντοκώστας

Θεόδωρος

Δημήτριος

1887

Κωστόπουλος

Κλεάνθης

Ευάγγελος

1892

Κοκκινοφύτης

Ιωάννης

Αναστάσιος

1896

Κουτρούπας

Ζήσης

Αντώνιος

1896

Καρατέγος

Γεώργιος

Νικόλαος

1899

Καρατέγος

Χρήστος

Δημήτριος

1899

Κατσιούλης

Νικόλαος

Γεώργιος

1900

Κορδάς

Γεώργιος

Δημήτριος

1900

Καραμπούζης

Ιωάννης

Νικόλαος

1901

Κατσιγιάννης

Γεώργιος

Χρήστος

1901

Κατσιγιάννης

Αστέριος

Ευάγγελος

1902

Κατσιγιάννης

Νικόλαος

Αθανάσιος

1903

Καρατέγος

Δημήτριος

Νικόλαος

1903

Καρατέγος

Γεώργιος

Δημήτριος

1903

Κωστόπουλος

Κωνσταντίνος

Ευάγγελος

1904

Καραμήτσος ή Μπούτος

Ηλίας

Κωνσταντίνος

1904

Καλτσάς

Νικόλαος

Γεώργιος

1905

Καρατσούλης

Δημήτριος

Γεώργιος

1905

Καραμήτσος

Δημήτριος

Κωνσταντίνος

1906

Κατσιγιάννης

Κωνσταντίνος

Χρήστος

1907

Καρατέγος

Ευάγγελος

Δημήτριος

1907

Κωστόπουλος

Παναγιώτης

Ευάγγελος

1907

Καλαντζής

Δημήτριος

Αθανάσιος

1907

Κατσογιάννης

Απόστολος

Χρήστος

1911

Κατσογιάννης

Δημήτριος

Χρήστος

1911

Κυρίτσης

Γεώργιος

Αθανάσιος

1911

Κατσιγιάννης

Ευάγγελος

Χρήστος

1912

Κωστάκης

Αθανάσιος

Δημήτριος

1912

 

 

 

 

Λάζου

Κωνσταντίνος

Γεώργιος

1875

Λιούπας

Νικόλαος

Ιωάννης

1877

Λιάκος

Αναστάσιος

Ιωάννης

1894

Λαμπονίκος

Δημοσθένης

Σπύρος

1896

Λουκάς

Αθανάσιος

Μάρκος

1900

Λιούπας

Ηλίας

Αναστάσιος

1907

Λάζος

Αθανάσιος

Ηλίας

1912

Λιάπης

Κωνσταντίνος

Βασίλειος

1912

 

 

 

 

Μπούτος

Τέγος

Δημήτριος

1845

Μακρής ή Χασιώτης

Αθανάσιος

Γεώργιος

1849

Μπούτος

Κωνσταντίνος

Δημήτριος

1849

Μήλιος

Κωνσταντίνος

 

1851

Μάντελας

Δημήτριος

Γεώργιος

1852

Μπόλιας

Στέργιος

Σίμος

1852

Μπούτος

Θεόδωρος

Δημήτριος

1853

Μακρής

Ιωάννης

Χρήστος

1854

Μήλιος

Κωνσταντίνος

Ευάγγελος

1854

Μήλιος

Απόστολος

Νικόλαος

1855

Μήλιος

Μήλιος

Γεώργιος

1855

Μήλιου

Ιωάννης

Ευάγγελος

1856

Μπελόγιας

Χρήστος

Παύλος

1863

Μπουσονάκης

Αναστάσιος

Ιωάννης

1864

Μπούντος

Γεώργιος

Θεόδωρος

1865

Μποσνέας

Γεώργιος

Νικόλαος

1865

Μπουροζίκας

Βασίλειος

Αθανάσιος

1869

Μπέλος

Γεώργιος

Στέργιος

1871

Μποσνέας

Γεώργιος

Νικόλαος

1871

Μπέλος

Ιωάννης

Χρήστος

1876

Μπέλος

Ευθύμιος

Χρήστος

1879

Μπούτος

Γρηγόριος

Αστέριος

1879

Μπούντος

Γεώργιος

Αστέριος

1880

Μάνδαλος

Αθανάσιος

Δημήτριος

1883

Μπούντος

Δημήτριος

Στέργιος

1883

Μπούντος

Ευάγγελος

Κωνσταντίνος

1884

Μπένης

Παντελής

Στογιάννης

1884

Μποσνέας

Νικόλαος

Παναγιώτης

1886

Μπούντος

Γρηγόριος

Τέγος

1886

Μάνταλος

Γεώργιος

Δημήτριος

1887

Μπούτος

Ευάγγελος

Κώτσης

1887

Μπούντος

Ιωάννης

Στέργιος

1890

Μπούντος

Θεόδωρος

Κωνσταντίνος

1891

Μπουροζίκας

Γεώργιος

Ιωάννης

1892

Μπουροζίκας

Πέτρος

Αθανάσιος

1892

Μπελόγιας

Γεώργιος

Νικόλαος

1894

Μπελόγιας

Κωνσταντίνος

Νικόλαος

1895

Μπούντος

Λύσανδρος

Θεόδωρος

1895

Μποσνέας

Νικόλαος

Γεώργιος

1895

Μποσνέας

Κωνσταντίνος

Παναγιώτης

1899

Μυλωνάς

Αθανάσιος

Ιωάννης

1899

Μπελόγιας

Δημήτριος

Νικόλαος

1899

Μπαλατσός

Αθανάσιος

Νικόλαος

1900

Μπελόϊας

Κωνσταντίνος

Νικόλαος

1900

Μπέλος

Δημήτριος

Χρήστος

1900

Μποσνέας

Δημήτριος

Γεώργιος

1900

Μπόλιας

Χρήστος

Αστέριος

1901

Μπελόγιας

Δημήτριος

Χρήστος

1902

Μήτυλας

Χρήστος

Ευάγγελος

1904

Μπενεχούτσος

Ανδρέας

Γεώργιος

1906

Μυλωνάς

Ιωάννης

Αχιλλέας

1906

Μητσογιάννης

Γεώργιος

Κωνσταντίνος

1906

Μακρυγιάννης

Ηλίας ή Αριστοτέλης

Δημήτριος

1907

Μπόλιας

Παναγιώτης

Στέργιος

1907

Μπούτου

Ισίδωρος

Δημήτριος

1907

Μυλωνάς

Γεράσιμος

Ιωάννης

1907

Μητσογιάννης

Αναστάσιος

Κωνσταντίνος

1908

Μπελόγιας

Πέτρος

Νικόλαος

1909

Μπούτος

Βασίλειος

Δημήτριος

1909

Μήτελας

Νικόλαος

Ευάγγελος

1910

Μπενεχούτσος

Αθανάσιος

Γεώργιος

1910

Μπουροζίκας

Βασίλειος

Λάζαρος

1910

Μηχαντάς

Ιωάννης

Αθανάσιος

1911

Μπελόγιας

Αθανάσιος

Χρήστος

1911

Μυλωνάς

Θωμάς

Αχιλλεύς

1912

Μπουροζίκας

Χρυσόστομος

Νικόλαος

1912

Μπουροζίκας

Αθανάσιος

Λάζαρος

1912

Μπράκης

Παύλος

Γεώργιος

1912

 

 

 

 

Νίτσικας

Ιωάννης

Αθανάσιος

1858

Νάστος

Γεώργιος

Απόστολος

1868

Νάστος

Χρήστος

Απόστολος

1871

Νάκας

Βασίλειος

Φίλιππος

1883

Νάκας

Αθανάσιος

Φίλιππος

1893

Νίτσικας

Θεόδωρος

Ευστάθιος

1894

Νταβέλης

Ηλίας

Γεώργιος

1899

Νάρης

Ιωάννης

Παναγιώτης

1900

Νασιούλας

Ιωάννης

Χρήστος

1900

Νασιούρας

Δημήτριος

Χρήστος

1904

Ντιντής

Κωνσταντίνος

Αθανάσιος

1904

Νταβέλης

Ιωάννης

Γεώργιος

1904

Νίτσικας

Ιωάννης

Ευστάθιος

1904

Νάρης

Μιχαήλ

Παναγιώτης

1908

Ντούλας

Δημήτριος

Νικόλαος

1909

Νάσιος

Γεώργιος

Δημήτριος

1910

Νάτσιος

Αθανάσιος

Χρήστος

1912

Ντούλας

Γεώργιος

Νικόλαος

1912

 

 

 

 

Οικονόμου

Παναγιώτης

Χριστόδουλος

1849

Οικονόμου ή Παπαδημητρίου

Κωνσταντίνος

Στέργιος

1892

 

 

 

 

Παπαδημητρίου

Στέργιος

Νικόλαος

1862

Πέννης

Βασίλειος

Στογιάννης

1869

Πέννης

Δημήτριος

Στογιάννης

1873

Παρλάντζας

Αθανάσιος

Κωνσταντίνος

1876

Παπακρίβου ή Κατσιρόπουλος

Γεώργιος

 

1884

Πατσιούρας

Αθανάσιος

Λάμπρος

1885

Πέννης

Χρήστος

Στογιάννης

1885

Παρλάντζας

Ευάγγελος

Δημήτριος

1889

Πέτρου

Απόστολος

Αθανάσιος

1891

Παπαδημητρίου

Αργύριος

Αργύριος

1893

Πέτρου

Βασίλειος

Αναστάσιος

1894

Παρλάντζας

Ιωάννης

Δημήτριος

1897

Πέτρου

Βασίλειος

Αντώνιος

1899

Πελεκούδας

Γεώργιος

Δημήτριος

1899

Πατσούκας

Βασίλειος

Αστέριος

1901

Παρλάντζας

Γεώργιος

Χρήστος

1901

Πατσούρας

Κωνσταντίνος

Λάμπρος

1902

Πατσούρας

Απόστολος

Χρήστος

1902

Παρλάντζας

Παναγιώτης

Δημήτριος

1902

Πελεκούδας

Ευάγγελος

Δημήτριος

1904

Πατσιούρας

Ανδρέας

Χρήστος

1904

Πατσιούρας

Ιωάννης

Αθανάσιος

1905

Πατσιούρας

Ευθύμιος

Λάμπρος

1905

Παλάτος

Ιωάννης

Αθανάσιος

1905

Πατσιούρας

Ευάγγελος

Αθανάσιος

1906

Πατσούρας

Ευάγγελος

Αθανάσιος

1907

Πένης

Γεώργιος

Δημήτριος

1907

Παπακρίβου

Σωτήριος

Γεώργιος

1907

Πελεκούδας

Γεώργιος

Δημήτριος

1908

Παλάτος

Ιωάννης

Αθανάσιος

1908

Παρλάντζας

Δημήτριος

Χρήστος

1909

Πίσας ή Τόπης

Κωνσταντίνος

Δημήτριος

1909

Παλάτος

Βασίλειος

Αθανάσιος

1910

Παρλάντζας

Ευάγγελος

Αθανάσιος

1911

Παλάτος

Μιχαήλ

Αθανάσιος

1912

Πατσιούρας

Ευάγγελος

Χαράλαμπος

1912

Πέννης

Γεώργιος

Βασίλειος

1912

 

 

 

 

Ρόμπας

Κυριάκος

Σταμούλης

1849

Ρότσιος

Τούλιας

Ζήσης

1851

Ριζόπουλος

Φίλιππος

Άγγελος

1865

Ρούσης

Στέργιος

Δημήτριος

1865

Ριζόπουλος

Φίλιππος

 

1871

Ρίζου

Δημήτριος

Κωνσταντίνος

1901

Ριζόπουλος

Χρήστος

Φίλιππος

1904

Ρίζου

Ιωάννης

Κώνστας

1906

Ρίζου

Βασίλειος

Χρήστος

1906

Ριζόπουλος

Νικόλαος

Φίλιππος

1908

Ρίζου

Μιχαήλ

Χρήστος

1912

 

 

 

 

Στεργίου

Παναγιώτης

Γεώργιος

1851

Σπαρτής

Δημήτριος

Βασίλειος

1855

Σαμαράς

Ιωάννης

Τ.

1858

Σαμολαδάς

Ιωάννης

Αθανάσιος

1867

Σαμουλαδάς

Μιχαήλ

Αθανάσιος

1869

Συκιώτης

Γεώργιος

Νικόλαος

1869

Συκιώτης

Ιωάννης

Νικόλαος

1869

Συκιώτης

Αθανάσιος

Νικόλαος

1874

Σαΐτης

Χρήστος ή Δημήτριος

Αθανάσιος

1875

Σαμαράς

Δημήτριος

Αναστάσιος

1879

Σαμουλάς

Κωνσταντίνος

Αθανάσιος

1883

Σαμαράς

Δημήτριος

Ματθαίος

1884

Σταμάτης

Μιχαήλ

Πανάγος

1887

Σουμπενιώτης

Αθανάσιος

Μιχαήλ

1890

Σαμαράς

Ιωάννης

Ματθαίος

1891

Σουμπενιώτης

Κωνσταντίνος

Μιχαήλ

1901

Σαΐτης

Αστέριος

Θεόδωρος

1901

Σιμόπουλος

Νικόλαος

Βασίλειος

1901

Συκιώτης

Νικόλαος

Αθανάσιος

1901

Σανίδας

Γεώργιος

Νούλης

1902

Σουμπενιώτης

Χρήστος

Μιχαήλ

1904

Στογιάννης

Δημήτριος

Βασίλειος

1904

Συκιώτης

Ηλίας

Αθανάσιος

1904

Στογιάννης

Ανδρέας

Δημήτριος

1905

Στρατόπουλος

Γεώργιος

Αθανάσιος

1906

Σικιώτης

Κωνσταντίνος

Γεώργιος

1906

Σουμπενιώτης

Αριστοτέλης

Μιχαήλ

1906

Σανίδας

Αστέριος

Νούλης

1906

Σαΐτης

Χρήστος

Ιωάννης

1906

Σιμόπουλος

Χρήστος

Βασίλειος

1907

Σαΐτης

Στέργιος

Θεόδωρος

1907

Σιμόπουλος

Αθανάσιος

Γεώργιος

1908

Σιμόπουλος

Ευάγγελος

Βασίλειος

1909

Σινάπαλος

Κωνσταντίνος

Ευάγγελος

1909

Στογιάννης ή Πέννης

Νικόλαος

Βασίλειος

1909

Στρατόπουλος

Παναγιώτης

Αθανάσιος

1909

Στογιάννης

Απόστολος

Χρήστος

1910

Στογιάννης

Κωνσταντίνος

Παντελής

1910

Σιμόπουλος

Ιωάννης

Γεώργιος

1911

Στογιάννης ή Πένης

Μιχαήλ

Χρήστος

1911

Σταμάτης

Κωνσταντίνος

Μιχαήλ

1912

 

 

 

 

Τσέτσιλας

Πέτρος

Κωνσταντίνος

1851

Τσιάμης

Γεώργιος

Τριαντάφυλλος

1853

Τσικρικώνης

Ιωάννης

Γεώργιος

1862

Τόπης

Τζίμας

Πίσιος

1867

Τριανταφύλλου

Αναστάσιος

 

1868

Τσιτότας

Γεώργιος

 

1878

Τσέτσιλας

Αχιλλέας

Πέτρος

1879

Τσικρικώνης

Αθανάσιος

Γρηγόριος

1879

Τσικρικώνης

Κωνσταντίνος

Γεώργιος

1880

Τσέτσιλας

Ιωάννης

Πέτρος

1886

Τσέτσιλας

Νικόλαος

Πέτρος

1893

Τσικρικώνης

Δημήτριος

Ζήσης

1894

Τσιτούρας

Γεώργιος

Κωνσταντίνος

1894

Τριανταφύλλου

Γεώργιος

Βασίλειος

1894

Τσάμης

Γεώργιος

Δημήτριος

1895

Τζιμοτάχας

Αθανάσιος

Ιωάννης

1896

Τσιάμης

Κωνσταντίνος

Γεώργιος

1896

Τσέτσιλας

Κωνσταντίνος

Πέτρος

1899

Τριανταφύλλου

Δημήτριος

Αναστάσιος

1902

Τσικρικώνης

Παναγιώτης

Ιωάννη

1902

Τριανταφύλλου

Τριαντάφυλλος

Βασίλειος

1902

Τζιμοτάχας

Κωνσταντίνος

Ιωάννης

1903

Τσέτσιλας

Αστέριος

Πέτρος

1903

Τσικρίκας

Παναγιώτης

Κώνστας

1903

Τσέτσιλας

Βασίλειος

Αχιλλέας

1903

Τσικρίκας

Ευάγγελος

Κωνσταντίνος

1905

Τσικρικώνης

Χρήστος

Ιωάννης

1905

Τσικρικώνης

Γεώργιος

Νικόλαος

1906

Τριανταφύλλου

Γεώργιος

Αδάμος

1907

Τσέτσιλας

Πέτρος

Αχιλλέας

1908

Τσιατούρας

Αλέξιος

Κωνσταντίνος

1908

Τριανταφύλλου

Ηλίας

Βασίλειος

1909

Τριανταφύλλου

Κωνσταντίνος

Αναστάσιος

1909

Τσικρικώνης

Κωνσταντίνος

Ιωάννης

1911

Τριανταφύλλου

Δημήτριος

Βασίλειος

1911

Τσιατούρας

Κοσμάς

Κωνσταντίνος

1912

Τριανταφύλλου

Θωμάς

Αναστάσιος

1912

 

 

 

 

Φώτης

Φώτης

Δημήτριος

1873

Φώτης

Γεώργιος

Δημήτριος

1878

Φαρμάκης

Κωνσταντίνος

Ιωάννης

1892

Φούντας

Κωνσταντίνος

Αθανάσιος

1903

Φουσίκας

Δημήτριος

Μιχαήλ

1903

Φουσίκας

Αστέριος

Παναγιώτης

1905

Φουσίκας

Αστέριος

Δημήτριος

1906

 

 

 

 

Χαντραλής

Ιωάννης

Δημήτριος

1854

Χορταριάς

Ταξιάρχης

Χρήστος

1865

Χολέβας

Αθανάσιος

Δημήτριος

1866

Χύτας

Γεώργιος

Ιωάννης

1870

Χαϊνταρλής

Κυριαζής

Ιωάννης

1877

Χασιώτης

Νικόλαος

Αθανάσιος

1894

Χαϊνταρλής

Δημήτριος

Ιωάννης

1900

Χατζής

Γεώργιος

Λουκάς

1901

Χριστοδούλου

Χρήστος

Αθανάσιος

1902

Χατζηγεωργίου

Χρήστος

Λουκάς

1903

Χατζής

Διονύσιος

Δημήτριος

1908

Χολέβας

Δημήτριος

Αθανάσιος

1909

Χασιώτης

Άγγελος

Δημήτριος

1909

 

 


Βιβλία και άλλα γραπτά κείμενα που χρησιμοποίησα

 

-Αμβρόσιος, Επίσκοπος Πλαταμώνος. Τα πρώην τουρκικά χωρία της Επισκοπής Πλαταμώνος

-Ανακατωμένος Κ. Αδάμ, Μακεδών. Τα νέα όρια της Ελλάδος, ήτοι τοπογραφικαί και εθνολογικαί σημειώσεις περί της Θεσσαλίας. Έκδοση Θεσσαλικό Ημερολόγιο 2004, σχόλια Κώστας Σπανός

-Αρχείο Δήμου Νέσσωνος (1883-1913). Πράξεις Δημοτικού Συμβουλίου, Μητρώο Αρρένων και έγγραφα

-Αρχείο Κοινότητας Μακρυχωρίου (1914-1998). Πράξεις Κοινοτικού Συμβουλίου

-Βασιλικό Διάταγμα 31.8.1912. Περί αναγνωρίσεως των δήμων και κοινοτήτων του Νομού Λαρίσης

-Γεωργιάδης Νικόλαος. Θεσσαλία, εν Αθήναις 1880, αναθεωρημένη έκδοση 1894

-Ζιώγα Χρυσούλα, Πορεία στο χρόνο. Το Μακρυχώρι Λαρίσης από την οθωμανική κυριαρχία στην ελληνική ενσωμάτωση

-Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμος 6ος. FRIEDRICH STAILIN, Η Περραιβία, μέρος Α΄

-Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμος 17ος, 18ος. Κ.Ι. Γαλλής. Άτλας προϊστορικών οικισμών της ανατολικής θεσσαλικής πεδιάδας

-Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμος 18ος. Κώστας Σπανός, Πέντε θεσσαλικά έγγραφα (1815-1818) από το αρχείο του Αλή Πασά

-Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμος 49ος. BRUNO HELLY, Το θεσσαλικό κράτος.

RAUL DE MALHERBE, Ταξίδι στη Θεσσαλία το 1843

-Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμος 54ος. BRUNO HELLY, Από την αρχαιολογία των πόλεων στην αρχαιολογία του τοπίου.

RENNEL ROOD, Επίσκεψη στην κοιλάδα των Τεμπών το Μάρτιο του 1889

J.J.M.FR. ROUDIN TROMELIN, Ταξίδι στη Θεσσαλία το 1807

-Ιστορία του ελληνικού έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμοι Ι και ΙΓ

-Κανδήλα Ιουλία. Το Δημοτικό Σχολείο Μακρυχωρίου

-LEAKE (Ληκ) WILLIAM. Η Θεσσαλία 1805-1810. Μετάφραση Γεωργίου Δ. Στάθη, Βόλος

-Λεονάρδος Ιωάννης. Νεωτάτη της Θεσσαλίας χωρογραφία, 1836

-Νόμος Δ.Ν.Ζ. (4057) 10/14.2.1912, Περί συστάσεως δήμων και κοινοτήτων

-Οικονόμος Ιωάννης-Λογιώτατος. Ιστορική τοπογραφία της τωρινής Θεσσαλίας (1817). Έκδοση Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 2005. Σχόλια Κώστας Σπανός

-Οικονόμου Κων/νος. Η Λάρισα και η θεσσαλική ιστορία, τόμος Δ. Λάρισα 2009. J.J. BJORNSTAHL, Το οδοιπορικό της Θεσσαλίας 1779

-Ομήρου Ιλιάδα, Β, στιχ. 738-740 και Σ, στιχ. 550-558

-Παλάτος Γ. Κων/νος. Αυτοβιογραφικές σημειώσεις

-Πράπας Ιωάννης. Η εικονογράφηση του ναού του Αγίου Θωμά στο Μακρυχώρι Λάρισας, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμος 42ος, 2002

-Πράπας Ιωάννης. Οι Δήμαρχοι του τέως Δήμου Νέσσωνος 1883-1912, 2008

-Σαΐτη Αποστολίνα. Το Μακρυχώρι Λάρισας από το 1880 μέχρι σήμερα

-Σπανός Κώστας. Τέσσερις διαλυμένοι οικισμοί στην περιοχή του Μακρυχωρίου. Πρακτικά 5ου και 6ου συνεδρίου λαρισαϊκών σπουδών του Ομίλου Φίλων Θεσσαλικής Ιστορίας, 2010

-Τσοποτός Κ. Δημήτριος. Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την τουρκοκρατία, 1912

-Φαρμακίδης Γ. Επαμεινώνδας. Η Λάρισα (τοπογραφική και ιστορική μελέτη) 1924, Έκδοση βιβλιοπωλείο Γνώση, Λάρισα 2001, σχόλια Κώστας Σπανός

-Χουλιαράκης Μιχαήλ. Γεωγραφική, Διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971

 

___                                          ________________

 



[1] Μαρτυρία Αλέξανδρου Μπούτου

[2] Η απλή αναφορά των παιχνιδιών ας γίνει αφορμή, ώστε κάποιος να τα ερευνήσει και να τα περιγράψει λεπτομερώς, αυτά και άλλα.

[3] Για την ύδρευση των αιγοπροβάτων και άλλων ζώων λειτουργούσε ειδικό μαγγανοπήγαδο στη θέση Μπάρα. Έχει διαπιστωθεί ότι το πηγάδι αυτό μπορεί και τώρα να λειτουργήσει. Πάντως η προσπάθεια πριν λίγα χρόνια της Δημοτικής Αρχής για αναπαλαίωση του πηγαδιού και του μηχανισμού άντλησης και για επαναλειτουργία του, με χαρακτήρα πλέον μνημειακό και τουριστικό, έχει μείνει ημιτελής.