Μακρυχώρι Λάρισας

Μακρυχώρι Λάρισας

Κυριακή 4 Αυγούστου 2024

ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ Η ΔΥΣΚΟΛΟΤΕΡΗ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΑΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ.Η ΜΕΡΑ ΠΟΥ Η ΠΑΡΑΚΡΑΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΗ ΣΟΥΡΛΑ ΒΑΣΑΝΙΣΕ ΚΑΙ ΣΚΟΤΩΣΕ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ ΠΑΝΩ ΑΠΟ 30 ΑΘΩΟΥΣ, ΕΚ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΟΙ 16 ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΤΕΣ. ΕΜΕΙΝΑΝ ΤΡΙΑΝΤΑ ΟΡΦΑΝΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΠΕΤΡΕΠΑΝ ΤΟΥΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΤΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ ΝΑ ΤΟΥΣ ΠΑΡΟΥΝ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟΥΣ ΘΑΨΟΥΝ .ΕΠΙΣΗΣ ΑΠΕΙΛΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΕΠΕΤΡΕΨΑΝ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΚΑΝΕΝΑ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ . ΤΕΛΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΩ ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΑΠΟΓΟΝΩΝ ΤΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ , ΚΑΠΟΙΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΣΟΥΡΛΑ ΚΑΙ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΓΟΝΝΟΥΣ ΤΑΚΗ ΜΠΑΡΜΠΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΡΑΤΙΚΗΣ ΑΥΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ ΣΤΟΥΣ ΓΟΝΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΛΛΙΠΕΥΚΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΤΕΜΠΩΝ .

Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ  ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ  ΖΟΥΛΦΑ Η ΟΠΟΙΑ ΞΕΚΛΗΡΙΣΤΗΚΕ ΤΗΝ 6η ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΤΟΥ 1946  ΑΦΗΝΟΝΤΑΣ ΠΙΣΩ 6 ΟΡΦΑΝΑ .ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ Η ΟΠΟΙΑ  ΕΧΑΣΕ ΤΑ ΔΥΟ  ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΗΤΑΝ ΤΟΥ ΧΑΛΑΤΣΗ.ΕΚΕΙ ΕΜΕΙΝΑΝ  5 ΟΡΦΑΝΑ

AΦΗΓΗΣΗ ΣΤΑΜΑΤΟΥΛΑΣ  ΒΟΥΛΑΓΚΑ

 

 

Θα σου πω πως σκότωσαν οι Σουρλάδες όχι μόνο τον πατέρα μου αλλά τριάντα τρία άτομα συνολικά .

Ήταν ημέρα Τρίτη πρωί του Αγίου Σωτήρα.. Εμείς είχαμε δύο μαστόρους στο σπίτι μας γιατί σκεπάζαμε με κεραμίδια μια αχερώνα. Ο πατέρας μου πήγε στον Μιχάλη τον Στογιάννο να πάρει μια γκρεντιά. Εκεί έμαθε από τον Παντελή τον Καραπάνο ότι θα ρθουν οι Σουρλάδες. Ο πατέρας μου απάντησε .Τι θα μας κάνουν αφού εμείς δεν φταίξαμε σε τίποτα. ούτε σκοτώσαμε , ούτε προδώσαμε . Να πάνε να βρουν τους αντάρτες .Δεν περιμένε ότι θα ρθουν στο χωριό οι Σουρλάδες και θα σκοτώσουν όποιον βρουν στο δρόμο. Ο Πατέρας μου ήταν Αντιπρόεδρος στην Κοινότητα και εκτελούσε χρέη Προέδρου γιατί είχε παραδώσει ο Πρόεδρος ο Καραπάνος. Πήγε  ο Πατέρας μου στο Συκούριο να παραδώσει τη σφραγίδα  αν δεν τη δέχτηκαν. Πήγε και τους καλωσόρισε. Του είπαν ότι χρειάζονται ψωμί . Έφεραν σε μας τρία σφαχτά και τα ψήσαμε μαζί με τη μάνα του Μήτσιου του Λιάπη. Ο πατέρας μου έψαχνε να βρει ψωμί με το τσουβάλι στον ώμο. Όπου κι αν πήγαινε του έλεγαν. Στέργιο μπες μέσα στο σπίτι σου και μη ξαναπάς . Αυτός απαντούσε . Έλα μωρέ τι θα με κάνουν αφού δεν έκανα τίποτα. Τους πήγε το ψωμί και δεν τον ξαναείδαμε. Ο θείος μου επειδή είχε περάσει η ώρα έπρεπε να πάει στα πρόβατα. Έπρεπε όμως να πάνε και το ψημένο κρέας στους  Σουρλάδες. Του λέει  η μάνα μου .Άσε το κρέας θα το πάω εγώ με την Λιάπαινα. Εσύ πήγαινε στα πρόβατα. Ξεκίνησε με το Μήτσιο το Λιάπη για τα πρόβατα και στο δρόμο τους είδε  ένας   Σούρλας ,το λέω τώρα και μου σηκώνεται η τρίχα , και τους ρώτησε .Που πάτε. Στα πρόβατα απάντησαν , ελάτε  εδώ θα πάτε μετά στα πρόβατα. Θέλουμε και να ξαπλώσουμε λίγο . Εντάξει θα ξεκουραστείτε καμία ώρα  και μετά θα πάτε στα πρόβατα. Τους πήρε και τους πήγε κάτω  απ΄ την μπάρα όπου είναι το Δημοτικό Σχολείο. Εκεί σκότωσαν τον Θείο μου μαζί με τον Βασίλη τον Ανδρέου. Αυτού του είχαν κόψει και τα δάχτυλα ,γιατί αντέδρασε μόλις τους έστησαν στη σειρά να τους τουφεκίσουν. Πιό πάνω στην μπάρα είχαν σκοτώσει πολλούς. Εκεί ήταν λαβωμένος και ο Γιάννης ο Πατσιούρας. Ηταν κι αλλοι σκοτωμένοι που εγώ δεν τους θυμάμαι ποιοι ήταν. Τον Πατέρα μου τον σκότωσαν στο βουνό πάνω από το καράβι  ,στο δρόμο προς τον Παραπόταμο. Εκεί ήταν σκοτωμένος ένας Βασίλης  Φουσίκας ο Λευτέρης ο Ζιώγας ,οι δύο οι Χαλατσαιοι ,ο Γιάννης ο Ηλος . Στεργιος ο Δαρδακούλης και άλλοι...

Εγώ όπως ημουνα στους Μπελαίους  ερχόταν  ο Βασίλης ο Γκρέτσης είχε μια μεγάλη κόλα χαρτί με ονόματα.  Τον ρώτησαν οι μεγάλοι  Θύμιος, Νάκος και Γιώργος Μπέλλο καθώς και οι Παύλος Σελιγκούνας και  Μιχάλης Στογιάννος. να μάθουν τι έγινε. Αυτός απάντησε λέγοντας . αστα τι έγινε και τους  έδειχνε τα ονόματα των σκοτωμένων. Ο Μιχάλης ο Στογιάννης μόλις με είδε να πλησιάζω μάλωσε το Γκρέτση και τον έδιωξε λέγοντας του φύγε παλιάνθρωπε  και μη ξαναλές ετσι. Εγώ όμως ειχα ακούσει τα ονόματα και πήγα σκούζοντας στο σπίτι. Με ρώτησε η Θεία μου γιατί κλαίω και εγώ φοβόμουνα να μιλήσω γιατί είχα ακούσει  ότι θα σκοτώσουν οποίον πάρει κάποιο πτώμα από  σκοτωμένο . Μόλις  βασίλεψε ο ήλιος  είπα στη μάνα μου ότι σκότωσαν τον Θείο στη μπάρα. Εμείς πήγαμε το βράδυ μετά το βασίλεμα  ηλίου και πήραμε τον θειο μου στο σπίτι γιατί πιο μπροστά φοβόμασταν μη μας σκοτώσουν όπως είχαν πει. Δηλαδή από το μεσημέρι μέχρι το βράδυ έμειναν οι σκοτωμένοι στο χώμα γιατί δεν άφηναν τον κόσμο να τους πάρει.

Ο κόσμος είχε τρομοκρατηθεί γιατί έκαιγαν και σπίτια .Δίπλα από το σπίτι μας έμενε ο Γιάννης ο Πανδρεμένος και του έκαψαν το σπίτι. Τα μαστόρια τα δικά μας κρύφτηκαν γιατί θα τα σκότωναν. Ήταν περίπου είκοσι άτομα βασίλεμα ηλίου και ήρθα να κάψουν το σπίτι του Πανδρεμένου. Εγώ ήμουν στην αυλή του Μητσιου του Ζούλφου και άκουσα που έλεγαν οι Σουρλικοί ότι τα παραθύρια τα ψηλά θα γίνουν στάχτη απόψε. Εγώ κατάλαβα ότι έκαναν λάθος και θα έκαιγαν το σπίτι μας και τους είπα ότι αυτό το σπίτι που κοιτάζουν είναι το δικό μας. Μου ζήτησαν νερό και τους έδωσα.  Όλοι οι μεγάλοι ήταν κρυμμένοι και μόνο  εμείς κυκλοφορούσαμε. Η γυναίκα του Πανδρεμένου κάτι πήγε να πάρει ρούχα από το σπίτι και βρέθηκε ένας καλός και την έδιωξε λέγοντας την ότι φύγε κυρά μου γιατί αν έρθει ο μεγάλος θα σε ρίξει και σένα μέσα . Την ίδια μέρα είχαν ρίξει στη φωτιά του σπιτιού της  μια γυναίκα του Λιούπα . Μόλις ακούστηκε ότι έφυγαν πετάχτηκαν οι γυναίκες της γειτονιάς να σβήσουν την φωτιά . Εκείνη την ώρα εγώ είπα στη μάνα μου ότι σκότωσαν και τον πατέρα μου. Η μάνα μου τα έχασε και είπε να ειδοποιήσουν κάποιον στον Παραπόταμο να πάει να πει στον  πατέρα μου να ρθει να δει τον αδελφό του. Την ώρα αυτή πήγαν και πήραν τον Θειο μου. Τον πατέρα μου τον πήραμε τη άλλη ημέρα. Τον Δαρδακούλη και τον Ζιώγα τους πήραν το ίδιο βράδυ .

 

Την άλλη ημέρα το πρωί ξεκίνησε η μάνα μου για τον Παραπόταμο και δεν κοίταζε καθόλου πίσω . Εγώ ήμουν δεκαπέντε χρονών ακολούθησα τη μάνα μου και όταν φθάσαμε  στο μέρος που ήταν οι σκοτωμένοι είδαμε πτώματα μαυρισμένα και τυμπανισμένα από τις πολλές ώρες  και τη ζέστη. Εκεί δίπλα υπήρχαν παλιά χαρακώματα από τον στρατό . Είπε στη μάνα μου η Στέργινα του Καρατέγου που είχε σκοτωμένο τον αδελφό της . Εκεί θα τους θάψουμε . Τότε εγώ λιποθύμησα βλέποντας το θέαμα  και με είδε η μάνα μου η οποία και με ρώτησε . Πως βρέθηκες εσύ εδώ. Εκεί θυμάμαι την εικόνα από τα πολλά πτώματα . Δέκα ήταν παραπάνω ήταν δεν θυμάμαι. Ρίξαμε τους δικούς μας μέσα στο χαράκωμα ,τους σκεπάσαμε και φύγαμε αφού κλάψαμε στον πρόχειρο τάφο τους.  Τους άλλους που σκότωσαν στο Μακρυχώρι τους έθαψαν στο νεκροταφείο πρωί  πρωί  νύχτα χωρίς φέρετρα ,αλλά μέσα σε κουβέρτες .

Μετά  από οχτώ ημέρες ξαναήρθαν στο χωριό μας . Ήρθαν και μερικοί από αυτούς στην αυλή μας. Εγώ κρατούσα στην αγκαλιά μου  τον ξάδελφο μου τον Γιάννη ,γιατί η θεία μου και η μανά μου ήταν στα πρόβατα.  Τότε με ρώτησε ένας απ΄  αυτούς. Γιατί φοράς μαύρα ρούχα. Εγώ του απάντησα .Επειδή σκότωσαν οι Σουρλάδες τον πατέρα μου. Όχι απάντησε αυτός . Τον πατέρα σου τον σκότωσαν οι αντάρτες. Επειδή εγώ συνέχιζα  να λέω ότι τον σκότωσαν τον πατέρα μου οι Σουρλάδες μου έβαλε το όπλο που είχε στο στήθος μου και ήθελε να με σκοτώσει. Τότε πετάχτηκε η μάνα του Μήτσιου του Λιάπη ,που ηταν πολύ ψύχραιμη ,και είπε με Σαρακατσάνικη προφορά. Αφήστι του κορίτσι ,δεν ηντο καλά. Ιδώ στ΄ γειτονιά μας το χουμι για χαζό.  Τότε ακούσαμε και πυροβολισμούς κάτω στη βρύση οπου ήταν  παραταγμένα τα αυτοκίνητα των Σουρλάδων . Μάθαμε ότι οι  αντάρτες πυροβολούσαν  την  φάλαγγα των Σουρλάδων . Αυτοί φοβήθηκαν άφησαν  τα  πράγματά τους και πήγαν προς την Καρακόπετρα.  Ετσι γλύτωσα εγώ, γλύτωσε και όλο το χωριό  τη δεύτερη  φορά  που ήρθαν οι Σουρλάδες.

 


ΑΡΙΣΤΕΡΑ Ο ΘΕΙΟΣ ΜΟΥ ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΔΑΡΔΑΚΟΥΛΗΣ  Ο ΟΠΟΙΟΣ ΑΦΗΣΕ ΠΕΝΤΕ ΟΡΦΑΝΑ

ΣΤΗ ΜΕΣΗ Ο  ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΝΔΡΕΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1940 Ο ΟΠΟΙΟΣ ΑΦΗΣΕ  3 ΟΡΦΑΝΑ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΗΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΓΟΝΝΟΥΣ  ΔΗΜΟΥ ΤΕΜΠΩΝ , ΤΑΚΗ ΜΠΑΡΜΠΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ''ΣΟΥΡΛΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΑΣ ΤΟ 1946 .             Το ιστορικό

Από τα πρακτικά του Ειδικού Δικαστήριου Δοσιλόγων όπου διώκεται ο Γρ. Σούρλας για δοσιλογισμό με το Αριθ. 269/11 Οκτωβρίου 1947.

Στις 16 Ιούλη πέρασαν το ποτάμι με το «Δερελιώτικο καράβι» – όλη αυτή η συμμορία των σουρλικών και των χωροφυλάκων -  και συνέχισαν για το Νεζερό (Καλλιπεύκη), αφού πέρασαν από το Δερελί (Γόννους):

«…Ήρθαν οι Σούρληδες απ' τα Φάρσαλα. Παραστρατιωτική οργάνωση. Πάνω από 120 άτομα ήρθαν εδώ. Λεηλάτησαν σπίτια αριστερών. Έμασαν κάμποσα ζώα και τους κατόχους τους και δέρναν κιόλα. Εμένα με δείραν και το Στέργιο Γ. Τσιούρβα, γιατί αργήσαμε να βγάλουμε τα ζώα. Ξεκίνησαν για το Γκουνταμάνι. Όποιον βρίσκαν στο δρόμο τον δέρναν ανελεώς[v]». Όταν πλησίασαν την Καλλιπεύκη, κύκλωσαν όλη την περιοχή - είχε πολύ κόσμο στα χωράφια, αφού ήταν περίοδος θερισμού – και τους μάζεψαν όλους στην πλατεία.

«Στην πλατεία – μας περιγράφει ο Στέργιος Παπαϊωάννου[vi] - ξεχώρισαν 70 άτομα για «ανάκριση», απ’ αυτούς μόνο πέντε δεν πειράχτηκαν. Ανάμεσά τους και ‘γω, επειδή είχα αδερφό κληρωτό στον αστικό στρατό. Οι υπόλοιποι άνδρες και γυναίκες βασανίστηκαν και έφαγαν τόσο ξύλο που, οι δικοί τους, τους πήραν στις κουβέρτες στο σπίτι».

«Κατά την επιστροφή τους – όπως μας λέει ο Παπα-Λευτέρης Παπαϊωάννου - οι ληστοσυμμορίτες ακολουθώντας την κορυφογραμμή πάνω από την Καλλιπεύκη, όποιον έβρισκαν είχε παρόμοια ή και χειρότερη τύχη. Στη θέση Αη Γιώργη στη Ραψανόστρατα συνάντησαν άλλα τρία παιδιά από την Καρυά, τα δυο αδέρφια Γιώργο και Σπύρο Σακοράφα που θέριζαν ένα χωράφι και τον Χρήστο Μποκουριώτη που έβοσκε παραδίπλα τα γίδια. Αφού τους χτύπησαν μέχρι θανάτου, ο Σπύρος Σακοράφας επέζησε επειδή νόμιζαν πως είναι νεκρός, ενώ οι άλλοι δυο πέθαναν επί τόπου[vii]».

Ολοκληρώνοντας την «εθνική» τους αποστολή – δολοφονίες, ξυλοδαρμούς και πλιάτσικο - έφυγαν βιαστικά, φοβούμενοι να διανυκτερεύσουν στην Καλλιπεύκη, αφού πρώτα υπέταξαν για την μεταφορά των κλοπιμαίων αρκετά ζώα.

«Κατεβαίνοντας στο δρόμο, κοντά στη «βρύση του Λάζαρου», βρήκαν το Γοννιώτη Μιχάλη Κ. Σίμο που πήγαινε στα πρόβατα. Τον έδειραν τόσο που νόμιζαν πως πέθανε και έτσι γλύτωσε την χαριστική βολή[viii]». Τέλος έφτασαν στους Γόννους όπου διανυκτέρευσαν.

Την άλλη μέρα πρωί πρωί 17 Ιούλη 1946 σηκώθηκαν να φύγουν, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, αφού πρώτα κι από δω επιτάχθηκαν ζώα και κάρα για την μεταφορά του πλιάτσικου. Η «προφυλακή» που προηγήθηκε της όλης φάλαγγας έφτασε στο ποτάμι, επιβιβάστηκε στο «καράβι» και ξεκίνησε για να βγει απέναντι. Φτάνοντας στη μέση του ποταμού άρχισε να τους θερίζει το οπλοπολυβόλο που χειρίζονταν ο «Περινόσπορος[ix]», δίνοντας αποφασιστικό χτύπημα στους Σουρλικούς «εισβολείς», σε απάντηση των εγκλημάτων που είχαν κάνει μέχρι τότε σε βάρος των αγωνιστών της αντίστασης  και αθώων πολιτών.

Όταν το αντιλήφθηκαν αυτό οι υπόλοιποι Σουρλικοί και χωροφύλακες γύρισαν προς τους Γόννους. Η Αυτοάμυνα τους χτύπησε τότε από παντού.

Ένα τμήμα είχε παραμείνει στο σχολείο, που χρησιμοποιούνταν από την χωροφυλακή και τον στρατό για στρατωνισμό και όσοι κατάφεραν να γυρίσουν εκεί, δέχτηκαν σφοδρή επίθεση από τους πρώην εφεδροελασίτες. Κατά την διάρκεια της μάχης σκοτώθηκε, πολεμώντας όρθιος, ο ΕΠΟΝίτης Γιάννης Δεδικούσης, που εκείνες τις μέρες βρέθηκε με άδεια στο χωριό, ενώ ήταν φαντάρος και θεώρησε αυτονόητο να συμμετέχει στην σύγκρουση με τους συντρόφους του.

Μέσα απ’ όλη αυτή τη σύγκρουση οι Σουρλικοί έπαθαν πανωλεθρία.  Σώθηκαν μόνο όσοι διέφυγαν στην δυτική κατεύθυνση (προς την Ροδιά), που έμεινε κενή από την περικύκλωση, με την βοήθεια ενός αγροφύλακα. Όπως το βεβαιώνουν οι μαρτυρίες, δεν θα γλύτωνε κανείς τους, αν η ομάδα των καταδιωκόμενων - που ήταν οπλισμένη, εμπειροπόλεμη και η πιο οργανωμένη - παρέμεινε στη θέση της και δεν τους ακολουθούσε με καθυστέρηση στην Καλλιπεύκη, απουσιάζοντας έτσι από το «πόστο» της, κατά τις κρίσιμες ώρες της μάχης.

Από τους πάνω από 150 ληστοσυμμορίτες, η αριθμητική απώλεια ήταν πολύ μεγάλη. Σκοτώθηκαν 42, όπως λέει ο ίδιος ο Σούρλας[x], χώρια οι τραυματίες, ενώ οι Γοννιώτες δίνουν 60 - 80, αφού για μέρες έβρισκαν σκοτωμένους στα χωράφια τους.

Και σε στελέχη είχαν σημαντική απώλεια, με μεγαλύτερη αυτή του βασανιστή, βιαστή και  αρχιδολοφόνου Σαμαλέκα που ήταν γνωστός στην ευρύτερη περιοχή από τα Φάρσαλα ως την Λάρισα επειδή σκόρπιζε τον θάνατο και τον τρόμο στους δημοκρατικούς κατοίκους, έχοντας στο ενεργητικό του πολλές δολοφονίες, με πιο γνωστή εκείνη του αντιστασιακού Γρηγόρη Χαρισούλη από τη Νίκαια[xi].

Επίσης ο Ντίνος Καϊμάκης, δωσίλογος και μέλος της φασιστικής οργάνωσης Ε.Ε.Ε., που για να σωθεί από το μένος των κατοίκων, ντύθηκε με γυναικεία ρούχα, χωρίς τελικά να καταφέρει την διαφυγή ...

Τις επόμενες μέρες η «ανθρωπιστική» στάση του Σούρλα φάνηκε, με τις δολοφονίες[xii] και τους ξυλοδαρμούς μέχρι θανάτου, κατά των αθώων πολιτών που θέριζαν και αλώνιζαν στο Μακρυχώρι και στην ευρύτερη περιοχή.

Τέλος, η συντριβή της ληστοσυμμορίας του Σούρλα είχε τέτοιον αντίκτυπο, που αναπτέρωσε το ηθικό των δημοκρατικών πολιτών και η συμμορία του δεν τόλμησε να περάσει ποτέ το ποτάμι!



[i] Έτσι ονομάζονταν οι πρώτοι καταδιωκόμενοι αγωνιστές της αντίστασης μετά τη «Βάρκιζα».

[ii] Πολιτική και νομικά τεκμηριωμένη θέση του ΕΑΜ για την υπεράσπιση της ατομικής και της συλλογικής ελευθερίας  του ανθρώπου.

[iii] Η ακριβής ημερομηνία της μάχης είναι 17.7.1946 και επιβεβαιώνεται: 1) από τις αφηγήσεις Γοννιωτών που συμμετείχαν στη μάχη ενεργά ή υπήρξαν παρατηρητές των γεγονότων, 2) αποφ. του εκτάκτου στρατοδικείου (145/9.3.1948) και  3) αποφ. Συμβ. Πλημ. 204/ 20.2.1952).

[iv] Ι. Γιαννάκενα, «Γρηγόρης Σούρλας…», εκδ. Πελασγός, Αθήνα 2016, σ.217.

[v] Μαρτυρία του Μήτσου Τσιούρβα στο βιβλίο του Κωνσταντίνος Πανάρας, «Οι Γόννοι χθες και σήμερα», Γόννοι 2000, σ. 59.

[vi] Μαρτυρία προφορική, βιντεοσκοπημένη, του Στέργιου Παπαϊωάννου.

[vii] Προφορική μαρτυρία, βιντεοσκοπημένη, του Παπά Λευτέρη Παπαϊωάννου από την Καρυά.

[viii] Μαρτυρία Μήτσου Τσιούρβα (ό.π.).

[ix] Θανάσης Μπουροτζίκας (ψευδ. Περινόσπορος) από το Μακρυχώρι.

[x] Ι. Γιαννάκενα, ό.π. σ.218.

[xi] «Αλήθεια» 6.12.1945.


ΕΔΩ Ο ΝΙΚΟΣ ΖΟΥΛΦΑΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΑΦΗΣΕ  1 ΟΡΦΑΝΟ ΠΑΙΔΙ.

ΑΦΗΓΗΣΗ  ΧΡΗΣΤΟΥ  Γ.  ΓΚΡΕΤΣΗ

Όταν   σκότωσαν τον πατέρα μου  στις 6 Αυγούστου του 1946 ήμουν δώδεκα  χρονών . Ο πατέρας μου δούλευε σε μια  πατόζα που την είχαν μαζί ο  Γιαννακόπουλος με τον Τσιτσιούλη. Εκεί πήγαν οι Σουρλάδες σταμάτησαν τη μηχανή και οι πιο πολλοί άνθρωποι κρύφτηκαν ,όσο μπορούσαν  να κρυφτούν από φόβο, χωρίς να έχουν κάνει τίποτα.

 Τότε ηλθε ο Ξάδελφος του πατέρα μου  ο Ν.Γ. και ρώτησε τον πατέρα μου γιατί δεν δουλεύει η μηχανή.Ο πατέρας μου του είπε ότι φοβόνταν τους Σουρλάδες ,επειδή ακούγεται ότι είναι εξαγριωμένοι και θέλουν να σκοτώσουν οποιον βρούν .

 Όχι του λέει. Να βάλεις μπροστά την μηχανή και να δουλέψεις να μη χάσεις το μεροκάματο. Ηταν κι η αδελφή μου η Παναγιώτα στην πατόζα Έίχε παει ψωμί στον πατέρα μου μόλις σταμάτησε η μηχανή. Επίσης ηταν και ο Ξάδελφος ο Ηλιας ο Γκρέτσης στον οποίο είπε Ν.Γ. να φύγει για να μη φάει καμία καλπαζιά από κανέναν Σουρλικό.  Ο Ν.Γ. πήρε τον Φαρμάκη να του κρατάει τη φοράδα και έφυγε προς τους Γόννους. Όταν έφτασε ο Ν.Γ.  στην συκιά του Ζιώγα  αρχισε να δουλεύει η μηχανή και βγήκαν όλοι οσοι ήταν κρυμμένοι μέσα στις θυμωνιές.

 Αυτό φάνηκε ότι ήταν κόλπο του Ν.Γ. για να βγούν εξω όσοι ήταν κρυμμένοι και να  τους πιάσουν να τους σκοτώσουν. Αντάρτης δεν ήταν κανένας από τους Μακρυχωρίτες που σκότωσαν την μέρα αυτή οι Σουρλάδες.

Την ίδια μέρα έφεραν και πολλούς ξένους απ΄ τη Μπάκραινα και τους σκότωσαν κάτω στο καράβι . Πάνω από το καράβι σκότωσαν πολλούς  Μακρυχωρίτες. Τον πατέρα μου και κάποιους άλλους  τον σκότωσαν σ’ένα υπόστεγο που υπήρχε πίσω από το σπίτι του Κωστή του Γιαννακόπουλου. Εκεί πρέπει να σκότωσαν εννέα άτομα μεταξύ αυτών τον  Ν. Ζούλφο, τον Β. Ανδρέου, τον καροποιό Ν. Χάρμπογλου, τον Β. Πατσιούρα ,τον Σπ. Βλάγγα ,τον Τσιτσιούλη  ,τον Ν. Στογιάννο και κάποιους άλλους που δεν θυμάμαι τώρα. Η μάνα μου έλειπε στους Γόννους . Τον πατέρα μου τον πήραμε στο σπίτι,  εγώ με τις αδελφές μου ,τη νύχτα  μέσα σ’ ένα κιλίμι. Τον θάψαμε όλη τη νύχτα γιατί είχαν πει ότι άμα τους πάρουμε από κει θα μας κάνουν άλλες ζημιές. Τέτοια διαταγή είχαν αφήσει.

 Η μάνα  μου  επιστρέφοντας την άλλη μέρα απ’ τους Γόννους είδε τους σκοτωμένους στο καράβι αλλά δεν γνώρισε κανέναν. Είχαν παραμορφωθεί από τις πολλές ωρες και από τη ζέστη . Στο δρόμο κοντά  στου Ζιώγα τα μαντριά βρήκε την Στέργιαινα του Καρατέγου που πήγαινε στο καράβι να θάψει τον αδελφό της  που ήταν σκοτωμένος.  Από αυτήν έμαθε η μάνα μου, ότι σκότωσαν τον πατέρα μου και τον  θάψαμε τη νύχτα.

Για πρώτη φορά η ομάδα του Σούρλα ήρθε στην περιοχή μας στα τέλη Ιουλίου του 1946, αφού προηγούμενα είχαν  σκοτώσει τους  εργάτες που συντηρούσαν τη σιδηροδρομική  γραμμή ,κοντά στο  σημερινό εργοστάσιο Ζαχάρεως.

 Οι Σουρλάδες ήθελαν να βγάλουν στο βουνό αντάρτες τρομοκρατώντας τον κόσμο. Πέρασαν τότε από το  Μακρυχώρι και δεν πείραξαν κανέναν. Στον Παραπόταμο σκότωσαν έναν το πατέρα του Αλέκου του Μίχου. Από κεί περνάν στους Γόννους χτύπησαν μερικούς, δεν έμαθα να  σκότωσαν κάποιον. 




ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΟΥ 1946