ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Σελ.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ………………………………………………………………….7
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΤΟ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΟ
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ
Α. ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ………………………………………………………………………10 Β. ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ…………………………………………………………………...14 Γ. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ…………………………………………………18 Δ. ΜΑΚΡΥΧΩΡΙ: ΗΤΑΝ ΕΛΛΗΝΟΧΩΡΙ Ή ΤΟΥΡΚΟΧΩΡΙ;…………………….22
ΜΕΡΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΟ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ
ΚΡΑΤΟΣ (1881-1913)
Α. ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. ΔΗΜΟΣ ΝΕΣΣΩΝΟΣ……………………..26 Α1. Οι Τούρκοι
φεύγουν, οι Έλληνες έρχονται Α2. Διοίκηση Α3. Οικονομία Β. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ…………………………………………………………….36 Β1. Αξιοσημείωτα
διάφορα Β2. Αιτήσεις
εγγραφής στο Δημοτολόγιο και άλλα έγγραφα
ΜΕΡΟΣ
ΤΡΙΤΟ Η ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ (1914-1998)
Α. ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ……………………………………………….55 Β. Η ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ……………………………………...56 Β1. Οι Πρόεδροι
και οι κοινοτικοί σύμβουλοι Β2. Οι Γραμματείς Β3. Οι κλητήρες
και οι υδρονομείς Β4. Οι
αγροφύλακες Β5. Ένταξη στο
Δήμο Μακρυχωρίου και στο Δήμο Τεμπών
ΜΕΡΟΣ
ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΟΜΕΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ
ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ
Α. ΟΙ ΝΑΟΙ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ……………………………………......70 Α1. Ο ναός του
Αγίου Νικολάου Α2. Ο ναός του
Αγίου Αποστόλου Θωμά Α3. Ο ναός (εξωκλήσι)
της Ζωοδόχου Πηγής Α4. Ο ναός
(εξωκλήσι) των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ Α5. Ο ναός
(εξωκλήσι) του Αγίου Γεωργίου Α6. Ο ναός
(εξωκλήσι) του Αγίου Ευσταθίου Β. ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ…………………………………..81 Β1. Δημοτικό Β2. Νηπιαγωγείο Β3. Γυμνάσιο Β4. Παιδικός
Σταθμός Γ. ΙΑΤΡΟΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ……………………………..100 Δ. ΥΔΡΕΥΣΗ……………………………………………………………….105 Ε. ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ – ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ………………………………………113 ΣΤ. ΤΟ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙ ΣΤΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ……………………………125 Ζ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ…………………………………………………………...131 Ζ1. Γεωργία Ζ2. Κτηνοτροφία Ζ3. Βιοτεχνία Ζ4. Εμπόριο Ζ5. Το επίπεδο
ζωής των κατοίκων Η. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ…………………………………………………………..186 Η1. Διάφορα
θέματα (πλατεία, ηλεκτροφωτισμός, Αστυνομία, τηλέφωνο, οδοποιία) Η2. Αποσπάσματα
αποφάσεων του Κ. Σ. Μακρυχωρίου
ΜΕΡΟΣ
ΠΕΜΠΤΟ Η ΓΥΡΤΩΝΗ………………………………………………………………..197
ΜΕΡΟΣ
ΕΚΤΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΗΤΡΩΟ ΑΡΡΕΝΩΝ
ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΤΩΝ…………………..206
Βιβλία
και άλλα γραπτά κείμενα που χρησιμοποίησα…………………...218 ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Το
ιστορικό σημείωμα αυτό απευθύνεται στους Μακρυχωρίτες και στους
κατοίκους της Γυρτώνης. Περιλαμβάνει πληροφορίες
για το Μακρυχώρι από την ίδρυσή του ως οικισμού στην περίοδο της τουρκοκρατίας,
για την εξέλιξη και την ανάπτυξή του μετά την ένταξή του στο ελληνικό κράτος
μέχρι και τις τελευταίες δεκαετίες. Ένα μέρος του επίσης αναφέρεται στον
οικισμό της Γυρτώνης. Τις πληροφορίες αυτές
άντλησα από γραπτά κείμενα ερευνητών της τοπικής και ευρύτερα της θεσσαλικής
ιστορίας, από το αρχείο του πρώην Δήμου Νέσσωνος (1883-1913), από το αρχείο της
Κοινότητας Μακρυχωρίου, από ηλικιωμένους Μακρυχωρίτες και κατοίκους της
Γυρτώνης και από προσωπικά μου ενθυμήματα. Στόχος
του σημειώματος αυτού είναι να σχηματίσουν οι δημότες της Κοινότητας
Μακρυχωρίου μια εικόνα της εξελικτικής πορείας του Μακρυχωρίου και του επιπέδου
ζωής των κατοίκων κυρίως μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950· να πληροφορηθούν οι νεότεροι, να θυμηθούμε και να
πληροφορηθούμε οι παλαιότεροι και όλοι μας να κάνουμε τις απαραίτητες
συγκρίσεις με το επίπεδο ζωής των τελευταίων δεκαετιών και να βγάλουμε, κατά
την κρίση του ο καθένας, τα απαραίτητα συμπεράσματα. Θέλω να πιστεύω ότι το
σημείωμα πλησιάζει εν πολλοίς το στόχο του. Πάντως,
παρά το ότι το σημείωμα αυτό είναι αποτέλεσμα έρευνας, έχω τη συνείδηση ότι δεν
έχει απόλυτα επιστημονικό χαρακτήρα. Και τούτο διότι η έρευνα που έκανα δεν
έχει το εύρος και το βάθος που θα μπορούσε ίσως να έχει, διότι η ερμηνεία και η
αξιολόγηση των γεγονότων ή λείπει ή είναι περιορισμένη και διότι τα στοιχεία
που περιλαμβάνει δεν καλύπτουν όλες τις εκφάνσεις της ζωής των κατοίκων. Ωστόσο
νομίζω ότι το σημείωμα αυτό, αν δε δικαιούται να θεωρηθεί ως η ιστορία του
Μακρυχωρίου (ο όρος ιστορία είναι «βαρύς» και έχει πολλές απαιτήσεις),
δικαιούται πάντως τον επιθετικό προσδιορισμό ιστορικό. Μετά
τις παρατηρήσεις αυτές θέλω να εκφράσω τις ευχαριστίες μου προς όσους συνέβαλαν
στη δημιουργία αυτού του ιστορικού σημειώματος. Ευχαριστώ
το Δήμαρχο του τέως Δήμου Νέσσωνος Νίκο Γερογιάννη, που επέτρεψε την πρόσβασή
μου στο αρχείο του πρώην Δήμου Νέσσωνος· το
Δήμαρχο του τέως Δήμου Μακρυχωρίου Ζήση Λιούπα και το Δήμαρχο του Δήμου Τεμπών
Κώστα Κολλάτο, που επέτρεψαν την πρόσβασή μου στο αρχείο της Κοινότητας
Μακρυχωρίου· το Συκουριώτη ιστορικό-ερευνητή της τοπικής ιστορίας
Γιάννη Πράπα, που διευκόλυνε αποφασιστικά την πρόσβασή μου στο αρχείο του πρώην
Δήμου Νέσσωνος· τον ιστορικό-ερευνητή της Θεσσαλικής ιστορίας και
εκδότη του περιοδικού Θεσσαλικό Ημερολόγιο Κώστα Σπανό για την ηθική στήριξη
της προσπάθειάς μου και για τις τεχνικού χαρακτήρα πληροφορίες του· το Μαθηματικό Χρήστο Σαΐτη για την ηθική στήριξη της
προσπάθειάς μου και για το φωτογραφικό υλικό που μου παραχώρησε από το
προσωπικό του φωτογραφικό αρχείο· το συνδημότη κάτοικο της Γυρτώνης Σπύρο
Μαντζώνη, που μου παραχώρησε από το οικογενειακό του αρχείο έγγραφο, στο οποίο
φαίνεται η μετατροπή του κολληγικού οικισμού της Μπάκραινας σε αυτόνομο οικισμό
αγροτών ιδιοκτητών γης και τους πολλούς άλλους φίλους συνδημότες, που με
προθυμία μου έδωσαν σχετικές με το θέμα πληροφορίες ή φωτογραφίες· ευχαριστώ τέλος την κόρη μου Άννα, που με πολλή
υπομονή επί δύο περίπου χρόνια «δούλευε» στον υπολογιστή το κείμενο του
σημειώματος αυτού. Τέλος
ευχαριστώ τον Πρόεδρο και τα μέλη του Δ.Σ. της Εταιρείας επεξεργασίας φρούτων
ΚΡΟΝΟΣ Α.Ε. για την ανάληψη της εκτύπωσης του ιστορικού αυτού σημειώματος και
για την καταβολή της σχετικής δαπάνης.
Θωμάς Αστ. Τσέτσιλας
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
Η
δεύτερη έκδοση του ιστορικού σημειώματος αυτού περιλαμβάνει μερικές διορθώσεις
του κειμένου της πρώτης έκδοσης, μερικές συμπληρωματικές πληροφορίες και
φωτογραφίες καθώς και απόσπασμα από το Γενικό Μητρώο Αρρένων του πρώην Δήμου
Νέσσωνος (1883- 1912) με τα ονόματα των εγγεγραμμένων σ’ αυτό κατοίκων του
οικισμού Μακρυχωρίου που γεννήθηκαν μέχρι το έτος 1912. Εξάλλου ικανοποιεί την
επιθυμία μερικών φίλων να αποκτήσουν το ιστορικό αυτό σημείωμα, οι οποίοι για
διάφορους λόγους δεν το απέκτησαν με την πρώτη έκδοσή του, της οποίας τα
αντίτυπα έχουν εξαντληθεί.
Θωμάς Αστ.
Τσέτσιλας
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΤΟ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ
Το
Μακρυχώρι βρίσκεται είκοσι περίπου χιλιόμετρα βόρεια της Λάρισας στον οδικό
άξονα Λάρισας-Τεμπών, και σήμερα δεσπόζει ως οικισμός, απέναντι και σε απόσταση
6- Στην
ευρύτερη περιοχή του Μακρυχωρίου, δηλαδή στην πεδινή έκταση που βρίσκεται στην
κατεύθυνση από Λάρισα προς Τέμπη, μετά και λίγο ψηλότερα από την τοποθεσία
Καρατσαΐρ, ανάμεσα στις δυτικές υπώρειες του Κισσάβου και στο μικρό βουνό
Καρακόπετρα, που αποτελεί προέκταση και απόληξη νότιων υπωρειών του Ολύμπου,
υπήρχαν οικισμοί από την αρχαιότητα, παρά το ότι ο θεσσαλικός κάμπος στο σύνολό
του ήταν τότε αραιοκατοικημένος. Η
έκταση αυτή αποτελεί το φυσικό προθάλαμο της κοιλάδας των Τεμπών και από αυτήν
περνούσαν και περνούν οι δρόμοι που οδηγούν μέσω της κοιλάδας από τη Θεσσαλία
στη Μακεδονία. Ο δε Πηνειός ποταμός ακουμπά στην αρχή της κάποιες παρυφές της,
διαπερνά στη συνέχεια τις δυτικές υπώρειες της Καρακόπετρας και τέλος διασχίζει
ένα μεγάλο μέρος της, λίγο πριν μπει στην κοιλάδα των Τεμπών. Εξάλλου από τις
δυτικές υπώρειες του Κισσάβου έτρεχε από πολλές πηγές άφθονο νερό, το οποίο
διαπερνούσε και διαπότιζε την έκταση αυτή. Οι μεγαλύτεροι στην ηλικία κάτοικοι
της περιοχής ασφαλώς θυμούνται τα νερά που έτρεχαν άφθονα μέχρι εδώ και 30-40
χρόνια μέσα από το Συκούριο, το Πουρνάρι, την Ελάτεια και τον Ευαγγελισμό, τα
νερά που πήγαζαν και έτρεχαν στο Ραχμάνι του Μακρυχωρίου και στο Κεφαλόβρυσο
της Αμφιθέας, το νερό της Βρύσης του Μακρυχωρίου με τα πέντε κανάλια, δίπλα στο
σημερινό «αντλιοστάσιο», και ότι ο χείμαρρος Καλάμτσια έφερνε στον Πηνειό νερά
του Κισσάβου και της περιοχής όλο το χρόνο, χειμώνα-καλοκαίρι. Τα
στοιχεία αυτά, δηλαδή η γεωγραφική θέση της περιοχής του Μακρυχωρίου και η ροή
σ’ αυτήν άφθονου επιφανειακού νερού, διευκόλυναν και κατέστησαν αυτονόητη τη
μόνιμη εγκατάσταση ανθρώπων και τη δημιουργία οικισμών στην περιοχή αυτή. Ιστορικά
δεδομένα, δηλαδή γραπτές μαρτυρίες και αρχαιολογικά ευρήματα, μας πληροφορούν ότι
οικισμοί στην περιοχή αυτή υπήρχαν από την αρχαιότητα στη Γυρτώνη, στο Ραχμάνι,
κοντά στο σημερινό Μακρυχώρι, κοντά στη σημερινή Ελάτεια, στους Γόννους, όπου
υπήρξε σημαντικός οικισμός στην αρχαιότητα, και αλλού. Ειδικά
για τη Γυρτώνη αναφέρεται στον Όμηρο ότι αυτή μαζί με άλλες πόλεις της ίδιας
περιοχής έστειλαν στρατεύματα στον Τρωικό πόλεμο με αρχηγό τον Πολυποίτη. Οι δ’ Άργισσαν έχον και Γυρτώνην ενέμοντο, Όρθην Ηλώνην τε πόλιν τ’ Ολοσσόνα λευκήν, των αυθ’ ηγεμόνευε μενεπτόλεμος Πολυποίτης. (Ιλιάδα, Β,
στιχ. 738-740) Βέβαια
κάποιοι ερευνητές στη θέση του σημερινού οικισμού Γυρτώνη, ή και λίγο
δυτικότερα προς τον οικισμό Ροδιά, τοποθετούν την αρχαία πόλη Μόψιον, ενώ η
θέση της αρχαίας Γυρτώνης δεν έχει οριστεί ακόμη ακριβώς. Κάποιοι την
τοποθετούν ανατολικότερα, κοντά στις νοτιοδυτικές υπώρειες του μικρού βουνού
Βερνέρ ή ακόμα και στην τοποθεσία Μπουνάρμπασι, κοντά στο Κυψελοχώρι. (BRUNO HELLY,
Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμος 49, σελ. 50 και τόμος 54, σελ. 17, 18) Πέρα
όμως από τα συμπεράσματα ερευνών για την ακριβή θέση των αρχαίων οικισμών, που
δεν ενδιαφέρουν πρωτίστως το ιστορικό αυτό σημείωμα, αρχαιολογικά ευρήματα
(ταφικά, οικοδομικά και άλλα), η ύπαρξη των οποίων είναι γνωστή σε όλους σχεδόν
τους κατοίκους της περιοχής, που έφερε στο φως η σκαπάνη του αρχαιολόγου ή το
αλέτρι του γεωργού, ίσως και η σκαπάνη του αρχαιοκάπηλου, είναι αψευδείς
μάρτυρες της ύπαρξης αρχαίων οικισμών στη Γυρτώνη και στο Ραχμάνι. Εξάλλου
πρόσφατα, περί το 2001, ανασκαφές που έγιναν στα πλαίσια της κατασκευής του
αυτοκινητόδρομου, ανατολικά του Μακρυχωρίου και μετά το επίχωμα της
σιδηροδρομικής γραμμής, στη θέση Άσπρη Πέτρα ή Γκιρίζι, αποκάλυψαν την ύπαρξη
προϊστορικού οικισμού στο μέρος αυτό. Και
οι αρχαιολόγοι θεωρούν βέβαιο ότι και στη θέση αυτή, όπως και στη θέση
Ραχμάνι, στη μικρή μαγούλα στην αγροτική θέση Γούρνα, υπάρχουν θαμμένα πολλά
αξιόλογα αρχαιολογικά μνημεία. Στο Ραχμάνι έγιναν βέβαια κατά καιρούς, μικρής
πάντως έκτασης, ανασκαφές. Ήδη το 1910 το αρμόδιο Υπουργείο χορήγησε άδεια στην
Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών να κάνει ανασκαφές στη θέση αυτή. Ωστόσο
στη θέση του σημερινού οικισμού Μακρυχώρι δε μαρτυρείται, ούτε από γραπτές
μαρτυρίες ούτε από αρχαιολογικά ευρήματα, ύπαρξη αρχαίου οικισμού. Η έλλειψη
αρκετού νερού στην ανατολική πλευρά της Καρακόπετρας είναι μάλλον ο λόγος για
τον οποίο δεν επιλέχτηκε το μέρος αυτό για εγκατάσταση μόνιμων κατοίκων και
οικισμού στην αρχαιότητα. Άλλωστε σύμφωνα με μαρτυρίες συγγραφέων ο μικρός
ορεινός όγκος της Καρακόπετρας ονομαζόταν στην αρχαιότητα Έρημον όρος, καθώς, προφανώς
λόγω της λειψυδρίας, δεν έφερε υψηλή βλάστηση, ήταν κυρίως χορτολιβαδική
έκταση. Και η έκταση στην «πλάτη» του Μακρυχωρίου, που φέρει σχετικά υψηλή
βλάστηση, ελιές, αγριελιές και άλλη άγρια βλάστηση, «αναδασώθηκε» μετά το 1910
και μετά από πολυετή απαγόρευση της βοσκής στο μέρος αυτό, που επέβαλε η
Κοινότητα Μακρυχωρίου. Αλλά και σήμερα ακόμα για έναν που έρχεται από Λάρισα
προς Μακρυχώρι η εικόνα της Καρακόπετρας, από τη Γυρτώνη ως το Μακρυχώρι, είναι
εικόνα έρημου όρους· και η ψηλότερη κορυφή της ονομάζεται από τους Μακρυχωρίτες
Γκόλια, που είναι ονομασία σλαβική και σημαίνει γυμνή περιοχή. Ούτε
στη Ρωμαϊκή εποχή, προ ή μετά Χριστόν, ούτε στη Βυζαντινή εποχή μέχρι και το 15ο
αιώνα μαρτυρείται η ύπαρξη οικισμού στη θέση του σημερινού Μακρυχωρίου με το
όνομα Μακρυχώρι ή με άλλο όνομα.
Ανασκαφές στο Ραχμάνι το 1910
Μόνιμη
εγκατάσταση κατοίκων και ίδρυση οικισμού στη θέση του Μακρυχωρίου φαίνεται ότι
έγινε στο δεύτερο μισό του 15ου ή στα πρώτα χρόνια του 16ου αιώνα. Τα ιστορικά
γεγονότα έχουν ως εξής. Η
κατάκτηση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους έγινε αρκετά χρόνια νωρίτερα από το
1453, από την άλωση δηλαδή της Κωνσταντινούπολης. Ήδη από τα τέλη του 14ου
αιώνα, μετά το 1380, τουρκικός στρατός κατέλαβε τον Πλαταμώνα και πέρασε από τα
Τέμπη στη Θεσσαλία. Στις επιχειρήσεις αυτές σημαντικό ρόλο είχε ο Χασάν Μπαμπά,
που ήταν κυρίως θρησκευτικός ηγέτης. Αυτός ίδρυσε τότε τον ομώνυμο Τεκέ,
μουσουλμανικό ιερό, και από αυτόν ονομάστηκε και ο οικισμός του Μπαμπά, που
αναπτύχθηκε γύρω από τον Τεκέ, δηλαδή τα σημερινά Τέμπη. Η κατάκτηση της
Θεσσαλίας ολοκληρώθηκε στις αρχές του επόμενου αιώνα επί Σουλτάνου Μουράτ Β΄.
Λίγο μετά το 1420 τουρκικός στρατός υπό το στρατηγό Τουραχάν μπέη πέρασε τα
Τέμπη και ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Θεσσαλίας χωρίς να βρει καμία αντίσταση
από τους ντόπιους. Το
1423, αναφέρουν ιστορικά κείμενα, ο Τουραχάν μπέης ίδρυσε δώδεκα χωριά, αρχικά
ως στρατιωτικούς σταθμούς. Τα χωριά αυτά ήταν τα εξής: Τατάρ, Καζακλάρ, Τσαΐρ,
Μισαλάρ, Ντελέρ, Κουφάλα, Καρατζιογλάν, Λυγάρα, Ραντγκούν, Καραντεμιλί, Ντεριλί
και Μπαλαμούτ. Την ίδια εποχή ίδρυσε και τον Τύρναβο, στους κατοίκους του
οποίου φρόντισε να παραχωρηθούν από το Σουλτάνο πολλά προνόμια. Στα χωριά αυτά
εγκαταστάθηκαν Τούρκοι έποικοι από το Ικόνιο της Καππαδοκίας, οι οποίοι
ονομάστηκαν από τον τόπο καταγωγής τους Κονιάροι (Ικονιάροι) και τα χωριά τους
κονιαροχώρια. Οι Κονιάροι ήταν κυρίως γεωργοί και ασχολήθηκαν και εδώ κυρίως με
την καλλιέργεια της γης. Ο
αριθμός των κονιαροχωρίων και ο πληθυσμός του καθένα τους με το πέρασμα του
χρόνου και με τη σταδιακή εισροή χιλιάδων εποίκων αύξανε. Μερικές μάλιστα
δεκαετίες αργότερα, μετά το 1463, νέο κύμα Τούρκων εποίκων έφτασε στον κάμπο
της Λάρισας. Ήταν οι Γιουρούκοι Τούρκοι, νομάδες κτηνοτρόφοι, που το καλοκαίρι
μετακόμιζαν με τα κοπάδια τους σε ορεινές περιοχές. Με το πέρασμα του χρόνου
Κονιάροι και Γιουρούκοι άρχισαν να ασχολούνται αδιακρίτως και με τη γεωργία και
με την κτηνοτροφία. Από αυτούς προήλθαν πολλά χωριά του κάμπου της Λάρισας, ο
οποίος από πολλά χρόνια πριν και μέχρι την εποχή εκείνη ήταν αραιοκατοικημένος.
Τα περισσότερα από τα χωριά αυτά υπάρχουν και σήμερα, εξελιγμένα βέβαια και
εξελληνισμένα. Τέτοια ήταν τα χωριά που ιδρύθηκαν κατά μήκος της παλαιάς
εθνικής οδού Λάρισας-Βόλου, όπως Τοπουζλάρ (Πλατύκαμπος), Μαϊμουλάρ (Χάλκη)
κ.ά., ή τα χωριά στις βόρειες παρυφές της λίμνης Κάρλας, όπως Αληφακλάρ
(Καλαμάκι) κ.ά., ή πιο κοντά στην περιοχή μας τα χωριά Τόιβασι (Καλοχώρι),
Σουφλάρ (Χειμάδι), Τζιαμί (Νέσσων), Μπαλτζή (Κυψελοχώρι), Μπουγιούκ Κισερλί
(Συκούριο), Κιουτσούκ Κισερλί (Ελάτεια), Ιλεντσελού (Πουρνάρι), Χατζιόμπασι
(Ευαγγελισμός), Μπαχτσιλάρ (Παραπόταμος), ή άλλοι οικισμοί που διαλύθηκαν και
δεν επιβίωσαν, όπως Μπουνάρμπασι, Μουρλάρ, Ντογουσλάρ ή Νταουσλάρ. Την
ίδια εποχή οικογένειες νομάδων κτηνοτρόφων, δηλαδή Γιουρούκοι, εγκαταστάθηκαν
και στη λεκάνη του Μακρυχωρίου, ανάμεσα στις πλαγιές των μικρών βουνών
Καρακόπετρα, Προσήλιο και Βερνέρ. Εγκαταστάσεις-οικισμοί τριών-τεσσάρων και σε
κάποια σημεία περισσότερων οικογενειών έγιναν στο Ραχμάν ή Ραχμανλού, στο
Βερνέρ (στην περιοχή του σημερινού ποιμνιοστασίου Σερίφη), στο Προσήλιο (βόρεια
και απέναντι από τον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό), στο Καρασλάρ, στην τοποθεσία
Καρατζιά (νοτιοδυτικά του Μακρυχωρίου και ελάχιστα νοτιότερα από το Καρασλάρ[2])
και στη θέση όπου σήμερα βρίσκεται το Μακρυχώρι. Ο τελευταίος αυτός οικισμός
πήρε το όνομα Οτμανλί ή Οτμανλού και ο οικισμός αυτός εξελίχτηκε στο σημερινό
Μακρυχώρι. Νομάδες
κτηνοτρόφοι, Γιουρούκοι Τούρκοι, ήταν λοιπόν οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού μας.
Αυτοί μαζί με άλλους Τούρκους Κονιάρους συγκρότησαν το κονιαροχώρι Οτμανλί και
έζησαν σ’ αυτό μέχρι το τέλος της τουρκοκρατίας ασχολούμενοι με την κτηνοτροφία
και τη γεωργία παράλληλα. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από το ότι ο
οικισμός Οτμανλί δεν ιδρύθηκε μαζί με τους δώδεκα οικισμούς που ίδρυσε πολύ
κοντά στην περιοχή ο Τουραχάν μπέης και από το ότι ο τόπος αυτός ήταν πολύ
κατάλληλος για την κτηνοτροφία. Αν αναλογισθούμε την εικόνα του τόπου μας την
εποχή εκείνη, όταν ακόμα ήταν ακατοίκητος, θα δούμε μπροστά μας μια εκτεταμένη
χορτολιβαδική έκταση, στην ανατολική πλευρά της Καρακόπετρας, που εκτεινόταν
από τα όρια της Γυρτώνης μέχρι τα όρια του Παραποτάμου και από την κορυφογραμμή
της Καρακόπετρας μέχρι πολύ χαμηλά, καθώς η καλλιεργούμενη έκταση απείχε
σίγουρα πολύ την εποχή εκείνη από τις υπώρειες της Καρακόπετρας, όπου έχει
φθάσει τα τελευταία χρόνια. Άλλωστε ακόμη και σήμερα «οι μεριάδες» μπροστά στο
Μακρυχώρι φτάνουν μέχρι το χείμαρρο Καλάμτσια και μέχρι τον αυτοκινητόδρομο. Η
έκταση αυτή λοιπόν, σε συνδυασμό με τα νερά που έτρεχαν στο χαμηλό μέρος της
λεκάνης, όπως προαναφέρθηκε, δεν ήταν απλά κατάλληλη, ήταν πρόκληση για την
κτηνοτροφία, ιδίως τους χειμερινούς μήνες. Εξάλλου πρέπει να θεωρούμε βέβαιο
ότι σε όλη τη διαδρομή του χειμάρρου Καλάμτσια και σε αρκετά μεγάλο μήκος από
τις δυο πλευρές του το έδαφος έφερε πυκνή βλάστηση, ήταν δασωμένο, κατά τη
διάρκεια της Τουρκοκρατίας μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Τα
μεγάλα δέντρα που υπάρχουν ακόμα σε παρυφές του χειμάρρου, τα πολλά και μεγάλα
δέντρα που υπήρχαν μέχρι και τη δεκαετία του 1950 στην αγροτική τοποθεσία
Γιαλντάς, κοντά στις εκβολές του χειμάρρου, ενισχύουν την άποψη αυτή. Η δε
ονομασία Αρμάνια (=Ρουμάνια) της αγροτικής περιοχής του Μακρυχωρίου στη δυτική
πλευρά της Καλάμτσιας στο ύψος του χωριού Πουρνάρι επισφραγίζει την άποψη ότι η
περιοχή περί τον χείμαρρο Καλάμτσια είχε πυκνή βλάστηση, ήταν δάσος. Ανάλογες
συνθήκες βέβαια ευνόησαν την ίδρυση και των άλλων οικισμών της λεκάνης του
Μακρυχωρίου. Εξάλλου
στην ονομασία Οτμανλί αποδίδονται δύο ερμηνείες. Κατά τη μία προέρχεται από τη
λέξη Οσμάν → Οθμάν → Οτμάν ( = οθωμανός) και το επίθημα –λι ( = τόπος, χώρος),
δηλαδή Οτμανλί εσήμαινε Οθωμανών τόπος. Κατά την άλλη Οτμανλί εσήμαινε
χορταριασμένος τόπος, τόπος με πολύ χορτάρι, καθώς η τουρκική λέξη ot ( = οτ) σημαίνει χόρτο. Η δεύτερη αυτή σημασία είναι
μάλλον η επικρατέστερη, καθώς αυτή τη σημασία γνωρίζουν οι Μακρυχωρίτες, όπως
τους παραδόθηκε από τους παππούδες τους, που διαδέχτηκαν τους Τούρκους στο
μέρος αυτό. Ο
ακριβής χρόνος της ίδρυσης του οικισμού Οτμανλί και των γύρω οικισμών δεν
μπορεί να προσδιοριστεί. Ωστόσο από τη γενική ιστορική αναφορά που προηγήθηκε
και από το γεγονός ότι ο εποικισμός των Κονιάρων και Γιουρούκων και η ανάπτυξη
των Κονιαροχωρίων έγινε σταδιακά, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι οικισμοί
αυτοί ιδρύθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες του 15ου αιώνα, από το 1470 ως το
1500, ή τα πρώτα χρόνια μετά το 1500. Κάποιοι
από τους οικισμούς αυτούς δεν άντεξαν στο χρόνο και διαλύθηκαν στη διάρκεια της
τουρκοκρατίας, και μάλιστα αρκετά νωρίς, όπως ο οικισμός Μουρλάρ, κοντά στην
Ελάτεια. Κάποιοι άλλοι άντεξαν μέχρι το τέλος της τουρκοκρατίας και διαλύθηκαν
κατά το χρόνο της μετάβασης από την τουρκοκρατία στο ελληνικό κράτος, δηλαδή
μετά το 1880, όταν οι Τούρκοι έφευγαν και οι Έλληνες κάτοικοι των χωριών αυτών,
αν και όσοι υπήρχαν, απορροφήθηκαν από κοντινούς, συνήθως μεγαλύτερους,
οικισμούς. Τέτοιοι είναι οι οικισμοί Ραχμάν, Καρασλάρ του Μακρυχωρίου καθώς και
Νταουσλάρ του Παραποτάμου. Αυτό προκύπτει και από τα ερείπια των οικισμών
αυτών, που υπάρχουν μέχρι τώρα και σε κάποιες περιπτώσεις διατηρούν ευδιάκριτα
χαρακτηριστικά τους (π. χ. ρυμοτομικά), αλλά και από μαρτυρίες κατοίκων. Οι
μεγαλύτεροι στην ηλικία Μακρυχωρίτες θυμούνται ασφαλώς ότι μέχρι και τη
δεκαετία του 1950 από τους τοίχους των τουρκικών οικισμών στο Ραχμάν και
Καρασλάρ μετέφεραν, οι ίδιοι ή οι πατεράδες τους, την πέτρα για το κτίσιμο των
σπιτιών τους και άλλων κτισμάτων. Ειδικά για το Καρασλάρ γνωρίζουμε ότι η
οικογένεια Κατσιγιάννη συνέχιζε να ζει εκεί κάποια χρόνια μετά την ένταξη της
Θεσσαλίας στην Ελλάδα. Σύμφωνα με μαρτυρία του Ευάγγελου Κατσιγιάννη του
Ιωάννου, κατοίκου Μακρυχωρίου, 80 ετών περίπου, ο πατέρας του Κατσιγιάννης Ιωάννης
του Ευαγγέλου γεννήθηκε στο Καρασλάρ το έτος 1885. Εξάλλου, όπως ενθυμούνται οι
παλαιότεροι, ίχνη του νεκροταφείου του Καρασλάρ (ίσως και του Καρατζιά), δηλαδή
επιτύμβιες πέτρινες στήλες, διατηρούνταν για μερικές δεκαετίες μετά το 1900
μισό χιλιόμετρο περίπου ανατολικά του οικισμού και κάθετα προς το σημερινό
αυτοκινητόδρομο, κοντά στο ποιμνιοστάσιο του Θωμά Μπιτσαρά[3].
Η παράδοση βέβαια, που υπάρχει στο Μακρυχώρι, ότι οι κάτοικοι του Καρασλάρ
μετακόμισαν στο Μακρυχώρι, γιατί εκεί υπήρχαν πολλά φίδια, που έμπαιναν και
μέσα στα σπίτια, δε φαίνεται λογική και επομένως δεν ευσταθεί. Πιθανόν να
οφείλεται σε κάποιο μεμονωμένο σχετικό γεγονός.
Τωρινά λείψανα του Καρασλάρ
Γ. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ
Παρατίθενται
στη συνέχεια μερικές πληροφορίες για το Μακρυχώρι, οι οποίες αναφέρονται στην
περίοδο της τουρκοκρατίας. Οι πληροφορίες αυτές θα μας βοηθήσουν να
σχηματίσουμε μια εικόνα για το Μακρυχώρι και τη γύρω περιοχή της εποχής
εκείνης, όταν ακόμη ήταν τουρκοχώρι και είχε το όνομα Οτμανλί. Προέρχονται από
κείμενα ερευνητών και μελετητών της θεσσαλικής ιστορίας της εποχής αυτής ή από
αναφορές, περιγραφές και εντυπώσεις περιηγητών, κυρίως Ευρωπαίων, που
περιηγήθηκαν τη Θεσσαλία τους τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας (18ο και 19ο
αιώνες). Ωστόσο
το χωριό μας θα αναφέρεται στο εξής στο ιστορικό αυτό σημείωμα με το ελληνικό
όνομα Μακρυχώρι, όχι με το τουρκικό Οτμανλί, με εξαίρεση την αναφορά του ως
Οτμανλί σε αποσπάσματα κειμένων περιηγητών και άλλων συγγραφέων. Άλλωστε το
Μακρυχώρι είχε και διατήρησε το ελληνικό αυτό όνομά του για πολλά χρόνια στη
διάρκεια της τουρκοκρατίας και ως Μακρυχώρι εντάχθηκε από την αρχή στο ελληνικό
κράτος, σε αντίθεση με τα περισσότερα τουρκοχώρια, που από την ένταξή τους στην
Ελλάδα και για πολλές δεκαετίες είχαν ως επίσημη ονομασία το τουρκικό όνομά
τους, μερικά μάλιστα μέχρι και τη δεκαετία του 1950. Ο Δ. Κ. Τσοποτός στο έργο
του «Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την τουρκοκρατίαν», Βόλος 1912 (σελ. 53,
261), αναφέρει. «Γεωργικά χωρία της πεδινής Θεσσαλίας διατηρήσαντα τα ελληνικά
αυτών ονόματα κατά την Τουρκοκρατίαν εισί τα επόμενα: εν τη επαρχία Λαρίσσης:
Κουλούρι, Κουτσόχειρον, Καλύβια, Δοξαρά, Ψυχικόν, Λουτρός, Μακρυχώρι,
Πουρνάρι, Λασποχώρι» και άλλα. Πρέπει
όμως εδώ να επισημάνουμε ότι ο όρος Οτμανλί και κυρίως ο όρος Μακρυχώρι στις
αναφορές περιηγητών και άλλων συγγραφέων περιλαμβάνει πιθανότατα ως ενιαίο
σύνολο τους παράπλευρα τοποθετημένους τούρκικους οικισμούς Καρασλάρ, Οτμανλί –
ίσως και τον οικισμό στη θέση Καρατζιά. Έτσι εξηγείται ότι οι περιηγητές
αναφέρουν μόνο το όνομα Οτμανλί, και όχι Καρασλάρ ή Καρατζιά, και έτσι κυρίως
εξηγείται η απόδοση από τους Έλληνες στους οικισμούς αυτούς του ονόματος
Μακρυχώρι. Ο διαβάτης Έλληνας που κατά την τουρκοκρατία έβλεπε τους οικισμούς
αυτούς από τα χαμηλά της λεκάνης του Μακρυχωρίου, π. χ. από τη θέση Προσήλιο ή
από την Καλάμτσια, να εκτείνονται περίπου από το τωρινό ποιμνιοστάσιο του
Ευθυμίου Κ. Σαΐτη, στη νότια πλευρά του οικισμού Καρασλάρ, μέχρι το ρέμα
Μπούτου, στα βόρεια, και από τις υπώρειες της Καρακόπετρας, δυτικά, μέχρι τη
νοητή παράλληλη ευθεία γραμμή, ανατολικά, που περνούσε από το χώρο που σήμερα
βρίσκεται το Δημαρχείο, γιατί μέχρι εκεί έφτανε το Μακρυχώρι ως και τη δεκαετία
του 1950, ο διαβάτης αυτός έβλεπε μπροστά του έναν επιμήκη, στενόμακρο οικισμό,
που δικαιολογούσε απόλυτα τη χρήση του όρου «μακρύ χωρίον», Μακρυχώρι. Για τον
ίδιο λόγο ο μητροπολίτης Πλαταμώνος Αμβρόσιος σε περιγραφή «των πρώην τουρκικών
χωρίων της Επισκοπής Πλαταμώνος» το έτος 1895, δηλαδή μετά την προσάρτηση της
Θεσσαλίας στην Ελλάδα, γράφει: «Μακρυχώρι, όπερ πράγματι κατέχει μακρύν χώρον
εκτάσεως, και ίσως εκ τούτου ωνομάσθη ούτως. Ίνα διέλθη τις το χωρίον τούτο από
της μιας αυτού άκρας άχρι της άλλης απαιτείται ημίωρος τουλάχιστον έφιππος οδοιπορία». Το
Μακρυχώρι λοιπόν από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής του ως κονιαροχώρι, αλλά και
σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, ήταν σχετικά μεγάλος οικισμός, από τους
μεγαλύτερους της περιοχής. Μεγαλύτεροί του ήταν μόνο οι οικισμοί Ντεριλί
(Γόννοι) και Κισερλί (Συκούριο). Κύρια
ενασχόληση των κατοίκων, όπως προαναφέραμε, ήταν η κτηνοτροφία και η γεωργία.
Έτρεφαν κυρίως αιγοπρόβατα, αλλά και άλλα ζώα, άλογα, γαϊδούρια, βοοειδή, για
την εξυπηρέτηση οικογενειακών αναγκών και των γεωργικών καλλιεργειών. Καλλιεργούσαν
σιτηρά, καλαμπόκι, βαμπάκι, ελιές, αμπέλια, καπνό και άλλα. Ο Δ. Κ. Τσοποτός
στο έργο του που προαναφέρθηκε (σελ. 171) μας πληροφορεί ότι «κατά το τέλος της
18 εκατονταετηρίδος εξήγεν ήδη η Θεσσαλία σιτάρια, κριθάρια, μετάξια πολλά,
σύκα, λάδια, εληαίς, βαμπάκια, νήματα, σάμι, πετσιά, ρύζι». Εξάλλου, σημειώνει
ο Τσοποτός, «εξαίρετα πεπόνια εύρεν ο Βαρθόλδυ τω 1803 εν Λαρίση, τα και νυν
πεφημισμένα του γειτονικού χωρίου Μπάκραινας, τα οποία κατά την γνώμην του ήσαν
ανώτερα των Θηβαϊκών». Ο δε Ιωάννης Οικονόμος-Λογιώτατος στο έργο του «Ιστορική
τοπογραφία της τωρινής Θεσσαλίας – 1817» (Έκδοση Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 2005,
Κώστας Σπανός, σελ. 111) αναφέρει. «Τουρκοχώρια του Κισσάβου. Εις ταις
νοτιοδυτικαίς ποδιαίς του Κισσάβου, και εις τα δεξιά της Σαλαμβριάς[4],
ευρίσκονται όλον τουρκοχώρια… όλα τα πωρικά τους τα φέρουν εις την Λάρισαν και
τα πωλούν, σταφύλια, ρόιδα και μύγδαλα, κάμνουν πολλά και καλά». Και ο Αδάμ Κ.
Ανακατωμένος-Μακεδών στο έργο του «Τα νέα όρια της Ελλάδος, ήτοι τοπογραφικαί
και εθνολογικαί σημειώσεις περί της Θεσσαλίας» (Έκδοση Θεσσαλικό Ημερολόγιο,
2004, Κώστας Σπανός, σελ. 30) γράφει. «Οι Κονιάροι είναι άπαντες γεωργοί,
καλλιεργούσι τον άριστον καπνόν, αμπέλους, σίτον και την κτηνοτροφίαν. Φέρουσι
την πατροπαράδοτον ενδυμασίαν του Ικονίου, πάντοτε οπλοφορούντες. Εν συνόλω η
όψις αυτών είναι αγρία· ομιλούσι διεφθαρμένως την ελληνικήν γλώσσαν, δι’ ης
συνεννοούνται μετά των ορεινών κατοίκων του Κισσάβου και του Ολύμπου». Ο
Δ. Κ. Τσοποτός (σελ. 271) μας πληροφορεί ότι το Μακρυχώρι και η Μπάκρενα ήταν
τσιφλίκια του Αλή Πασά στο τέλος του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Την
ίδια πληροφορία μας δίνει και ο Επαμεινώνδας Γ. Φαρμακίδης στο έργο του «Η
Λάρισα (τοπογραφική και ιστορική μελέτη)» 1924 (Έκδοση Βιβλιοπωλείο Γνώση,
Λάρισα 2001, σελ. 190). Εξάλλου σε έγγραφο του Αλή Πασά, που παρουσίασε στο
Θεσσαλικό Ημερολόγιο ο Κώστας Σπανός (Τόμος 18ος, 1990, σελ. 97), το Μακρυχώρι
(Οτμανλί) συμπεριλαμβάνεται στους οικισμούς της Λάρισας που όφειλαν στον Αλή
Πασά «το στρεμματιάτικο» του έτους 1813. Ωστόσο
ο Τσοποτός μας πληροφορεί επίσης (σελ. 202) ότι το Μακρυχώρι ανήκε στην
κατηγορία «των χωρίων, τα οποία αναφέρονται ως τσιφλίκια του Αλή Πασά, εισίν
όμως πασίγνωστα ως ανέκαθεν
Κεφαλοχώρια, επομένως εν τοις χωρίοις
τούτοις μόνον μερίδια ή αγρούς τινας εκέκτητο ο Αλή Πασάς. Ταύτα εισί τα εξής
ορεινά χωρία: Νεζερός, Μακρυχώρι (Δήμου Νέσσωνος)» και άλλα. Ο όρος κεφαλοχώρι έφερε τότε τη σημασία που και σήμερα
έχει, αλλά ειδικότερα εσήμαινε τα χωριά των οποίων κάτοικοι ή όλοι οι κάτοικοι
είχαν ατομική ιδιοκτησία, γης ή άλλης περιουσίας, και δεν καλλιεργούσαν τα
χωράφια του τσιφλικά. Ακολουθούν
αποσπάσματα από κείμενα περιηγητών σχετικά με το Μακρυχώρι και την περιοχή. Ο
Σουηδός περιηγητής J. J. Bjiornstahl στο
έργο του «Το οδοιπορικό της Θεσσαλίας 1779» (Κων/νος Οικονόμου, Η Λάρισα και η
θεσσαλική ιστορία, τομ. Δ. σελ. 412, Λάρισα 2009) στην πορεία του από Λάρισα
προς Τέμπη αναφέρεται στο Μακρυχώρι και τα γύρω χωριά, χωρίς όμως να τα
ονομάζει ρητά. «Έπειτα όδεψα κατά βόρεια στο μπογάζι, δηλαδή στο στενό ανάμεσα
Όλυμπο και Όσσα. Πέρασα πολλά χωριά και από τις δύο πλευρές του δρόμου. Είναι
κατοικημένα από Τούρκους, αρκετά πολυάνθρωπα. Μερικά έχουν ως χίλια σπίτια[5].
Τα χωριά αυτά βρίσκονται στα πόδια των βουνών. Το βράδυ έφτασα στο χωριό
Μπαμπά, κοντά στον ποταμό Σαλαμβριά». Ο
Άγγλος περιηγητής William Leake (Ληκ) στο έργο του «Η Θεσσαλία 1805-1810» (μετάφραση
Αιδεσ. Γεωργίου Δ. Στάθη, Τύποις υιών Σωτ. Σχοινά, Βόλος) γράφει για την
περιοχή μας (σελ. 59). «Υπάρχουν δύο δρόμοι εκ Τυρνάβου προς τα Τέμπη, ο ένας κατευθυνόμενος
στο Δερελί… ο άλλος, εκ Τυρνάβου στο Μπαμπά, περνά την πεδιάδα και δι’ ενός
πορθμείου τον Πηνειό, στην περιφέρεια του μικρού Κονιαροχωρίου Μπάκρινα»
(10.12.1806). Σε άλλο σημείο γράφει (σελ. 65).
«Εκ Μαρμαριανής περάσαμε μια μικρά βραχώδη λοφοσειρά προς την πεδιάδα
του Κισερλί. Αυτό εφοδιάζει την αγορά της Λαρίσης με σταφύλια, είναι μεγάλο
Τουρκοχώρι, όμορφα τοποθετημένο στα ριζά της Όσσης…. Όταν είμεθα σιμά στο Μικρό
Κεσερλί, το Ουτμαντά[6],
ένα μεγάλο Τουρκοχώρι, καλούμενο από τους Έλληνες Μακρυχώρι, είναι δυο μίλια
προς τ’ αριστερά μας… Επί της απέναντι πλευράς του ποταμού μια ωραία πεδιάδα
εκτείνεται ως τους πρόποδες του Ολύμπου και περιλαμβάνει την Τουρκική κώμη
Δερελί. Κείται ενάμισυ μίλιο μακρυά του ποταμού… μέσα σ’ αμπέλια και κήπους και
χωρίζεται του ποταμού με δάσος πουρναριών[7].
Ο ποταμός στο σημείο αυτό περνάται επί γεφύρας, καλουμένης Βερνέσι[8]».
(17.12.1806). Ο
Γάλλος περιηγητής J. J. M. FR. BOUDIN
TROMELIN στο έργο του «Ταξίδι στη Θεσσαλία το 1807» (Θεσσαλικό
Ημερολόγιο, Τόμος 54, σελ. 90) γράφει. «Αυτή η ενδιάμεση κοιλάδα οριοθετείται
από την Όσσα και την απομονωμένη λοφοσειρά[9],
η οποία εμποδίζει τη θέα του ποταμού. Είναι ψηλότερα από την πεδιάδα της
Λάρισας, εν μέρει καλλιεργημένη και πολύ κατοικημένη από Τούρκους Γιουρούκους.
Σε μια χαράδρα, στα δεξιά και στη μέση του βουνού, φαίνονται τα τουρκοχώρια
Κεσερλί, Οτμανλί και Μπαλαμούτι και στα αριστερά του δρόμου το χωριό Ντεριλί,
το πιο σημαντικό από τα’ άλλα». Ο
Ιωάννης Λεονάρδος περνάει από την περιοχή μας το 1836 κατευθυνόμενος προς τα
Τέμπη και γράφει στο έργο του «Νεωτάτη της Θεσσαλίας χωρογραφία». «Άλλ’
ακολουθούντες περαιτέρω τον δρόμον μας, πίπτουν υπ’ όψιν μας τα ωραιοκείμενα
κονιαροχώρια: το Μακροχώρι, επί μιας πλαγίου πεδιάδος ασπρίζον, και το Μικρό
Κεσερλί υπό την σκέπην του Κισσάβου τεθεμελιωμένον… Αφ’ ου όμως απεράσωμεν τας
βρύσεις[10]
του Μακροχωρίου και τον χείμαρρον Γκαλάμτζιαν, πλησιάζομεν την κόμην
Χατζιόμπασην». Ο
RAOUL DE MALHERBE κάνει ένα ταξίδι στη
Θεσσαλία το 1843 και πορευόμενος από Λάρισα προς Τέμπη σημειώνει για την
περιοχή μας. «Στα βόρεια είχαμε τον Όλυμπο, στα βορειοανατολικά τον Κίσσαβο…
Προχωρώντας λίγο ακόμα είδαμε στα δυτικά πάνω σ’ ένα αντέρεισμα[11]
του Ολύμπου το χωριό Οτμανλί με ένα τζαμί. Οι πλαγιές των βουνών ήταν
καλυμμένες με σκοτεινό φύλλωμα και ο Πηνειός έρεε πίσω από ένα πυκνό
παραπέτασμα από πλατάνια». Ο
Αδάμ Κ. Ανακατωμένος-Μακεδών πηγαίνει από το Δεριλί προς τη Λάρισα ένα
καλοκαίρι μερικά χρόνια πριν το 1880, κάνει στάση στο Μακρυχώρι και σημειώνει
στο έργο του «Τα νέα όρια της Ελλάδος»: «Παρακάμπτοντες την δεξιάν όχθην του
Πηνειού εισερχόμεθα εις την τερπνήν κοιλάδα ήτις ευρύνεται βαθμηδόν εις
απέραντον λεκάνην, ένθα ζώσι Τούρκοι γαιοκτήμονες διασκορπισμένοι εις μεγάλα
και μικρά χωρία μέχρι των προθύρων της πρωτευούσης. Σταματώμεν
προς στιγμήν εις το τουρκικόν χωρίον Μακροχώρι, όπερ μακρόθεν φαίνεται ως
κοιμητήριον ή[12]
κατοικία γεωργών Τούρκων. Τίποτε, σιγή θανάτου επικρατεί· ούτε κύνες
υλακτούσιν, ούτε δέντρα υπάρχουσιν εντός και πέριξ του χωρίου…. Έμπροσθεν του
χωρίου, εις το μέρος ένθα διέρχονται οι οδοιπόροι, κείνται οι τάφοι, προς ους
δεικνύουσιν οι διαβαίνοντες Τούρκοι τυπικήν τινα στοργήν, αποστηθίζοντες ευχάς
τινας του Κορανίου». Η συντροφιά που ταξιδεύει «εκείθεν θα διέλθη σταματώσα
προς στιγμήν εις την κρήνην[13],
όπως ποτίσει τους ίππους και δροσισθεί». Προφανώς είχαν σταματήσει στο δρόμο
κάτω από τη θέση Παναγία ή Τουρκομνήματα, που από το Δεριλί οδηγούσε τον
οδοιπόρο στη Βρύση του Μακρυχωρίου διαμέσου της τοποθεσίας Γκουτζιαμπαγλάρ. Ο
δρόμος αυτός υπάρχει, ως αγροτικός δρόμος, και σήμερα. Με
τα αποσπάσματα κειμένων που παρατέθηκαν σχηματίσαμε μια εικόνα, αμυδρή έστω,
του Μακρυχωρίου και της περιοχής κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Την εικόνα
αυτή μπορούμε να τη συμπληρώσουμε, κυρίως όσοι γεννηθήκαμε πριν το 1950,
φέρνοντας στη μνήμη μας τον οικισμό με τα χαμηλά πέτρινα τουρκόσπιτα, χτισμένα
στο μέσα μέρος του οικοπέδου, και με τους αχυρώνες και τους στάβλους των ζώων
(ντάμια) μπροστά στο δρόμο· τον οικισμό με τους στενούς δρόμους και τα σοκάκια,
όπου χωρούσαν και περνούσαν άνθρωποι και μεμονωμένα φορτωμένα ζώα ή το πολύ και
κάρα με πλάτος 1 έως Προηγουμένως
όμως κρίνω σκόπιμο να σχολιάσω εν συντομία το θέμα αν το Μακρυχώρι ήταν
ελληνοχώρι ή ήταν τουρκοχώρι.
Δ. ΜΑΚΡΥΧΩΡΙ: ΗΤΑΝ ΕΛΛΗΝΟΧΩΡΙ Ή
ΤΟΥΡΚΟΧΩΡΙ ;
Ελληνοχώρι
σημαίνει ή ότι προϋπήρχε της τουρκοκρατίας στο ίδιο μέρος οικισμός με το όνομα
Μακρυχώρι –ή και με άλλο όνομα- ή τουλάχιστον ότι ιδρύθηκε μεν οικισμός από
τους Τούρκους, αλλά κατοικήθηκε στη συνέχεια από κοινού από Έλληνες και
Τούρκους. Το γεγονός ότι το όνομα Μακρυχώρι υπήρχε για πολλά χρόνια στο
διάστημα της τουρκοκρατίας ενισχύει την άποψη αυτή. Και βεβαίως οι Μακρυχωρίτες
σίγουρα θα προτιμούσαμε, για συναισθηματικούς τουλάχιστον λόγους, η άποψη αυτή
να ήταν η σωστή, να εξέφραζε την πραγματικότητα. Ωστόσο
η άποψη ότι το Μακρυχώρι ήταν τουρκοχώρι, δηλαδή ιδρύθηκε από Τούρκους
κατακτητές της περιοχής και κατοικήθηκε μόνο ή κυρίως από Τούρκους, είναι η
ορθή, εκφράζει την πραγματικότητα, όπως φαίνεται και από τα αποσπάσματα κειμένων
συγγραφέων και περιηγητών που προαναφέρθηκαν. Και τούτο για τους εξής λόγους.
1) Οικισμός πριν από την τουρκοκρατία στο ίδιο μέρος δε μαρτυρείται. 2) Το
όνομα Μακρυχώρι ήταν σε χρήση, όπως ρητά αναφέρει ο Ληκ, μόνο από τους Έλληνες,
κατοίκους άλλων οικισμών και περαστικούς. 3) Οι Ευρωπαίοι περιηγητές το
αναφέρουν ως Οτμανλί ή, όταν το αναφέρουν ως Μακρυχώρι, του προσθέτουν τον
προσδιορισμό τουρκοχώρι. 4) Στην απογραφή του 1889, δηλαδή οχτώ χρόνια μετά την
ένταξή του στην Ελλάδα, το Μακρυχώρι είχε 651 κατοίκους και σύμφωνα με το
Μητροπολίτη της περιοχής Αμβρόσιο «οικογενείας 105, τας πάσας οθωμανικάς». 5)
Πριν το 1890 χριστιανικός ναός δεν υπήρχε στο Μακρυχώρι ούτε αντίστοιχο
νεκροταφείο. Εκείνο
πάντως που θεωρείται βέβαιο είναι ότι μερικές δεκαετίες πριν το 1880
εγκαθίσταντο στην περιοχή του Μακρυχωρίου τους χειμερινούς μήνες νοικιάζοντας
βοσκότοπους Έλληνες νομάδες κτηνοτρόφοι, οι οποίοι τους θερινούς μήνες
μετακόμιζαν σε ορεινές περιοχές, ή ότι λίγοι και μεμονωμένοι Έλληνες έμεναν στο
Μακρυχώρι ή ως εργάτες (χουσμεκιάρ) στα κτήματα των Τούρκων ή και ως τεχνίτες ή
έμποροι. Ο Αδάμ Ανακατωμένος αναφέρει σχετικά, λίγα χρόνια πριν το 1880. «Το
έδαφος της Θεσσαλίας θεωρείται ως το γονιμώτερον όλων… τρέφον… απειράριθμα
ποίμνια των βορείων κατοίκων της Μακεδονίας… οίτινες άμα τη ελεύσει του
φθινοπώρου οδεύουσι με τα βελάζοντα ποίμνιά των προς την ευδαίμονα χώραν της
Θεσσαλίας, στήνοντες τας σκηνάς των εις τας χλοεράς κοιλάδας, αφού πρώτοι
αποτίσωσιν αδρά ποσά πακτώσεως…. Εις την μοναδικήν ταύτην στρατιάν συγκαταριθμούνται
και οι Ελληνόβλαχοι (τσελνικάδες) της Μακεδονίας, σύροντες μαζί των ενίοτε και
τας οικογενείας των και αγέλας ίππων…». Ας
δούμε λοιπόν στη συνέχεια πώς το Οτμανλί, το τούρκικο Μακρυχώρι, μετεξελίχτηκε
σε ελληνικό Μακρυχώρι, στο τωρινό Μακρυχώρι.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΤΟ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ
Α1. Οι Τούρκοι
φεύγουν, οι Έλληνες έρχονται.
Το
Μακρυχώρι, όπως και οι άλλοι οικισμοί της περιοχής, εντάχθηκε στο ελληνικό
κράτος το καλοκαίρι του 1881, με την προσάρτηση στην Ελλάδα της Θεσσαλίας και
μέρους της Ηπείρου (περιοχή Άρτας). Η προσάρτηση αυτή επικυρώθηκε στην
Κωνσταντινούπολη στις 20-6 (2/7) του 1881. Με Β. Δ. στις 31.3.1883 (ΦΕΚ 126)
εντάχθηκε στο Δήμο Νέσσωνος με έδρα το Μεγάλο Κεσερλί (Συκούριο). Ο
Δήμος Νέσσωνος ανήκε στην επαρχία Λάρισας, λειτούργησε από το 1883 μέχρι το
1913 και περιλάμβανε, εκτός από το Μεγάλο Κεσερλί, το Μικρό Κεσερλί (Ελάτεια),
το Χατζιόμπασι (Ευαγγελισμός), το Τόιβασι-Ορτά (Καλοχώρι), το Τόιβασι Σουφλάρ
(Χειμάδι), το Ασαρλίκ (Όσσα), το Πουρνάρι (Ιλεντσελού), το Μακρυχώρι (Οτμανλί),
το Μπαγκτσιλάρ (Παραπόταμος), το Μπαχισλάρ (αταυτοποίητος οικισμός), το Μπαλτσί
(Κυψελοχώρι), το Ντογουσλάρ (ή Νταουσλάρ) και το Μπουρνάμπασι (διαλυμένος
οικισμός κοντά στο Κυψελοχώρι και το Πουρνάρι). (Γεωγραφική, Διοικητική και
πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971 υπό Μιχαήλ Χουλιαράκη). Μετά
την προσάρτηση της Θεσσαλίας οι Τούρκοι άρχισαν να πωλούν ή και να
εγκαταλείπουν τις περιουσίες τους και να φεύγουν σταδιακά. Η σταδιακή αυτή
αποχώρηση των Τούρκων από το Μακρυχώρι κράτησε αρκετά χρόνια. Υπάρχουν
μαρτυρίες ότι το 1889 οι μόνιμοι κάτοικοί του ήταν Τούρκοι. Οι 651 κάτοικοι,
κατά την απογραφή του 1889, αποτελούσαν «οικογενείας 105, τας πάσας οθωμανικάς»
κατά το Μητροπολίτη Αμβρόσιο Κασσάρα. Αλλά και το 1893 οι περισσότεροι μόνιμοι
κάτοικοι ιδιοκτήτες γης ήταν Τούρκοι. Σε πρωτόκολλο ορισμού αγροφυλάκων στο
Μακρυχώρι το 1893 υπάρχουν 85 υπογραφές ιδιοκτητών γης. Οι 67 υπογραφές είναι
Οθωμανών και οι 18 Ελλήνων. Στις υπογραφές των Ελλήνων διακρίνονται τα επώνυμα
Τσιάρας, Μπούτος, Τσιάμης, Τάχας, Ρίζος, Ζήσης, Βέλας, Χασιώτης, Μπουροτζίκας[14]
(βλέπε σελ. 46-49). Η αποχώρηση των Τούρκων από το Μακρυχώρι μπορούμε να πούμε
ότι ολοκληρώθηκε, εκτός μεμονωμένων τουρκικών υπολειμμάτων, μετά την περιπέτεια
του ελληνοτουρκικού πολέμου το 1897. Τότε όσοι Τούρκοι είχαν απομείνει στην
περιοχή, μετά την αποχώρηση, παρά τη νίκη του στον πόλεμο, του τουρκικού
στρατού, φοβούμενοι αντίποινα εκ μέρους των Ελλήνων έφυγαν εσπευσμένα πουλώντας
όσο-όσο τις περιουσίες τους ή και εγκαταλείποντάς τες απούλητες. Ωστόσο
από το 1885 άρχισε, αραιή στην αρχή, λιγότερο αραιή μετά το 1890, ώσπου να
γίνει πιο συχνή μετά το 1895, και η εγκατάσταση Ελλήνων-Χριστιανών στο
Μακρυχώρι, που προέρχονταν από άλλους κοντινούς οικισμούς ή από άλλες περιοχές
της ελεύθερης πια Θεσσαλίας ή από ορεινές και ημιορεινές περιοχές της
Ελασσόνας, που δεν είχαν ενταχθεί ακόμα στην Ελλάδα, ή από περιοχές της
λεγόμενης παλαιάς Ελλάδας, Πελοποννήσιοι και Στερεοελλαδίτες, ή από την Ήπειρο
και τη Μακεδονία, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν μετακινούμενοι
κτηνοτρόφοι, που παραχείμαζαν τα κοπάδια τους στην περιοχή και επί
τουρκοκρατίας, ή έμποροι. Έτσι
μέχρι το 1905 περίπου είχαν εγκατασταθεί στο Μακρυχώρι, ως δημότες του Δήμου
Νέσσωνος, Περιβολιώτες, Σαμαριναίοι, Σαρακατσάνοι, Κουπατσάρηδες, Αρβανίτες,
Αρβανιτόβλαχοι, Ηπειρώτες Ζαγορίσιοι, Μακεδόνες, Καραγκούνηδες, Χασιώτες και
άλλοι Ελασσονίτες, Πελοποννήσιοι (Μοραΐτες) και άλλοι μεμονωμένοι. Έτσι το
Μακρυχώρι, που το 1881 είχε 466 κατοίκους Οθωμανούς, το 1907 είχε 1029
κατοίκους Έλληνες-Χριστιανούς. Η
εγγραφή στα Δημοτολόγια γινόταν με αίτηση μεταδημότευσης στην οποία ο
ενδιαφερόμενος, εκτός από την επιθυμία του να εγγραφεί ως δημότης του Δήμου
Νέσσωνος, δήλωνε την οικογενειακή του κατάσταση, ότι είναι μόνιμος κάτοικος
Μακρυχωρίου και ότι έχει αποκτήσει ιδιοκτησία και μόνιμη εργασία στο Μακρυχώρι.
Τέτοιες αιτήσεις διατηρούνται ακόμη αρκετές στο αρχείο του πρώην Δήμου Νέσσωνος
(1883-1913). Ενδεικτικά αναφέρω ότι, σύμφωνα με σχετικό έγγραφο που υπάρχει στο
αρχείο του Δήμου Νέσσωνος, η μεταδημότευση των αδελφών Μποσινέα Παναγιώτη του
Νικολάου και Μποσνέα Γεωργίου του Νικολάου από το Οίτυλο των Λεύκτρων έγινε τον
Αύγουστο του 1885. Πολλές
βέβαια ήταν οι δυσκολίες που συνάντησαν και πολλά τα ειδικότερα προβλήματα που
αντιμετώπισαν οι πρώτοι αυτοί κάτοικοι του Μακρυχωρίου στην προσπάθειά τους να
«ριζώσουν» στο νέο τόπο, να «στήσουν» τη νέα τους πατρίδα. Προερχόμενοι από
διάφορα μέρη της Ελλάδας, άγνωστοι οι περισσότεροι μεταξύ τους, με διαφορετική
νοοτροπία, διαφορετικά ήθη και έθιμα, πολλοί με διαφορετικό γλωσσικό ιδίωμα,
κάποιοι και με εντελώς διαφορετική γλώσσα, έπρεπε να συνεργαστούν, να
προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση, για να μπορέσουν στην αρχή να επιβιώσουν και
σιγά-σιγά να οργανώσουν και να αναπτύξουν την κοινωνική τους ζωή. Νέοι
οικογενειάρχες οι περισσότεροι, έπρεπε να βρουν σπίτι, να αποκτήσουν περιουσία,
κτήματα ή ζώα, και να βρουν δουλειά, για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους· να
φκιάσουν εκκλησιά και σχολείο, για να ικανοποιούν το θρησκευτικό τους
συναίσθημα και να μαθαίνουν γράμματα τα παιδιά τους. Και
όλα αυτά συνυπάρχοντας με τους Τούρκους, οι οποίοι έφευγαν βέβαια σταδιακά,
αλλά όχι πολύ πρόθυμα και γρήγορα, και οι οποίοι τα δέκα τουλάχιστον πρώτα
χρόνια συνέχιζαν να είναι οι περισσότεροι κάτοικοι του Μακρυχωρίου και
διατηρούσαν βέβαια το δικαίωμα, σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης ένταξης της
Θεσσαλίας στην Ελλάδα και όπως ήταν φυσικό και ανθρώπινο, να προστατεύουν τη
ζωή, την περιουσία και την εργασία τους, τη θρησκευτική τους ελευθερία, να
μαθαίνουν γράμματα στα παιδιά τους και άλλα. Και το χειρότερο ήταν ότι ήρθε και
ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, που κράτησε περίπου ένα χρόνο. Οι Τούρκοι
επιτέθηκαν στην Ελλάδα, μας νίκησαν και έφεραν τα σύνορα πάλι πίσω στη Λαμία. Ωστόσο
μετά την υποχώρηση των Τούρκων, που έγινε από την πίεση των Ευρωπαίων, και την
οριστική αποχώρηση του τουρκικού στρατού από την περιοχή μας, οι Τούρκοι
κάτοικοι έφυγαν σχεδόν όλοι αμέσως, φοβούμενοι πιθανά αντίποινα από τους
Έλληνες, και έτσι «καθάρισε το έδαφος» και αφέθηκε ελεύθερο πια στη
δραστηριότητα των πληγωμένων μεν, αλλά μόνων κυρίαρχων στον τόπο τους Ελλήνων.
«Ουδέν κακόν αμιγές καλού». Από
τότε ουσιαστικά άρχισαν οι Μακρυχωρίτες να «πατούν στα πόδια τους» και σε
μερικές δεκαετίες με τη δραστηριότητά τους και με τη βοήθεια της Πολιτείας
πέτυχαν να συγκροτήσουν μια αξιόλογη κοινότητα, πρωτοπόρο στην οικονομική και
κοινωνική ανάπτυξη, στα πλαίσια βέβαια της εκάστοτε γενικής κατάστασης της
Χώρας.
Α2. Διοίκηση
Τη
διοίκηση του Δήμου ασκούσε ο Δήμαρχος με το Δημοτικό Συμβούλιο, το οποίο στην
πρώτη του θητεία ήταν εννεαμελές. Στην πρώτη δημαρχιακή θητεία (1883-1887)
Δήμαρχος εκλέχτηκε ο Μαχμούτ Μεχμέτ, κάτοικος της Ελάτειας. Ο Δήμαρχος και οι
εννιά δημοτικοί σύμβουλοι ήταν Τούρκοι. Από αυτούς ο Χασάν Μιμίν ήταν κάτοικος
Μακρυχωρίου. Στην επόμενη δημαρχιακή θητεία (1887-1891) Δήμαρχος εκλέχτηκε πάλι
ο Μαχμούτ Μεχμέτ. Αυτή τη φορά όμως η πληθυσμιακή σύνθεση του Δήμου είχε
αλλάξει και από τους έντεκα δημοτικούς συμβούλους μόνο οι τρεις ήταν Τούρκοι.
Στην τρίτη θητεία (1891-1895) ο Δήμαρχος και οι δημοτικοί σύμβουλοι είναι
Έλληνες. Πρώτος Έλληνας Δήμαρχος ο Χρήστος Παπαζαχαρίας, που είχε
μεταδημοτεύσει στο Συκούριο από το Δήμο Κροκυλίου της Δωρίδας το 1884. Στην
τετραετία 1895-1899 Δήμαρχος εκλέγεται ο Γεώργιος Ευαγγέλου. Στους δεκατρείς
δημοτικούς συμβούλους εκλέγονται πάλι και πέντε Τούρκοι. Από αυτούς ο Αμπάς
Μουσταφά Μιμήν είναι Μακρυχωρίτης. Οι Τούρκοι αυτοί δημοτικοί σύμβουλοι από το
τέλος του 1898, δηλαδή μετά τον πόλεμο του ’97, έφυγαν και αντικαταστάθηκαν από
Έλληνες. Στην τετραετία 1899-1903 Δήμαρχος εκλέγεται για δεύτερη φορά ο Χρήστος
Παπαζαχαρίας. Επόμενος Δήμαρχος (1903-1907) είναι ο Στέργιος Κακαγιάννης, ο
οποίος εκλέγεται και είναι Δήμαρχος και την περίοδο 1907-1914, οπότε το
Μακρυχώρι και οι άλλοι οικισμοί του Δήμου έγιναν ανεξάρτητες Κοινότητες. Στην
πρώτη θητεία του Δημάρχου Στέργιου Κακαγιάννη (1903-1907) εκλέγεται για πρώτη
φορά δημοτικός σύμβουλος από το Μακρυχώρι, ο Γεώργιος Τσίρος, και για την περίοδο
1907-1914 δημοτικός σύμβουλος ήταν ο Μακρυχωρίτης Κων/νος Μπούτος[15]. Εκτός
από τη Δημοτική Αρχή, που είχε κατά νόμον την ευθύνη να φροντίζει για όλα τα
θέματα των δημοτών και να μεσολαβεί ανάμεσα σ’ αυτούς και στη Νομαρχία ή και
στην Κυβέρνηση, σε κάθε οικισμό του Δήμου εκλεγόταν και Τοπικό Συμβούλιο με
επικεφαλής τον Πάρεδρο. Ο Πάρεδρος ενημέρωνε το Δήμαρχο για τα θέματα του
οικισμού, υπέβαλε δε και ετήσιο προϋπολογισμό των αναγκών της κοινότητας. Από
το αρχείο του Δήμου Νέσσωνος πληροφορούμαστε ότι το Δημοτικό Συμβούλιο όριζε
την Εφορευτική Επιτροπή για τη διενέργεια των κοινοτικών εκλογών. Με την
28/7.9.1884 απόφασή του το Δ. Σ. ορίζει δύο εκλογείς από κάθε κοινότητα ως
Εφορευτική Επιτροπή για την εκλογή Κοινοτικού Συμβουλίου. Για το Μακρυχώρι
ορίζει τους Αρίφ Μολά Εμίν και Χασάν Μιμήν. Ως κατάστημα εκλογής ορίζεται το
Τζαμί. Υπάρχουν και άλλες τέτοιες αποφάσεις. Από το ίδιο αρχείο πληροφορούμαστε
ότι ο Ιωάννης Παλάτος (1902), ο Βασίλειος Ζήσης (1905 και 1911) και ο Ιωάννης
Τζήμου Τάχας είχαν εκλεγεί Πάρεδροι Μακρυχωρίου. Ειδικά
για το Μακρυχώρι, εκτός από τη Δημοτική Αρχή και τον Πάρεδρο, από το 1883
οριζόταν κάθε χρόνο με εκλογή από τους κατοίκους του χωριού Επιτροπή
διαχειριστική της κοινοτικής περιουσίας με συγκεκριμένες αρμοδιότητες. Οι
εκκλησιαστικοί επίτροποι επίσης, εκτός από την εξυπηρέτηση του ναού, φρόντιζαν
και για άλλα θέματα των κατοίκων, όπως π.χ. για τη λειτουργία του σχολείου, για
θρανία, αίθουσα, θέρμανση κ.λ.π. Άλλωστε ο ναός κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκε
και ως αίθουσα του σχολείου. Πάντως οι επίτροποι της εκκλησίας ήταν τα χρόνια
εκείνα σημείο αναφοράς για τους Μακρυχωρίτες. Παράλληλα
με το χριστιανικό ναό λειτουργούσε βέβαια και μουσουλμανικό τέμενος, Τζαμί,
μέχρι το 1897 περίπου. Το Τζαμί βρισκόταν εκεί που σήμερα βρίσκεται το σπίτι
του Δημητρίου Χατζή, στη βόρεια πλευρά του οικοπέδου, στην πλατεία Παπαχατζή,
και υπολείμματά του υπήρχαν στο μέρος αυτό μέχρι και τη δεκαετία του 1950. Το
1884 ιμάμης (Χότζας) στο Μακρυχώρι ήταν ο Μουσταφά Χατζή Ομέρ και το 1896 ο
Αρίφ Εμίν[16]. Για
την τήρηση της νομιμότητας και την ασφάλεια των κατοίκων λειτούργησε στο Δήμο
Νέσσωνος από τα πρώτα χρόνια της ένταξης της Θεσσαλίας στην Ελλάδα Αστυνομική
Υπηρεσία. Η Αστυνομία Όσσης είχε έδρα τα Αμπελάκια, ήταν περιφερειακή Υπηρεσία
και κάλυπτε τους Δήμους Αμπελακίων και Νέσσωνος. Από τα πρώτα χρόνια λειτουργεί
Αστυνομικός Σταθμός στο Μεγάλο Κεσερλί (Συκούριο) και από το 1900 Αστυνομικός
Σταθμός και στο Μακρυχώρι, υπαγόμενος στην Αστυνομία Όσσης. Με το 160/28.1.1900
έγγραφό του ο Αστυνόμος Όσσης ενημερώνει το Δήμαρχο Νέσσωνος για την ίδρυση
Αστυνομικού Σταθμού στο Μακρυχώρι. «Λαμβάνω την τιμήν να σας γνωστοποιήσω ότι
συνεπεία της υπ’ αριθ. 555 Διαταγής του Υπουργείου των Εσωτερικών, εις
Μακρυχώριον του οποίου προΐστασθε Δήμου, συνιστάται Αστυνομικός Σταθμός εξ ενός
υπαξιωματικού και τριών χωροφυλάκων, υπαγόμενος εις την αστυνομικήν περιφέρειάν
μας»[17].
Ο Σταθμός αυτός στο Μακρυχώρι λειτούργησε για περισσότερα από δέκα χρόνια. Για
την εκδίκαση μικροπαραβάσεων και καταγγελιών, συνηθισμένων σε μια αγροτική
κοινωνία, λειτουργούσε στα Αμπελάκια, που ήταν έδρα ομώνυμου Δήμου,
Ειρηνοδικείο. Στο Ειρηνοδικείο Κισσάβου με έδρα τα Αμπελάκια υπαγόταν το
Μακρυχώρι, όπως και όλος ο Δήμος Νέσσωνος. Με
την 68/3.12.1887 απόφασή του το Δ.Σ. Νέσσωνος εύχεται και ζητά τη μετάθεση από
τα Αμπελάκια του Ειρηνοδικείου «αν ουχί διαρκώς, τουλάχιστον κατά τους εξ
χειμερινούς μήνας εν Μεγάλω Κεσερλή, εποχήν καθ’ ην πλείστα εγκλήματα και ουχ
ολίγαι αγροζημίαι συμβαίνουσιν εν τω Δήμω ημών». Το αίτημα αυτό επαναλαμβάνεται
και με τη 181/20.7.1892 απόφαση του Δ.Σ. Τελικά η μετάθεση αυτή «εν Μεγάλω
Κεσερλή» έγινε το 1914, όταν καταργήθηκαν οι Δήμοι και λειτούργησαν οι
ανεξάρτητες Κοινότητες. Μάλιστα τότε την έδρα του Ειρηνοδικείου διεκδίκησε,
ανεπιτυχώς βέβαια, και το Μακρυχώρι, καθώς στη 1.6.1914 το Κ.Σ. έθεσε θέμα και
πήρε απόφαση «περί εκφράσεως ευχής προς το Υπουργείον Δικαιοσύνης περί ορισμού
του Μακρυχωρίου ως έδρας του Ειρηνοδικείου Κισσάβου». Για
την προστασία της αγροτικής ιδιοκτησίας και παραγωγής λειτούργησε εξαρχής ο
θεσμός του αγροφύλακα. Η αγροτική ιδιοκτησία και κυρίως η παραγωγή (σταφύλια,
σύκα, αμύγδαλα, άλλα οπωρικά, ακόμη και δημητριακά και κάθε άλλη παραγωγή)
κινδύνευε από κλοπή. Η κλοπή αγροτικών προϊόντων ή και ζώων, από όσους δεν
είχαν τέτοια προϊόντα ή και μερικές φορές και από όσους είχαν, ήταν συνηθισμένο
φαινόμενο από την περίοδο της τουρκοκρατίας. Η εμπορία αγροτικών προϊόντων ήταν
περιορισμένη ή ανύπαρκτη και η δυνατότητα αγοράς τους επίσης περιορισμένη και
για πολλούς ανύπαρκτη. Κατανάλωνε λοιπόν ο καθένας ό,τι είχε, ό,τι του έδιναν
άλλοι ή ό,τι έκλεβε, άρπαζε από τους άλλους. Αγροζημία μπορούσε να γίνει και
από ζώα, μεμονωμένα ή πολλά μαζί, αδέσποτα, που ξέφευγαν από τη φύλαξη ή
αφήνονταν ελεύθερα από τον ιδιοκτήτη τους. Για τον περιορισμό του φαινομένου
αυτού, που δυστυχώς κράτησε για πολλές δεκαετίες μετά το 1900, λειτούργησε ο
θεσμός του αγροφύλακα ή δραγάτη. Οι
αγροφύλακες έπρεπε απαραιτήτως να είναι Έλληνες και ορίζονταν με ψηφοφορία από
τους ιδιοκτήτες γης και καλλιεργητές αγροτικών προϊόντων. Η εκλογή τους
εγκρινόταν από το Δημοτικό Συμβούλιο και επικυρωνόταν έπειτα από το Νομάρχη.
Ορίζονταν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (συνήθως για μια παραγωγική
περίοδο) και για τη φύλαξη συγκεκριμένης περιοχής. Η αμοιβή τους οριζόταν
αμέσως με την απόφαση του ορισμού τους και καταβαλλόταν, σε χρήματα ή σε είδος
(σιτάρι ή άλλο προϊόν), από τους ιδιοκτήτες που τους εξέλεγαν, ανάλογα με την
ποσότητα της φυλασσόμενης ιδιοκτησίας τους, στη διάρκεια της θητείας τους ή στο
τέλος της. Όταν έπιαναν ένα ζώο αδέσποτο μέσα σε καλλιέργειες, για να το
παραδώσουν στον ιδιοκτήτη του, ζητούσαν και έπαιρναν συνήθως μια αμοιβή, τα
«σύλληπτρα». Πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους οι αγροφύλακες κατέθεταν
ως εγγύηση συγκεκριμένο χρηματικό ποσό ή έβαζαν κάποιον ως εγγυητή, απ’ όπου θα
αποζημιωνόταν ο παραγωγός-θύμα κλοπής ή ζημίας, της οποίας το δράστη δε θα
έβρισκε ο αγροφύλακας. Ο αριθμός των αγροφυλάκων για κάθε χωριό οριζόταν με
απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου. Για
να εκτελεί σωστά τα καθήκοντά του ο αγροφύλακας, περιφερόταν πολλές ώρες το
εικοσιτετράωρο στην περιοχή ευθύνης του, πεζός ή εποχούμενος σε ζώο, συνήθως
άλογο. Για τον ίδιο σκοπό κατασκεύαζε σε κατάλληλο μέρος μια ψηλή εξέδρα
(δραγατσιά) από ξύλα και κλαριά, ύψους 4- Παρατίθενται
στη συνέχεια ενδεικτικά μερικές περιπτώσεις ορισμού αγροφυλάκων στο Μακρυχώρι.
Το 1886 εκλέγονται και ορίζονται αγροφύλακες ο Θεόδωρος Καραΐσκος, κάτοικος
Αμπελακίων, και οι Αθανάσιος Κυρίτσης και Χρήστος Δημιράς, κάτοικοι Δερελί
(Γόννων). Όλοι οι ιδιοκτήτες εκλέκτορες είναι Τούρκοι. Το 1893 ορίζονται οι
Γεώργιος Τζιάρας, Θεόδωρος Μπούτος και Αλή Κουμπαλή, κάτοικοι Μακρυχωρίου. Για
πρώτη φορά εμφανίζονται αρκετοί Έλληνες ιδιοκτήτες, αν και οι Τούρκοι είναι
ακόμη περισσότεροι. Και στις 16.10.1905 «εν Μακρυχωρίω σήμερον 16.10.1905.
συνελθόντες οι υπογεγραμμένοι ιδιοκτήται των εν τη περιφερεία του χωρίου τούτω
σπαρμένων και σπαρισομένων δι’ οψήμων καρπών και των αμπέλων έμπροσθεν του
ενταύθα παντοπωλείου Φωτίου Δημητρίου, ίνα εκλέξωμεν τους αναγκαίους
αγροφύλακας… εξελέξαμεν αγροφύλακας τους Ευστάθιον Νίτσκαν, Μάρκον Λουκά
Νταβέλην, Δημήτριον Γκουναβάν και Χρήστον Πελεκούδαν, κατοίκους Μακρυχωρίου,
έχοντας τα υπό του Νόμου οριζόμενα προσόντα…». Η διαδικασία εκλογής έγινε «επί
παρουσία του Ειδικού Παρέδρου του Μακρυχωρίου Βασιλείου Ζήση» και το σχετικό
Πρωτόκολλο υπογράφουν 39 Έλληνες ιδιοκτήτες γης.
Α3. Οικονομία
Βασική
ενασχόληση των κατοίκων του Μακρυχωρίου και της περιοχής παραμένει βέβαια και
μετά την ένταξη στην Ελλάδα η γεωργία και η κτηνοτροφία. Ο
Νικόλαος Γεωργιάδης στο έργο του
Θεσσαλία, β’ έκδοση 1894, γράφει. «Μετά την Μαρμάγιανην υπερβάντες μικρόν λόφον
εισερχόμεθα εις την περίπυστον κοιλάδα του Κισερλί, ης τινος τα χωρία, κείμενα
εν τω μέσω ευθαλών κήπων, παράγουσι ποικιλώτατα οπωρικά, ων διάσημοι κατά πάσαν
την Θεσσαλίαν είναι αι σταφυλαί. Η κοιλάς αύτη διαρρέεται υπό τινος εκ της
Όσσης κατερχομένου ποταμίου[18]
είνε δε εν αυτή χωρία τα ακόλουθα: Τόιβας, Σαρλίκι, μεγάλον Κισερλί, μικρόν
Κισερλί, Χατσιόμπασι, Μακρηχώριον, Μπαλτσή, Μπαξιλάρι και Πουρνάρι αποτελούντα
σήμερον τον Δήμον Νέσσωνος ανήκοντα εις την επαρχίαν Λαρίσης. Τα χωρία ταύτα
κατοικούνται έκαστον υπό 30-40 περίπου οικογενειών ασχολουμένων εις την
καλλιέργειαν της ευφόρου αυτών γης». Ο
περιηγητής Rennel Rood πηγαίνοντας
προς την κοιλάδα των Τεμπών το 1889 περνά από την περιοχή μας και γράφει. «Από
κει και πέρα φτάσαμε στην πράσινη και καρποφόρα κοιλάδα του Πηνειού, ο οποίος διέρχεται
μέσα από τους λόφους για κάμποσα μίλια στα δυτικά. Οι τουρκικοί οικισμοί
βρίσκονται δεξιά και αριστερά, σε ψηλότερο έδαφος με τα χαμηλά καφετί κτίσματα,
με το λευκό μιναρέ να υψώνεται στο κέντρο. Καφετί και άσπρα μαυρομούτσουνα
πρόβατα, δραστήρια σαν γίδες, βοσκούσαν στην άκρη του δρόμου. Τα ποιμενικά
σκυλιά ήταν ήσυχα ξαπλωμένα στον ήλιο και δεν έτρεξαν γαυγίζοντας προς το μέρος
μας. Ένας βοσκός, με ένα χοντρό χειροποίητο χιτώνιο, με γαλάζιο παντελόνι, καφέ
κεντημένο πανωφόρι (κάπα) και έναν μικρό άσπρο σκούφο, και τα χέρια να
κρέμονται πάνω από την κάπα του, μας κοιτούσε με περιέργεια και θαυμασμό καθώς
περνούσαμε. Τα πάντα ήταν πολύ ειρηνικά και εύθυμα, κάτω από τη σκιά του
Ολύμπου και των Θεών». (Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμος 54ος, 2008, σελ.132.
Μετάφραση Αλέξης Γαλανούλης). Εκτός
από τις βασικές αυτές ασχολίες, τη γεωργία και την κτηνοτροφία, το πλαίσιο της
επαγγελματικής δραστηριότητας συμπλήρωναν και άλλα επαγγέλματα, απαραίτητα για
τη στοιχειώδη λειτουργία μιας κοινότητας την εποχή εκείνη. Ήταν οι χτίστες, οι
σαμαράδες, οι σιδεράδες, οι πεταλωτές, οι ξυλοκόποι, οι ραφτάδες και άλλοι.
Γενικά η οικονομία ήταν «κλειστή», κατά κανόνα οικιακή, και το εμπόριο ήταν
πολύ περιορισμένο. Η ανταλλαγή αγαθών γινόταν σε μεγάλο βαθμό «είδος με είδος».
Ωστόσο λειτούργησαν από τα πρώτα χρόνια και κάποια μαγαζιά, μπακάλικα, που
έφερναν και πωλούσαν τρόφιμα και πράγματα που δεν παράγονταν στο χωριό. Από
τους πρώτους Έλληνες, κατοίκους του Μακρυχωρίου, που ασχολήθηκαν με το εμπόριο
(μαγαζάτορες-μπακάληδες), περί το 1900, ήταν οι οικογένειες Στέργιου Ήλου,
Δημητρίου Φωτίου και η οικογένεια Δημητρίου Καπετανάκη. Για την κατάσταση αυτή
στην οικονομία, που κράτησε με οριακές μόνο βελτιώσεις για πολλές δεκαετίες,
σίγουρα μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα, θα γίνει εκτενέστερη αναφορά σε
επόμενο κεφάλαιο. Τα
έσοδα του Δήμου προέρχονταν από τη φορολόγηση των δημοτών. Ο Δήμος φορολογούσε
κατά νόμο τη γεωργική παραγωγή και τα ζώα των δημοτών. Δημοτικοί φόροι
επιβάλλονταν: «επί των αμπέλων, επί των καπνών, επί των αμυγδάλων, επί των
κουκουλίων, επί των μελισσίων, επί των αροτριώντων κτηνών (βόες, ίπποι,
βούβαλοι, όνοι), επί των σφαγίων ή άλλοθεν μεταφερομένων εσφαγμένων ζώων, επί
των βοσκησίμων γαιών ιδιωτικών και κοινοτικών λειβαδίων, επί των ωνίων και
εμπορευμάτων, επί των μετρικών δικαιωμάτων στατήρος και κοιλού, επί των
επιτηδευμάτων και των οικοδομών». (Ιω. Ν. Πράπας, Οι Δήμαρχοι του τέως Δήμου
Νέσσωνος, 2008). Αξιοσημείωτη είναι και η 46/15.10.1899 απόφαση του Δημοτικού
Συμβουλίου, με την οποία «επιψηφίζει την επιβολή δημοτικής εισφοράς επί των
προς κατανάλωσιν εν τω δήμω σφαζομένων ζώων και άλλοθεν μεταφερομένων
εσφαγμένων ζώων ως εξής. 1) δια μεν τας αίγας και τα πρόβατα εκ λεπτών είκοσι,
δια τους βόας και αγελάδας και βουβάλους εκ λεπτών εξήκοντα και διά τους
χοίρους εκ λεπτών πεντήκοντα κατά κεφαλήν, 2) ορίζει δε το ποσοστόν του Δημ.
Φόρου επί των λοιπών ζώων των μη σφαζομένων, ήτοι όνων, ίππων, ημιόνων, καμήλων
και κυνών εις το πέμπτον του δημοσίου φόρου, ήτοι ως εξής: επί των όνων λεπτά
18, επί των ίππων, ημιόνων και καμήλων λεπτά 36, δια τους κύνας τους μη
πολυτελείας και κυνηγετίας λεπτά εξήκοντα». Τους
φόρους αυτούς ο Δήμος τους εισέπραττε ή με δημοτικούς εισπράκτορες, που
ορίζονταν από το Δήμο, ή με ιδιώτες ενοικιαστές των φόρων. Ο ενοικιαστής
αναλάμβανε, με πλειοδοτική δημοπρασία, την είσπραξη του φόρου από τους δημότες,
π.χ. του φόρου «επί των καπνοφυτειών», αφού έπαιρνε υπόψη την τιμή του
επιβαλλόμενου κατά μονάδα φόρου, το ελάχιστο ποσό που ζητούσε να εισπράξει ο
Δήμος και την προβλεπόμενη ετήσια παραγωγή του προϊόντος. Οι Μακρυχωρίτες
Μιχαήλ Σουμπενιώτης και Δημήτριος Καπετανάκης πλειοδοτούν ο μεν πρώτος το 1907
και 1911 για το φόρο «επί των καπνών», ο δε δεύτερος το 1907 για το φόρο «επί
των ωνίων και εμπορευμάτων». Με
τα έσοδα αυτά ο Δήμος κάλυπτε τις λειτουργικές του ανάγκες, ενοίκια, μισθούς
Δημάρχου και υπαλλήλων, πλήρωνε τους δασκάλους των σχολείων του Δήμου, το
προσωπικό των Αστυνομικών Σταθμών, πλήρωνε τα ενοίκια και τις επισκευές των
διδακτηρίων και εκτελούσε μικρά έργα. Για το Μακρυχώρι π.χ. φρόντιζε για τη
βατότητα των βασικών αγροτικών δρόμων, για τον καθαρισμό των ομβροδεξαμενών
(μπαρών), καθάριζε τη Βρύση του χωριού και άλλα. Εκτός
από τα έσοδα αυτά και οι οικισμοί του Δήμου είχαν ο καθένας τους «ίδια» έσοδα.
Αυτά προέρχονταν από τα ενοίκια των βοσκήσιμων εκτάσεων (βοσκότοπων) που είχε
στα όριά του ο κάθε οικισμός από την περίοδο της τουρκοκρατίας. Τα χρήματα αυτά
καταθέτονταν για λογαριασμό των κατοίκων της κοινότητας στο Δημόσιο Ταμείο και
διαθέτονταν με απόφαση του Δημ. Συμβουλίου αποκλειστικά για τις ανάγκες της
κοινότητας που ανήκαν. Από αυτά τα χρήματα διατέθηκε μεγάλο ποσό για την
κατασκευή του ναού του Αγίου Θωμά ή κατά καιρούς πληρώθηκαν οι γιατροί που
φρόντιζαν για την υγεία των κατοίκων του Μακρυχωρίου. Η
διαχείριση των χορτολιβαδικών αυτών εκτάσεων από τους κατοίκους του
Μακρυχωρίου, σύμφωνα με συγκεκριμένες μαρτυρίες, γινόταν «διανοία κυρίου»,
δηλαδή τις διαχειρίζονταν ως έχοντες την κυριότητα των εκτάσεων αυτών.
Αντιγράφω από το αρχείο του Δήμου Νέσσωνος και παραθέτω εδώ την απόφαση των Μακρυχωριτών
για εκλογή «διαχειριστικής της κοινοτικής περιουσίας επιτροπής» της 21.12.1883,
που εγκρίθηκε με τη 1630/28.12.1883 Απόφαση του Νομάρχη Λάρισας Δημητρίου
Θεοχάρη, στην οποία αναφέρονται συγκεκριμένα καθήκοντα της Επιτροπής. «Εν τω
χωρίω Μακρυχωρίω του Δήμου Νέσσωνος σήμερον την εικοστήν πρώτην του μηνός
Δεκεμβρίου του 1883 τρίτου έτους, ημέραν Τετάρτην, και ώραν 10 Π.Μ. ενώπιον
εμού του Ειδικού Παρέδρου του χωρίου τούτου συνελθόντες αυθορμήτως οι
υποφαινόμενοι κάτοικοι του χωρίου τούτου εν τω συνήθει τόπω των τοιούτων
συνελεύσεων, όπως εκλέξωσιν Επιτροπήν προς διεύθυνσιν και διαχείρησιν της
Κοινοτικής περιουσίας του ανωτέρω χωρίου συγκειμένης εξ ορεινών 30.000 ως
έγγυστα στρεμμάτων…. και συσκεφθέντες από κοινού αποφασίζουσιν α)
προσδιορίζουσιν μέρος αυτής δια βοσκήν των ζώων της κοινότητος το καλούμενον
Μεζαρλήκ και….. β) εκλέγουσιν ως τοιαύτην προς διεύθυνσιν και διαχείρησιν της
ανωτέρω κοινοτ. περιουσίας τους κ.κ. Χασάν Μιμήν, Ναμπή Μεχμέτ και Χαλήλ
Καντάσογλου κατοίκους ενταύθα, προς ήν παρέχουσι το δικαίωμα α) να ενοικιάζει
την ανωτέρω κοινοτ. περιουσίαν επ’ ωφελεία της ανωτέρω κοινότητος και προς
εκπλήρωσιν κοινοτικών αναγκών β) να επιτρέπη την βοσκήν αυτής επί πληρωμή εις
τρίτους εν περιπτώσει μη ενοικιάσεως αυτής γ) να συντάττη συμβόλαια ενοικιάσεως
μετά των ενοικιαστών δ) να λαμβάνη χρήμματα ε) να διαθέτη το μίσθωμα αυτής εις
κοινωφελή έργα, ήτοι θρησκευτικάς, εκπαιδευτικάς και άλλας εν γένει ανάγκας, ως
αύτη ήθελεν εγκρίνει, ή η κοινότης δι’ αναφοράς της ήθελεν ζητήσει Στ) να
αποβάλλη εκτός αυτής τα καταπατούντα αυθαιρέτως την βοσκήν αυτής ξένα κτήνη ή
των κατοίκων ζ) να παρίσταται ενώπιον παντός βαθμού Δικαστηρίου ως ενάγουσα ή
εναγομένη, και να υποστηρίζη τα δικαιώματα αυτής προσβαλλόμενα τυχόν παρά
τρίτων Η) να διορίζη και άλλους πληρεξουσίους με την αυτήν ή και περιορισμένην
ιδιότητα και να παύη αυτούς θ) να ενεργή παραγγέλματα, ήτοι προσωρινά μέτρα επ’
αυτής, κ.τ.λ. ι) και εν τέλει να ενεργή προς ό,τι εγκρίνει προς βελτίωσιν της
ειρημένης Κοινοτικής περιουσίας του ανωτέρω χωρίου. Ο
δε διορισμός ούτος υφίσταται δι’ έν ολόκληρον έτος από σήμερον. Οφείλει δε αύτη
να δίδη Λογοδοσίαν οσάκις ζητηθή ενώπιον της Δημοτικής Αρχής Νέσσωνος. Συνετάγη
όθεν η παρούσα έκθεσις και υπογράφεται νομίμως. Ο
Πάρεδρος Οι κάτοικοι (Τ.
Σ.) (ακολουθούν εβδομήντα (70) υπογραφές)
Εξάλλου
ο Επίσκοπος Πλαταμώνος Αμβρόσιος στο σημείωμά του «Η Επισκοπή Πλαταμώνος» και
στο κεφάλαιο «Τα πρώην τουρκικά χωρία της Επισκοπής Πλαταμώνος» γράφει για το
Μακρυχώρι στις 30.12.1895 μεταξύ των άλλων και τα εξής. «Το Μακρυχώριον
κέκτηται τούτο το ιδιάζον προσόν, ότι διετήρησεν υπό την κατοχήν και κυριότητα
αυτού πάσαν την ορεινήν περιφέρειάν του, καταλληλοτάτην δια νομήν, αποφέρουσαν
ετησίως πρόσοδον όχι κάτω των 20.000 δραχμών. Ατυχώς του εκτάκτου τούτου
πλεονηκτήματος ουδεμίαν καλήν χρήσιν ποιούνται οι κάτοικοι, διανέμοντες προς
αλλήλους κατ’ αναλογίαν πάσαν την καλήν ταύτην πρόσοδον». Από
τα προηγούμενα στοιχεία προκύπτει ότι η ιδιαίτερη οικονομική κατάσταση της
κοινότητας του Μακρυχωρίου ήταν αρκετά καλή, και μάλλον καλύτερη από εκείνη των
άλλων οικισμών του Δήμου. Ήταν εξάλλου το Μακρυχώρι και πληθυσμιακά ο
μεγαλύτερος οικισμός του Δήμου μετά το Μεγάλο Κεσερλί, την έδρα του Δήμου. Η
άποψη αυτή ενισχύεται και από το περιεχόμενο απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου
στις 11.11.1893, με την οποία, μετά τις καταστροφές που προκάλεσε πλημμύρα, ο
Δήμος «χορηγεί υπέρ των εκ της πλημμύρας παθόντων…. δρχ. εκατόν (100)»,
«προτρέπει δε να χορηγηθή εκ των κοινοτικών περιουσιών των χωρίων του Δήμου ως
εξής: εκ του χωρίου Μεγ. Κεσερλή δρχ. 50, του χωρίου Μακρυχωρίου δρχ. 120,
Μπαξιλάρ 25, Ορτά 35, Σουφλάρ 15, Πουρνάρ 25, Τζαμή 15, Μπαλτζή 10, Ασαρλήκ
25». Το Μακρυχώρι καλείται να πληρώσει υπερδιπλάσια χρήματα και από το Μεγάλο
Κεσερλί.
Β. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Β1.
Αξιοσημείωτα διάφορα
Παρατίθενται
στη συνέχεια μερικά περιστατικά και πληροφορίες, ασύνδετα μεταξύ τους, από την
περίοδο της λειτουργίας του Δήμου Νέσσωνος (1883-1913), που θα μας βοηθήσουν να
συμπληρώσουμε την εικόνα για την κατάσταση στην οποία ζούσαν οι Μακρυχωρίτες
την εποχή αυτή. Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από το αρχείο του Δήμου
Νέσσωνος και από άλλες πηγές.
1. Καλοκαίρι
1889. Δύο Μακρυχωρίτες, συγγενείς μεταξύ τους, καταδικάστηκαν «επί
ζωοκτονία». Το πρόστιμο 300 δρχ. που τους επιβλήθηκε ως ποινή εισέπραξε ο Δήμος
Νέσσωνος. Ο Δήμος Αμπελακίων ζητά τα χρήματα αυτά, διότι η ζωοκτονία έγινε στην
περιοχή του. Το Δ.Σ. αρνείται να δώσει τα χρήματα αυτά, γιατί η θέση Νταγλάρ,
όπου έγινε η ζωοκτονία, ανήκει στο Μεγάλο Κεσερλί (Απόφαση 109/1.9.1889). Για
το ίδιο θέμα το Δ.Σ. με την 127/22.6.1890 απόφασή του εξουσιοδοτεί το Δήμαρχο
Μαχμούτ Μεχμέτ να εκπροσωπεί το Δήμο στα δικαστήρια σχετικά με την αγωγή του
Δήμου Αμπελακίων κατά του Δήμου Νέσσωνος προς απόδοση σ’ αυτόν δρχ. 300, που
εισπράχτηκαν από το Δήμο Νέσσωνος «προερχόμεναι εξ επιβληθέντος προστίμου τοις
Αθανασίω Γούλα Κατσιγιάννη και Μπίτω ή Δημητρίω Κατσιγιάννη … επί ζωοκλοπή και
ζωοκτονία διαπραχθείση εν θέση Νταγλάρ…».
2. Στη
συνεδρίαση της 18.12.1903 το Δ.Σ. αποφασίζει «την τοποθέτησιν τεσσάρων φανών»
στο Μεγάλο Κεσερλί. Μετά από ισχυρή πίεση του Γεωργίου Τσίρου, δημοτικού
συμβούλου της αντιπολίτευσης, που συστηματικά αρνιόταν να εγκρίνει τις
προτάσεις της πλειοψηφίας, το Δ.Σ. «επιπροσθέτει δε ποσόν δρχ. 40 δι’ αγοράν,
τοποθέτησιν και συντήρησιν ενός φανού εν τω χωρίω Μακρυχωρίω, ορίζει δε όπως
τοποθετηθή εις τον Αστυνομικόν Σταθμόν. Εις τούτο απεφάνθη ομοφώνως το
συμβούλιον, συνήνεσε δε εις την πρώτην απόφασιν και ο δημοτικός σύμβουλος Γ.
Τσίρος».
3. Κάθε φορά
που γίνονταν εκλογές Δημάρχου, (λίγο πριν και κυρίως μετά το 1900) γινόταν
σφοδρός προεκλογικός αγώνας. Παράγοντες από το χωριό μάζευαν τους ανθρώπους
τους και τους πήγαιναν όλους μαζί να ψηφίσουν τον υποψήφιο Δήμαρχο της
αρεσκείας τους. Προσφέρονταν από τους υποψήφιους στην πλατεία του χωριού
τραπέζια με φαγητό. «Έχω φάει αρκετές φορές πιλάφι στην πλατεία, όταν ήμουν
μικρός. Το προεκλογικό πάθος μπορούσε να φτάσει και στο έγκλημα». Είναι τα
λόγια του Ηλία Σωτηρίου Μπενεχούτσου το 1980 περίπου.
4.
«Εκποίησις δύο ακροτήρων βοών» (Απόσπασμα δήλωσης Δημάρχου) Αριθ. 900/8.10.1910.
Ο Δήμαρχος Νέσσωνος δηλοποιεί ότι. «Την 31.10.1910, ημέραν Κυριακήν από της
ώρας 10ης Π.Μ. μέχρι της 12ης της μεσημβρίας ενεργηθήσεται ενταύθα εν τω
συνήθει των δημοπρασιών τόπω η εκποίησις δύο αροτήρων βοών του ενός 4-5 ετών
χρώματος μελισσού αναστήματος κοντού και του ετέρου ετών 6-7 χρώματος μελανού,
αναστήματος μετρίου προς το υψηλόν με το δεξιόν ους ολίγον κεκομμένον εις το
άνω άκρον, συλληφθέντων υπό των αγροφυλάκων της κτηματικής περιφερείας
Μακρυχωρίου και εντός των εις θέσιν «Γιαλντά» εξ αραβοσίτου εσπαρμένων αγρών
την 30ην Σεπτεμβρίου 1910 ως αδεσπότων και αγνώστου κυρίου. …………. Τα κηρύκεια βαρύνουν
τον αγοραστήν. Εν Μεγ. Κεσερλί τη
8η Οκτωβρίου 1910 Ο Δήμαρχος Σ. Γ. Κακαγιάννης
5. Ο
Αστυνόμος Νέσσωνος προς Αστυνομική Δ/νση Λάρισας Αριθμ. 1108/5.10.1911 «Λαμβάνω
την τιμήν να αναφέρω υμίν ότι εμφανισθείς ενώπιόν μας ο εκ Μακρυχωρίου
παντοπώλης Φώτιος Φωτίου μας ανέφερεν ότι προ τριών ημερών εθεάθη αδέσποτος
αγελάδα εν Μακρυχωρίω φέρουσα τα εξής χαρακτηριστικά χρώματος καστανό,
αναστήματος πρώτου, ηλικίας άνω των πέντε ετών και κοτσαύτικη από το αριστερό
ωτίον, ήν παρέδωκα επί αποδείξει εις τον ανωτέρω παντοπώλην μέχρις ότου ευρεθή
ο κύριος αυτής» Α. Α. Νικολόπουλος, Ενωμοτάρχης.
6. Άνοιξη
1911. Η περιοχή του Δήμου Νέσσωνος ακριδόπληκτη. Στις 14.4.1911 ο Δήμαρχος
ορίζει Επιτροπές για καταπολέμηση των ακρίδων. Για το Μακρυχώρι ορίζει τους
Γεώργιο Παπαλέτσο (δάσκαλο) ως Πρόεδρο και μέλη τους Ιωάννη Τάχα, Πέτρο
Τσέτσιλα, Κων/νο Μπούτο, Σωτήριο Μπενεχούτσο και Κων/νο Σπανό. Και
η Επιτροπή προς Δ. Νέσσωνος: 1.«Παρακαλώ φροντίσατε να μας εφοδιάσητε με δέκα
λινάτσαις διά την καταδίωξιν της ακρίδος καθόσον στερούμεθα τοιούτων».
26.4.1911. Γεώργιος Παπαλέτσος. 2. «Παρακαλούμεν φροντίσατε να αποσταλώσιν εις
χωρίον μας δέκα (10) κιβώτια πετρελαίου». 29.4.1911. Γεώργιος Παπαλέτσος,
Ιωάννης Τάχας. Και
στις 23.12.1911 το Δ.Σ. Νέσσωνος «διαθέτει πίστωσιν δρχ. 650 δι’ αποζημίωσιν
των συλλεγόντων ωά ακρίδων προς δρχ. 4 κατ’ οκάν».
7. Απόφαση
Δ.Σ. στις 25.11.1911. Προσπάθεια άσκησης κοινωνικής πολιτικής. «Το Δ.Σ. …… β)
ομοφώνως διαθέτει εκ του Προϋπολογισμού δρχ. 150 υπέρ του πάσχοντος εξ ύδρωπος
ασκίτου απόρου οικογενειάρχου Αθανασίου Κατσιγιάννη δι’ εγχείρισιν εις Αθήνας».
(ύδρωψ ασκίτης = είδος υδρωπικίας, υδρωπικία = νερόπιασμα, ασκίτης = που
φουσκώνει την κοιλιά σαν ασκί, τουλούμι).
8. Την
περίοδο της τουρκοκρατίας στους κεντρικούς μεγάλους δρόμους υπήρχαν κατά
διαστήματα εγκαταστάσεις για στάθμευση και ανάπαυση των ταξιδιωτών. Ήταν τα
λεγόμενα χάνια (τουρκ. han), πανδοχεία
στα οποία οι ταξιδιώτες μπορούσαν να καταλύσουν, να φάνε και να κοιμηθούν,
αυτοί και τα ζώα τους. Στην περιοχή του Μακρυχωρίου υπήρχαν δύο τέτοια χάνια,
το χάνι του Νταβέλη και το χάνι της Βουλγάρας, και τα δύο στον οδικό άξονα
Λάρισας-Τεμπών-Θεσσαλονίκης. Το
πρώτο βρισκόταν κοντά στο σημερινό σιδηροδρομικό σταθμό Γυρτώνης και ονομάστηκε
έτσι περί το 1900, όταν την αγροτική έκταση γύρω από το χάνι αγόρασε από τους
Τούρκους ο Γεώργιος Λουκά Νταβέλης. Ο Νταβέλης, το πραγματικό του επώνυμο ήταν
Δούκας, τις δεκαετίες του 1870 και 1880 ήταν οπλαρχηγός (καπετάνιος) ομάδας
οπλισμένων Ελλήνων στην τουρκοκρατούμενη δυτική Μακεδονία και εκτός από την
άλλη δράση του πήρε μέρος με την ομάδα του στην επανάσταση του Λιτοχώρου το
1878. Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας εγκαταστάθηκαν περί το 1895, αυτός και
τα αδέρφια του Δημήτριος και Μάρκος, στο Μακρυχώρι, αφού για μερικά χρόνια πριν
είχαν μείνει στην περιοχή του Αμπελώνα. (Δήμος Τυρνάβου) Το
χάνι της Βουλγάρας βρισκόταν βορειοανατολικά του σημερινού τυροκομείου Γραβάνη,
στη θέση Μπαχτσέδια, και ονομάστηκε έτσι, καθώς τα τελευταία χρόνια της
λειτουργίας του υπεύθυνη ήταν μια γυναίκα, μέλος βουλγαρικής οικογένειας που
είχε εγκατασταθεί στην περιοχή. Τα
χάνια αυτά δε λειτούργησαν μετά το 1900. Ωστόσο ερείπιά τους υπήρχαν μερικές
δεκαετίες και μετά το 1900. Απόγονοι
βέβαια και του Νταβέλη και της Βουλγάρας (οικογένεια Ζήση) υπάρχουν και ζουν
στο Μακρυχώρι αρκετοί.
Β2.
Αιτήσεις εγγραφής στο Δημοτολόγιο και
άλλα έγγραφα
Στο
αρχείο του Δήμου Νέσσωνος βρέθηκαν αιτήσεις μεταδημότευσης στο Δήμο Νέσσωνος
δημοτών άλλων Δήμων, κατοίκων τότε του Μακρυχωρίου. Τα ονόματα των κατοίκων
αυτών, ο τόπος προέλευσής τους και ο χρόνος υποβολής της αίτησης έχουν ως εξής.
Δημήτριος Λουκά Νταβέλης (Δήμος Τυρνάβου, 1895), Ζιώγας Παναγιώτου Σταμάτης και
Παναγιώτης Γιούλη Σταμάτης (Γκερλή Δήμου Αρμενίου, 1900), Απόστολος
Γκουντούλης, Δημήτριος Απ. Γκουντούλης και Θεόδωρος Απ. Γκουντούλης (Δήμος
Φαρκαδώνος, 1901), Χρ. Ευαγγέλου Καρανάσος (Δήμος Φαρκαδώνος, 1901), Αθανάσιος
Σιμόπουλος (Αμαρλάρ Δήμου Κραννώνος, 1901), Θεόδωρος Θεοδωρόπουλος (Δήμος
Λυρκείου Άργους, 1902), Χρίστος Λάμπρου Πατσιούρας (Λουτρό Δήμου Κραννώνος,
1902), Κωνσταντίνος Δημητρίου Ρίζος (Κρανιά Δήμου Ολύμπου, 1902), Κωνσταντίνος Γεωρ.
Ζησόπουλος (Δήμος Γόννων, 1905), Γεώργιος Στεργ. Μπέλλος και Γεώργιος Αποστόλου
Νάστος (εκ του χωρίου Περιβολίου της επαρχίας Γρεβενών του Οθωμανικού, 1905),
Βασίλειος Ιωάννου Πένης, Δημήτριος Ιωάννου Πένης και Παναγιώτης Ιωάννου Πένης
(εκ του χωρίου Οτσίστη του Οθωμανικού, 1905)[19],
Γεώργιος Μαλάμης (εκ Ζίτσης Ηπείρου, 1907) και Σωτήριος Παπαχρήστου (Δήμος
Καστανέας, 1909). Παραθέτω
αντίγραφα μερικών αιτήσεων απ’ αυτές καθώς και αντίγραφο καταλόγου «εγγραπτέων
εν τω Μητρώω αρρένων του Δήμου μας, καθ’ ο μετενεγκόντων τα δικαιώματά των εξ
άλλων Δήμων», στον οποίο αναγράφονται τα ονόματα των κατοίκων Μακρυχωρίου
Μποσινέα Παναγιώτη του Νικολάου και Μποσινέα Γεωργίου του Νικολάου ως
εγγραπτέων στο Δήμο Νέσσωνος το έτος 1885.
Εγγραφή στο Δημοτολόγιο των Μποσινέα Παναγιώτη του
Νικολάου και Μποσνέα Γεωργίου του Νικολάου
Αίτηση Δημητρίου Λουκά Νταβέλη (Ζέρβα)
Αίτηση Παναγιώτη Γιούλη Σταμάτη
Αίτηση Χρήστου Λάμπρου Πατσιούρα
Αίτηση Κωνσταντίνου Γεωργίου Ζησόπουλου
Αίτηση Γεωργίου Στέργιου Μπέλλου Πρακτικό εκλογής (ορισμού) αγροφυλάκων το 1893. Οι περισσότεροι ιδιοκτήτες γης είναι ακόμα Τούρκοι. Δηλώσεις εισαγωγής ζώων στους βοσκότοπους του
Μακρυχωρίου Ματούσιου Δ. Σαμαρά και Τζήμα Τόπη
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Η ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ (1914-1998) Το πρώτο Κοινοτικό Κατάστημα και διδακτήριο του
Δημοτικού Σχολείου
Ο πρώτος Πρόεδρος της Κοινότητας Μακρυχωρίου Μιχαήλ
Σαμολαδάς
Η πρώτη σφραγίδα της Κοινότητας με την υπογραφή του
Προέδρου
Το
Μακρυχώρι από το 1914 μέχρι και το 1998 λειτούργησε ως ανεξάρτητη Κοινότητα. Με
Βασιλικό Διάταγμα στις 31.8.1912 (ΦΕΚ 262Α) «περί αναγνωρίσεως των δήμων και
κοινοτήτων του Νομού Λαρίσης» αναγνωρίστηκε ως «ιδία κοινότης» με το όνομα Μακρυχώρι.
Το Β.Δ. αυτό εκδόθηκε στα πλαίσια του Ν. ΔΝΖ΄ (4057) 10/14 Φεβρουαρίου 1912
«περί συστάσεως δήμων και κοινοτήτων». Στο μεταβατικό διάστημα από το 1912 έως
το 1914 τη διοίκηση συνέχιζε να ασκεί ο Δήμαρχος και το Δ.Σ. του Δήμου
Νέσσωνος. Το
Φεβρουάριο του 1914 έγιναν εκλογές για ανάδειξη Δημοτικών και Κοινοτικών
Συμβουλίων. Τα μέλη του πρώτου εκλεγέντος εξαμελούς Κοινοτικού Συμβουλίου του
Μακρυχωρίου ήταν οι: Χρίστος Πελεκούδας, πλειοψηφήσας σύμβουλος, Θεόδωρος
Γραμμουστιάνος, Μιχαήλ Σαμολαδάς, Βασίλειος Σιμόπουλος, Μιχαήλ Σουμπενιώτης και
Πέτρος Τσέτσιλας. Σε συνεδρίαση στις 28 Μαρτίου 1914 τα μέλη του Κ.Σ. εξέλεξαν
ως Πρόεδρο το Μιχαήλ Σαμολαδά, που ήταν απόφοιτος Σχολαρχείου. Ήταν ο πρώτος
Πρόεδρος της Κοινότητας. Στην ίδια συνεδρίαση εκλέχτηκε αναπληρωτής του
Προέδρου ο Θεόδωρος Γραμμουστιάνος. Στις
5.4.1914 το Κοινοτικό Συμβούλιο υπό την προεδρία του Μιχ. Σαμολαδά συνεδρίασε
και πήρε τις παρακάτω δύο πρώτες αποφάσεις. Πρακτικόν Γ΄ Εν
Μακρυχωρίω και εν τω δημοτικώ σχολείω των αρρένων σήμερον την Πέμπτην (5) του
μηνός Απριλίου του 1914 έτους ημέραν Σάββατον και ώραν 4 μ.μ. το Κοινοτικόν
Συμβούλιον της Κοινότητος Μακρυχωρίου αποτελούμενον από τον Πρόεδρον αυτού
Μιχαήλ Σαμολαδάν και τα μέλη Βασίλειον Σιμόπουλον, Χρίστον Πελεκούδαν, Μιχαήλ
Σουμπενιώτην και Πέτρον Τσέτσιλαν, του ετέρου Θεοδώρου Γραμμουστιάνου απόντος,
συνελθόν τη προσκλήσει του προέδρου ίνα συσκεφθή περί του οικήματος του
ορισθησομένου ως Κοινοτικού Καταστήματος και σκεφθέν Αποφαίνεται ομοφώνως όπως ως
Κοινοτικόν Κατάστημα χρησιμοποιηθώσι τα προς μεσημβρίαν δύο δωμάτια, κτήμα της
Κοινότητος, τα συνεχόμενα με το σχολείο των θηλέων. Εφ’
ω συνετάγη το παρόν πρακτικόν και υπογράφεται προσηκόντως. Το Κοινοτικόν Συμβούλιον Ο
Πρόεδρος
Τα μέλη
Πρόκειται
για το παλαιό Κοινοτικό Κατάστημα, που βρισκόταν στην πλατεία, στη θέση του
σημερινού Κ.Ε.Π., και λειτούργησε μέχρι το 1958.
Πρακτικόν Δον Εν
Μακρυχωρίω και εν τω δημοτικώ σχολείω των αρρένων σήμερον την πέμπτην (5) του
μηνός Απριλίου του 1914 έτους ημέραν Σάββατον και ώραν 4 μ.μ. το Κοινοτικόν
Συμβούλιον της Κοινότητος Μακρυχωρίου αποτελούμενον από τον Πρόεδρον αυτού
Μιχαήλ Σαμολαδάν και τα μέλη……., συνελθόν……, ίνα συσκεφθή περί του τεθησομένου
εμβλήματος εν τω μέσω της σφραγίδος περιεχούσης τας λέξεις «Κοινότης
Μακρυχωρίου» Αποφαίνεται ομοφώνως, όπως
τοιούτον έμβλημα τεθή είς κριός. Εφ’
ω συνετάγη το παρόν πρακτικόν και υπογράφεται προσηκόντως. Το Κοινοτικόν Συμβούλιον Ο
Πρόεδρος
Τα μέλη
Αντιγράφω
επίσης απόσπασμα από ομόφωνη απόφαση του Κ.Σ. στις 26.2.1917 με Πρόεδρο το Μιχ.
Σουμπενιώτη. «Περί απαγορεύσεως επί 10ετίαν της περιοχής Ασαργάνι από ξυλεύσεως
και βοσκής προς αναδάσωσιν, επί τω σκοπώ ίνα η προτεινόμενη αύτη απαγορευτέα
περιφέρεια αναδασωθή προς κοινήν χρήσιν και ωφέλειαν των κατοίκων της
Κοινότητος τόσω δια τον εξωραϊσμόν της περιφερείας ταύτης, όσω κυρίως δια την
επαρκή ξύλευσιν και άλλην νομήν αυτής και την επελευσομένην επωφελή επήρειαν
εις την υγείαν των κατοίκων και την παραγωγήν υπερτέρων των ήδη προσόδων των
κτημάτων αυτών, ως εκ της ιδιότητος των δασών του έλκειν την βροχήν και προς
παρακώλυσιν των ομβρίων υδάτων των κατακλυζόντων το χωρίον». Παραθέτω
το απόσπασμα αυτό ως μνημείο και του σκεπτικού και της διατύπωσης της απόφασης
την εποχή εκείνη.
Β. Η ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ
Β1. Οι Πρόεδροι
και οι κοινοτικοί σύμβουλοι
Η
Κοινότητα διοικείται από το Κοινοτικό Συμβούλιο (Κ.Σ.). Το Κ.Σ. αποτελείται από
τον Πρόεδρο, τον αναπληρωτή του Προέδρου ή Αντιπρόεδρο και τα απλά μέλη του
Κ.Σ. Το Κ.Σ. από την αρχή της λειτουργίας της Κοινότητας μέχρι και τις εκλογές
του 1934 ήταν εξαμελές συμπεριλαμβανομένου και του Προέδρου. Στις εκλογές του
1951, πρώτες μετά το 1934 και τη δεκαετία του 1940 (κατοχή, εμφύλιος),
εκλέχτηκε πενταμελές Κ.Σ. Από το 1955 μέχρι και το 1998 το Κ.Σ. είναι
εφταμελές. Το διοριζόμενο Κ.Σ. από τη δικτατορία (1967-1974) ήταν πενταμελές. Το
Κ.Σ. διεκπεραίωνε τις αποφάσεις του με τη βοήθεια και τη συνεργασία της
Υπηρεσίας της Κοινότητας, των υπαλλήλων. Από τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας
της η Υπηρεσία της Κοινότητας περιλάμβανε το γραμματέα και τον κλητήρα.
Προσλαμβανόταν επίσης εποχικά και ένας υδρονομέας άρδευσης, «φύλαξ και
υδρονομεύς των μπαχτσέδων εν τη θέσει Βρύση Μακρυχωρίου». Από τη δεκαετία του
1930 η Κοινότητα προσλαμβάνει και υδρονομέα για τις εγκαταστάσεις και το δίκτυο
ύδρευσης του χωριού. Από το 1957 προσλαμβάνεται κατά διαστήματα βοηθός
γραμματέα και από το 1960 περίπου υπηρετούν στην Κοινότητα μόνιμα δύο
γραμματείς. Από τη δεκαετία του 1980 τα καθήκοντα του κλητήρα και του υδρονομέα
τα ασκεί ένας (1) υπάλληλος. Το Κ.Σ. έχει επίσης αποφασιστικό ρόλο στο διορισμό
των αγροφυλάκων. Πρόεδροι
της Κοινότητας και μέλη του Κ.Σ. από το 1914 μέχρι και το 1998 υπήρξαν οι εξής: Το
πρώτο Κ.Σ., που προήλθε από τις εκλογές του Φεβρουαρίου του 1914, αποτελούσαν
οι: Χρίστος Πελεκούδας, πλειοψηφήσας, Θεόδωρος Γραμμουστιάνος, Μιχαήλ
Σαμολαδάς, Βασίλειος Σιμόπουλος, Μιχαήλ Σουμπενιώτης και Πέτρος Τσέτσιλας. Το
καλοκαίρι του 1917 ο Πέτρος Τσέτσιλας αντικαθίσταται από το Χρήστο Μπέλλο. Η
θητεία του Συμβουλίου αυτού κράτησε, με κάποιες μεταβολές*, μέχρι
και το 1925. Στο διάστημα αυτό τα καθήκοντα του Προέδρου άσκησαν οι εξής: - Μιχαήλ
Σαμολαδάς 1914 μέχρι
και Οκτώβριο του 1915. - Θεόδωρος
Γραμμουστιάνος από Νοέμβριο του 1915. Υπογράφει ως προεδρεύων. - Μιχαήλ
Σουμπενιώτης από Φεβρουάριο
του 1917. - Βασίλειος
Σιμόπουλος από Νοέμβριο
1917 μέχρι Απρίλιο 1918. - Μιχαήλ
Σαμολαδάς μέχρι
Μάρτιο 1920 υπογράφει ως προεδρεύων,
από 5.4.1920 ως Πρόεδρος. - Χρίστος
Πελεκούδας από Μάρτιο
1921. - Μιχαήλ
Σαμολαδάς από
Σεπτέμβριο 1921 μέχρι 10.9.1922. -
Θεόδωρος Γραμμουστιάνος από
Νοέμβριο 1922. - Μιχαήλ
Σαμολαδάς από
10.2.1924, «άτε του Προέδρου αποβιώσαντος».
* Το 1922 μέχρι και 10.2.1924 το Συμβούλιο συνεδριάζει
μόνο με τρία μέλη, τους Γραμμουστιάνο, Σαμολαδά και Σουμπενιώτη. Από 10.2.1924
μέχρι και το 1925 συνεδριάζουν και υπογράφουν μόνο δύο μέλη, ο Σαμολαδάς ως
Πρόεδρος, και ο Σουμπενιώτης.
Από
τις εκλογές στις 25 Οκτωβρίου 1925 προήλθε το ακόλουθο Κ.Σ. Χαράλαμπος
Γεωργόπουλος, πλειοψηφήσας, Θωμάς Ζησόπουλος, Αθανάσιος Κυρίτσης, Γεώργιος
Θεοδ. Μπούτος, Μιχαήλ Σαμολαδάς, Ιωάννης Τσέτσιλας. Τα καθήκοντα του Προέδρου
άσκησαν οι: - Αθανάσιος
Κυρίτσης 1926 και 1927. - Ιωάννης
Τσέτσιλας 1928 και
1929.
Από
τις εκλογές στις 4 Αυγούστου 1929 εκλέχτηκε το ακόλουθο Κ.Σ. Απόστολος
Γεωργόπουλος, πλειοψηφήσας, Επαμεινώνδας Γιαννακόπουλος, Ιωάννης Γκρέτσης,
Αθανάσιος Πατσιούρας, Μιχαήλ Σαμολαδάς, Ιωάννης Τσέτσιλας. Τα καθήκοντα του
Προέδρου άσκησαν οι: - Απόστολος
Γεωργόπουλος από 18.9.1929. - Μιχαήλ Σαμολαδάς από 1.8.1930. - Επαμ.
Γιαννακόπουλος από
4.10.1931. - Ιωάννης
Γκρέτσης από
18.9.1932. - Απόστολος
Γεωργόπουλος από 17.9.1933 μέχρι
18.3.1934. Υπογράφει ως Προεδρεύων.
Από
τις εκλογές στις 5 Απριλίου 1934 προέκυψε το εξής Κ.Σ. Χαράλαμπος Γεωργόπουλος,
Νικόλαος Δαρδακούλης, Κων/νος Λάζος, Ιωάννης Κατσιγιάννης, Αλέξανδρος Μπούτος
και Στέργιος Ρόμπας. Το
Συμβούλιο αυτό, με Πρόεδρο το Χαράλαμπο Γεωργόπουλο, άσκησε τα καθήκοντά του κατ’ αρχήν μέχρι την 4η
Αυγούστου 1936, παρέμεινε έπειτα αυτούσιο στη διάρκεια του καθεστώτος του
Μεταξά μέχρι και τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940. Τυπικά ήταν το Κ.Σ. και στη
διάρκεια της γερμανικής κατοχής μέχρι και την απελευθέρωση της χώρας. Από
τις εκλογές της άνοιξης του 1934 κοινοτικές εκλογές έγιναν ξανά την Άνοιξη του
1951. Από
το 1945 μέχρι και το 1950 οι Πρόεδροι και οι κοινοτικοί σύμβουλοι, λόγω της
ανώμαλης πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης (εμφύλιος πόλεμος), ορίζονται από
την Πολιτεία. Έτσι για κάποιο χρονικό διάστημα στη διάρκεια του 1945 Πρόεδρος
είναι ο Δημήτριος Κωστάκης
και από το 1946 μέχρι και το καλοκαίρι του 1949 Πρόεδρος είναι ο Παντελής
Καραπάνος. Συνεργάτες του Προέδρου
Καραπάνου, ως κοινοτικοί σύμβουλοι, ήταν οι Ανδρέας Γκρέτσης, Στέργιος Ζούλφος
(Αντιπρόεδρος), Αθανάσιος Πατσιούρας, Παύλος Σεληγκούνας, ίσως και άλλοι. Είναι
βέβαια αυτονόητο ότι η λειτουργία αυτών των Κ.Σ. δεν ήταν κανονική, τακτική,
όπως στις άλλες περιόδους[20]. Το
Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 1949 υπάρχει διορισμένη προσωρινή Διοικούσα
Επιτροπή με Πρόεδρο τον Ανδρέα Γκρέτση
και μέλη τους Επαμεινώνδα Γιαννακόπουλο, Γεώργιο Κυρίτση, Γεώργιο Μητσογιάννη,
Ηλία Μπενεχούτσο, Χρίστο Παπανικολάου (ιερέας) και Ηλία Σπυρόπουλο (δάσκαλος). Το
Νοέμβριο του 1949 ορίζεται Κοινοτικό Συμβούλιο, η σύνθεση του οποίου ήταν: Κυρίτσης
Γεώργιος, Πρόεδρος, και μέλη οι Κων/νος
Γιαννακόπουλος, Γεώργιος Κωστάκης, Αθανάσιος Λάζος, Γεώργιος Μητσογιάννης και
Κων/νος Π. Τσέτσιλας. Από το Φεβρουάριο του 1951 και για δύο μήνες περίπου
Πρόεδρος του ίδιου Κ.Σ. είναι ο Κων/νος Γιαννακόπουλος, ενώ το σύμβουλο Γεώργιο
Κωστάκη αντικατέστησε ο Μιχαήλ Ρίζος. Την
άνοιξη του 1951 έγιναν οι πρώτες κοινοτικές εκλογές μετά τον πόλεμο. Από τις
εκλογές αυτές προήλθε το πρώτο αιρετό μεταπολεμικό Κ.Σ., που ανέλαβε τα καθήκοντά
του στις 26.5.1951 και η σύνθεση του οποίου ήταν η εξής. Αθανάσιος Λάζος,
Αλέξανδρος Μπούτος, Γεώργιος Παυ. Ρόμπας, Αστέριος Σιμόπουλος και Αστέριος
Τσέτσιλας. Τα καθήκοντα του Προέδρου άσκησαν οι εξής: - Αλέξανδρος
Μπούτος 1951, 1952 και 1953. - Αστέριος
Σιμόπουλος 1954. Το
επόμενο Κ.Σ. αναλαμβάνει καθήκοντα στις 23.1.1955 και η σύνθεσή του ήταν η
εξής: Δημήτριος Αργυρίου, Νικόλαος Δαρδακούλης, Αθανάσιος Ζησόπουλος, Αθανάσιος
Λάζος, Χρήστος Ιω. Μπέλλος, Μιχαήλ Μουρτζίλας και Αστέριος Χουτεσιώτης.
Καθήκοντα Προέδρου άσκησαν οι: - Νικόλαος
Δαρδακούλης 1955 και 1956. - Αθανάσιος
Ζησόπουλος 1957, 1958, μέχρι Μάιο 1959. Το
επόμενο Κ.Σ. αναλαμβάνει καθήκοντα το Μάιο του 1959 και η σύνθεσή του ήταν η
εξής. Αθανάσιος Ζησόπουλος, Γεώργιος Κυρίτσης, Αθανάσιος Λάζος, Αλέξανδρος
Μπούτος, Ιωάννης Γεω. Μπούτος, Χρήστος Ιω. Σαΐτης και Αστέριος Σιμόπουλος. Τα
καθήκοντα του Προέδρου άσκησαν οι: - Γεώργιος
Κυρίτσης από 17.5.1959. - Αλέξανδρος
Μπούτος από 7.5.1960. - Χρίστος
Σαΐτης 1962, 1963, μέχρι και
Αύγουστο 1964. Στη
διάρκεια αυτής της κοινοτικής περιόδου (Μάιος 1959-Αύγουστος 1964) καθήκοντα
κοινοτικού συμβούλου άσκησαν, αντικαθιστώντας άλλους για διάφορους λόγους, και
οι Αστέριος Μπέλλος, Αθανάσιος Νάρης, Δημήτριος Ρίζος και Δημήτριος Σεληγκούνας
και σε πολύ λίγες συνεδριάσεις οι Γεώργιος Κολώνας και Απόστολος Χρ.
Στογιάννης. Το
επόμενο Κ.Σ. προήλθε από τις εκλογές του Αυγούστου του 1964 και η σύνθεσή του
ήταν οι εξής. Βασίλειος Ζιώγας, Νικόλαος Κυρίτσης, Αθανάσιος Λάζος, Ευάγγελος
Μαραμής, Αθανάσιος Νάρης, Αστέριος Σιμόπουλος και Νικόλαος Ταρατόρας. Τα
καθήκοντα του Προέδρου άσκησε ο - Αστέριος
Σιμόπουλος από Αύγουστο 1964 μέχρι και
τον Απρίλιο του 1967, οπότε η λειτουργία του Κ.Σ. ουσιαστικά διακόπηκε από τη
δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967. Τυπικά ήταν Πρόεδρος μέχρι το Δεκέμβριο του
1967. Τον
Οκτώβριο του 1966 και για ένα μήνα περίπου οι Νικόλαος Μπελόγιας, Μιχαήλ
Παλάτος, Νικόλαος Πατσιούρας και Ιωάννης Γεω. Σαΐτης αντικαθιστούν τους
συμβούλους Ζιώγα, Μαραμή, Νάρη και Ταρατόρα. Στη
διάρκεια της δικτατορίας (Απρίλιος 1967-καλοκαίρι 1974) το Κ.Σ. είναι
διορισμένο. Ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 18.12.1967 και είχε πέντε (5) μέλη,
τα εξής. Νικόλαος Κυρίτσης, Αθανάσιος Λάζος, Αθανάσιος Μπέλλος, Δημήτριος Μπούτος
και Δημήτριος Ευθ. Σαΐτης. Τα καθήκοντα του Προέδρου άσκησαν οι: - Δημήτριος
Μπούτος, από 18.12.1967 μέχρι τον Αύγουστο
του 1971. - Βασίλειος
Δημ. Γκρέτσης, από 16.8.1971 μέχρι το
καλοκαίρι του 1974. Ο
Βασίλειος Γκρέτσης αντικατέστησε στο Κ.Σ. το Δημήτριο Μπούτο. Μετά
την πτώση της δικτατορίας, το καλοκαίρι του 1974, επανέρχεται προσωρινά το
αμέσως προηγούμενο αιρετό Κ.Σ., του οποίου η θητεία είχε διακοπεί, με την
ακόλουθη τώρα σύνθεση: Αθανάσιος Αργυρίου, Βασίλειος Ζιώγας, Νικόλαος Κυρίτσης,
Αθανάσιος Λάζος, Νικόλαος Μπελόγιας και Αστέριος Σιμόπουλος. Η θητεία αυτού του
Κ.Σ. κράτησε από 29.10.1974 μέχρι τον Ιούνιο του 1975 και ως Πρόεδρος του
Συμβουλίου είχε τοποθετηθεί η Δ/ντρια του Δημοτικού Σχολείου Μακρυχωρίου Ανθή
Μπλαδένη. Στις
8 Ιουνίου 1975 αναλαμβάνει τη διοίκηση της Κοινότητας το νέο αιρετό Κ.Σ.
Πρόεδρος εκλέγεται στις εκλογές την άνοιξη του 1975 ο Βασίλειος
Ζιώγας, ως επικεφαλής του πλειοψηφήσαντος
εκλογικού συνδυασμού. Η σύνθεση του Κ.Σ. ήταν η εξής. Βασίλειος Ζιώγας,
Πρόεδρος, και μέλη οι Αθανάσιος Αργυρίου, Δημήτριος Δαρδακούλης, Νικόλαος
Μπελόγιας, Χαράλαμπος Αθαν. Πατσιούρας (πλειοψηφία) και Αθανάσιος Λάζος,
Ευάγγελος Σεληγκούνας (μειοψηφία). Για
την επόμενη τετραετία 1979-1982 Πρόεδρος εκλέγεται πάλι ο Βασίλειος
Ζιώγας, ως επικεφαλής του πλειοψηφήσαντος
συνδυασμού. Η σύνθεση του Κ.Σ. αυτή τη φορά ήταν η εξής. Βασίλειος Ζιώγας,
Πρόεδρος, Αθανάσιος Αργυρίου, Σπυρίδων Μαντζώνης, Γεώργιος Δημ. Στογιάννης,
Πανταζής Τσέτσιλας (πλειοψηφία) και Κων/νος Ανδρέου, Αθανάσιος Ζησόπουλος (μειοψηφία). Την
τετραετία 1983-1986 Πρόεδρος εκλέγεται ο Απόστολος Νικ. Κατσιγιάννης, ως επικεφαλής του πλειοψηφήσαντος εκλογικού
συνδυασμού. Το Κ.Σ. αποτέλεσαν οι Απόστολος Κατσιγιάννης, Πρόεδρος, Βασίλειος
Ζιώγας, Γεώργιος Κωνσταντίνου, Παύλος Ρόμπας, Γεώργιος Δημ. Στογιάννης
(πλειοψηφία), Γρηγόριος Στάθης, Αθανάσιος Καραπάνος (μειοψηφία). Το θανόντα τον
Ιανουάριο του 1986 Πρόεδρο αντικαθιστά ως κοινοτικός σύμβουλος ο Γεώργιος Αστ.
Χουτεσιώτης. Πρόεδρος μέχρι το τέλος του 1986 εκλέγεται από τους συμβούλους της
πλειοψηφίας ο Παύλος Ρόμπας. Για
την περίοδο 1987-1990 εκλέγεται Πρόεδρος, ως επικεφαλής του πλειοψηφήσαντος
συνδυασμού, ο Χρήστος Παλάτος. Το
Κ.Σ. αποτελείται από τους Χρήστο Παλάτο, Πρόεδρο, Κων/νο Ανδρέου, Ιωάννη Γεω.
Λιούπα, Παύλο Ευα. Σεληγκούνα, Γρηγόριο Στάθη (πλειοψηφία), Πανταζή Τσέτσιλα,
Ιωάννη Παναγ. Νάρη (μείζων και ελάσσων μειοψηφία). Τετραετία
1991-1994. Πρόεδρος εκλέγεται ο Ιωάννης Απ. Μπούτος, ως επικεφαλής του πλειοψηφήσαντος συνδυασμού. Το
Κ.Σ. αποτελούν οι Ιωάννης Μπούτος, Πρόεδρος, Ιωάννης Γεω. Λιούπας, Αντώνιος Χρ.
Ρόμπας, Αχιλλέας Σαΐτης, Παύλος Ευα. Σεληγκούνας (πλειοψηφία), Θωμάς Αστ.
Τσέτσιλας, Ιωάννης Παναγ. Νάρης (μείζων και ελάσσων μειοψηφία). Και
την τελευταία περίοδο της λειτουργίας της Κοινότητας (1995-1998) Πρόεδρος
εκλέγεται, ως επικεφαλής του πλειοψηφήσαντος συνδυασμού, ο Θωμάς
Αστ. Τσέτσιλας. Το Κ.Σ. αποτελούν οι
Θωμάς Τσέτσιλας, Πρόεδρος, Σωκράτης Βοβούσας, Σπυρίδων Μαντζώνης, Χρήστος Αστ.
Σαΐτης, Χρήστος Απ. Στογιάννης (πλειοψηφία), Ιωάννης Απ. Μπούτος, Ηλίας Λάζος
(μείζων και ελάσσων μειοψηφία). Τον Ηλία Λάζο, που παραιτήθηκε, αντικατέστησε
στα μέσα της τετραετίας ο Γεώργιος Δημ. Μπούτος.
Β2. Οι γραμματείς
Στη
θέση του γραμματέα της Κοινότητας, θέση πολύ σημαντική για τη λειτουργία της
Κοινότητας, υπηρέτησαν, όπως προκύπτει από τα Πρακτικά του Κ.Σ., οι εξής. Από
το Μάιο του 1914 τα καθήκοντα του γραμματέα ασκεί ο Γεώργιος Παπαλέτσος, ο
οποίος ήταν ο δάσκαλος του Δημοτικού Σχολείου Αρρένων του χωριού. Από
1.1.1915 γραμματέας είναι ο Θεοχάρης Οικονόμου, που καταγόταν από τα Αμπελάκια
και είχε υπηρετήσει στην ίδια θέση στον τέως Δήμο Αμπελακίων. Την
1.10.1915 προσλαμβάνεται ο Στέφανος Ε. Βαλασσόπουλος, «επιστρατευθέντος του
υπάρχοντος Θ. Οικονόμου». Από
1.10.1915 και μέχρι 27.11.1922, εκτός από το Στέφανο Βαλασσόπουλο, υπηρέτησαν
ως γραμματείς και οι Λυκούργος Περδικάρης και Κων/νος Καράμπελας, σύμφωνα με
απόφαση του Κ.Σ. στις 7.5.1917 «περί απολύσεως Γραμματέως Λυκ. Περδικάρη και
διορισμού του Κων. Καράμπελα». Από
27.11.1922 προσλαμβάνεται πάλι ο Θεοχάρης Οικονόμου. Στις
8.9.1929 απολύεται ο Οικονόμου, «ως μη εμπνέων εμπιστοσύνην εις τον Πρόεδρον»,
και διορίζεται ο Νικόλαος Φερδιανάκης. Στις
24.2.1935 παραιτείται ο Φερδιανάκης και διορίζεται γραμματέας ο Απόστολος
Γεωργόπουλος. Το
Αύγουστο του 1938 η Κοινότητα αγόρασε για πρώτη φορά γραφομηχανή. Στις
27.9.1938 προσλαμβάνεται ως δακτυλογράφος η Βασιλική Χαραλ. Γεωργοπούλου. Στις
25.11.1938 επαναπροσλαμβάνεται ο Απόστολος Γεωργόπουλος[21]. Από
1.11.1949 γραμματέας ο Δημήτριος Ιω. Σαμαράς. Στις
30.3.1951 το Κ.Σ. εντάσσει στον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας της Κοινότητας
και (1) μία θέση βοηθού γραμματέα. Στις
10.9.1957 γραμματέας αναλαμβάνει ο Βασίλειος Χαραλ. Γεωργόπουλος, που
αντικατέστησε το θανόντα στις 8.4.1957 Δημήτριο Σαμαρά. Το
1957, 1958 και 1959 για κάποια χρονικά διαστήματα προσλαμβάνεται ο Θωμάς
Τσιάκος, ουσιαστικά ως βοηθός γραμματέας, αν και τυπικά η πρόσληψή του έγινε
«ως επιστάτου εμπειροτέχνου της προσωπικής εργασίας και των υπό της Κοινότητος
εκτελεσθέντων Κοινοτικών έργων» (23.11.1957). Από
το Νοέμβριο του 1959 και το 1960 εργάστηκε κατά διαστήματα ως βοηθός γραμματέας
ο Βασίλειος Ιω. Γεωργόπουλος. Στο ίδιο διάστημα το Κ.Σ. συζητά κατ’ επανάληψη
τη μόνιμη πρόσληψή του χωρίς να παίρνει θετική απόφαση. Στις
14.2.1961 προσλαμβάνεται τελικά ο Βασίλειος Ιω. Γεωργόπουλος. Στις
23.3.1981 το Κ.Σ. εγκρίνει πρόσληψη γραφέως, μετά τον επισυμβάντα θάνατο του
Βασ. Ιω. Γεωργόπουλου. Από 30.3.1981 μέχρι 22.6.1983 προσλαμβάνεται και
εργάζεται στη θέση αυτή η Ελένη Νικ. Μπελόγια. Από
τον Ιούλιο του 1983 αναλαμβάνει υπηρεσία ως μόνιμη γραμματέας η Σταυρούλα
Παπαχατζή. Για πρώτη φορά η πρόσληψη γραμματέα γίνεται με δημόσιο γραπτό
διαγωνισμό. Στις
9.2.1987 παραιτείται από την Υπηρεσία ο Βασίλειος Χαρ. Γεωργόπουλος. Στην
κενή θέση που δημιουργήθηκε και μέχρι την οριστική τοποθέτηση άλλου γραμματέα
εργάστηκε προσωρινά ως γραφέας ο Δημήτριος Χρ. Μπέλλος. Από
το 1989 αναλαμβάνει υπηρεσία ως μόνιμος γραμματέας ο Γεώργιος Χαλκιάς. Από
την πρόσληψη του Χαλκιά μέχρι το τέλος της λειτουργίας της Κοινότητας
(31.12.1998) γραμματείς ήταν η Σταυρούλα Παπαχατζή και ο Γεώργιος Χαλκιάς.
Β3. Οι κλητήρες και οι υδρονομείς
Στη
θέση του κλητήρα εργάστηκαν οι εξής. Ο
Αθανάσιος Παλάτος για λίγες μέρες το Μάιο του 1914. Ο
Θεόδωρος Μπούτος από τα τέλη Μαΐου του 1914. Ο
Κων/νος Τσικρικώνης προσλαμβάνεται το 1916. Ο
Κων/νος Φώτης (Φωτίου) προσλαμβάνεται στις 21.4.1921 μετά την παραίτηση του
Τσικρικώνη. Ο
Αθανάσιος Παλάτος προσλαμβάνεται πάλι στις 6.9.1925. Ο
Κων/νος Τσικρικώνης αντικαθιστά για ένα διάστημα και μέχρι την άνοιξη του 1934
τον Παλάτο. Ο
Νικόλαος Θάνος αντικαθιστά στις 6.5.1934 τον απολυθέντα Τσικρικώνη. Ο
Ανδρέας Πατσιούρας προσλαμβάνεται ως κλητήρας στις 30.11.1949 και Ο
Γεώργιος Παπαδημητρίου διορίζεται κλητήρας το Αύγουστο του 1952. Τα
καθήκοντα του κλητήρα αναλαμβάνει μετά τη συνταξιοδότηση του Παπαδημητρίου
(1984) ο Πέτρος Τσέτσιλας, ο οποίος είχε προσληφθεί από το 1981 ως υδρονομέας. Υδρονομείς
ύδρευσης μέχρι το 1930 δεν υπάρχουν, καθώς στο χωριό δεν υπήρχε δίκτυο
ύδρευσης. Προσλαμβάνονταν όμως εποχικά υδρονομείς άρδευσης, οι οποίοι είχαν την
ευθύνη της διανομής του νερού που περίσσευε από τη μία Βρύση, από την οποία
υδρευόταν το χωριό, και στην πορεία του προς την Καλάμτσια πότιζε τους
λαχανόκηπους (μπαχτσέδες) των χωριανών. Μοίραζαν επίσης στους μπαχτσέδες και το
νερό που έφευγε από το νερόμυλο του Μαργκά. Ο
πρώτος υδρονομέας άρδευσης από τη λειτουργία της Κοινότητας ήταν ο Ιωάννης
Συκιώτης, που προσλήφθηκε για το καλοκαίρι του 1914. Άλλοι τέτοιοι υδρονομείς
ήταν οι: Γεώργιος Κ. Βασιλείου (το 1917), Αργύριος Δημ. Αργυρίου (1922),
Αθανάσιος Δημητρίου (1924), Αθανάσιος Συκιώτης (1929), Αθανάσιος Παλάτος
(1931), Γεώργιος Γκρέτσης (1933). Υδρονομείς άρδευσης ορίζονταν από την
Κοινότητα μέχρι και τη δεκαετία του 1960 (μερικές φορές και περισσότεροι του
ενός κατά περίοδο). Το 1966 η δουλειά αυτή ανατέθηκε στον αγροφύλακα Γεώργιο
Κλ. Κωστόπουλο. Μετά το 1975 και μέχρι το 1990, όταν στην περιοχή είχαν
αναπτυχθεί σταδιακά αρδευτικές γεωτρήσεις, τις οποίες διαχειριζόταν η
Κοινότητα, προσλαμβανόταν πάλι κάθε καλοκαιρινή περίοδο ανάλογος υδρονομέας
άρδευσης. Στη θέση αυτή τα περισσότερα από αυτά τα χρόνια διοριζόταν ο
Αγαμέμνων Φαρμάκης. Το 1991 ιδρύθηκε ο ΤΟΕΒ Μακρυχωρίου και ανέλαβε έκτοτε την
άρδευση. Περί
το 1930 (Απόφαση Κ.Σ. της 15-9-1928) κατασκευάστηκε το πρώτο δίκτυο ύδρευσης
του Μακρυχωρίου (εγκαταστάσεις αντλιοστασίου, κεντρικός αγωγός, δεξαμενή και
εσωτερικό δίκτυο διανομής νερού). Για τον έλεγχο της λειτουργίας και τη
φροντίδα της αποκατάστασης βλαβών του δικτύου προσλαμβανόταν από τα πρώτα
χρόνια της δεκαετίας του 1930 ειδικός υπάλληλος. Το
1934 προσλήφθηκαν ο Νικόλαος Χατζηνίκος «ως μηχανικός υδραγωγείου» και ο
Βασίλειος Σιμόπουλος ως βοηθός του. Το
1949 προσλαμβάνεται για πρώτη φορά υδρονομέας ο Αιμίλιος Κυρίτσης. Στα
τέλη του 1950 προσλαμβάνεται ο Δημήτριος Τσιμογιάννης. Λίγο
μετά το 1960 διορίζεται υδρονομέας ο Κων/νος Μπενεχούτσος. Το
1963 ο Χαράλαμπος Χρήστου ορίζεται βοηθός του Κ. Μπενεχούτσου. Το
1964 παραιτείται ο Μπενεχούτσος. Το
1965 και μέρος του 1966 στη θέση του υδρονομέα εργάζεται ο Χρήστος Γερ.
Μυλωνάς. Επειδή οι αρμόδιες κρατικές Υπηρεσίες δεν του χορηγούσαν πιστοποιητικό
νομιμοφροσύνης και επειδή για το λόγο αυτό δεν ήταν δυνατή η πληρωμή του,
αντικαταστάθηκε από τον Ευάγγελο Ευαγγελόπουλο, ο οποίος υπηρέτησε για ένα έτος
περίπου. Τον
Ευαγγελόπουλο διαδέχεται ο Αιμίλιος Κυρίτσης, ο οποίος προς τα τέλη του 1969
απολύεται. Το
1970 και 1971 υδρονομέας είναι ο Χρήστος Βλάγκας. Το
1972 αναλαμβάνει πάλι ο Αιμίλιος Κυρίτσης, ο οποίος είχε εμπλακεί σε δικαστική
διαμάχη κατά της Κοινότητας για την απόλυσή του, διαμάχη την οποία κέρδισε. Έκτοτε
ο Κυρίτσης υπηρετεί ως υδρονομέας μέχρι το τέλος περίπου της δεκαετίας του
1970. Από
το 1981 και μέχρι το τέλος της λειτουργίας της Κοινότητας στη θέση του
υδρονομέα τοποθετήθηκε ο Πέτρος Αστ. Τσέτσιλας.
Β4. Οι αγροφύλακες
Ο
θεσμός του αγροφύλακα, για τον οποίο έγινε αναφορά σε προηγούμενο κεφάλαιο,
συνεχίζει να λειτουργεί και επί Κοινότητας όπως και επί Δήμου Νέσσωνος. Ο
αριθμός των αγροφυλάκων ορίζεται από το Κοινοτικό Συμβούλιο και οι αγροφύλακες
εκλέγονται και πληρώνονται από τους κτηματίες, των οποίων τα κτήματα φυλάγουν.
Ωστόσο ο θεσμός της εκλογής των αγροφυλάκων σιγά-σιγά άρχισε να ατονεί, ήδη από
τις πρώτες δεκαετίες του 1900, και να επικρατεί ο ορισμός τους από το Κ.Σ.
Ενδεικτικά αναφέρω ότι το Νοέμβριο του 1914 το Κ.Σ. Μακρυχωρίου διορίζει
αγροφύλακες τους Γεώργιο Σιμόπουλο, Δημήτριο Πελεκούδα, Στέργιο Ζ. Σταμάτη και
Αθανάσιο Παλάτο. Και το Νοέμβριο του 1923, επειδή «τρις δεν κατέστη δυνατή η
εκλογή αγροφυλάκων λόγω μη προσελεύσεως ιδιοκτητών» το Κ.Σ. διορίζει τους
Δημήτριο Σουπεκιώτη, Αριστείδη Γεω. Βούλγαρη ή Παπαχατζή και Νικόλαο Δημ.
Ζιώγα. Με τον ίδιο τρόπο ορίζονται αγροφύλακες και οι Δημήτριος Νικ. Μπελόγιας
(1922), Θωμάς Ζησόπουλος (1923), Αστέριος Δαρδακούλης περί το 1940 και
Δημήτριος Γκότσης. Από
τα τέλη της δεκαετίας του 1920 οι αγροφύλακες δεν πληρώνονται πια από τους
ιδιοκτήτες των αγροκτημάτων. Το 1928 συστήνεται κρατική Υπηρεσία, το Ταμείον
Αγροφυλακής, που πλήρωνε τους αγροφύλακες. Το 1933 και η Κοινότητα αναγράφει
στον προϋπολογισμό της ειδική πίστωση για την πληρωμή αγροφυλάκων. Σημειώνω
επίσης ότι το 1938 η Κοινότητα Μακρυχωρίου έδωσε στο Ταμείο Αγροφυλακής 4.000
δρχ. «δι’ αγοράν ίππου» για τους αγροφύλακες της περιοχής Συκουρίου. Ωστόσο το
1953 η πληρωμή των αγροφυλάκων του Μακρυχωρίου έγινε σε είδος (κοντότα). Περί
το 1950 ιδρύεται η Αγρονομία, Υπηρεσία που προσλαμβάνει και πληρώνει τους
αγροφύλακες. Η πρόσληψή τους γίνεται για ορισμένο χρονικό διάστημα και μετά από
πρόταση του Κ.Σ., το οποίο με απόφασή του προτείνει τους αγροφύλακες της
περιοχής του και γνωματεύει για την καταλληλότητά τους. Ενδεικτικά αναφέρω ότι
στις 29.12.1949 προτείνοντα από το Κ.Σ. για αγροφύλακες οι Ηλίας Μπενεχούτσος,
Νικόλαος Συκιώτης και Ιωάννης Πατσιούρας. Με τη διαδικασία αυτή από τα τέλη της
δεκαετίας του 1940 και μετά ορίστηκαν και υπηρέτησαν ως αγροφύλακες οι Αργύριος
Αργυρίου, Γρηγόριος Τσιάκος, Ηλίας Μπενεχούτσος, Ιωάννης Πατσιούρας, Ιωάννης
Χαλκιάς (Γυρτώνη), Αθανάσιος Βούλγαρης, Βασίλειος Σκρίμπας, Κων/νος Κιτσιώνης,
Ανδρέας Πατσιούρας, Κων/νος Αθαν. Παλάτος, Αστέριος Στογιάννης, Αθανάσιος Γεω.
Μπενεχούτσος, Αθανάσιος Αργυρίου, Ιωάννης Πουρνάρας, Θεοφάνης Τσιάκαλος
(Γυρτώνη), Δημήτριος Κλ. Κωστόπουλος, Δημήτριος Μαντζώνης (Γυρτώνη), Βασίλειος
Ντόντος, Γεώργιος Κλ. Κωστόπουλος, Γεώργιος Τζανέκας, Παναγιώτης Στογιάννης και
Αχιλλέας Συκιώτης. Από
το 1975 περίπου, όταν οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και η νοοτροπία των
ανθρώπων είχαν αλλάξει σε μεγάλο βαθμό, η αναγκαιότητα της παρουσίας του
αγροφύλακα άρχισε να μειώνεται και ο θεσμός της αγροφυλακής να φθίνει. Έτσι δεν
προσλαμβάνονται πια νέοι αγροφύλακες σε αντικατάσταση των αποχωρούντων, με
αποτέλεσμα περί το 1990 ο θεσμός της αγροφυλακής ουσιαστικά να έχει πάψει να
υφίσταται. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990 και στα τέλη της δεκαετίας
του 2000 έγινε από την Πολιτεία προσπάθεια αναβίωσης του θεσμού του αγροφύλακα,
η οποία όμως ουσιαστικά απέτυχε. Από
το 1940 περίπου μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1970 λειτούργησε επίσης
στην Κοινότητα Μακρυχωρίου και ο θεσμός της υποχρεωτικής προσωπικής εργασίας
δημοτών. Με απόφασή του το Κ.Σ. όριζε τον αριθμό των ημερών κατ’ έτος που
έπρεπε να εργαστούν αμισθί άρρενες δημότες σε διάφορα κοινοτικά μικροέργα. Η
εργασία αυτή ήταν κατά νόμον υποχρεωτική. Όσοι δεν τηρούσαν την υποχρέωση αυτή
όφειλαν να στείλουν αντικαταστάτη τους· αλλιώς η Κοινότητα τους χρέωνε,
«βεβαίωνε», στο Δημόσιο Ταμείο οφειλή ίση με τα ημερομίσθια που δεν εκτέλεσαν.
Υποχρεωτική επίταξη γινόταν και για ζώα ή μηχανήματα δημοτών (κάρα, τρακτέρ,
φορτηγά) για τη μεταφορά εργατών ή υλικών. Τη δεκαετία του 1970 ο θεσμός αυτός
λειτούργησε χαλαρά, ώσπου τελικά καταργήθηκε.
Β5. Ένταξη στο Δήμο Μακρυχωρίου και στο Δήμο
Τεμπών
Από
το 1999 η Κοινότητα Μακρυχωρίου παύει να λειτουργεί. Με το Ν. 2539/1997 (σχέδιο
Καποδίστριας) γίνεται συγχώνευση Κοινοτήτων και συγκρότηση νέων Δήμων. Το Μακρυχώρι
ορίζεται έδρα του νεοσύστατου Δήμου Μακρυχωρίου. Στο Δήμο εντάσσονται, εκτός
από το Μακρυχώρι με τη Γυρτώνη, και οι Κοινότητες Ελάτειας, Ευαγγελισμού και
Παραποτάμου. Ο Δήμος αυτός λειτούργησε για τρεις τετραετίες, δηλαδή μέχρι το
2010. Στις
εκλογές του 1998 για την τετραετία 1999-2002 Δήμαρχος εκλέγεται ο Θωμάς
Αστ. Τσέτσιλας. Στο 13/μελές Δημοτικό
Συμβούλιο (Δ.Σ.) εκλέγονται από την τέως Κοινότητα Μακρυχωρίου οι Σωκράτης
Βοβούσας, Δήμητρα Γκατζούλη-Μπαρλαγιάννη, Σπυρίδων Μαντζώνης (Γυρτώνη), Χρήστος
Νάστος, Αστέριος Θεοδ. Σαΐτης, Πανταζής Τσέτσιλας – Ιωάννης Απ. Μπούτος – και
Ζήσης Λιούπας. Στο Δ.Σ. συμμετέχουν και οι Ηλίας Τριανταφύλλου (Ευαγγελισμός),
Γεράσιμος Τσιάνας-Παρλιάγκος (Ελάτεια) – Νικόλαος Κίτσιος, Χρήστος Ιω. Κίτσιος
(Ελάτεια) – και Μιχαήλ Τσιούτρας (Παραπόταμος). Για
την τετραετία 2003-2006 Δήμαρχος εκλέγεται ο Ζήσης Λιούπας. Στο Δ.Σ. συμμετέχουν οι Μακρυχωρίτες Θωμάς-Αδάμος
Γκαμπέτας, Αναστάσιος Μπενεχούτσος, Νικόλαος Μπούτος, Σουλτάνα
Τσιαπάρα-Κουτελίδα – Γεώργιος Δημ. Σεληγκούνας – Θωμάς Πατσιούρας και Απόστολος
Μπαρλαγιάννης. Συμμετέχουν επίσης οι Ιωάννης Μιχ. Ζάρρας (Ελάτεια), Ζήσης Ν.
Μήλιος, Κων/νος Μπάνος και Μιχαήλ Τσιούτρας (Παραπόταμος) – Νικόλαος Κίτσιος
και Ιωάννης Βασ. Ζάρρας (Ελάτεια). Τους παραιτηθέντες στη διάρκεια της
τετραετίας Αναστάσιο Μπενεχούτσο, Σουλτάνα Τσιαπάρα-Κουτελίδα και Νικόλαο
Κίτσιο αντικατέστησαν οι Αντώνιος Γκανάτσιος (Ελάτεια), Χρήστος Κων. Μπόλιας
και Αθανάσιος Απ. Νάρης (Μακρυχώρι) αντίστοιχα. Για
την περίοδο 2007-2010 Δήμαρχος εκλέγεται πάλι ο Ζήσης Λιούπας. Στο Δ.Σ. συμμετέχουν οι Βάιος Ν. Ακζιώτης (Γυρτώνη),
Ιωάννης Βλάγκας, Θωμάς-Αδάμος Γκαμπέτας, Νικόλαος Μπούτος, Χρήστος Κων.
Μπόλιας, – Γεώργιος Δημ. Σεληγκούνας και Ιωάννης Απ. Μπούτος – Θωμάς Πατσιούρας
και Απόστολος Μπαρλαγιάννης (Μακρυχώρι), Κων/νος Αντάμαλης, Μιχαήλ Τσιούτρας
(Παραπόταμος), Γεώργιος Μανώλης (Ελάτεια), – και Χρήστος Ιω. Κίτσιος (Ελάτεια). Όλοι
αυτοί, οι Πρόεδροι της Κοινότητας και οι Δήμαρχοι, οι κοινοτικοί και δημοτικοί
σύμβουλοι και υπάλληλοι· όλοι οι Μακρυχωρίτες που στα εκατόν τριάντα χρόνια της
ιστορίας του χωριού ασχολήθηκαν με τα «κοινά», είτε ως υποψήφιοι αιρετοί είτε
ως μέλη των Διοικήσεων των πάσης φύσεως Συλλόγων, Συνεταιρισμών και Επιτροπών
είτε ακόμα και με τη δημόσια διατύπωση της γνώμης τους για τις κοινές υποθέσεις·
όλοι οι Μακρυχωρίτες που με την εργασία τους και την επιχειρηματικότητά τους
φρόντισαν όλα αυτά τα χρόνια να βελτιώσουν τη ζωή των οικογενειών τους με την
οικονομική τους ανέλιξη, με τη βελτίωση και ανανέωση των κατοικιών τους, με τη
διαμόρφωση των αύλειων χώρων, με την περιποίηση του κοινοτικού χώρου μπροστά
στο σπίτι τους· όλοι αυτοί εργάστηκαν, άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο, και
συνέβαλαν ανάλογα στην εξέλιξη και ανάπτυξη του Μακρυχωρίου· οδήγησαν το
Μακρυχώρι στη σημερινή καλή κατάσταση και δημιούργησαν, κυρίως τις τελευταίες
4-5 δεκαετίες, προϋποθέσεις και προοπτικές για περαιτέρω ανάπτυξή του. Με
το Ν. 3852/2010 (σχέδιο Καλλικράτης) γίνεται ευρεία διοικητική αναδιάρθρωση.
Στα πλαίσια του νόμου αυτού καταργούνται οι υφιστάμενοι Δήμοι και δημιουργούνται
νέοι μεγαλύτεροι Δήμοι. Το Μακρυχώρι ορίζεται πάλι ως έδρα του νέου Δήμου
Τεμπών. Στο Δήμο Τεμπών εντάσσονται οι τέως Δήμοι Γόννων, Κάτω Ολύμπου,
Μακρυχωρίου, Νέσσωνος και η Κοινότητα Αμπελακίων. Στις
εκλογές το φθινόπωρο του 2010 Δήμαρχος εκλέγεται ο Κωνσταντίνος Κολλάτος. Στο
27/μελές Δ.Σ. συμμετέχουν από τον τέως Δήμο Μακρυχωρίου οι Αστέριος Θεοδ.
Σαΐτης, Δημήτριος Τσέτσιλας (Μακρυχώρι) και Κων/νος Αντάμαλης (Παραπόταμος) –
Γεώργιος Δημ. Σεληγκούνας και Ιωάννης Βλάγκας (Μακρυχώρι). Στο
Τοπικό Συμβούλιο Μακρυχωρίου Πρόεδρος εκλέγεται ο Ιωάννης Χαράλ. Μπούτος και
μέλη οι Μιχαήλ Αστ. Αβέλλας – και Αποστολίνα Σαΐτη.
Το Δημαρχείο του Δήμου Μακρυχωρίου και τώρα του Δήμου
Τεμπών
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΤΟΜΕΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ
Ακολουθούν
στη συνέχεια κάποια θέματα, μερικές «τομές», που αναφέρονται στην εξελικτική
πορεία του Μακρυχωρίου, όπως οι εκκλησιές και τα σχολεία του Μακρυχωρίου, η
υγειονομική περίθαλψη και οι γιατροί, η γεωργία, η κτηνοτροφία και άλλα. Η
αναφορά σε μερικά από τα θέματα αυτά εκτείνεται χρονικά και στην περίοδο της
λειτουργίας του Δήμου Νέσσωνος, στον οποίο ανήκε το Μακρυχώρι μέχρι το 1914.
Έτσι, πιστεύω, θα καλυφθεί κατά το δυνατόν καλύτερα η πορεία του Μακρυχωρίου
και η δραστηριότητα των κατοίκων του από τη συγκρότησή του μέχρι τις μέρες μας. Α. ΟΙ ΝΑΟΙ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ Το
πρώτο μέλημα των Ελλήνων-Χριστιανών κατοίκων του Μακρυχωρίου μετά την ένταξη
της περιοχής στην Ελλάδα, παράλληλα με τη διασφάλιση κατοικίας, ήταν η
κατασκευή ιερού ναού, εκκλησιάς. Η θρησκευτική πίστη, ο χριστιανισμός, και
βεβαίως η γλώσσα, η ελληνική, αποτέλεσαν για τους υπόδουλους Έλληνες της
τουρκοκρατίας τους δυο βασικούς συνεκτικούς θεσμούς και δεσμούς, που συνέβαλαν
στη διατήρηση της εθνικής τους συνείδησης. Η κατασκευή λοιπόν ναού ήταν βασική
ψυχική ανάγκη, γιατί θα τους έδινε τη δυνατότητα να βιώνουν βαθύτερα τη
θρησκευτική τους πίστη και να τελούν τα λατρευτικά τους καθήκοντα.
Α1.
Ο ναός του Αγίου Νικολάου
Ο παλαιός ναός του Αγίου Νικολάου,
η πρώτη εκκλησία του χωριού, δυτικά του οικισμού. Βόρεια του ναού διακρίνονται
το νεκροταφείο και το οστεοφυλάκειο.
Λίγο
πριν το 1890 ή, το πιθανότερο, τα δυο πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1890 οι
πρώτοι Μακρυχωρίτες έκτισαν την εκκλησιά τους. Ήταν ο ναός του Αγίου Νικολάου
στη δυτική πλευρά του οικισμού. Και στο χώρο στη βορινή πλευρά του ναού
εγκατέστησαν το χριστιανικό νεκροταφείο. Ο χρόνος κατασκευής του ναού προκύπτει
από τις εξής μαρτυρίες. Στον προϋπολογισμό του 1893 του τέως Δήμου Νέσσωνος
(πρ. 194/18.10.1892) προβλέπεται ποσό 150 δρχ. «δι’ αποπεράτωσιν του ναού
Μακρυχωρίου». Το Δ.Σ. του Δήμου με τη 228/20.5.1893 απόφασή του διορίζει για
πρώτη φορά ως Εκκλησιαστικό Συμβούλιο «του Αγίου Νικολάου Μακρυχωρίου τους:
Παπαμελέτιον Ιωάννου, Μιχ. Σουμπενιώτην, Νικολ. Μποσνέαν, Ιω. Κοντογιάννην ή
Παλάτον και Δημ. Ρίζου». Δύο μήνες αργότερα (Πρ. 239/16.7.1893) αντικαθιστά τους
Ιω. Κοντογιάννη ή Παλάτο και Δημ. Ρίζου με τους Κων. Τσιτούρα και Τέγο Μπούτο,
«καθ’ όσον ούτοι δεν διαμένουσι διαρκώς και μονίμως εν Μακρυχωρίω». Την
πρωτοβουλία και τη βασική φροντίδα για την κατασκευή του ναού είχε ο Νικόλαος
Μποσνέας, που ορίστηκε και μέλος του πρώτου Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, του
οποίου η οικογένεια ήρθε στο Μακρυχώρι από τα Λεύκτρα της Μάνης το 1885 ή στις
αρχές του 1886. Μάλιστα σύμφωνα με πληροφορίες απογόνων της οικογένειας
Μποσνέα, που ζουν σήμερα στο Μακρυχώρι, ο ναός αφιερώθηκε στον Άγιο Νικόλαο, το
όνομα του οποίου έφερε ο ίδιος. Ο ναός αυτός λειτούργησε ως ενοριακός ναός του
Μακρυχωρίου μέχρι την κατασκευή και λειτουργία του ναού του Αγίου Αποστόλου
Θωμά. Έκτοτε λειτούργησε -και λειτουργεί μέχρι σήμερα με τη νέα του μορφή- ως
ναός του νεκροταφείου. Οι ιερείς που υπηρέτησαν και λειτούργησαν στο ναό αυτό
ήταν δύο Μακρυχωρίτες, ο Παπαδημήτρης Αντούλας και ο Παπαδημήτρης Αργυρίου ή
Θάνος, οι οποίοι υπηρέτησαν για πολλά χρόνια και στο ναό του Αγίου Αποστόλου
Θωμά. Πριν από αυτούς, στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του, ιερέας του ναού του
Αγίου Νικολάου ήταν ο Παπαμελέτιος Οικονόμου[22].
Πιθανόν να είναι το ίδιο πρόσωπο με το μέλος του πρώτου Εκκλησιαστικού
Συμβουλίου Παπαμελέτιο Ιωάννου. Το 1897 αναφέρεται επίσης ιερέας με το όνομα
Παπαγεωργίου Μελέτης[23].
Ο ναός αυτός κρίθηκε κατεδαφιστέος λόγω
παλαιότητας –και έτσι χάθηκε ένα μνημείο της ιστορίας του χωριού- και στη θέση
του χτίστηκε πριν 40 περίπου χρόνια ο ναός που υπάρχει σήμερα. Στο
χώρο βόρεια του ναού του Αγ. Νικολάου, που από την αρχή χρησιμοποιήθηκε ως
χώρος νεκροταφείου, λειτουργεί ακόμα το νεκροταφείο του χωριού. Ο χώρος αυτός
περιφράχτηκε με πετρότοιχο το 1909, όπως προκύπτει από απόφαση του Δ.Σ. στις
8.1.1910, με την οποία εγκρίνει «την από 18.12.1909 πράξιν του Εκκλησιαστικού
Συμβουλίου του εν Μακρυχωρίω Ιερού Ναού Άγιος Νικόλαος περί διαθέσεως 324 δρχ.
προς τακτοποίησιν της γενομένης δαπάνης διά το κατασκευασθέν νεκροταφείον εν
Μακρυχωρίω». Το
2002 με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου αντικαταστάθηκε ο πρώτος αυτός
περίβολος με τον υφιστάμενο σήμερα. Ταυτόχρονα με την κατασκευή του νέου
περιβόλου έγινε και μία μικρή επέκταση του χώρου του νεκροταφείου στη δυτική
πλευρά. Τότε επίσης κατεδαφίστηκε το παλαιό οστεοφυλάκιο και κατασκευάστηκε το
νεότερο στη νοτιοδυτική πλευρά του νεκροταφείου. Στο ίδιο μέρος είχε
κατασκευαστεί λίγο πριν το 1980 άλλο οστεοφυλάκιο, που λειτούργησε ως
συμπληρωματικό του πρώτου και υπάρχει και λειτουργεί και σήμερα παράλληλα με το
νέο. Στο χώρο του παλαιού οστεοφυλακίου θάφτηκαν όλα τα οστά των νεκρών που
υπήρχαν σ’ αυτό. Ο χώρος αυτός δε χρησιμοποιείται ως χώρος ενταφιασμού, είναι
αποχωρισμένος από τον άλλο χώρο του νεκροταφείου και αποτελεί τον κοινό τάφο
των θανόντων μέχρι το 1980 περίπου Μακρυχωριτών.
Α2.
Ο ναός του Αγίου Αποστόλου Θωμά
Ο ναός του Αγίου Θωμά το 2012
Μετά
το 1895 και κυρίως μετά το 1897, με τη λήξη της περιπέτειας της χώρας μας και
ειδικά της περιοχής μας, που προκάλεσε ο πόλεμος του ’97, και την οριστική πια
αποχώρηση του τουρκικού στρατού, ο πληθυσμός του Μακρυχωρίου αυξανόταν με γοργό ρυθμό. Το 1881
το Μακρυχώρι είχε 466 κατοίκους, οθωμανούς, το 1907 είχε 1029 κατοίκους,
Έλληνες-χριστιανούς[24].
Η αύξηση αυτή του πληθυσμού δημιούργησε την ανάγκη μεγαλύτερου ενοριακού ναού.
Έτσι οι κάτοικοι του χωριού αποφάσισαν και έχτισαν στο κέντρο του χωριού το ναό
του Αγίου Αποστόλου Θωμά, ο οποίος λειτουργεί μέχρι σήμερα ως ενοριακός ναός
του χωριού. Η
οικοδόμηση του ναού έγινε το έτος 1910. Η ιδέα βέβαια για την κατασκευή του
ναού και η διαδικασία υλοποίησής της ξεκίνησε πολύ πριν το 1910, η δε
ολοκλήρωση του ναού έγινε μετά το 1910. Τα χρήματα για την οικοδόμηση του ναού
προέρχονταν από τα μισθώματα των βοσκότοπων του Μακρυχωρίου κατόπιν αποφάσεων
του τέως Δήμου Νέσσωνος, στον οποίο Δήμο είχε ενταχθεί το Μακρυχώρι από το
1883. Το ιστορικό της κατασκευής του, όπως προκύπτει από το αρχείο του Δήμου
Νέσσωνος, έχει ως εξής. Το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Νέσσωνος, με δήμαρχο το
Στέργιο Κακαγιάννη, με την 43/2.5.1908 απόφασή του «εγκρίνει ομοφώνως την
αίτησιν της ολομελείας των κατοίκων του χωρίου Μακρυχωρίου περί διαθέσεως δρχ.
είκοσι χιλιάδων (20.000) εκ των εν τω επαρχιακώ Ταμείω Λαρίσσης κατατεθειμένων
χρημάτων ως προερχομένων εκ κοινοτικών βοσκών της Κοινότητος Μακρυχωρίου δια
την κατασκευήν Ιερού Ναού εν Μακρυχωρίω». Με την 102/23.9.1909 απόφασή του
«δέχεται ομοφώνως την αίτησιν του εργολάβου Φωτίου Παπαθανασίου μειοδοτούντος
εν επί τοις εκατόν ολιγώτερον του προυπολογισθέντος ποσού δια την ανέγερσιν του
εν Μακρυχωρίω του Δήμου Νέσσωνος Ιερού Ναού». Ο ίδιος μηχανικός είχε
κατασκευάσει πριν μερικά χρόνια και το ναό των Αγίων Κων/νου και Ελένης, στο
Μεγάλο Κεσερλί (Συκούριο), την έδρα του Δήμου. Με την 123/18.12.1909 απόφαση
εγκρίνει πίστωση 12.000 δρχ. «δια την αύξησιν και διαπλάτυνσιν του εν
Μακρυχωρίω ανεγειρομένου δαπάναις της κοινότητος Ιερού Ναού». Στις 17/12/1910
το Δ.Σ. εγκρίνει 13.000 δρχ «εκ βοσκών προερχομένων… προς πλήρη αποπεράτωσιν
του υπό κατασκευήν ευρισκομένου Ιερού Ναού εν Μακρυχωρίω». Και στις 29/4/1912
εγκρίνει 1067 δρχ. «προς πληρωμήν του εργολάβου Φ. Παπαθανασίου και ολοσχερή
εξόφλησιν της απαιτήσεώς του δια την εκτελεσθείσαν επιπλέον… εργασίαν εν τω εν
Μακρυχωρίω ιερώ ναώ Αγίου Θωμά». Μητροπολίτης Λάρισας ήταν τότε μια εξέχουσα
εκκλησιαστική προσωπικότητα, ο Αμβρόσιος Κασσάρας. Την Εκκλησιαστική Επιτροπή
του Αγίου Νικολάου, που είχε την πρωτοβουλία και την ευθύνη για την κατασκευή
του ναού και τη συνεργασία με τη Μητρόπολη και το Δήμο Νέσσωνος αποτελούσαν οι
ιερείς Αντούλας και Θάνος και οι δημότες Βασίλειος Γκρέτσης, Ευάγγελος
Κατσιγιάννης, Χρήστος Μπέλλος και Πέτρος Τσέτσιλας. Το 1911, όταν τελείωνε η
διαδικασία κατασκευής του ναού, επίτροποι ήταν οι Μπούτος, Ιωάννης Τζήμου Τάχας
και Πέτρος Τσέτσιλας. Στην οικοδόμηση του ναού βοήθησαν με προθυμία οι
χωριανοί, κυρίως στην εξόρυξη και μεταφορά πέτρας από το λατομείο στη θέση Ασαργάνι
(Καρακόπετρα). Στην προσπάθεια αυτή επικεφαλής ήταν οι εκκλησιαστικοί επίτροποι
και οι ιερείς Παπαδημήτρης Αντούλας και Παπαδημήτρης Θάνος. Στα
πρακτικά του Δήμου Νέσσωνος ο νέος ναός αναφέρεται ως ναός του Αγίου Θωμά, και
όχι απλά ιερός ή νεόδμητος ναός, για πρώτη φορά στις 29.4.1912. Για ποιο λόγο
αφιερώθηκε στον Άγιο Απόστολο Θωμά δεν είναι γνωστό- και πάντως δεν το γνωρίζω
εγώ. Η παράδοση ότι αυτό έγινε από τον πρωτομάστορα του τεχνικού συνεργείου που
οικοδόμησε το ναό, που έφερε το όνομα Θωμάς, δε μου φαίνεται πολύ πειστική, αν
και αναλογιζόμενοι την περίπτωση του πρώτου ναού, του Αγίου Νικολάου, δεν μπορεί να αποκλεισθεί εντελώς. Θεωρώ απίθανο
το χωριό να ονόμασε την εκκλησιά του από το όνομα του πρωτομάστορα και να είχε
και τη σύμφωνη γνώμη του Μητροπολίτη. Σίγουρο είναι πάντως ότι από τότε το
όνομα Θωμάς φέρουμε πολλοί Μακρυχωρίτες. Μετά
την οικοδόμηση του ναού έγινε και η εικονογράφησή του. Στις 31.7.1911 ο Δήμος
εγκρίνει 8.500 δρχ. « προς κατασκευήν των ιερών εικόνων δια τον νεόδμητον Ναόν
του Μακρυχωρίου». Την εκτέλεση με μειοδοτική δημοπρασία του έργου της
εικονογράφησης του ναού, δηλ. «της κατασκευής και γραφής» μερικών βασικών
εικόνων του ναού και κάποιων τοιχογραφιών, ανακοίνωσε δια του Τύπου ο Δήμαρχος
Νέσσωνος. Τέσσερις εργολάβοι-αγιογράφοι, οι Δ. Χατζηγιαννακόγλου, Ιω.
Παντοστόπουλος, Δ. Αλεξιάδης και Ν. Αργυρόπουλος, κατέθεσαν προσφορές. Το έργο
ανατέθηκε στον αγιορείτη μοναχό Χρυσόστομο Ιωαννικίου ή Παπαμερκουρίου, που
ήταν μέλος αγιορείτικης αγιογραφικής κοινότητας. Ο μοναχός αυτός υπέβαλε την
προσφορά του μέσω του αντιπροσώπου του Δ. Χατζηγιαννακόγλου. Με το συμβόλαιο
που υπέγραψαν ο Δήμαρχος Στέργιος Γ. Κακαγιάννης και ο μοναχός Χρυσόστομος Ι.
Παπαμερκουρίου ο δεύτερος ανέλαβε να κατασκευάσει αντί ποσού 8.500 δρχ. τριάντα
εικόνες, έντεκα τοιχογραφίες, «ομοίας υπό έποψιν τέχνης προς τας εν τω ενταύθα
(Λαρίση) ιερώ ναώ του Αγίου Αχιλλίου τοιχογραφίας», και οκτώ προσκυνητάρια.
Στις 9.12.1912 με έγγραφη εντολή του Νομάρχη μετέβησαν στο Μακρυχώρι ως
Επιτροπή ο Ειρηνοδίκης Κισσάβου Αλέξανδρος Στουρνάρας και ο Δήμαρχος Στέργιος
Κακαγιάννης, οι οποίοι «παρατηρήσαντες επισταμένως την συντελεσθείσαν εργασίαν»
την παρέλαβαν οριστικά «ως καλώς συντελεσθείσαν». Ως μέλος της Επιτροπής
παραλαβής υπογράφει και ο Γεώργιος Ι. Γεωργόπουλος εκ μέρους των κατοίκων του
Μακρυχωρίου. Πολλές από τις εικόνες αυτές σώζονται και σήμερα στη θέση τους στο
επάνω μέρος του τέμπλου, στα δυο προσκυνητάρια στη νότια είσοδο του ναού ή
αναρτημένες, μετά την αντικατάστασή τους, σε ειδικό χώρο του ναού που
λειτουργεί ως μουσείο[25]. Ο
ναός είναι τρίκλιτη βασιλική χωρίς τρούλο. Είναι κτισμένος με πέτρα, και οι
εξωτερικοί τοίχοι, που έχουν πλάτος
Ο ναός του Αγίου Θωμά μέχρι το 1970
Οικονομικά-περιουσιακά στοιχεία του ναού
Οι
οικονομικές ανάγκες του ναού για τη συντήρηση και λειτουργία του καλύπτονται
βασικά από τις εισφορές των κατοίκων, τις τακτικές κατά τις λειτουργικές
τελετές (κερί, δίσκος κ.λ.π.) ή τις έκτακτες, που καταβάλλουν προαιρετικά οι
κάτοικοι, ή αυτοβούλως ή όταν καλούνται σε ειδικές περιστάσεις. Εκτός από τις
εισφορές αυτές η εκκλησία διαθέτει και τα ακόλουθα περιουσιακά στοιχεία –
οικονομικά ερείσματα. Τα
πρώτα χρόνια μετά την κατασκευή του οι κάτοικοι του χωριού παραχώρησαν στο ναό,
με πρωτοβουλία των επιτρόπων, οικοπεδική έκταση, κοντά στο ναό και στη δυτική
του πλευρά. Στο οικόπεδο αυτό, του οποίου την κυριότητα κατοχύρωσε η εκκλησία
περί το 1935 μετά από προσφυγή στη Δικαιοσύνη εναντίον ιδιοκτητών όμορων
οικοπέδων, που διεκδικούσαν την κυριότητά του, κτίστηκε περί το 1940 μικρή
κατοικία για τον ιερέα του ναού, το σπίτι του παπά. Ο πρώτος ιερέας που
κατοίκησε στο σπίτι αυτό ήταν ο Παπαχρήστος Παπανικολάου και έκτοτε όλοι οι
ιερείς του ναού με την οικογένειά τους. Περί το 1970 έγινε επισκευή και
επέκταση της κατοικίας αυτής. Στη νότια πλευρά του οικοπέδου αυτού
κατασκευάστηκε λίγο πριν το έτος 2000 οικοδομή με όροφο και υπόγειο, με
προορισμό να λειτουργήσει ως πνευματικό κέντρο του ναού (κατηχητήριο κ.λ.π.)
και ως χώρος δεξιώσεων μετά από κηδείες, μνημόσυνα κ.λ.π.. Εδώ και μερικά
χρόνια λειτουργεί μόνο η υπόγεια αίθουσα, ενώ ο όροφος παραμένει ημιτελής. Στο
ναό του Αγίου Θωμά ανήκει επίσης ένα μικρό κατάστημα, «το μαγαζί της
εκκλησίας», στον κεντρικό δρόμο δυτικά της πλατείας, ανάμεσα στα καταστήματα
Ευαγγελόπουλου και Μπελόγια. Το κατάστημα αυτό είχαν παραχωρήσει οι κάτοικοι
του χωριού στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, προτού κατασκευαστεί ο ναός του
Αγίου Θωμά. Αυτό προκύπτει από τις εξής μαρτυρίες. Στις 31.8.1907 το Δ.Σ. του
Δήμου Νέσσωνος συμφωνεί με απόφαση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου «του εν
Μακρυχωρίω ιερού ναού Αγίου Νικολάου ότι επιβάλλεται η έγερσις αγωγής κατά των
Μιχ. Μισίου και Παύλου Πατσούκα, κατοίκων Μακρυχωρίου, περί πληρωμής καθυστερουμένων
ενοικίων εις τον ειρημένον ναόν». Ο Μιχ. Μίσιος, δάσκαλος του χωριού, και ο
Παύλος Πατσούκας, γιατρός του χωριού, διέμεναν με ενοίκιο στο οίκημα αυτό
(βλ.σελ.101). Με απόφαση της Κοινότητας Μακρυχωρίου στις 31.8.1914
εξουσιοδοτείται ο Πρόεδρος να προβεί σε «πλειοδοτική δημοπρασία του
σιδηρουργείου (χαλκιαδίκι)[26]
της Κοινότητος και του συνεχομένου αυτώ μαγαζίου του εξωκλησίου του Αγίου
Νικολάου». Το κατάστημα αυτό, που είναι ενσωματωμένο στο κατάστημα Μπελόγια,
εκμισθώνεται, ανέκαθεν και μέχρι σήμερα, για επαγγελματική στέγη και η εκκλησία
εισπράττει κάποιο μίσθωμα. Εξάλλου
η Κοινότητα Μακρυχωρίου, που λειτούργησε ως αυτόνομη από το 1914, είχε
παραχωρήσει στην εκκλησία για χρήση χορτολιβαδική έκταση 70 περίπου στρεμμάτων,
την οποία μέχρι το 1990 περίπου η εκκλησία εκμίσθωνε σε κτηνοτρόφους και
εισέπραττε κάποιο μίσθωμα. Η έκταση αυτή επί τουρκοκρατίας ήταν βακούφικη,
ανήκε δηλαδή στο οθωμανικό τέμενος, και περιλάμβανε και το οθωμανικό
νεκροταφείο, «τα μνήματα», όπως ονόμαζαν το μέρος αυτό οι Μακρυχωρίτες μέχρι
πριν λίγα χρόνια. Οι Έλληνες-χριστιανοί κάτοικοι αποφάσισαν να κάνουν ανάλογη
χρήση της έκτασης αυτής και την παραχώρησαν στην εκκλησία του χωριού. Η
παραχώρηση αυτή έγινε περί το 1920 και την ίδια εποχή κατασκευάστηκε μέσα στην
έκταση αυτή και το εξωκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής, η Παναγία.[27]
Έκτοτε η έκταση αυτή ονομαζόταν το λιβάδι της Παναγίας. Στην τετραετία
1991-1994 μεγάλο μέρος της έκτασης αυτής περιφράχτηκε και δεντροφυτεύτηκε από
την Κοινότητα και ως αντιστάθμισμα το Κοινοτικό Συμβούλιο παραχώρησε στην
εκκλησία για χρήση αγρό 30 περίπου στρεμμάτων, τον οποίο και εκμισθώνει μέχρι
σήμερα για καλλιέργεια.
Οι διακονήσαντες το ναό
Στα
εκατό χρόνια που πέρασαν από την κατασκευή του πολλοί άνθρωποι εργάστηκαν και
συνέβαλαν, ο καθένας με τον τρόπο του, στη συντήρηση, βελτίωση και λειτουργία
του ναού αυτού: οι ιερείς και οι ιεροψάλτες, που διακόνησαν το ναό και τους
ενορίτες, οι εκκλησιαστικοί επίτροποι, που διέθεσαν πολύ χρόνο στην υπηρεσία
του ναού, οι νεωκόροι και οι καντηλανάφτες, τα μικρά παιδιά, βοηθοί του ιερέα
στη διάρκεια της Θείας λειτουργίας, και όλοι οι κάτοικοι που πρόσφεραν
προσωπική εργασία, κάθε φορά που κλήθηκαν, ή τον οβολό τους, κάθε φορά που
χρειάστηκε. Από
όλους αυτούς αναφέρω μόνο τους ιερείς και ιεροψάλτες, και γιατί ο αριθμός τους
είναι μικρός και γιατί υπάρχουν σχεδόν για όλους μαρτυρίες γραπτές ή
προφορικές. Παραλείπω τους επιτρόπους και άλλους, γιατί ο αριθμός τους είναι
μεγάλος και γιατί δεν υπάρχουν μαρτυρίες για τα ονόματα όλων. Λοιπόν μέχρι τα
πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1920 το ναό διακόνησαν οι ιερείς Παπαδημήτρης
Αντούλας και Παπαδημήτρης Αργυρίου ή Θάνος. Από το 1925 περίπου μέχρι τον
Αύγουστο 1939 μόνος ο Αργυρίου ή Θάνος.[28]
Μέχρι τον Ιούλιο του 1940 ο Βασίλειος Μπανιώρας, μέχρι τον Αύγουστο του 1942 ο
Μιχ. Ρούπας, μέχρι τον Αύγουστο του 1951 ο Χρ. Παπανικολάου, μέχρι τον Ιούνιο
του 1957 ο Γεώργιος Καφάσης, μέχρι τον Απρίλιο του 1970 ο Απόστολος Ρίζος,
μέχρι τον Απρίλιο του 1980 ο Εμμανουήλ Χατζηπαναγιωτίδης, μέχρι το καλοκαίρι
του 1985 ο Χρήστος Μητραλής, μέχρι το Νοέμβριο του 1986 ο Ευάγγελος Γκέκας,
μέχρι το Νοέμβριο του 2001 ο Εμμ. Χατζηπαναγιωτίδης, για δεύτερη φορά, μέχρι
τον Οκτώβριο του 2003 ο Εμμανουήλ Πολυδούλης και μέχρι σήμερα ο Ιωάννης
Τομαράς. Βασικοί ιεροψάλτες του ναού, που κρατούσαν την κεντρική θέση στο δεξιό
αναλόγιο (ψαλτήρι) ήταν οι Χρήστος Λάμπρου Πατσιούρας, Γεώργιος (Γεωργούλης)
Τσικρικώνης, Ζήσης Κουτρούπας, Κων/νος Γ. Παλάτος, Γεώργιος Παπαχατζής,
Γεώργιος Χουτεσιώτης, Ζαφείρης Μαργκάς και από το Πάσχα του 2010 ο Βασίλειος
Μπουρδούβαλης από το Συκούριο. Επισημαίνω ότι η θητεία όλων αυτών ήταν πολυετής
και ότι γνώσεις βυζαντινής μουσικής είχαν οι Παπαχατζής, Χουτεσιώτης, Μαργκάς
και Μπουρδούβαλης. «Αριστεροί» ψάλτες ή βοηθοί ψάλτες και στα δύο αναλόγια ήταν
οι: Δημήτριος Φωτίου, Γεώργιος (Γεωργούλης) Μπούτος, Γεώργιος Μητσογιάννης,
Θεόδωρος Μπούτος, Αθανάσιος Μαργκάς, Χρήστος Φωτίου, Κων/νος Γ. Μητσογιάννης
και στις μέρες μας είναι ο Αντώνιος Ζέρβας. Επισημαίνω επίσης ότι και όλων
σχεδόν αυτών η θητεία ήταν πολυετής, ότι γνώσεις βυζαντινής μουσικής είχε ο
Μαργκάς και ειδικά γι’ αυτούς ότι πρόσφεραν εξαιρετικές υπηρεσίες, καθώς
εξυπηρέτησαν το ναό σε λειτουργικές τελετές καθημερινές ή έκτακτες (Όρθρο,
Εσπερινό, κηδείες, μνημόσυνα κ.ά.), στις οποίες αρκετές φορές ο βασικός ψάλτης
απουσίαζε.
[1] Καρακόπετρα. - καρά + πέτρα → Καρακόπετρα = μαύρη πέτρα ή, το πιθανότερο, - κόρακας + πέτρα → Κορακόπετρα = πετρώδες μέρος που φώλιαζαν κοράκια. (κορακόπετρα → καρακόπετρα, όπως κόρακας + αηδόνα → καρακαηδόνα ή κόρακας + κίσσα → καρακόκισσα → καρακάξα, με προληπτική αφομοίωση κατά Γ. Μπαμπινιώτη) [2] Τον οικισμό Καρατζά Βιράνι ο ερευνητής Κώστας Σπανός τον τοποθετεί περίπου στη θέση αυτή σε ανακοίνωσή του με θέμα «Τέσσερις διαλυμένοι οικισμοί στην περιοχή του Μακρυχωρίου», Πρακτικά 5ου και 6ου Συνεδρίων Λαρισαϊκών Σπουδών, Λάρισα 2010. [3] Μαρτυρία Δημητρίου Γ. Σαΐτη, ηλικίας υπέρ τα 95 έτη. [4] Σαλαμβριά. Άλλη ονομασία του Πηνειού. [5] Η εκτίμηση για τον αριθμό των σπιτιών είναι υπερβολική. [6] Άλλη ονομασία του Οτμανλί. [7] Το δάσος αυτό τώρα είναι
χωράφια. Στα χωράφια αυτά υπάρχουν ακόμα, σποραδικά, πουρνάρια μεγάλα, σε μορφή
δέντρου. [8] Η θέση Βερνέσι ή Βερνέζι
βρίσκεται 2- [9] Είναι η Καρακόπετρα. [10] Πρόκειται για τη Βρύση του
Μακρυχωρίου με τα πέντε κανάλια. [11] Είναι η Καρακόπετρα. [12] ή κατοικία = παρά ως κατοικία. [13] Στη Βρύση με τα πέντε κανάλια. [14] Αρχείο πρώην Δήμου Νέσσωνος. [15] Ιωάννης Ν. Πράπας. «Οι Δήμαρχοι του τέως Δήμου Νέσσωνος». [16] Ιωάννης Ν. Πράπας. ο.π. [17] Ιωάννης Ν. Πράπας. ο.π. [18] Είναι η Καλάμτσια. [19] Πρόκειται για οικογένειες με το επώνυμο Στογιάννης [20] Τα στοιχεία για την περίοδο 1945-1949 προέρχονται από μαρτυρίες συγγενών των διορισμένων Προέδρων. [21] Στις 19.3.1939 ψηφίζεται «πίστωσις…… δια τηλεφωνήτριαν Κατίναν Γεωργοπούλου» που υπηρετεί από τριετίας με ποσοστό 10% επί των τηλεφωνημάτων. [22] Αρχείο τέως Δήμου Νέσσωνος. [23] Απόφαση τέως Δήμου Νέσσωνος στις 24.1.1897 [24] Ιωάννης Ν. Πράπας. Η εικονογράφηση του ναού του Αγίου Θωμά στο Μακρυχώρι, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμος 42ος, 2002 [25] Για το θέμα της εικονογράφησης του Αγίου Θωμά έχει δημοσιεύσει ειδική εργασία ο Συκουριώτης ιστοριοδίφης Ιωάννης Ν. Πράπας, στην οποία υπάρχουν περισσότερες λεπτομέρειες. Δημοσιεύτηκε στο Θεσσαλικό Ημερολόγιο τόμος 42ος, 2002. [26] Το χαλκιαδίκι της Κοινότητας έχει ενταχθεί προ πολλών ετών στο χώρο του καταστήματος Μπελόγια. [27] Αντικαταστάθηκε το 1973 από το υφιστάμενο σήμερα στην ίδια θέση εξωκλήσι. [28] Η θητεία των ιερέων από το 1932 μέχρι σήμερα προκύπτει, με μικρή χρονική απόκλιση, από το βιβλίο βαπτίσεων του ναού. |