Τετάρτη 29 Μαΐου 2024

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΣΕΛΙΔΕΣ 69 ΕΩΣ 158 ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ ΤΟΥ ΠΡΩΗΝ ΔΗΜΑΡΧΟΥ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ ΛΑΡΙΣΑΣ ΘΩΜΑ ΤΣΕΤΣΙΛΑ ΚΑΙ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΑ ΤΩΝ ΕΓΓΕΓΡΑΜΜΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΑΡΡΕΝΩΝ ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΩΝ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1913

ΑΛΛΗ ΑΕΡΟΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΥΚΟΥΤΙΑΝΟΥ

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ 1882


ΕΔΩ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΣΕ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ ΤΟ 1882
ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΟΥ  1910

ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΟΥ 1952




 ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

 

 

ΤΟΜΕΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ακολουθούν στη συνέχεια κάποια θέματα, μερικές «τομές», που αναφέρονται στην εξελικτική πορεία του Μακρυχωρίου, όπως οι εκκλησιές και τα σχολεία του Μακρυχωρίου, η υγειονομική περίθαλψη και οι γιατροί, η γεωργία, η κτηνοτροφία και άλλα. Η αναφορά σε μερικά από τα θέματα αυτά εκτείνεται χρονικά και στην περίοδο της λειτουργίας του Δήμου Νέσσωνος, στον οποίο ανήκε το Μακρυχώρι μέχρι το 1914. Έτσι, πιστεύω, θα καλυφθεί κατά το δυνατόν καλύτερα η πορεία του Μακρυχωρίου και η δραστηριότητα των κατοίκων του από τη συγκρότησή του μέχρι τις μέρες μας.


Α. ΟΙ ΝΑΟΙ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ

 

Το πρώτο μέλημα των Ελλήνων-Χριστιανών κατοίκων του Μακρυχωρίου μετά την ένταξη της περιοχής στην Ελλάδα, παράλληλα με τη διασφάλιση κατοικίας, ήταν η κατασκευή ιερού ναού, εκκλησιάς. Η θρησκευτική πίστη, ο χριστιανισμός, και βεβαίως η γλώσσα, η ελληνική, αποτέλεσαν για τους υπόδουλους Έλληνες της τουρκοκρατίας τους δυο βασικούς συνεκτικούς θεσμούς και δεσμούς, που συνέβαλαν στη διατήρηση της εθνικής τους συνείδησης. Η κατασκευή λοιπόν ναού ήταν βασική ψυχική ανάγκη, γιατί θα τους έδινε τη δυνατότητα να βιώνουν βαθύτερα τη θρησκευτική τους πίστη και να τελούν τα λατρευτικά τους καθήκοντα.

 

Α1. Ο ναός του Αγίου Νικολάου

 


          Ο παλαιός ναός του Αγίου Νικολάου, η πρώτη εκκλησία του χωριού, δυτικά του οικισμού. Βόρεια του ναού διακρίνονται το νεκροταφείο και το οστεοφυλάκειο.

 

Λίγο πριν το 1890 ή, το πιθανότερο, τα δυο πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1890 οι πρώτοι Μακρυχωρίτες έκτισαν την εκκλησιά τους. Ήταν ο ναός του Αγίου Νικολάου στη δυτική πλευρά του οικισμού. Και στο χώρο στη βορινή πλευρά του ναού εγκατέστησαν το χριστιανικό νεκροταφείο. Ο χρόνος κατασκευής του ναού προκύπτει από τις εξής μαρτυρίες. Στον προϋπολογισμό του 1893 του τέως Δήμου Νέσσωνος (πρ. 194/18.10.1892) προβλέπεται ποσό 150 δρχ. «δι’ αποπεράτωσιν του ναού Μακρυχωρίου». Το Δ.Σ. του Δήμου με τη 228/20.5.1893 απόφασή του διορίζει για πρώτη φορά ως Εκκλησιαστικό Συμβούλιο «του Αγίου Νικολάου Μακρυχωρίου τους: Παπαμελέτιον Ιωάννου, Μιχ. Σουμπενιώτην, Νικολ. Μποσνέαν, Ιω. Κοντογιάννην ή Παλάτον και Δημ. Ρίζου». Δύο μήνες αργότερα (Πρ. 239/16.7.1893) αντικαθιστά τους Ιω. Κοντογιάννη ή Παλάτο και Δημ. Ρίζου με τους Κων. Τσιτούρα και Τέγο Μπούτο, «καθ’ όσον ούτοι δεν διαμένουσι διαρκώς και μονίμως εν Μακρυχωρίω». Την πρωτοβουλία και τη βασική φροντίδα για την κατασκευή του ναού είχε ο Νικόλαος Μποσνέας, που ορίστηκε και μέλος του πρώτου Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, του οποίου η οικογένεια ήρθε στο Μακρυχώρι από τα Λεύκτρα της Μάνης το 1885 ή στις αρχές του 1886. Μάλιστα σύμφωνα με πληροφορίες απογόνων της οικογένειας Μποσνέα, που ζουν σήμερα στο Μακρυχώρι, ο ναός αφιερώθηκε στον Άγιο Νικόλαο, το όνομα του οποίου έφερε ο ίδιος. Ο ναός αυτός λειτούργησε ως ενοριακός ναός του Μακρυχωρίου μέχρι την κατασκευή και λειτουργία του ναού του Αγίου Αποστόλου Θωμά. Έκτοτε λειτούργησε -και λειτουργεί μέχρι σήμερα με τη νέα του μορφή- ως ναός του νεκροταφείου. Οι ιερείς που υπηρέτησαν και λειτούργησαν στο ναό αυτό ήταν δύο Μακρυχωρίτες, ο Παπαδημήτρης Αντούλας και ο Παπαδημήτρης Αργυρίου ή Θάνος, οι οποίοι υπηρέτησαν για πολλά χρόνια και στο ναό του Αγίου Αποστόλου Θωμά. Πριν από αυτούς, στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του, ιερέας του ναού του Αγίου Νικολάου ήταν ο Παπαμελέτιος Οικονόμου[1]. Πιθανόν να είναι το ίδιο πρόσωπο με το μέλος του πρώτου Εκκλησιαστικού Συμβουλίου Παπαμελέτιο Ιωάννου. Το 1897 αναφέρεται επίσης ιερέας με το όνομα Παπαγεωργίου Μελέτης[2]. Ο ναός αυτός  κρίθηκε κατεδαφιστέος λόγω παλαιότητας –και έτσι χάθηκε ένα μνημείο της ιστορίας του χωριού- και στη θέση του χτίστηκε πριν 40 περίπου χρόνια ο ναός που υπάρχει σήμερα.

Στο χώρο βόρεια του ναού του Αγ. Νικολάου, που από την αρχή χρησιμοποιήθηκε ως χώρος νεκροταφείου, λειτουργεί ακόμα το νεκροταφείο του χωριού. Ο χώρος αυτός περιφράχτηκε με πετρότοιχο το 1909, όπως προκύπτει από απόφαση του Δ.Σ. στις 8.1.1910, με την οποία εγκρίνει «την από 18.12.1909 πράξιν του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του εν Μακρυχωρίω Ιερού Ναού Άγιος Νικόλαος περί διαθέσεως 324 δρχ. προς τακτοποίησιν της γενομένης δαπάνης διά το κατασκευασθέν νεκροταφείον εν Μακρυχωρίω».

Το 2002 με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου αντικαταστάθηκε ο πρώτος αυτός περίβολος με τον υφιστάμενο σήμερα. Ταυτόχρονα με την κατασκευή του νέου περιβόλου έγινε και μία μικρή επέκταση του χώρου του νεκροταφείου στη δυτική πλευρά. Τότε επίσης κατεδαφίστηκε το παλαιό οστεοφυλάκιο και κατασκευάστηκε το νεότερο στη νοτιοδυτική πλευρά του νεκροταφείου. Στο ίδιο μέρος είχε κατασκευαστεί λίγο πριν το 1980 άλλο οστεοφυλάκιο, που λειτούργησε ως συμπληρωματικό του πρώτου και υπάρχει και λειτουργεί και σήμερα παράλληλα με το νέο. Στο χώρο του παλαιού οστεοφυλακίου θάφτηκαν όλα τα οστά των νεκρών που υπήρχαν σ’ αυτό. Ο χώρος αυτός δε χρησιμοποιείται ως χώρος ενταφιασμού, είναι αποχωρισμένος από τον άλλο χώρο του νεκροταφείου και αποτελεί τον κοινό τάφο των θανόντων μέχρι το 1980 περίπου Μακρυχωριτών.

 

Α2. Ο ναός του Αγίου Αποστόλου Θωμά

 


Ο ναός του Αγίου Θωμά το 2012

 

Μετά το 1895 και κυρίως μετά το 1897, με τη λήξη της περιπέτειας της χώρας μας και ειδικά της περιοχής μας, που προκάλεσε ο πόλεμος του ’97, και την οριστική πια αποχώρηση του τουρκικού στρατού, ο πληθυσμός του  Μακρυχωρίου αυξανόταν με γοργό ρυθμό. Το 1881 το Μακρυχώρι είχε 466 κατοίκους, οθωμανούς, το 1907 είχε 1029 κατοίκους, Έλληνες-χριστιανούς[3]. Η αύξηση αυτή του πληθυσμού δημιούργησε την ανάγκη μεγαλύτερου ενοριακού ναού. Έτσι οι κάτοικοι του χωριού αποφάσισαν και έχτισαν στο κέντρο του χωριού το ναό του Αγίου Αποστόλου Θωμά, ο οποίος λειτουργεί μέχρι σήμερα ως ενοριακός ναός του χωριού.

Η οικοδόμηση του ναού έγινε το έτος 1910. Η ιδέα βέβαια για την κατασκευή του ναού και η διαδικασία υλοποίησής της ξεκίνησε πολύ πριν το 1910, η δε ολοκλήρωση του ναού έγινε μετά το 1910. Τα χρήματα για την οικοδόμηση του ναού προέρχονταν από τα μισθώματα των βοσκότοπων του Μακρυχωρίου κατόπιν αποφάσεων του τέως Δήμου Νέσσωνος, στον οποίο Δήμο είχε ενταχθεί το Μακρυχώρι από το 1883. Το ιστορικό της κατασκευής του, όπως προκύπτει από το αρχείο του Δήμου Νέσσωνος, έχει ως εξής. Το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Νέσσωνος, με δήμαρχο το Στέργιο Κακαγιάννη, με την 43/2.5.1908 απόφασή του «εγκρίνει ομοφώνως την αίτησιν της ολομελείας των κατοίκων του χωρίου Μακρυχωρίου περί διαθέσεως δρχ. είκοσι χιλιάδων (20.000) εκ των εν τω επαρχιακώ Ταμείω Λαρίσσης κατατεθειμένων χρημάτων ως προερχομένων εκ κοινοτικών βοσκών της Κοινότητος Μακρυχωρίου δια την κατασκευήν Ιερού Ναού εν Μακρυχωρίω». Με την 102/23.9.1909 απόφασή του «δέχεται ομοφώνως την αίτησιν του εργολάβου Φωτίου Παπαθανασίου μειοδοτούντος εν επί τοις εκατόν ολιγώτερον του προυπολογισθέντος ποσού δια την ανέγερσιν του εν Μακρυχωρίω του Δήμου Νέσσωνος Ιερού Ναού». Ο ίδιος μηχανικός είχε κατασκευάσει πριν μερικά χρόνια και το ναό των Αγίων Κων/νου και Ελένης, στο Μεγάλο Κεσερλί (Συκούριο), την έδρα του Δήμου. Με την 123/18.12.1909 απόφαση εγκρίνει πίστωση 12.000 δρχ. «δια την αύξησιν και διαπλάτυνσιν του εν Μακρυχωρίω ανεγειρομένου δαπάναις της κοινότητος Ιερού Ναού». Στις 17/12/1910 το Δ.Σ. εγκρίνει 13.000 δρχ «εκ βοσκών προερχομένων… προς πλήρη αποπεράτωσιν του υπό κατασκευήν ευρισκομένου Ιερού Ναού εν Μακρυχωρίω». Και στις 29/4/1912 εγκρίνει 1067 δρχ. «προς πληρωμήν του εργολάβου Φ. Παπαθανασίου και ολοσχερή εξόφλησιν της απαιτήσεώς του δια την εκτελεσθείσαν επιπλέον… εργασίαν εν τω εν Μακρυχωρίω ιερώ ναώ Αγίου Θωμά». Μητροπολίτης Λάρισας ήταν τότε μια εξέχουσα εκκλησιαστική προσωπικότητα, ο Αμβρόσιος Κασσάρας. Την Εκκλησιαστική Επιτροπή του Αγίου Νικολάου, που είχε την πρωτοβουλία και την ευθύνη για την κατασκευή του ναού και τη συνεργασία με τη Μητρόπολη και το Δήμο Νέσσωνος αποτελούσαν οι ιερείς Αντούλας και Θάνος και οι δημότες Βασίλειος Γκρέτσης, Ευάγγελος Κατσιγιάννης, Χρήστος Μπέλλος και Πέτρος Τσέτσιλας. Το 1911, όταν τελείωνε η διαδικασία κατασκευής του ναού, επίτροποι ήταν οι Μπούτος, Ιωάννης Τζήμου Τάχας και Πέτρος Τσέτσιλας. Στην οικοδόμηση του ναού βοήθησαν με προθυμία οι χωριανοί, κυρίως στην εξόρυξη και μεταφορά πέτρας από το λατομείο στη θέση Ασαργάνι (Καρακόπετρα). Στην προσπάθεια αυτή επικεφαλής ήταν οι εκκλησιαστικοί επίτροποι και οι ιερείς Παπαδημήτρης Αντούλας και Παπαδημήτρης Θάνος.

Στα πρακτικά του Δήμου Νέσσωνος ο νέος ναός αναφέρεται ως ναός του Αγίου Θωμά, και όχι απλά ιερός ή νεόδμητος ναός, για πρώτη φορά στις 29.4.1912. Για ποιο λόγο αφιερώθηκε στον Άγιο Απόστολο Θωμά δεν είναι γνωστό- και πάντως δεν το γνωρίζω εγώ. Η παράδοση ότι αυτό έγινε από τον πρωτομάστορα του τεχνικού συνεργείου που οικοδόμησε το ναό, που έφερε το όνομα Θωμάς, δε μου φαίνεται πολύ πειστική, αν και αναλογιζόμενοι την περίπτωση του πρώτου ναού, του Αγίου Νικολάου, δεν  μπορεί να αποκλεισθεί εντελώς. Θεωρώ απίθανο το χωριό να ονόμασε την εκκλησιά του από το όνομα του πρωτομάστορα και να είχε και τη σύμφωνη γνώμη του Μητροπολίτη. Σίγουρο είναι πάντως ότι από τότε το όνομα Θωμάς φέρουμε πολλοί Μακρυχωρίτες.

Μετά την οικοδόμηση του ναού έγινε και η εικονογράφησή του. Στις 31.7.1911 ο Δήμος εγκρίνει 8.500 δρχ. « προς κατασκευήν των ιερών εικόνων δια τον νεόδμητον Ναόν του Μακρυχωρίου». Την εκτέλεση με μειοδοτική δημοπρασία του έργου της εικονογράφησης του ναού, δηλ. «της κατασκευής και γραφής» μερικών βασικών εικόνων του ναού και κάποιων τοιχογραφιών, ανακοίνωσε δια του Τύπου ο Δήμαρχος Νέσσωνος. Τέσσερις εργολάβοι-αγιογράφοι, οι Δ. Χατζηγιαννακόγλου, Ιω. Παντοστόπουλος, Δ. Αλεξιάδης και Ν. Αργυρόπουλος, κατέθεσαν προσφορές. Το έργο ανατέθηκε στον αγιορείτη μοναχό Χρυσόστομο Ιωαννικίου ή Παπαμερκουρίου, που ήταν μέλος αγιορείτικης αγιογραφικής κοινότητας. Ο μοναχός αυτός υπέβαλε την προσφορά του μέσω του αντιπροσώπου του Δ. Χατζηγιαννακόγλου. Με το συμβόλαιο που υπέγραψαν ο Δήμαρχος Στέργιος Γ. Κακαγιάννης και ο μοναχός Χρυσόστομος Ι. Παπαμερκουρίου ο δεύτερος ανέλαβε να κατασκευάσει αντί ποσού 8.500 δρχ. τριάντα εικόνες, έντεκα τοιχογραφίες, «ομοίας υπό έποψιν τέχνης προς τας εν τω ενταύθα (Λαρίση) ιερώ ναώ του Αγίου Αχιλλίου τοιχογραφίας», και οκτώ προσκυνητάρια. Στις 9.12.1912 με έγγραφη εντολή του Νομάρχη μετέβησαν στο Μακρυχώρι ως Επιτροπή ο Ειρηνοδίκης Κισσάβου Αλέξανδρος Στουρνάρας και ο Δήμαρχος Στέργιος Κακαγιάννης, οι οποίοι «παρατηρήσαντες επισταμένως την συντελεσθείσαν εργασίαν» την παρέλαβαν οριστικά «ως καλώς συντελεσθείσαν». Ως μέλος της Επιτροπής παραλαβής υπογράφει και ο Γεώργιος Ι. Γεωργόπουλος εκ μέρους των κατοίκων του Μακρυχωρίου. Πολλές από τις εικόνες αυτές σώζονται και σήμερα στη θέση τους στο επάνω μέρος του τέμπλου, στα δυο προσκυνητάρια στη νότια είσοδο του ναού ή αναρτημένες, μετά την αντικατάστασή τους, σε ειδικό χώρο του ναού που λειτουργεί ως μουσείο[4].

Ο ναός είναι τρίκλιτη βασιλική χωρίς τρούλο. Είναι κτισμένος με πέτρα, και οι εξωτερικοί τοίχοι, που έχουν πλάτος 75 εκατοστών, και οι κιονοστοιχίες που χωρίζουν τα κλίτη. Το τέμπλο ήταν κτισμένο με τούβλα. Οι θύρες και τα παράθυρα είναι θολωτά και φέρουν διακόσμηση μαρμάρινη και κεραμική. Ο γυναικωνίτης ήταν κατασκευή ξύλινη. Η στέγη του είναι κατασκευασμένη σε δύο επίπεδα, (η στέγη του μεσαίου κλίτους είναι πιο ψηλά). Στην κορυφή της δυτικής πλευράς έφερε κωδωνοστάσιο στηριζόμενο σε τέσσερις μικρούς πέτρινους κίονες. Ο εσωτερικός εξοπλισμός (Αγία Τράπεζα, ψαλτήρια, στασίδια, παγκάρι κ.ά.) ήταν ξύλινος. Κατασκευάστηκε από τον ξυλουργό Αναστάσιο Τσιάνη (Μαστοροαναστάσης), ο οποίος ήταν τεχνικότατος και στην ξυλογλυπτική και του οποίου έργα είναι το Δεσποτικό, ο Άμβωνας (εκτός από τη βάση του), που βρίσκονται ακόμα στη θέση τους, καθώς και ένα Αρτοφόριο, που βρίσκεται στο χώρο του μουσείου του ναού. Ο ίδιος ξυλουργός κατασκεύασε το 1922 εβδομήντα στασίδια, σύμφωνα με απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου Μακρυχωρίου στις 2.6.1922, με την οποία εγκρίνει ποσό 4.700 δρχ «διά την κατασκευήν 70 στασιδίων του Αγίου Θωμά υπό Αναστασίου Τσιάνη». Στην εκατόχρονη λειτουργία του ναού έγιναν πολλές παρεμβάσεις –τροποποιήσεις στο οικοδόμημα, για λόγους είτε λειτουργικούς είτε στατικής και ασφάλειας της οικοδομής ή και αισθητικής κάθε φορά αντίληψης. Αναφέρω τις σημαντικότερες. Το 1924 κατασκευάστηκε το προαύλιο του ναού (τοίχος, κολόνες και κάγκελα). Περί το 1930 καλύφθηκε  με επίχρισμα, σοφατίστηκε, η εξωτερική επιφάνεια του ναού. Μετά το 1950 και μέχρι σήμερα έγιναν και γίνονται πολλές τροποποιήσεις-επιδιορθώσεις μέσα και έξω από το ναό, στην οροφή και στη στέγη, στα παράθυρα, στο δάπεδο, στο προαύλιο και στον περίβολο του ναού. Λίγο μετά το 1970 αντικαταστάθηκε ο ξύλινος γυναικωνίτης με τον υφιστάμενο σήμερα τσιμέντινο, αποκολλήθηκε το κωδωνοστάσιο και λίγα χρόνια αργότερα οικοδομήθηκε το υφιστάμενο σήμερα μπροστά και πάνω στη νότια είσοδο του ναού. Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του  1990 κατασκευάστηκε το θολωτό στέγαστρο στη δυτική πλευρά του ναού, το γραφείο του ιερέα και κάποιοι βοηθητικοί χώροι. Μετά τις ζημιές που προκάλεσε στο ναό σεισμική δόνηση  το 2003 έγιναν επίσης αρκετές και αποφασιστικές αλλαγές στο ναό. Αντικαταστάθηκε το τέμπλο με το υφιστάμενο ξυλόγλυπτο, η Αγία Τράπεζα και οι εικόνες του κάτω μέρους του τέμπλου, αναρτήθηκαν καινούριοι μεγαλύτεροι πολυέλαιοι, διαχωρίστηκε χώρος νάρθηκα (ή λιτής) με την οικοδόμηση διαζώματος στο εσωτερικό του ναού, επισκευάστηκε η στέγη και η οροφή πήρε τη σημερινή της μορφή, (εμφανής ξύλινη κατασκευή). Και το σπουδαιότερο, ενισχύθηκε η στερεότητα της οικοδομής με εμφύτευση τσιμέντου στις ρωγμές (τσιμεντοενέσεις) και καθαιρέθηκε το επίχρισμα (ο σοβάς) της εξωτερικής επιφάνειας του ναού και αποκαλύφθηκε έτσι η ομορφιά της πέτρινης κατασκευής και της μαρμάρινης και κεραμικής διακόσμησης των θυρών και παραθύρων και έγινε εμφανής η μνημειακή αξία του ναού αυτού. Εξάλλου πρόσφατα, το 2010, έγινε εξωραϊσμός του περιβόλου του ναού και τοποθετήθηκε βρύση σε ειδικά διαμορφωμένο στεγασμένο χώρο του προαυλίου. Ίσως κάποιες από τις κατά καιρούς κατασκευές να μη συνάδουν απόλυτα με την αρχιτεκτονική και το ρυθμό του ναού. Αλλά αυτό θα το κρίνουν αρμοδιότεροι από εμένα και ίσως αποφασίσουν και για τη διόρθωσή τους.

 


Ο ναός του Αγίου Θωμά μέχρι το 1970

 

Οικονομικά-περιουσιακά στοιχεία του ναού

 

Οι οικονομικές ανάγκες του ναού για τη συντήρηση και λειτουργία του καλύπτονται βασικά από τις εισφορές των κατοίκων, τις τακτικές κατά τις λειτουργικές τελετές (κερί, δίσκος κ.λ.π.) ή τις έκτακτες, που καταβάλλουν προαιρετικά οι κάτοικοι, ή αυτοβούλως ή όταν καλούνται σε ειδικές περιστάσεις. Εκτός από τις εισφορές αυτές η εκκλησία διαθέτει και τα ακόλουθα περιουσιακά στοιχεία – οικονομικά ερείσματα.

Τα πρώτα χρόνια μετά την κατασκευή του οι κάτοικοι του χωριού παραχώρησαν στο ναό, με πρωτοβουλία των επιτρόπων, οικοπεδική έκταση, κοντά στο ναό και στη δυτική του πλευρά. Στο οικόπεδο αυτό, του οποίου την κυριότητα κατοχύρωσε η εκκλησία περί το 1935 μετά από προσφυγή στη Δικαιοσύνη εναντίον ιδιοκτητών όμορων οικοπέδων, που διεκδικούσαν την κυριότητά του, κτίστηκε περί το 1940 μικρή κατοικία για τον ιερέα του ναού, το σπίτι του παπά. Ο πρώτος ιερέας που κατοίκησε στο σπίτι αυτό ήταν ο Παπαχρήστος Παπανικολάου και έκτοτε όλοι οι ιερείς του ναού με την οικογένειά τους. Περί το 1970 έγινε επισκευή και επέκταση της κατοικίας αυτής. Στη νότια πλευρά του οικοπέδου αυτού κατασκευάστηκε λίγο πριν το έτος 2000 οικοδομή με όροφο και υπόγειο, με προορισμό να λειτουργήσει ως πνευματικό κέντρο του ναού (κατηχητήριο κ.λ.π.) και ως χώρος δεξιώσεων μετά από κηδείες, μνημόσυνα κ.λ.π.. Εδώ και μερικά χρόνια λειτουργεί μόνο η υπόγεια αίθουσα, ενώ ο όροφος παραμένει ημιτελής.

Στο ναό του Αγίου Θωμά ανήκει επίσης ένα μικρό κατάστημα, «το μαγαζί της εκκλησίας», στον κεντρικό δρόμο δυτικά της πλατείας, ανάμεσα στα καταστήματα Ευαγγελόπουλου και Μπελόγια. Το κατάστημα αυτό είχαν παραχωρήσει οι κάτοικοι του χωριού στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, προτού κατασκευαστεί ο ναός του Αγίου Θωμά. Αυτό προκύπτει από τις εξής μαρτυρίες. Στις 31.8.1907 το Δ.Σ. του Δήμου Νέσσωνος συμφωνεί με απόφαση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου «του εν Μακρυχωρίω ιερού ναού Αγίου Νικολάου ότι επιβάλλεται η έγερσις αγωγής κατά των Μιχ. Μισίου και Παύλου Πατσούκα, κατοίκων Μακρυχωρίου, περί πληρωμής καθυστερουμένων ενοικίων εις τον ειρημένον ναόν». Ο Μιχ. Μίσιος, δάσκαλος του χωριού, και ο Παύλος Πατσούκας, γιατρός του χωριού, διέμεναν με ενοίκιο στο οίκημα αυτό (βλ.σελ.101). Με απόφαση της Κοινότητας Μακρυχωρίου στις 31.8.1914 εξουσιοδοτείται ο Πρόεδρος να προβεί σε «πλειοδοτική δημοπρασία του σιδηρουργείου (χαλκιαδίκι)[5] της Κοινότητος και του συνεχομένου αυτώ μαγαζίου του εξωκλησίου του Αγίου Νικολάου». Το κατάστημα αυτό, που είναι ενσωματωμένο στο κατάστημα Μπελόγια, εκμισθώνεται, ανέκαθεν και μέχρι σήμερα, για επαγγελματική στέγη και η εκκλησία εισπράττει κάποιο μίσθωμα.

Εξάλλου η Κοινότητα Μακρυχωρίου, που λειτούργησε ως αυτόνομη από το 1914, είχε παραχωρήσει στην εκκλησία για χρήση χορτολιβαδική έκταση 70 περίπου στρεμμάτων, την οποία μέχρι το 1990 περίπου η εκκλησία εκμίσθωνε σε κτηνοτρόφους και εισέπραττε κάποιο μίσθωμα. Η έκταση αυτή επί τουρκοκρατίας ήταν βακούφικη, ανήκε δηλαδή στο οθωμανικό τέμενος, και περιλάμβανε και το οθωμανικό νεκροταφείο, «τα μνήματα», όπως ονόμαζαν το μέρος αυτό οι Μακρυχωρίτες μέχρι πριν λίγα χρόνια. Οι Έλληνες-χριστιανοί κάτοικοι αποφάσισαν να κάνουν ανάλογη χρήση της έκτασης αυτής και την παραχώρησαν στην εκκλησία του χωριού. Η παραχώρηση αυτή έγινε περί το 1920 και την ίδια εποχή κατασκευάστηκε μέσα στην έκταση αυτή και το εξωκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής, η Παναγία.[6] Έκτοτε η έκταση αυτή ονομαζόταν το λιβάδι της Παναγίας. Στην τετραετία 1991-1994 μεγάλο μέρος της έκτασης αυτής περιφράχτηκε και δεντροφυτεύτηκε από την Κοινότητα και ως αντιστάθμισμα το Κοινοτικό Συμβούλιο παραχώρησε στην εκκλησία για χρήση αγρό 30 περίπου στρεμμάτων, τον οποίο και εκμισθώνει μέχρι σήμερα για καλλιέργεια.

 

Οι διακονήσαντες το ναό

 

Στα εκατό χρόνια που πέρασαν από την κατασκευή του πολλοί άνθρωποι εργάστηκαν και συνέβαλαν, ο καθένας με τον τρόπο του, στη συντήρηση, βελτίωση και λειτουργία του ναού αυτού: οι ιερείς και οι ιεροψάλτες, που διακόνησαν το ναό και τους ενορίτες, οι εκκλησιαστικοί επίτροποι, που διέθεσαν πολύ χρόνο στην υπηρεσία του ναού, οι νεωκόροι και οι καντηλανάφτες, τα μικρά παιδιά, βοηθοί του ιερέα στη διάρκεια της Θείας λειτουργίας, και όλοι οι κάτοικοι που πρόσφεραν προσωπική εργασία, κάθε φορά που κλήθηκαν, ή τον οβολό τους, κάθε φορά που χρειάστηκε.

Από όλους αυτούς αναφέρω μόνο τους ιερείς και ιεροψάλτες, και γιατί ο αριθμός τους είναι μικρός και γιατί υπάρχουν σχεδόν για όλους μαρτυρίες γραπτές ή προφορικές. Παραλείπω τους επιτρόπους και άλλους, γιατί ο αριθμός τους είναι μεγάλος και γιατί δεν υπάρχουν μαρτυρίες για τα ονόματα όλων. Λοιπόν μέχρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1920 το ναό διακόνησαν οι ιερείς Παπαδημήτρης Αντούλας και Παπαδημήτρης Αργυρίου ή Θάνος. Από το 1925 περίπου μέχρι τον Αύγουστο 1939 μόνος ο Αργυρίου ή Θάνος.[7] Μέχρι τον Ιούλιο του 1940 ο Βασίλειος Μπανιώρας, μέχρι τον Αύγουστο του 1942 ο Μιχ. Ρούπας, μέχρι τον Αύγουστο του 1951 ο Χρ. Παπανικολάου, μέχρι τον Ιούνιο του 1957 ο Γεώργιος Καφάσης, μέχρι τον Απρίλιο του 1970 ο Απόστολος Ρίζος, μέχρι τον Απρίλιο του 1980 ο Εμμανουήλ Χατζηπαναγιωτίδης, μέχρι το καλοκαίρι του 1985 ο Χρήστος Μητραλής, μέχρι το Νοέμβριο του 1986 ο Ευάγγελος Γκέκας, μέχρι το Νοέμβριο του 2001 ο Εμμ. Χατζηπαναγιωτίδης, για δεύτερη φορά, μέχρι τον Οκτώβριο του 2003 ο Εμμανουήλ Πολυδούλης και μέχρι σήμερα ο Ιωάννης Τομαράς. Βασικοί ιεροψάλτες του ναού, που κρατούσαν την κεντρική θέση στο δεξιό αναλόγιο (ψαλτήρι) ήταν οι Χρήστος Λάμπρου Πατσιούρας, Γεώργιος (Γεωργούλης) Τσικρικώνης, Ζήσης Κουτρούπας, Κων/νος Γ. Παλάτος, Γεώργιος Παπαχατζής, Γεώργιος Χουτεσιώτης, Ζαφείρης Μαργκάς και από το Πάσχα του 2010 ο Βασίλειος Μπουρδούβαλης από το Συκούριο. Επισημαίνω ότι η θητεία όλων αυτών ήταν πολυετής και ότι γνώσεις βυζαντινής μουσικής είχαν οι Παπαχατζής, Χουτεσιώτης, Μαργκάς και Μπουρδούβαλης. «Αριστεροί» ψάλτες ή βοηθοί ψάλτες και στα δύο αναλόγια ήταν οι: Δημήτριος Φωτίου, Γεώργιος (Γεωργούλης) Μπούτος, Γεώργιος Μητσογιάννης, Θεόδωρος Μπούτος, Αθανάσιος Μαργκάς, Χρήστος Φωτίου, Κων/νος Γ. Μητσογιάννης και στις μέρες μας είναι ο Αντώνιος Ζέρβας. Επισημαίνω επίσης ότι και όλων σχεδόν αυτών η θητεία ήταν πολυετής, ότι γνώσεις βυζαντινής μουσικής είχε ο Μαργκάς και ειδικά γι’ αυτούς ότι πρόσφεραν εξαιρετικές υπηρεσίες, καθώς εξυπηρέτησαν το ναό σε λειτουργικές τελετές καθημερινές ή έκτακτες (Όρθρο, Εσπερινό, κηδείες, μνημόσυνα κ.ά.), στις οποίες αρκετές φορές ο βασικός ψάλτης απουσίαζε.

 

Α3. Ο ναός (εξωκλήσι) της Ζωοδόχου Πηγής

 

Ο χώρος, ΒΑ του οικισμού, στον οποίο είναι κτισμένο το εξωκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής, της Παναγίας, ήταν και επί τουρκοκρατίας χώρος ιερός, βακούφικος. Εκεί ήταν το νεκροταφείο του τούρκικου οικισμού Οτμανλί. Κάποιες επιτύμβιες πέτρινες στήλες καρφωμένες στο έδαφος υπήρχαν εκεί μέχρι και το 1960 περίπου.

Μετά την αποχώρηση των Τούρκων ο χώρος αυτός εκμισθωνόταν από τους Μακρυχωρίτες ως βοσκότοπος σε κτηνοτρόφους. Περί το 1910, όπως μαρτυρούν παλαιότεροι στην ηλικία κάτοικοι, που μεταφέρουν και παραδίδουν πληροφορίες των γονέων και των παππούδων τους, κάποιοι κάτοικοι από τους οικονομικά, και όχι μόνο, ισχυρότερους προσπάθησαν να διανείμουν για καλλιέργεια την έκταση αυτή ή και να την ιδιοποιηθούν (καταπατήσουν), φαινόμενο συνηθισμένο στη μεταβατική εκείνη περίοδο. Στην προσπάθεια αυτή υπήρξε αντίδραση άλλων χωριανών και έτσι αποφασίστηκε τελικά να παραχωρηθεί η έκταση αυτή στην εκκλησία του χωριού.

Η παραχώρηση αυτή έγινε στο διάστημα από το 1915 μέχρι το 1920. Στο διάστημα αυτό κτίστηκε εκεί και το εξωκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής, η Παναγία. Το 1973 με πρωτοβουλία της Εκκλησιαστικής Επιτροπής του Αγίου Θωμά ο παλαιός αυτός ναός αντικαταστάθηκε από τον υφιστάμενο σήμερα στην ίδια θέση ναό. Και λίγο πριν το 1995 ανακατασκευάστηκε και ο πέτρινος περίβολος του ναού.

 

Α4. Ο ναός των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ

 

Το εξωκλήσι των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, που βρίσκεται νοτιοδυτικά του χωριού, σε λόφο της Καρακόπετρας, κτίστηκε λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Η Άννα, σύζυγος του Ηλία Μπουροζίκα, ηλικιωμένη γυναίκα είδε, λέει, στο όνειρό της αγγέλους στο λόφο αυτό της Καρακόπετρας. Εξέλαβε το όνειρο αυτό ως εντολή να κατασκευαστεί στο μέρος εκείνο ναός. Έτσι αυτή μαζί με άλλες γυναίκες του χωριού, κυρίως γειτόνισσες και συγγένισσές της, ανέλαβαν την πρωτοβουλία για την ανέγερση του ναού αυτού. Σε λίγο χρόνο τα απαραίτητα χρήματα μαζεύτηκαν από τους χωριανούς, εθελοντές, οικοδόμοι και άλλοι, εργάστηκαν και το εξωκλήσι κτίστηκε. Καθώς δεν υπήρχε στο μέρος εκείνο οδική πρόσβαση, τα οικοδομικά υλικά μεταφέρθηκαν στο λόφο με τα πόδια και με τα χέρια, με ανθρώπινη αλυσίδα, χέρι-χέρι. Ο δρόμος που οδηγεί στην εκκλησιά αυτή κατασκευάστηκε λίγο αργότερα με σκαπτικά μηχανήματα του στρατού και με τη φροντίδα της Κοινότητας Μακρυχωρίου.

 

Α5. Ο ναός (εξωκλήσι) του Αγίου Γεωργίου

 

Το εξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου, νότια του χωριού, κτίστηκε περί το 1985. Κτίστηκε σε αντικατάσταση της πολύ παλαιάς εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, που υπήρχε στην αγροτική θέση Παλιοκλήσι. Η ιδέα για το κτίσιμό του δημιουργήθηκε από κάποιους παραγωγούς καρπουζιών στην καρπουζοαγορά του Μακρυχωρίου, κοντά στις αποθήκες του Αγρ. Συνεταιρισμού Μακρυχωρίου και της Ε.Α.Σ. Λάρισας. Συγκροτήθηκε έπειτα μια Επιτροπή πρωτοβουλίας για το κτίσιμο του ναού. Στην Επιτροπή αυτή συμμετείχαν οι Νικόλαος Ελευθ. Ζιώγας, ως Πρόεδρος, Ιωάννης Κράμαρης, ταμίας, και ως μέλη οι Γεώργιος Δημ. Γκρέτσης, Δημήτριος Αθ. Μπιτσαράς και Γεώργιος Παντρεμένος. Αρχικά η ανέγερση του ναού χρηματοδοτήθηκε από τα μέλη της Επιτροπής αυτής και από καρπουζοπαραγωγούς και στη συνέχεια, με εράνους που έγιναν, από όλους τους κατοίκους. Το 1987 ο χώρος γύρω από το ναό δεντροφυτεύτηκε και περιφράχτηκε με φροντίδα της Επιτροπής και της Κοινότητας Μακρυχωρίου.

Στην αγροτική θέση Παλιοκλήσι υπήρχε από πολύ παλιά, από την περίοδο της τουρκοκρατίας, ναός του Αγίου Γεωργίου, βυζαντινής τεχνοτροπίας. Ο ναός αυτός εξυπηρετούσε πιθανότατα τις ανάγκες των νομάδων κτηνοτρόφων, που εγκαθίσταντο τη χειμερινή περίοδο στους βοσκότοπους Ξηρόκαμπος, Βερνέρ και Ραχμάνι[8], ίσως και των διερχόμενων οδοιπόρων του δρόμου Λάρισας-Τεμπών, που περνούσε δίπλα από το ναό. Καταστράφηκε κατά πάσαν πιθανότητα στη μεταβατική περίοδο από την τουρκοκρατία στο ελληνικό κράτος (1881-1900). Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950, στα πλαίσια αγροτικής καλλιέργειας, αποκαλύφθηκαν τα θεμέλια και ερείπια του ναού αυτού. Σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων ο ιδιοκτήτης του χωραφιού με εργάτες που προσέλαβε φρόντισε εσπευσμένα να κατασκαφούν τα θεμέλια και τα ερείπια και επιχωμάτωσε το μέρος αυτό. Έτσι απόμεινε να θυμίζει το ναό αυτό το τοπωνύμιο Παλιοκλήσι και ένα εικονοστάσι, που υπήρχε σε όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα και υπάρχει ακόμα και σήμερα δίπλα από τη διερχόμενη σιδηροδρομική γραμμή.

Α6. Ο ναός (εξωκλήσι) του Αγίου Ευσταθίου

 

Στην κορυφογραμμή της Καρακόπετρας, στις βόρειες υπώρειες του υψώματος Γκόλια, είναι κτισμένο, ως ιερός βιγλάτορας του Μακρυχωρίου, το εξωκλήσι του Αγίου Ευσταθίου, του προστάτη των κυνηγών. Κτίστηκε το 1999 με πρωτοβουλία και φροντίδα ομάδας κυνηγών, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Κωνσταντίνος Αθαν. Ζησόπουλος, και με τη βοήθεια και άλλων χωριανών. Οι ίδιοι κυνηγοί λίγα χρόνια νωρίτερα είχαν οικοδομήσει στο ίδιο μέρος και το μικρό οίκημα, σταθμό των κυνηγών στις κυνηγετικές τους εξορμήσεις στην περιοχή.

 

 

Β. ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ

 

Δημοτικό

Νηπιαγωγείο, Γυμνάσιο, Παιδικός Σταθμός

 

Μία από τις βασικές ανάγκες που έπρεπε να ικανοποιήσουν οι Έλληνες κάτοικοι του Μακρυχωρίου, αμέσως μετά την ένταξή του στο ελληνικό κράτος και στο Δήμο Νέσσωνος, ήταν η λειτουργία σχολείου και η μόρφωση των παιδιών τους.

Την εποχή αυτή η δομή της Εκπαίδευσης σε γενικές γραμμές ήταν η εξής: Δημοτικό σχολείο Σχολαρχείο ή Ελληνικό σχολείο → Γυμνάσιο → Διδασκαλείο και Πανεπιστήμιο. Η φοίτηση στο Δημοτικό ήταν τετραετής, στο Σχολαρχείο τριετής, στο Γυμνάσιο τετραετής, στο Διδασκαλείο τριετής και στο Πανεπιστήμιο τετραετής. Από το Διδασκαλείο αποφοιτούσαν οι δάσκαλοι, που δίδασκαν στα Δημοτικά σχολεία. Στα Δημοτικά δίδασκαν και δάσκαλοι που δεν ήταν απόφοιτοι Διδασκαλείου, αλλά ήταν απόφοιτοι Σχολαρχείου και είχαν πάρει τίτλο διδακτικής επάρκειας από ειδική Επιτροπή κατόπιν εξετάσεων. Αυτοί λέγονταν Γραμματοδιδάσκαλοι. Ήταν βέβαια λιγότερο καταρτισμένοι και δίδασκαν κυρίως στα Γραμματοδιδασκαλεία, που ήταν Δημοτικά σχολεία κατώτερα και λειτουργούσαν σε μικρότερους οικισμούς με λιγότερους μαθητές και παρείχαν βασικές μόνο γνώσεις, δηλαδή γραφή, ανάγνωση και αριθμητική.

Τα Δημοτικά σχολεία λειτουργούσαν ως αμιγή, δηλαδή σχολεία αρρένων και σχολεία θηλέων. Μεικτά Δημοτικά σχολεία λειτούργησαν από το 1929 και μετά. Το πρώτο σχολείο που ιδρυόταν σε έναν οικισμό ήταν σχολείο αρρένων. Από το 1929 η φοίτηση στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο έγινε εξαετής.

Τα σχολεία ιδρύονταν από την Πολιτεία μετά από αίτημα-πρόταση του Δήμου, εφόσον υπήρχε στους οικισμούς ικανοποιητικός αριθμός μαθητών. Ο Δήμος αναλάμβανε τη λειτουργία του σχολείου. Έπρεπε να εξασφαλίσει τη σχολική στέγη, με ιδιόκτητο ή μισθωμένο οίκημα, να εξασφαλίσει τα βασικά όργανα λειτουργίας του (θρανία, πίνακες κ.λ.π.), να βρει και να πληρώνει τους δασκάλους, οι οποίοι προσλαμβάνονταν με απόφαση-πρόταση του Δήμου, που εγκρινόταν από τις αρμόδιες εκπαιδευτικές Υπηρεσίες του Κράτους.

 

Β1. Δημοτικό

 


Το νεοκλασικό διδακτήριο του κληροδοτήματος Συγγρού. 1910-1950

 

Η ίδρυση, το διδακτικό προσωπικό. Στα πλαίσια αυτά ο Δήμος Νέσσωνος, στον οποίο ανήκε το Μακρυχώρι, φρόντισε, από τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του, να ιδρυθούν και να λειτουργήσουν ελληνικά σχολεία στους οικισμούς του. Τα πρώτα σχολεία ιδρύθηκαν, όπως ήταν φυσικό, στο Μεγάλο Κεσερλί (Συκούριο), στην έδρα του Δήμου. Εκεί βέβαια υπήρχαν περισσότεροι Έλληνες κάτοικοι.

Πρώτη αναφορά για ίδρυση σχολείου στο Μακρυχώρι γίνεται στο αρχείο του Δήμου Νέσσωνος το έτος 1889. Με την 116/4.11.1889 απόφασή του το Δ. Σ. «εύχεται και παρακαλεί την Κυβέρνησιν όπως ευαρεστουμένη μεριμνήση και συσταθώσι δημοτικά σχολεία μεν εις τα χωρία Μακρυχώρι, Μικρό Κεσερλί, Τόιβαση και Ασαρλίκ, ένθα ο πληθυσμός ουκ ολίγος είνε και παίδες ουκ ολίγιστοι υπάρχουσιν, εις δε τα χωρία Πουρνάρ, Μπαξιλάρ, Χατζόμπαση και Μπαλτζή γραμματοδιδασκαλεία». Η ευχή αυτή δεν είχε βέβαια ως αποτέλεσμα την άμεση ίδρυση σχολείου στο Μακρυχώρι. Άλλωστε μάλλον υπήρχαν «παίδες ολίγιστοι», καθώς στην απογραφή του 1889, σύμφωνα με έγγραφο του Επισκόπου Πλαταμώνος Αμβρόσιου, το Μακρυχώρι είχε 651 κατοίκους, «οικογενείας 105, τας πάσας οθωμανικάς». Πάντως το σχολικό έτος 1892-1893 φαίνεται ότι λειτουργεί στο Μακρυχώρι Γραμματοδιδασκαλείο, καθώς το Δημοτικό Συμβούλιο με τη 207/31.12.1892 απόφασή του «διορίζει ως μέλη της Εφορευτικής Επιτροπής του Γραμματοσχολείου Μακρυχωρίου τους Μιχ. Σουμπενιώτην, Νικόλ. Μποσνέα και Κωνστ. Τσιτούρα».

Δημοτικό σχολείο αρρένων στο Μακρυχώρι φαίνεται ότι λειτουργεί από το έτος 1894 σε ενοικιαζόμενο οίκημα. Στις 9.12.1894 το Δ. Σ. ψηφίζει πίστωση 300 δρχ. «δι’ ανέργεσιν του δημοτικού Σχολείου αρρένων Μακρυχωρίου». Η ανέγερση αυτή μάλλον δεν έγινε τότε, καθώς στις 9.5.1899 το Δ. Σ. απορρίπτει αίτηση για πληρωμή ενοικίου του διδακτηρίου Μακρυχωρίου από 1.1.1898 μέχρι 31.5.1898, «διότι δεν ελειτούργει ένεκεν της τουρκικής κατοχής». Πάντως από το αρχείο του Δ. Νέσσωνος προκύπτει ότι ο πρώτος διορισμός «δημοδιδασκάλου» στο σχολείο Μακρυχωρίου γίνεται το Μάιο του 1896, όταν διορίζεται δάσκαλος ο Σπυρίδων Παπαγεωργίου. Ακολουθούν ο διορισμός του Δημ. Ντούμα (27.7.1896) και του Χαράλαμπου Λάμπρου (4.9.1896). Ασφαλώς ο ένας απ’ αυτούς, μάλλον ο τελευταίος, δίδαξε στο σχολείο το 1896-97. Ο επόμενος δάσκαλος που διορίζεται είναι ο Ευθύμιος Παπαδημητρίου (30.1.1900). Από το συνδυασμό των πληροφοριών που μας δίνει το αρχείο του Δήμου Νέσσωνος προκύπτει πάντως ότι, όποια λειτουργία σχολείου και αν υπήρξε στο Μακρυχώρι από το 1892 έως και το 1898 (Γραμματοσχολείου ή Δημοτικού), αυτή δεν ήταν συνεχόμενη και κανονική, αλλά εκ περιτροπής και χρονικά αποσπασματική, ανάλογα με τις περιστάσεις (έλλειψη δασκάλων, πόλεμος κ.ά.). Κανονική λειτουργία σχολείου μπορούμε να λέμε ότι υπήρξε μετά το 1898 και κυρίως από το 1900. Άλλωστε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, από το 1.3.1897 μέχρι 31.5.1898, το σχολείο δε λειτούργησε καθόλου λόγω του πολέμου του ’97 και της τουρκικής κατοχής.

Σημειώνω εξάλλου εδώ ότι από το 1881 μέχρι το τέλος του πολέμου του ’97 παράλληλα με τα ελληνικά σχολεία λειτουργούσαν για τους οθωμανόπαιδες και οθωμανικά σχολεία, Γραμματοδιδασκαλεία, στο Μεγάλο Κεσερλί, στο Μικρό Κεσερλί (Ελάτεια) και στο Μακρυχώρι. Ο τελευταίος Τούρκος δάσκαλος στο Μακρυχώρι ήταν ο Μουσταφά ή Μούστος Χατζή Ομέρ, του οποίου μάλιστα τους μισθούς για το διάστημα της τουρκικής κατοχής ο Δήμος αρνήθηκε να πληρώσει, με το επιχείρημα ότι «επληρώθη εκ του ταμείου Μακρυχωρίου, ού την διαχείρισιν έλαβον αυθαιρέτως οι ομόφυλοί του και κατηνάλωσαν τα κοινοτικά έσοδα εις θεραπείαν αναγκών της οθωμανικής μόνον κοινότητος αποκλείσαντες την ελληνικήν…» (27.4.1901).

Άλλοι δάσκαλοι που υπηρέτησαν στο Δημοτικό σχολείο αρρένων Μακρυχωρίου μέχρι το 1914, που το Μακρυχώρι άρχισε να λειτουργεί ως αυτόνομη Κοινότητα, ήταν οι: Αναστάσιος Χαραλάμπους, Κων/νος Ξάνθος, Αντώνιος Βεργής, Χαρ. Παναγιωτακόπουλος, Μιχ. Μίσιος, Περικλής Αποστολίδης, Γεώργιος Παπαλέτσος (διορίστηκε στις 22.8.1903). Τον Παπαλέτσο αντικαθιστά στις 22.7.1911 ο Αχιλλέας Παπαηλίας. Ωστόσο ο Παπαλέτσος υπηρετεί στο σχολείο και αρκετά χρόνια μετά το 1913. Το 1914 ασκεί και τα καθήκοντα του Γραμματέα της Κοινότητας και το Κ.Σ. με τη 13/27.3.1917 απόφασή του «εψήφισεν πίστωσιν δρχ. 180 ως εισφοράν συμπληρωματικήν υπέρ του μισθού του ενταύθα δημοδιδασκάλου Γεωργίου Παπαλέτσου». Αναφέρουμε εδώ επίσης ότι το 1904 (30.5.1904) ο Δήμος ορίζει Εφορευτική Επιτροπή του σχολείου τους Αθαν. Σιμόπουλο, Μιχ. Σουμπενιώτη, Πέτρο Τσέτσιλα και Γεώργιο Τσίρο.

Πρώτη αναφορά για ίδρυση Δημοτικού σχολείου θηλέων στο  Μακρυχώρι βρίσκουμε στο αρχείο του Δήμου Νέσσωνος το 1904. Στην 549/5.3.1904 απόφαση του Δ. Σ. διαβάζουμε: «Ο Δήμαρχος εισήγαγεν εις το Συμβούλιον την από 3 Ιανουαρίου ε. ε. αίτησιν των κατοίκων Μακρυχωρίου ζητούντων την σύστασιν δημοτικού σχολείου θηλέων εν τω χωρίω των ως υπάρχοντος του νομίμου αριθμού των μαθητριών προσφερόντων δε και κτίριον διδακτηρίου και κατοικίαν διδασκαλίσσης δωρεάν». Το Δ. Σ. δέχτηκε την αίτηση –με πλειοψηφία 5 έναντι 4-, αλλά το σχολείο δεν ιδρύθηκε.

Αρκετά χρόνια αργότερα το Δ. Σ. του Δήμου επανέρχεται και με απόφασή του στις 22.7.1911 «εκφράζει ευχήν περί ιδρύσεως δημοτικών σχολείων θηλέων εν Ασαρλίκ και Μακρυχωρίω…, καθόσον αι μαθήτριαι υπερβαίνουσι κατά πολύ τας 50 εις εκάτερον των χωρίων τούτων». Και στις 29.11.1911 το Δ. Σ. «προτείνει διοριστέας διδασκαλίσσας εις τα ιδρυθέντα πλήρη Δημ. Σχολεία θηλέων εν Ασαρλίκ την Χαρίκλειαν Ελασσώνα και εν Μακρυχωρίω την Ξανθίππην Βλησσαρίδου». Το 1911 λοιπόν ιδρύεται Δημοτικό σχολείο και για τα κορίτσια στο Μακρυχώρι με πρώτη διορισθείσα δασκάλα την Ξανθίππη Βλησσαρίδου. Η επόμενη δασκάλα ήταν η Ελένη Αγγελίδου, που υπηρέτησε στο σχολείο από το σχολικό έτος 1912-13.

Άλλοι δάσκαλοι που υπηρέτησαν στα σχολεία του Μακρυχωρίου μετά από αυτούς που προαναφέρθηκαν ήταν: στο σχολείο αρρένων, και για το διάστημα μέχρι το 1930 περίπου, οι Χαράλ. Οικονομόπουλος, Ιωάννης Χρυσοχόος, Νικόλαος Βαλαβάτης και Ευάγγελος Ιωαννίδης, στο σχολείο θηλέων, και για το διάστημα μέχρι το 1929 περίπου οι Ευδοκία Δημητρίου, Αγγελική Τουφεξή, Ελένη Τουφεξή και Μαρία Πέρρου. Από το 1929 μέχρι το 1950 περίπου, στο μεικτό πλέον δημοτικό σχολείο, υπηρέτησαν οι Ευάγγελος Ιωαννίδης, Ζωή Τσούλκα, Μανολιάδης, Ιωάννης Ανδρακάκος, Σωτήριος Κανακάκης, Δήμητρα Θωμοπούλου, Μαρία Αλατζοπούλου, Λάμπρος Καφφές, Νικόλαος Γαλλής, Ανδρέας Γεροστάθης, Φανή Σολωμού, Ξενοφών Μπακούρας, Ειρήνη Κράχτη, Νικόλαος Γκόγκος, Αριστείδης Καραγεωργόπουλος, Ηλίας Σπυρόπουλος, Δημήτριος Κωνσταντινίδης. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι η Ζωή Τσούλκα υπηρέτησε στο Μακρυχώρι περισσότερα από δεκαπέντε χρόνια, στην περίοδο από το 1929 έως και το 1950, και ότι για το λόγο αυτό στο Μακρυχώρι «θρυλείται» ακόμη το όνομα «η κυρία Ζωή».

Για το διάστημα 1950 μέχρι και σήμερα αναφέρω μόνο τους Διευθυντές το Δημοτικού σχολείου, οι οποίοι ήταν οι εξής: Δημήτριος Κωνσταντινίδης μέχρι το 1959, Ανδρέας Τσιμπούκας μέχρι το 1960, Αστέριος Τσιούρβας μέχρι το 1966, Γεωργία Σκέρου μέχρι το 1968, Νικόλαος Λούκας μέχρι το 1974, Ανθή Μπλαδένη μέχρι το 1976, Δημήτριος Μότσιας μέχρι το 1977, Αθανάσιος Κοκόσης μέχρι το 1978, Ηλίας Κωσταρίγκας μέχρι το 1982, Γεώργιος Βλαχάκης μέχρι το 1984, Μαρία Κοντογιάννη μέχρι το 1985, Χρήστος Τσιάκανος μέχρι το 1986, Ευσεβία Γιακουμή μέχρι το 1987, Παναγιώτης Βαλιάκας μέχρι το 1999, Ηλίας Τριανταφύλλου μέχρι το 2002, Παντελής Μπότσαρης μέχρι το 2006, Παντελής Καραπάνος, μέχρι το 2011 και Ηλίας Τριανταφύλλου, που επανήλθε ως Διευθυντής από το σχολ. έτος 2011-2012.

Συνθήκες λειτουργίας. Ακολουθεί αναφορά στις συνθήκες λειτουργίας των σχολείων του Μακρυχωρίου, συνθήκες που σε γενικές γραμμές υπήρχαν βέβαια σε όλα σχεδόν τα σχολεία της χώρας, κυρίως στα επαρχιακά, από το 19ο αιώνα και που, παρά τις κατά καιρούς μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και τις κάποιες θετικές εξελίξεις, υπήρχαν μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα.

Οι δάσκαλοι. Ο αριθμός των δασκάλων δεν ήταν επαρκής. Πολλές φορές δεν ιδρύονταν ή δε λειτουργούσαν σχολεία, γιατί δεν υπήρχαν δάσκαλοι. Γι’ αυτό τα σχολεία μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1920 λειτουργούσαν μόνο με ένα δάσκαλο και μόνο με μία δασκάλα. Από τη δεκαετία του 1930 τα πράγματα έγιναν καλύτερα, καθώς άρχισαν να λειτουργούν οι Παιδαγωγικές Ακαδημίες (1933), να αποφοιτούν περισσότεροι δάσκαλοι και να υπηρετούν σε κάθε –μεικτό πλέον- σχολείο περισσότεροι του ενός δάσκαλοι.

Οι συνθήκες εργασίας των δασκάλων ήταν πολύ δύσκολες, κακές. Προσλαμβάνονταν από τους Δήμους και η παραμονή στη θέση τους εξαρτιόταν από την οικονομική κατάσταση του Δήμου και σε μερικές περιπτώσεις και από την εκτίμηση και αποδοχή των δημοτών. Ένας δάσκαλος δίδασκε σε μία αίθουσα όλα τα μαθήματα σε όλες τις τάξεις. Τα διδακτήρια ήταν μέχρι το 1910, μερικά και για πολλά χρόνια αργότερα, μικρά παλαιά τούρκικα κτίρια και διέθεταν ελάχιστα εποπτικά μέσα διδασκαλίας (θρανία, πίνακες, χάρτες, βιβλία κ. ά.).

Η στέγαση και σίτιση αποτελούσαν επίσης σοβαρά προβλήματα για το δάσκαλο. Η έλλειψη συγκοινωνίας δεν επέτρεπε την καθημερινή μετάβασή του στον τόπο της μόνιμης κατοικίας του. Αναγκαζόταν έτσι να νοικιάσει κάποιο χώρο, αν έβρισκε, ή να διαμείνει σε κάποιο χώρο του σχολείου. Τυχόν δωρεάν προσφορά στέγης από την κοινότητα για το δάσκαλο αποτελούσε σοβαρότατο κίνητρο για διορισμό δασκάλου στο σχολείο. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της δασκάλας Ελένης Αγγελίδου, η οποία σε έγγραφό της το Σεπτέμβριο του 1913 προς το Νομάρχη Λάρισας γράφει: «κατά το παρελθόν έτος εδιωρίσθην εις την εδώ σχολήν των θηλέων ως δημοδιδάσκαλος. Μ’ εχορήγησεν η κοινότης την παλαιάν σχολήν αρρένων δια να εκπαιδεύονται τα κοράσια και εντός της οποίας υπάρχει κενόν δωμάτιον εις ο κατοικώ. Ήδη δε επαρουσιάσθη η εκκλησιαστική επιτροπή και ιδία ο Δημήτριος Παρλάντζας, ος δι’ απειλών και απρεπών εκφράσεων με ηπείλησεν ότι θα με καταγγείλη, εάν δεν πληρώσω ενοίκιον διά το δωμάτιον, ενώ ουδείς εκ των προκατόχων δημοδιδασκάλων επλήρωσε. Εγώ εις απάντησιν των απειλών τού είπον ότι θα επικαλεσθώ την βοήθειαν του κ. Νομάρχου και μοι απήντησεν, ότι δεν γνωρίζει κανέναν Νομάρχην». Και στις 21.8.1914 με σχετική απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου Μακρυχωρίου «εξεφράσθη ευχή τω 1ω Εποπτικώ Συμβουλίω των Δημοτικών σχολείων ίνα φροντίση και παραδοθή τη Κοινότητι το βία υπό της Ελ. Αγγελίδου κατεχόμενο οίκημα, άλλως μεταθέση αυτήν». Επρόκειτο για χώρο του παλαιού και πρώτου κοινοτικού καταστήματος του Μακρυχωρίου, το οποίο λειτουργούσε από αρκετά χρόνια πριν ως σχολείο. Και στη δεκαετία του 1950 ο Διευθυντής του σχολείου διέμενε και είχε το υπνοδωμάτιό του στο Γραφείο του σχολείου. Και το Σαββατοκύριακο πήγαινε στο σπίτι του στη Λάρισα με το τρένο, αφού περπατούσε 1,5 χιλιόμετρο περίπου, για να φτάσει στο Σταθμό. Τη Δευτέρα το πρωί επέστρεφε με τον ίδιο τρόπο, με καθυστέρηση μερικές φορές και προς μεγάλη ευχαρίστηση των μαθητών, κουβαλώντας μαζί του και κάποια τρόφιμα για τις επόμενες μία ή δύο μέρες. Γιατί και το πρόβλημα της σίτισης ήταν σοβαρό. Εστιατόρια δεν υπήρχαν, τα μαγαζιά δεν πωλούσαν έτοιμα φαγητά (π.χ. τυρί, ελιές), ψυγεία δεν υπήρχαν, δυνατότητα να μαγειρέψει ο δάσκαλος δεν υπήρχε. Κατά καιρούς είχε επικρατήσει ως λύση εν είδει άγραφου νόμου η συνήθεια να σιτίζουν (ταΐζουν) το δάσκαλο οι γονείς των μαθητών. Κάθε μέρα η μητέρα ενός μαθητή έστελνε στο δάσκαλο μία μερίδα φαγητό. Και οι νοικοκυρές, από φόβο μήπως το είδος του φαγητού ή η μαγειρική τους δεν αρέσει στο δάσκαλο, προτιμούσαν να του στέλνουν –χωρίς να γνωρίζουν τι είχε στείλει η προηγούμενη- κάτι «κλασικό», σίγουρο και εύκολο, όπως π.χ. τηγανητά αβγά. Και η συχνότητα με την οποία έστελναν τα αβγά στο δάσκαλο δεν έλυνε πολλές φορές το πρόβλημα της σίτισης, αλλά του έδινε άλλη μορφή, άλλη διάσταση.

Εξάλλου οι κακές συνθήκες λειτουργίας των σχολείων σε συνδυασμό με το μορφωτικό επίπεδο δασκάλων και μαθητών και με το επίπεδο γενικά της κοινωνικής ζωής την εποχή εκείνη οδήγησαν στο να επικρατήσει ως παιδαγωγική μέθοδος ο αυταρχισμός του δασκάλου, η τρομοκράτηση των μαθητών και η χρήση βίας προς αυτούς ή με εγκλεισμό μαθητών για κάποιο χρόνο σε απομονωμένους χώρους ή με σωματική βία και ξυλοδαρμό. Τα ραπίσματα στα μάγουλα και τα χτυπήματα με ξύλινη βέργα, την οποία συνήθως έφερναν οι μαθητές στο δάσκαλο, στις ανοιχτές παλάμες των παιδιών ήταν συνηθισμένος τρόπος συνετισμού των μαθητών, όχι μόνο όταν έκαναν κάποια αταξία, αλλά και όταν ήταν αδιάβαστοι και όταν ακόμα, παρά την προσπάθειά τους, δεν καταλάβαιναν το μάθημα, δεν «έπαιρναν τα γράμματα». Και το κακό ήταν ότι αυτή η «παιδαγωγική» μέθοδος είχε γίνει σε μεγάλο βαθμό αποδεκτή και από την κοινωνία. Και το χειρότερο ότι κάποιες φορές ο ξυλοδαρμός ξεπερνούσε τα όρια, αν μπορεί αν δεχτεί κανείς ότι υπάρχουν όρια στο γεγονός αυτό, και ο δάσκαλος υπό το κράτος ανεξέλεγκτης συναισθηματικής φόρτισης έθετε σε κίνδυνο και τη σωματική ακεραιότητα του παιδιού. Τότε πολλές φορές αντιδρούσαν οι γονείς διαμαρτυρόμενοι, αλλά και απειλώντας με τη σειρά τους τη σωματική ακεραιότητα του δασκάλου. Και μέσα σε τέτοιο παιδαγωγικό περιβάλλον εξηγείται πώς κάποιοι μαθητές ή από φόβο ή από επαναστατική προδιάθεση πηδούσαν από θρανίο σε θρανίο και από το παράθυρο έξω από την αίθουσα, όταν ο δάσκαλος τους κυνηγούσε να τους τιμωρήσει. Γιατί είναι βέβαιο πως η μέθοδος αυτή ούτε γράμματα μαθαίνει στα παιδιά ούτε καλή αγωγή τους προσφέρει.

Σημειώνω τέλος ως προς το θέμα αυτό ότι δυστυχώς η παιδαγωγική αυτή μέθοδος εφαρμοζόταν, έστω και με κάποια άμβλυνση, και μέχρι τη δεκαετία του 1960, όχι μόνο στο δημοτικό, αλλά και στο εξατάξιο γυμνάσιο, αλλά και ότι υπήρχαν, αντίθετα, δάσκαλοι, κυρίως δασκάλες, που λόγω του χαρακτήρα τους «δεν άπλωσαν ποτέ χέρι» σε παιδί.

Οι σχέσεις των δασκάλων με τους γονείς και τους κατοίκους ήταν συνήθως καλές. Οι γονείς τούς είχαν ανάγκη τους δασκάλους· μάθαιναν γράμματα στα παιδιά τους. Ο δάσκαλος του χωριού ήταν συνήθως σεβαστό πρόσωπο και αποτελούσε, ιδιαίτερα όταν διέθετε σοβαρότητα και κύρος, έναν από τους βασικούς παράγοντες της κοινωνίας του χωριού μαζί με τον πρόεδρο και τον παπά του χωριού. Όταν τον έβλεπαν να περνάει τους δρόμους του χωριού, τα παιδιά και οι μεγάλοι έλεγαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους «περνάει ο δάσκαλος», και όταν πλησίαζε, σηκώνονταν και τον χαιρετούσαν. Ωστόσο υπήρχαν και περιπτώσεις που οι σχέσεις αυτές δεν ήταν καλές. Συγκεκριμένες συμπεριφορές, η φτώχεια και η αγραμματοσύνη και γενικά το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο μερικές φορές οδήγησαν σε ρήξη τις σχέσεις δασκάλου με γονείς ή με όλους τους γονείς και τους κατοίκους. Σε μερικές περιπτώσεις ζητήθηκε και η απόλυση του δασκάλου και η αντικατάστασή του. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση δασκάλου, του οποίου την απομάκρυνση ζήτησαν οι γονείς με αναφορά τους προς το Δήμαρχο Νέσσωνος το 1906, στην οποία γράφουν:

«κ. Δήμαρχε, ως και προφορικώς ανηνέχθημεν προς υμάς πολλάκις, ο του χωρίου μας διδάσκαλος Μιχαήλ Αρ. Μίσιος επεδείξατο διαγωγήν ασυμβίβαστον πρός το επάγγελμά του, ασύγγνωστον δε αμέλειαν ως προς την εκτέλεσιν του καθήκοντός του.

Μεθύσκων συχνάκις ύβριζε…. τους κατοίκους του χωρίου μας…. Άλλοτε δε πάλιν απεκάλεσεν εν μέση πλατεία «κερατάδες» τινάς Μακρυχωρίτας….

Επέδειξεν και αμέλειαν…. μη παραδίδων τακτικώς μαθήματα εις τους μαθητάς, αλλά τακτικώτατα απουσιάζων….· εκτός δε τούτων ουδέποτε εφάνη εις την εκκλησίαν ως διδάσκαλος ταχθείς δια την ηθικοποίησιν των τέκνων μας.

Ένεκα των ανωτέρω λόγων φρονούμεν ότι επιβάλλεται όπως ενεργηθή η απομάκρυνσις του ανωτέρω δημοδιδασκάλου Μιχαήλ Μισίου εκ του χωρίου μας, άλλως δηλούμεν ότι θα παύσωμεν αποστέλλοντες τα τέκνα μας εις το σχολείον…».

Οι μαθητές. Οι συνθήκες λειτουργίας των σχολείων ήταν βέβαια δύσκολες και για τους μαθητές. Όπως είπαμε, τα αγόρια και τα κορίτσια φοιτούσαν σε χωριστά σχολεία (τετρατάξια) μέχρι το 1929. Μετά τα Δημοτικά έγιναν ενιαία (μεικτά) και εξατάξια και, όπως ήταν επόμενο, ο αριθμός των μαθητών αυξήθηκε. Έτσι αυξήθηκε και ο αριθμός των δασκάλων και ο αριθμός των αιθουσών. Από το 1930 και μετά δίδασκαν δύο ή τρεις δάσκαλοι σε ανάλογο αριθμό αιθουσών ανά τρεις ή ανά δύο τάξεις. Αυτό βέβαια γινόταν σε σχολεία σχετικά μεγάλα ως προς τον αριθμό των μαθητών, όπως ήταν το σχολείο του Μακρυχωρίου. Από κάποια στοιχεία που διασώθηκαν σε σχετική εργασία της ιστορικού της εκπαίδευσης Ιουλίας Κανδήλα προκύπτει ότι το σχολικό έτος 1908-1909 το Δημοτικό σχολείο αρρένων του Μακρυχωρίου είχε στις τέσσερις τάξεις 87 μαθητές, το διάστημα 1919-1929 το αρρένων είχε κάθε χρόνο από 75-95 μαθητές και μετά το 1935 το ενιαίο σχολείο έχει 150-200 μαθητές[9], με εξαίρεση τα σχολικά έτη 1947-48 και 1948-49, που οι μαθητές ήταν περισσότεροι από 300, καθώς λόγω του εμφυλίου πολέμου φοίτησαν στο Μακρυχώρι και οι μαθητές των σχολείων Ελάτειας, Παραποτάμου και Ευαγγελισμού. Και μετά το 1950, μέχρι και το 1968, το σχολείο λειτουργούσε με 150 έως 200 μαθητές, με τρεις δασκάλους και με συνδιδασκαλία ανά δύο τάξεις, Α΄ και Β΄, Γ΄ και Δ΄, Ε΄ και ΣΤ΄.

Αξιοσημείωτο είναι ότι ο αριθμός των μαθητών της Α’ τάξης τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, αλλά και με κάποια διαφοροποίηση μέχρι και τη δεκαετία του 1940, είναι πολύ μεγαλύτερος από τον αριθμό των μαθητών των άλλων τάξεων. Από τους 87 μαθητές το σχολικό έτος 1908-09 οι 40 ήταν στην Α’ τάξη, οι 24 στη Β’, οι 11 στη Γ’ και 12 στη Δ’ τάξη. Αυτό σημαίνει ότι οι μαθητές που εγγράφονταν στην Α’ τάξη διέκοπταν τη φοίτησή τους σε κάποια ενδιάμεση τάξη, πριν φτάσουν στην τελευταία. Μέχρι και τη δεκαετία του 1940 μόνο το 30% των μαθητών περίπου έφτανε στην ΣΤ’ τάξη και αποφοιτούσε από το Δημοτικό. Οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής οδηγούσαν τους γονείς να παίρνουν τα παιδιά τους από το σχολείο και να τα στέλνουν στα χωράφια και στα πρόβατα ή στην κουζίνα και στον αργαλειό. Σ’ αυτό συνέβαλε και η μη κανονική λειτουργία του σχολείου σε ανώμαλες περιόδους (πόλεμοι), όπως έγινε την περίοδο 1941-1944 λόγω της γερμανικής κατοχής. Η διακοπή της λειτουργίας του σχολείου στις εμπόλεμες περιόδους, η καθυστερημένη πολλές φορές αρχική εγγραφή των μαθητών στο σχολείο (δηλαδή μετά την ηλικία των 7 ετών) και η μη προαγωγή μαθητών στην επόμενη τάξη λόγω μη καλής επίδοσης στα μαθήματα, που ήταν συχνό φαινόμενο μέχρι και τη δεκαετία του 1950, είχε ως αποτέλεσμα να φοιτούν στην ίδια τάξη μαθητές με διαφορετική ηλικία, μικρότερη ή μεγαλύτερη κατά 2, 3 ή και 4 χρόνια.

Ειδικό πρόβλημα στην παρακολούθηση των μαθημάτων είχαν τα παιδιά των μετακινούμενων κτηνοτρόφων. Από τα μέσα Μαΐου, πριν τη λήξη του διδακτικού έτους, μετακινούνταν μαζί με τους γονείς τους και τα κοπάδια τους σε θερινούς ορεινούς βοσκότοπους –η μετακίνηση γινόταν συνήθως με πεζοπορία ή με τα ζώα, άλογα και γαϊδούρια, σπάνια με φορτηγό αυτοκίνητο- και ολοκλήρωναν τα μαθήματα στο σχολείο του τόπου της θερινής διαμονής τους, αν υπήρχε εκεί σχολείο. Και στην αρχή του επόμενου σχολικού έτους άρχιζαν τα μαθήματα στο σχολείο «στα βουνά», μέχρι να επανέλθουν στο Μακρυχώρι τέλος Σεπτεμβρίου ή μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου, για να μπουν στο πρόγραμμα του σχολείου.

Τις πρώτες δεκαετίες της λειτουργίας των σχολείων οι μαθητές στο τέλος του σχολικού έτους έδιναν προφορικές εξετάσεις, προαγωγικές ή απολυτήριες, ενώπιον επιτροπής. Η επιτροπή οριζόταν με απόφαση-πρόταση του Δήμου, η οποία εγκρινόταν από την αρμόδια κρατική εκπαιδευτική Υπηρεσία. Το σχολικό έτος 1900-1901 την εξεταστική επιτροπή για το Δημοτικό σχολείο αρρένων Μακρυχωρίου αποτέλεσαν, σύμφωνα με απόφαση του Δήμου Νέσσωνος στις 24.6.1901, οι δημότες Γεώργιος Τσίρος, Κωνσταντίνος Τσιτούρας και ο εφημέριος του χωριού.

Το σχολείο λειτουργούσε σε δύο βάρδιες, πρωί και απόγευμα· τέσσερις ώρες το πρωί και δύο το απόγευμα. Για την ώρα προσέλευσής τους κάθε φορά στο σχολείο οι μαθητές ενημερώνονταν με το χτύπημα της καμπάνας της εκκλησίας. Ένας μαθητής, που στο σπίτι του υπήρχε ρολόι, αναλάμβανε για ένα χρονικό διάστημα, π.χ. μια εβδομάδα, να χτυπάει σε συγκεκριμένη ώρα την καμπάνα. Το χτύπημα της καμπάνας, που εθεωρείτο τιμητικό καθήκον για το μαθητή, δεν ήταν πάντα για όλους εύκολη δουλειά, καθώς έπρεπε να θέσουν σε κίνηση και με κάποια ταχύτητα από απόσταση 15-20 μέτρων τη βαριά σιδερένια γλώσσα (στούμπο) της καμπάνας, που ήταν κρεμασμένη στο καμπαναριό, στο πιο ψηλό σημείο της εκκλησιάς, και που η γλώσσα της ήταν δεμένη με χοντρό σκοινί (τριχιά). Με το άκουσμα της καμπάνας τα παιδιά αράδιαζαν στους δρόμους προς το σχολείο. Σε λίγη ώρα θα χτυπούσε το κουδούνι (καμπανάκι χειροκίνητο μέχρι και τη δεκαετία του 1960) και θα σήμαινε την έναρξη των μαθημάτων. Φορούσαν τα φουστανάκια τους τα κορίτσια και τα παντελονάκια τους τα αγόρια, μέχρι το γόνατο ή 5-10 πόντους πάνω από το γόνατο, χειροποίητες μάλλινες κάλτσες το χειμώνα μέχρι λίγο κάτω από το γόνατο και παπούτσια συνήθως λαστιχένια, από καουτσούκ, που άφηναν τον αστράγαλο ακάλυπτο, ή γαλότσες με υφασμάτινη εσωτερική επένδυση, που κούμπωναν στα πλάγια με δυο κόπιτσες. Μερικά παιδιά κτηνοτρόφων φορούσαν αρβύλες από χοντρό σκληρό δέρμα με πρόκες στη σόλα (αρβυλάκια). Την άνοιξη φορούσαν κάλτσες πάνινες και παπούτσια πάνινα (λινά) με λαστιχένια σόλα. Τους τελευταίους 1-2 μήνες πολλά παιδιά, κυρίως αγόρια, πήγαιναν σχολείο χωρίς παπούτσια και χωρίς κάλτσες, ξυπόλυτα. Υπήρχαν βέβαια και παιδιά κάπως εύπορων οικογενειών με καλύτερο ντύσιμο. Ήταν όμως οι εξαιρέσεις.

Οι σχολικές τσάντες ήταν υφασμάτινες σάκες (σακούλες). Τις έραβαν οι μητέρες των μαθητών ή οι μοδίστρες του χωριού. Σε κάποιες περιπτώσεις το ύφασμα ήταν χοντρό υφαντό από τον αργαλειό του σπιτιού, χρωματιστό, και έφερε επάνω και κεντημένα διακοσμητικά στοιχεία (κεντήματα). Τα αγόρια κρεμούσαν την τσάντα τους από τον ώμο προς την άλλη πλευρά του σώματος με λωρίδα από το ίδιο ύφασμα, ραμένη στις δυο άκρες του επάνω ανοιχτού μέρους της τσάντας. Τα κορίτσια κρατούσαν την τσάντα τους από δυο μικρές υφασμάτινες χειρολαβές, από το ίδιο ύφασμα, ραμένες η καθεμιά τους στο επάνω μέρος της καθεμιάς από τις δυο πλευρές της τσάντας.

Στην τσάντα έβαζαν τα παιδιά τα τετράδιά τους, το μολύβι, την ξύστρα, τη σβηστήρα (γόμα), τα χρώματα και βέβαια το Αναγνωστικό. Βιβλία για άλλα μαθήματα (π. χ. Ιστορία, Γεωγραφία, Φυσική κ.λ.π.), εκτός από το Αναγνωστικό, μέχρι και τη δεκαετία του 1940 δεν υπήρχαν. Ο δάσκαλος παρέδιδε το μάθημα προφορικά, έγραφε κάποια βασικά στοιχεία στον πίνακα, απ’ όπου οι μαθητές τα αντέγραφαν στο τετράδιό τους. Επίσης μέχρι και τη δεκαετία του 1950 δεν υπήρχαν στο σχολείο τα στυλό τύπου μπικ, τα λεγόμενα στυλό διαρκείας, ούτε βέβαια στυλό με υγρή μελάνη. Εκτός από το μολύβι, που το χρησιμοποιούσαν καθημερινά, όταν έπρεπε να γράψουν στο «καθαρό» τετράδιο, δηλαδή κείμενα κάπως επίσημα (π.χ. γραφή, ορθογραφία), οι μαθητές χρησιμοποιούσαν μελάνη υγρή και κοντυλοφόρο με πένα. Αγόραζαν μελάνη ξερή από το μπακάλη, την έλιωναν με νερό σε ειδικό μικρό γυάλινο δοχείο (μελανοδοχείο, «καλαμάρι»), όπου εμβάπτιζαν την πένα και έγραφαν μετά στο χαρτί. Με τον τρόπο αυτό έγραφαν οι μαθητές και στις γραπτές εξετάσεις (διαγωνίσματα), που γίνονταν δυο φορές το χρόνο, στη μέση και στη λήξη της σχολικής χρονιάς. Βεβαίως «ατυχήματα» με πτώση του μελανοδοχείου και χύσιμο μέρους ή όλου του περιεχομένου του στο τετράδιο, στο θρανίο ή στο σώμα (χέρια, πόδια) του μαθητή δεν ήταν σπάνια. Μικρές βέβαια και πολύ συχνές μελανοκηλίδες (μουντζούρες) τις διόρθωναν με ειδικό απορροφητικό χαρτί, το στυπόχαρτο.

Μέχρι τα πρώτα χρόνια και της δεκαετίας του 1950 οι μαθητές των δύο πρώτων τάξεων, κυρίως της Α´, έφεραν στην τσάντα τους και χρησιμοποιούσαν, για να πρωτομάθουν τη γραφή, αντί για τετράδιο ένα μικρό ορθογώνιο πίνακα, 15x20 εκατοστά περίπου, την πλάκα (αρχ. άβαξ, αβάκιον), πάνω στον οποίο χάρασσαν με ειδικό χοντρό μολύβι (κοντύλι) τα πρώτα τους γράμματα και αριθμούς.

Προβληματική ήταν και η θέρμανση των αιθουσών του σχολείου τη χειμερινή περίοδο. Υπήρχε σε κάθε αίθουσα μια θερμάστρα-ξυλόσομπα και είχες συνήθως την εντύπωση πως η αίθουσα θερμαινόταν από τον καπνό της και από τις ανάσες των παιδιών, παρά από την κανονική λειτουργία της θερμάστρας. Μερικές φορές μάλιστα, όταν τα οικονομικά του σχολείου δεν ήταν αρκετά, οι μαθητές έφεραν από τα σπίτια τους κάθε πρωί στο σχολείο μαζί με την τσάντα τους και από ένα ξύλο για τη σόμπα.

Με τέτοιες συνθήκες εργάζονταν δάσκαλοι και μαθητές, στα τέλη του 19ου αιώνα, στις πρώτες δεκαετίες και εν πολλοίς μέχρι σχεδόν και τα 3/4 του 20ου αιώνα, και προσπαθούσαν να δώσουν και να πάρουν τις στοιχειώδεις γνώσεις, ανάγνωση, γραφή και αριθμητική. Και με το πέρασμα του χρόνου κάποια παιδιά, με περισσότερη κλίση προς «τα γράμματα» και από οικογένειες με οικονομικές δυνατότητες περισσότερες και κοινωνικές αντιλήψεις πιο προχωρημένες, περνούσαν και στο επόμενο στάδιο της Εκπαίδευσης. Το 1911 αποφοίτησε από το Σχολαρχείο Αμπελακίων ο Παντελής Καραπάνος. Στη δεκαετία του 1920 παρακολούθησαν μαθήματα στο Σχολαρχείο, στα Αμπελάκια ή στο Συκούριο, οι μαθητές Θεόδωρος Γ. Μπούτος, Θωμάς Αχ. Μυλωνάς, Αστέριος Γ. Σιμόπουλος και η μαθήτρια Δέσποινα (Πιπίνα) Σαμολαδά-Μπούτου. Την ίδια δεκαετία αποφοίτησε από το Γυμνάσιο ο Πέτρος Αχ. Τσέτσιλας. Στη δεκαετία του 1930 φοίτησαν στο Γυμνάσιο οι Δημήτριος Ιω. Σαμαράς, Γεώργιος Επ. Γιαννακόπουλος, Βασίλειος Χαρ. Γεωργόπουλος. Στις δεκαετίες του 1940 και του 1950 εγγράφονταν στο Γυμνάσιο από 1 έως 4 παιδιά, δηλαδή κατά μέσο όρο το 10% περίπου αυτών που αποφοιτούσαν από την ΣΤ’ τάξη του Δημοτικού. Από αυτά τα περισσότερα ήταν αγόρια και δεν ήταν μόνο παιδιά ευκατάστατων οικονομικά οικογενειών, αλλά και παιδιά φτωχών γεωργών και κτηνοτρόφων.

Οι πρώτοι μαθητές από το Μακρυχώρι, που φοίτησαν σε ανώτερη ή πανεπιστημιακή σχολή από το 1930 μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1950 και πήραν σχετικό πτυχίο, ήταν οι Γεώργιος Επ. Γιαννακόπουλος, γιατρός, ο Γεώργιος Δ. Φωτίου, θεολόγος, οι Επαμεινώνδας Γρ. Τσιάκος, Ευδοκία Δ. Μπράχου, Χρήστος Αθ. Πελεκούδας, Θωμάς Δ. Πουσπουρίκας, δάσκαλοι, και ο Φώτιος Δ. Φωτίου, γιατρός.

Εξωδιδακτικές δραστηριότητες. Εκτός από τη διδασκαλία των μαθημάτων στα καθήκοντα των δασκάλων ήταν και άλλες εκπαιδευτικές δραστηριότητες, όπως διοργάνωση σχολικών εορτών, ενασχόληση με σχολικό κήπο, πραγματοποίηση εκδρομών και περιπάτων κ.ά.

Μετά το 1930, όταν τα σχολεία έγιναν μεικτά και είχαν περισσότερους μαθητές και περισσότερους του ενός, δύο ή τρεις, δασκάλους, διοργανώνονταν στο σχολείο μαθητικές γιορτές, στις εθνικές επετείους ή με τη λήξη των μαθημάτων, οι οποίες περιλάμβαναν απαγγελία ποιημάτων, μικρές θεατρικές παραστάσεις, αθλητικές δραστηριότητες ή άλλα «δρώμενα». Τα θέματα των εκδηλώσεων αυτών αναφέρονταν στην πρόσφατη εθνική μας ιστορία, στη σχολική ζωή ή στην ευρύτερη κοινωνική κατάσταση της εποχής.

Ειδικότερα στη δεκαετία του 1950, με Δ/ντή του σχολείου το δάσκαλο Δημήτριο Χρ. Κωνσταντινίδη, η σχολική γιορτή στη λήξη των μαθημάτων, την οποία ονομάζαμε Εξετάσεις, περιλάμβανε, εκτός από απαγγελία ποιημάτων και θεατρικές παραστάσεις (σκετς), και γυμναστικές επιδείξεις (και με ενόργανες ασκήσεις), αγώνες στίβου (άλμα εις ύψος, επί κοντώ, εις μήκος, απλούν και τριπλούν, αγώνες δρόμου κ.λ.π.), άλλους αγώνες-παιγνίδια, όπως αβγοδρομία, τσουβαλοδρομία ή και άλλες εκδηλώσεις. Η γιορτή αυτή είχε επίσημο και πανηγυρικό χαρακτήρα, γινόταν στο προαύλιο του σχολείου –οι γυμναστικές επιδείξεις έγιναν μερικές φορές και στην πλατεία του χωριού-, καλούνταν και παραβρίσκονταν οι επίσημοι του χωριού, ο πρόεδρος της Κοινότητας, ο παπάς, ο γιατρός του χωριού κ.ά., οι γονείς των μαθητών και όλοι οι χωριανοί. Στο τέλος της γιορτής επιδίδονταν στους μαθητές οι τίτλοι σπουδών (Ενδεικτικά ή Απολυτήρια) και στους νικητές των αγώνων δίνονταν διάφορα έπαθλα-βραβεία, όπως π.χ. ένα ζευγάρι λινά παπούτσια στους πρώτους νικητές.

Η ενημέρωση των μαθητών για την καλλιέργεια λουλουδιών, δέντρων και άλλων γεωργικών καλλιεργειών και η πρακτική άσκηση επ’ αυτών στο σχολικό κήπο ήταν στοιχείο του διδακτικού προγράμματος και τακτική δραστηριότητα δασκάλου και μαθητών. Ο σχολικός κήπος ήταν, κυρίως στα επαρχιακά σχολεία, απαραίτητο συστατικό της σχολικής μονάδας. Χαρακτηριστική είναι η 32/29.7.1934 απόφαση της Κοινότητας Μακρυχωρίου, με την οποία εγκρίνει «όπως παραχωρηθεί εις το Δημοτικόν Σχολείον Μακρυχωρίου έκτασις κοινοτική περί τα 4 στρέμματα παρά το μηχανοστάσιον, ίνα χρησιμεύση ως σχολικός κήπος και ούτω καταστή δυνατή η διδασκαλία εις τους μαθητάς της στοιχειώδους γεωπονίας, απαραιτήτου ούσης, δεδομένου ότι κατά το πλείστον οι κάτοικοι ασχολούνται εις την γεωργίαν».

Γίνονταν επίσης περίπατοι τακτικοί στη γύρω περιοχή και, κυρίως μετά το 1950, παιδαγωγικές εκδρομές με λεωφορείο και εκτός νομού.

Οι εκδηλώσεις αυτές ήταν άλλη μια σημαντική προσφορά των δασκάλων, άρεσαν, όπως ήταν φυσικό, πολύ στους μαθητές και έμεναν συνήθως ανεξίτηλες στη μνήμη τους.

 


 

Οι δάσκαλοι και οι μαθητές του Σχολείου περί το 1935

 


Γυμναστικές επιδείξεις των μαθητών στην πλατεία. Ασκήσεις με δοκούς. Δεκαετία του 1950

 


Αγώνας άλματος επί κοντώ σε γυμναστικές επιδείξεις στη δεκαετία του 1950

 

 

 


Τελετή λήξης μαθημάτων, «Εξετάσεις». Αναπαράσταση γεωργικών καλλιεργειών. Ιούνιος 1953. Δάσκαλος ο Νικόλαος Γκόγκος


Τα διδακτήρια. Τρία ήταν τα βασικά κτήρια-διδακτήρια στα οποία λειτούργησε το Δημοτικό σχολείο από την αρχή της λειτουργίας του μέχρι και σήμερα. Το πρώτο και παλαιότερο βρισκόταν στο κέντρο του χωριού, στην πλατεία, το δεύτερο λίγο νοτιότερα, στη συνοικία-πλατεία Μυλωνά, και το τρίτο, αυτό που λειτουργεί και σήμερα, μπροστά και ανατολικά από το Δημαρχείο.

Αρχικά το Δημοτικό σχολείο αρρένων στεγάστηκε σε ιδιόκτητο ενοικιαζόμενο κτήριο. Για πρώτη φορά το Δ.Σ. του Δήμου Νέσσωνος με τη 293/9.12.1894 απόφασή του ψηφίζει πίστωση 300 δρχ. «δι’ ανέγερσιν του δημοτικού Σχολείου Μακρυχωρίου». Η απόφαση αυτή δεν υλοποιήθηκε, το σχολείο συνεχίζει να λειτουργεί σε ενοικιαζόμενο κτήριο, όπως προκύπτει από τη 40/9.5.1899 απόφαση του Δ.Σ. Νέσσωνος, με την οποία απορρίπτει αίτηση πληρωμής 75 δρχ. για ενοίκιο «του διδακτηρίου αρρένων Μακρυχωρίου από 1.1.1898 μέχρι τέλους 5.1898, διότι δεν ελειτούργει ένεκεν της τουρκικής κατοχής».

Από το 1900 περίπου μέχρι και το τέλος του 1910 το σχολείο λειτουργεί στο πρώτο από τα τρία βασικά κτήρια που βρισκόταν στην πλατεία του χωριού. Ήταν ένα ισόγειο ορθογώνιο κτήριο, μεγάλο για την εποχή εκείνη, με εμβαδόν εκατό (100) περίπου τ.μ., το οποίο είχε δύο χώρους-δωμάτια στη νότια στενή πλευρά και άλλα δύο στη βόρεια και ανάμεσά τους μια μεγάλη αίθουσα. Το μέγεθός του, η αρχιτεκτονική του δομή και η παλαιότητά του δείχνουν πως ήταν μάλλον κτήριο δημόσιο και πως ήταν κτισμένο όχι από τους πρώτους Έλληνες κατοίκους του χωριού, αλλά ήταν παλαιό τούρκικο κτήριο κτισμένο τις τελευταίες δεκαετίες της τουρκοκρατίας. Προς την άποψη αυτή συνηγορεί και το περιεχόμενο απόφασης του Δ.Σ. του Δήμου Νέσσωνος στις 31.10.1910, με την οποία «διαθέτει πίστωσιν 250 δρχ. διά την επισκευήν του κτιρίου του δημοτικού Σχολείου Μακρυχωρίου…. δι’ ημερομισθίων… αδυνάτου ούσης της εκτελέσεως διά δημοπρασίας, επειγούσης δε άτε καταστάντος ετοιμορρόπου». Στο κτήριο αυτό από το 1912 και μέχρι το 1929 στεγάστηκε το Δημοτικό σχολείο θηλέων και για αρκετά χρόνια μετά το 1930 λειτούργησαν κάποιες τάξεις του ενιαίου πια Δημοτικού σχολείου.

Από το 1914 μέχρι και το 1958 τα δύο δωμάτια της νότιας πλευράς του κτηρίου χρησιμοποιήθηκαν ως Γραφεία της Κοινότητας Μακρυχωρίου. Το 1958 το κτήριο κατεδαφίστηκε και στη θέση του κτίστηκε νέο κτήριο, που λειτούργησε ως Κοινοτικό Κατάστημα μέχρι το 1992. Από τους τελευταίους μήνες του 2002 στο κτήριο αυτό στεγάζεται το Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών (Κ.Ε.Π.) του Δήμου Μακρυχωρίου.

Στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 1900 ολοκληρώνεται το νέο διδακτήριο του Δημοτικού. Ήταν το νεοκλασικό κτήριο στη συνοικία Μυλωνά, κτήριο δημόσιο που κτίστηκε με δαπάνες του κληροδοτήματος Συγγρού. Ο χρόνος ολοκλήρωσης της κατασκευής του νέου διδακτηρίου προκύπτει και από την προαναφερθείσα απόφαση του Δ.Σ. του Δήμου Νέσσωνος στις 31.10.1910 –το σχολικό έτος 1910-1911 λειτουργεί ακόμη το παλαιό διδακτήριο- και από το γεγονός ότι από το 1912 το παλαιό διδακτήριο διατέθηκε για τη λειτουργία του ιδρυθέντος το 1911 Δημοτικού σχολείου θηλέων. Στο διδακτήριο αυτό λειτούργησε το Δημοτικό μέχρι το 1950 περίπου –μέχρι το 1929 μόνο το σχολείο αρρένων.

Το 1934 το Δημόσιο αποφάσισε να εκποιήσει το διδακτήριο αυτό με πλειοδοτική δημοπρασία. Το Κοινοτικό Συμβούλιο Μακρυχωρίου, με την 50/29.11.1934 απόφασή του με θέμα «περί συμμετοχής της Κοινότητος εις την ενεργηθησομένην πλειοδοτικήν δημοπρασίαν εκποιήσεως του δημοτικού Σχολείου», «ομοφώνως απεδέχθη την πρότασιν του Προέδρου και εξουσιοδότησεν τούτον όπως μέχρι του ποσού των δρχ. 60.000 δόση προσφοράν εν τη δημοπρασία». Η δημοπρασία αυτή, αν τελικά έγινε, δεν έφερε αποτέλεσμα.

Το 1938 το διδακτήριο αυτό περιήλθε στην κυριότητα της κοινότητας Μακρυχωρίου με ανταλλαγή. Το Κ.Σ. Μακρυχωρίου με την 37/6.5.1938 απόφασή του «έχον υπ’ όψιν του τας 31 και 59 του έτους 1937 πράξεις του περί ανταλλαγής ακινήτου 100 στρεμμάτων περίπου καλλιεργησίμου κοινοτικής γης μετά της σχολικής εφορείας Μακρυχωρίου δια του μονοταξίου Σχολείου Μακρυχωρίου…. ομοφώνως εξουσιοδοτεί τον πρόεδρον αυτού Χαρ. Γεωργόπουλον να συντάξει το σχετικόν συμβόλαιον ανταλλαγής». Πρόκειται για το σχολικό χωράφι, το οποίο έκτοτε, και κυρίως μετά το 1950, διαχειρίζεται το Σχολείο.

Το 1952, όταν το κτήριο αυτό είχε πάψει να λειτουργεί ως σχολείο, το Κ.Σ. Μακρυχωρίου με απόφασή του την 1.8.1952 αποφάσισε ομόφωνα «την δωρεάν παραχώρησιν εις το Ελληνικόν Δημόσιον του αιτουμένου παλαιού σχολικού κτιρίου περιελθόντος εις την κυριότητα της κοινότητος δυνάμει του υπ’ αριθμ. 5932/24.9.38 συμβολαίου ανταλλαγής του Συμβολαιογράφου Λαρίσης Περ. Γαρδίκη…. προς ίδρυσιν Σταθμού Χωροφυλακής». Η απόφαση αυτή δεν υλοποιήθηκε.

Έκτοτε το κτήριο αυτό έμεινε εκτός λειτουργίας και εγκαταλείφθηκε ασυντήρητο στο έλεος του χρόνου και των καιρικών συνθηκών. Περί το 1980 το κτήριο κατεδαφίστηκε και στη θέση του υπάρχει η όμορφη μικρή τρίγωνη πλατεία. Έτσι χάθηκε, όπως και ο παλαιός ναός του Αγίου Νικολάου, και αυτό το μνημείο της ιστορίας του χωριού. Εκ των υστέρων βέβαια διαπιστώθηκε από όλους μας ότι η αναπαλαίωση του κτηρίου αυτού θα ήταν η καλύτερη λύση για λόγους και ιστορικούς και πρακτικούς.

Από το 1950 και μετά το σχολείο λειτούργησε στο κτήριο όπου και μέχρι σήμερα λειτουργεί. Πιο συγκεκριμένα στο κτήριο με τις τρεις αίθουσες στη δυτική πλευρά του προαυλίου του σημερινού σχολικού συγκροτήματος και ανατολικά του Δημαρχείου. Το διδακτήριο αυτό σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων, κτίστηκε λίγο πριν το 1940. Οι μαρτυρίες αυτές ενισχύονται και από την 53/7.8.1938 απόφαση του κοινοτικού Συμβουλίου, με την οποία «εγκρίνει ομοφώνως την καταβολήν εισφοράς της Κοινότητος εκ δρχ. 10.000 εις την σχολικήν εφορείαν Μακρυχωρίου…. προς αποπληρωμήν του εργολάβου του ανεγείραντος το διδακτήριον». Στη δεκαετία του 1940 δε λειτούργησε ως σχολείο λόγω των ανώμαλων συνθηκών (πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος). Στη διάρκεια δε του εμφυλίου χρησιμοποιήθηκε από το Στρατό, αλλά και έπαθε ζημιές στα πλαίσια της εμφύλιας διαμάχης. Μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου ολοκληρώθηκε ως διδακτήριο και στέγασε το Δημοτικό σχολείο. Το νεότερο κτήριο του Δημοτικού (άλλες τρεις αίθουσες) κτίστηκε λίγο πριν το 1980 ανατολικά του παλαιού και σε χώρο του σχολικού κήπου. Με πρωτοβουλία του Διευθυντή του σχολείου Ηλία Κωσταρίγκα συστήθηκε ερανική επιτροπή, η οποία συγκέντρωσε ένα χρηματικό ποσό από τους κατοίκους και ξεκίνησε την ανέγερση του κτηρίου. Σχεδόν αμέσως το κτήριο ολοκληρώθηκε με κρατικές δαπάνες. Οι έξι πια αίθουσες του Δημοτικού διευκόλυναν αμέσως μετά την ίδρυση και λειτουργία Γυμνασίου στο Μακρυχώρι.

Στη δεκαετία του 1960 κτίστηκε η οικοδομή στη βορειοδυτική γωνία του σχολικού οικοπέδου. Χτίστηκε, και χρησιμοποιήθηκε τα πρώτα χρόνια, ως κατοικία δασκάλων. Αργότερα διαμορφώθηκε εσωτερικά σε δύο σχολικές αίθουσες και χρησιμοποιήθηκε από τα σχολεία, Δημοτικό, Γυμνάσιο, και κυρίως στέγασε το Νηπιαγωγείο για είκοσι πέντε περίπου χρόνια και μέχρι το 2008.

Η μεγάλη αίθουσα γυμναστικής στη βόρεια πλευρά του σχολικού οικοπέδου στήθηκε και ολοκληρώθηκε το πρώτο μισό της δεκαετίας του 2000.

Εκτός από τα βασικά αυτά διδακτήρια χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς, ανάλογα με τον αριθμό των μαθητών και τις ανάγκες του σχολείου, και πάντως πριν από το 1950, και άλλοι χώροι ως σχολικές αίθουσες, όπως η εκκλησιά του χωριού ή το κτήριο ιδιοκτησίας Προκόπη Γιαννακόπουλου, το οποίο υπάρχει ακόμη μισοερειπωμένο δίπλα στην κεντρική πλατεία του χωριού.


Το διδακτήριο που λειτουργεί μετά το 1950

Β2. Νηπιαγωγείο

 

Νηπιαγωγείο στο Μακρυχώρι λειτούργησε για πρώτη φορά το σχολ. έτος 1968-69 με μορφή ιδιωτικού σχολείου. Με πρωτοβουλία κάποιων γονέων ανατέθηκε η προσχολική αγωγή των παιδιών τους στην συντοπίτισσα Φραγκίσκα Γ. Παπαχατζή, που πρόσφατα είχε πάρει το πτυχίο της νηπιαγωγού. Το σχολείο αυτό λειτούργησε ως ιδιωτικό και ανεπίσημο, δηλ. χωρίς να έχει αναγνωριστεί με σχετική άδεια από το Δημόσιο. Υπήρξε πάντως μια προφορική συνεννόηση γονέων με την αρμόδια Υπηρεσία. Στεγάστηκε σε ενοικιαζόμενο κτήριο, στο ισόγειο της οικίας του Αντωνίου Ν. Ρόμπα (πρώην ιδιοκτησία Κων. Σινάπαλου) και φοίτησαν σ’ αυτό πάνω από σαράντα (40) νήπια. Λειτούργησε για μικρό χρονικό διάστημα, σχεδόν για μία σχολική χρονιά.

Ωστόσο το σχολείο αυτό αποτέλεσε τη μαγιά, το έναυσμα και έγινε αφορμή για την ίδρυση Δημόσιου Νηπιαγωγείου στο Μακρυχώρι το 1970. Από το σχολ. έτος 1970-71 λειτουργεί το μονοθέσιο Δημόσιο Νηπιαγωγείο Μακρυχωρίου. Η πρώτη νηπιαγωγός που διορίστηκε από το Δημόσιο ήταν η Χρυσούλα Πλαγκανάρη, η οποία υπηρέτησε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, δύο-τριών μηνών. Αντικαταστάθηκε την ίδια σχολική χρονιά από τη νηπιαγωγό Ζωή Πατσίκα, η οποία υπηρέτησε μέχρι και το σχολ. έτος 1972-73. Το Νηπιαγωγείο στεγάζεται σε ενοικιαζόμενο ιδιόκτητο κτήριο, βορειοδυτικά και κοντά στο Δημοτικό, στη νεόδμητη οικία του Βασίλειου (Βάσου) Ιω. Γεωργόπουλου.

Το 1973 διορίζεται η νηπιαγωγός Ελευθερία Γ. Τζήκα, η οποία υπηρέτησε μέχρι το σχολ. έτος 1980-81. Το Νηπιαγωγείο στεγάζεται ακόμη σε ιδιόκτητο ενοικιαζόμενο κτήριο, αυτό το διάστημα στην ημιυπόγεια αίθουσα της οικίας του Αστερίου Βλάγκα, σήμερα Αθανασίου Βλάγκα, δίπλα στο Δημοτικό σχολείο.

Τα επόμενα δύο χρόνια (1981-82 και 1982-83) υπηρέτησε η νηπιαγωγός Μαρία Μπακόλα.

Το σχολ. έτος 1983-84 διορίστηκε στο Νηπιαγωγείο η Φραγκίσκα Γ. Παπαχατζή, η οποία υπηρέτησε συνεχώς επί είκοσι πέντε (25) περίπου έτη, μέχρι το 2007. Από την αρχή της θητείας της το Νηπιαγωγείο στεγάζεται σε δημόσιο πια οίκημα, στην οικοδομή στη βόρεια πλευρά του οικοπέδου του Δημοτικού σχολείου, που είχε κτιστεί και χρησιμοποιηθεί αρχικά ως σπίτι του δασκάλου. Το 1995 το Νηπιαγωγείο έγινε διθέσιο με τη Δ4/479/14.6.1995 Απόφαση του Υπουργείου Παιδείας και η Φραγκίσκα Παπαχατζή διατήρησε έκτοτε τη θέση της Προϊσταμένης του Σχολείου.

Τη Φραγκίσκα Παπαχατζή διαδέχθηκαν στη θέση της Προϊσταμένης του Νηπιαγωγείου οι νηπιαγωγοί Δήμητρα Γάλλου (2007-2008), Σταθούλα Πρίντζιου (2008-2009), Ασημίνα Σαμαρίνα (2009-2010), Ελισάβετ Αντωνίου (2010-2011) και η τωρινή Προϊσταμένη Ειρήνη Αντωνίου.

Από τον Ιανουάριο του 2010 το Νηπιαγωγείο στεγάζεται στο καινούριο, μεγάλο και σύγχρονο διδακτήριο, δίπλα στο γήπεδο ποδοσφαίρου. Το 2008-2009 μεταστεγάστηκε από το σπίτι του δασκάλου στο καινούριο κτήριο του Παιδικού Σταθμού, μέχρι να στεγαστεί τελικά στο καινούριο κτήριό του.

 

Β3. Γυμνάσιο

 

Το Γυμνάσιο Μακρυχωρίου λειτούργησε για πρώτη φορά το σχολ. έτος 1980-81 ως Παράρτημα του 2ου Γυμνασίου Λάρισας με υπεύθυνο εκπαιδευτικό το Δημήτριο Αστ. Σαΐτη. Ως αυτοτελές Γυμνάσιο ιδρύθηκε το 1981 και λειτούργησε για πρώτη φορά το σχολ. έτος 1981-82. Στις 19.8.1981 ανέλαβε υπηρεσία ο πρώτος Δ/ντής του Γυμνασίου Αγγελάκης Μαρινέλης. Στεγάστηκε και λειτούργησε στις έξι αίθουσες του Δημοτικού σχολείου σε καθημερινή απογευματινή βάρδια μέχρι το τέλος του έτους 1992. Από το 1993 στεγάζεται στο νεόδμητο διδακτήριο του Γυμνασίου και λειτουργεί σε πρωινό ωράριο. Η τελετή των εγκαινίων έγινε στις 30.10.1992.

Το διδακτήριο αυτό κατασκευάστηκε με κρατικές κυρίως δαπάνες σε κοινοτικό οικόπεδο. Στις δαπάνες συμμετείχε και η Κοινότητα Μακρυχωρίου, η οποία, για να επισπεύσει την κατασκευή του, υπόγραψε σχετική σύμβαση με τη Νομαρχία Λάρισας αναλαμβάνοντας οικονομική συμμετοχή δέκα εκατομμυρίων δραχμών.

Από το σχολικό έτος 1992-93 λειτουργούν προσαρτημένες στο Γυμνάσιο και Λυκειακές Τάξεις. Το 1992-93 λειτούργησε η Α’, το 1993-94 η Β’ και το 1994-95 η Γ’ τάξη Λυκείου.

Στο Γυμνάσιο και τις Λυκειακές τάξεις Μακρυχωρίου φοίτησαν αρχικά οι μαθητές του Μακρυχωρίου, της Γυρτώνης, του Ευαγγελισμού και του Παραποτάμου. Το σχολικό έτος 2000-2001 φοίτησαν και μερικοί μαθητές από την Ελάτεια, ο αριθμός των οποίων αυξήθηκε από το επόμενο έτος, όταν ο Δήμος Μακρυχωρίου προμηθεύτηκε μαθητικό λεωφορείο για τη μεταφορά των μαθητών από όλους τους οικισμούς του.

Οι εκπαιδευτικοί που υπηρέτησαν ως Δ/ντές στο Γυμνάσιο ήταν κατά σειρά οι: Αγγελάκης Μαρινέλης από 19.8.1981, Βασίλειος Καραδούκας από 2.9.1985, Κωνσταντίνος Παπακώστας από 1.9.1986, Θωμάς Τσέτσιλας από 1.9.1992, Χρήστος Σαΐτης από 8.2.1995, Δημήτριος Γκούθας από 5.10.2010 και η τωρινή Διευθύντρια Αικατερίνη Καμπούρη, που ανέλαβε υπηρεσία στις 17.8.2011.

 

 

Β4. Παιδικός Σταθμός

 

Ο Παιδικός Σταθμός ιδρύθηκε το 1986 ως Κρατικός Παιδικός Σταθμός Μακρυχωρίου, με το Π.Δ. 160/16.4.1986 (ΦΕΚ 61/8.5.1986).

Η Κοινότητα με τη 17/10.3.1987 απόφαση του Κ.Σ. παραχώρησε στο Δημόσιο για διαρκή χρήση τον κάτω όροφο του νεόδμητου κοινοτικού καταστήματος, του τωρινού Δημαρχείου. Με δαπάνη του Δημοσίου ο όροφος αυτός ολοκληρώθηκε οικοδομικά, διαμορφώθηκε και εξοπλίστηκε, ώστε να λειτουργήσει ως παιδικός σταθμός. Ωστόσο ο Σταθμός επί πολλά χρόνια δε λειτουργούσε. Οριζόταν αρμοδίως Διοίκηση, από το Κοινοτικό Συμβούλιο και τη Δ/νση Πρόνοιας της Νομαρχίας, υπήρχε διορισμένη εκπαιδευτικός, που υπηρετούσε όμως με απόσπαση σε άλλον Παιδικό Σταθμό, αλλά δεν υπήρχε βοηθητικό-τεχνικό προσωπικό(καθαρίστρια και μαγείρισσα). Με σχετικό Νόμο είχαν απαγορευτεί επί πολλά χρόνια οι προσλήψεις υπαλλήλων στο Δημόσιο εκτός από εκπαιδευτικούς.

Ο Παιδικός Σταθμός άρχισε να λειτουργεί από το έτος 1997, αφού μετά το 1995 επιτράπηκαν οι προσλήψεις βοηθητικού προσωπικού. Αργότερα, το 2000, η Πολιτεία αποφάσισε να περιέλθουν οι Παιδικοί Σταθμοί στους Δήμους ή, αν τα Δημοτικά Συμβούλια αποφασίσουν αρνητικά, να σταματήσουν να λειτουργούν. Έτσι το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε να «πάρει» τον Κρατικό Παιδικό Σταθμό και να τον λειτουργήσει ως Δημοτικό Παιδικό Σταθμό Μακρυχωρίου. Με τη μορφή αυτή λειτουργεί μέχρι τώρα (2012). Από το 2006 ο Σταθμός λειτουργεί στο καινούριο κτήριο, στον κεντρικό δρόμο νότια του διδακτηρίου του Γυμνασίου.

Από την έναρξη της λειτουργίας του Παιδικού Σταθμού, στις αρχές του 1997, και μέχρι το Μάιο του 1998 τη θέση της Προϊσταμένης είχε η Βασιλική Σιδέρη. Τη διαδέχτηκε η Κρυσταλία Μήτσιου μέχρι το Σεπτέμβριο του 2000 και έκτοτε τη θέση αυτή κατέχει η Παναγιώτα Παπαγιώτα.

 

Γ. ΙΑΤΡΟΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ - ΓΙΑΤΡΟΙ

 

Και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των κατοίκων ανήκε, όπως η λειτουργία του σχολείου, στις υποχρεώσεις της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, και επί Δήμου Νέσσωνος (1883-1914) και επί Κοινότητας Μακρυχωρίου, από το 1914 μέχρι το 1955 περίπου. Οι γιατροί προσλαμβάνονταν και απολύονταν από το Δήμο ή την Κοινότητα και πληρώνονταν από το Ταμείο τους ή και από τους κατοίκους. Οι γιατροί είχαν την υποχρέωση να δέχονται βέβαια τους ασθενείς στο «ιατρείο» τους, δηλαδή σε ένα χώρο του σπιτιού τους, αλλά και να τους επισκέπτονται, όταν ήταν αναγκαίο, στα σπίτια τους, να τους εξετάζουν, να τους συστήνουν την κατάλληλη αγωγή και να τους χορηγούν δωρεάν και τα απαραίτητα, τα στοιχειώδη, φάρμακα. Στην απόφαση διορισμού του γιατρού αναγραφόταν αν η υποχρέωσή του γιατρού για «πλήρη» περίθαλψη αφορούσε όλους τους κατοίκους ή μόνο τους οικονομικά αδύναμους, των οποίων ο αριθμός και το όνομα κατά οικογένεια αναγράφονταν στη σχετική απόφαση.

Στο αρχείο του Δήμου Νέσσωνος υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με την παρουσία γιατρών και με το διορισμό τους στην περιοχή του Δήμου και ειδικότερα στο Μακρυχώρι.

Στις αρχές του 1895, μετά από επιδημία διφθερίτιδας που, ως φαίνεται, είχε παρουσιαστεί σε περιοχές της Επαρχίας Λάρισας, υποβλήθηκε στο Δήμο αίτηση «περί χορηγήσεως πιστώσεως δρχ. 200 ……. δι’ αμοιβήν και οδοιπορικά έξοδα του ιατρού Γ. Γρυπάρη επισκεψαμένου τους εκ της νόσου διφθερίτιδος πάσχοντας». Το Δ.Σ. με την 298/16.2.1895 απόφασή του «απορρίπτει ομοφώνως την ζητουμένην πίστωσιν, καθόσον ούτε νόσος διφθερίτις ανεφάνη εν τω δήμω μας, ούτε ο ειρημένος ιατρός περιήλθεν τον δήμον μας, καθ’ όσον εν αυτώ επικρατεί άκρα υγεία, υπάρχουσιν δε και δυο επιστήμονες ιατροί μεμορφωμένοι και δυνάμενοι να προλάβωσιν την διάδοσιν της νόσου ταύτης, άλλως τε ο Δήμος μας δεν υποχρεούται εις την όλως άσκοπον και μάταιαν ταύτην δαπάνην προκειμένου να εξυπηρετηθώσιν άτομα και ουχί να βελτιωθή η υγεία των κατοίκων του Δήμου μας». Και το 1904 το Δ.Σ. με την 583/17.9.1904 απόφασή του εγκρίνει πίστωση 650 δρχ. «προς αγοράν 500 σωληναρίων δαμαλίτιδος προς αναδαμαλισμόν των κατοίκων του Δήμου και αποζημίωσιν των εμβολιαστών».

Ειδικά για το Μακρυχώρι το Δ.Σ. Νέσσωνος στις 15.7.1907 «εγκρίνει αίτησιν της ολομελείας των κατοίκων της Κοινότητος Μακρυχωρίου περί διαθέσεως δρχ. 2.400, εκ βοσκών του λιβαδίου Ραχμάν προερχομένων, δι’ αντιμισθίαν του κοινοτικού ιατρού Θεοδ. Σταυροπούλου από 15ης Αυγούστου 1907 μέχρι 15ης Αυγούστου 1908, όπως επισκέπτεται δωρεάν και χορηγεί φάρμακα δωρεάν εις άπαντα τα μέλη της Κοινότητος».

Πριν από το Σταυρόπουλο γιατροί στο Μακρυχώρι ήταν ο Αθανάσιος Ιωαννίδης και ο Παύλος Πατσούκας, που διέμενε μαζί με το δάσκαλο Μιχαήλ Μίσιο στο οίκημα της εκκλησίας στην πλατεία του χωριού, όπως προκύπτει από απόφαση του Δ.Σ. που προαναφέραμε. (βλέπε σελ. 77)

Και στις 26.2.1910 το Δ.Σ. «εγκρίνει όπως διατεθή η διά της αιτήσεως των κατοίκων της Κοινότητος Μακρυχωρίου ζητουμένη πίστωσις των δρχ. 2.000, εκ βοσκών προερχομένων, προς πληρωμήν εις τον ιατρόν Κίμωνα Αστερίου Ζάζαν δι’ αμοιβήν των επισκέψεων ας θέλει παρέχη δωρεάν εις τους κατοίκους Μακρυχωρίου επί εν έτος».

Προς το τέλος του 1910 προσλαμβάνεται και υπηρετεί για λίγους μήνες ο γιατρός Φίλιππος Μακρής και το φθινόπωρο του 1911 επαναπροσλαμβάνεται ο Παύλος Πατσούκας, ο οποίος υπηρετεί μέχρι και το 1914. Στις αρχές του 1915 προσλαμβάνεται πάλι ο Θεόδωρος Σταυρόπουλος, ο οποίος υπηρετεί αυτή τη φορά μέχρι και το 1923, εκτός από μια σύντομη ενδιάμεση θητεία του γιατρού Νικολάου Οικονόμου. Το Κοινοτικό Συμβούλιο Μακρυχωρίου στις 22.4.1915 «εγκρίνει ίνα προσαυξηθεί η αντιμισθία του ενταύθα κοινοτικού ιατρού Θεοδώρου Σταυροπούλου εκ δρχ. 150 εις δραχμάς διακοσίας (200) μηνιαίως από 1.1.1915 μέχρι 31.12.1915, υπό τον όρον της υποχρεωτικής μεταβάσεως αυτού εκάστην ημέραν Δευτέραν της εβδομάδος εις το χωρίον Μπάκραινα, προς επίκεψιν και των τυχόν αυτόθι ασθενών».

Μετά την παραίτηση Σταυρόπουλου το Κ.Σ. στις 10.2.1924 «διορίζει από 1.2.24 ως έμμισθον ιατρόν της Κοινότητος τον κ. Σωτήριον Νικολάου Θώδην, κάτοικον Καλαμπάκας, εις αντικατάστασιν του αυτογνωμόνως εγκαταλιπόντος την θέσιν του ιατρού Θεοδ. Σταυροπούλου». Στη συνέχεια επισημαίνει ότι υπάρχει «άμεσος ανάγκη όπως πληρωθή η θέσις…… τούτο μεν λόγω της νοσηρότητος του τόπου μας (αρκεί να σημειωθή ότι κατά την τελευταίαν τριμηνίαν του έτους 1923 απεβίωσαν ενταύθα εκ διαφόρων νόσων υπέρ τα πεντήκοντα άτομα) τούτο δε ίνα παρασχεθή η δωρεάν παροχή της ιατρικής περιθάλψεως τόσον εις τους απόρους της κοινότητος, οίτινες αποτελούν τα τρία τέταρτα του πληθυσμού, όσον και εις τους εδώ καταφυγόντας πρόσφυγας ομογενείς εκ Μικράς Ασίας».

Ο Θώδης υπηρέτησε μέχρι την άνοιξη του 1927. Τον αντικατέστησε ο Χρ. Καράτζος, που υπηρέτησε μέχρι το καλοκαίρι του 1928. Το φθινόπωρο του 1928 διορίζεται ο γιατρός Γεώργιος Χρ. Φλυτζάνης για μερικούς μήνες. Το Μάιο του 1929 διορίζεται ο Φώτιος Καλογιάννης για ένα χρόνο περίπου. Ωστόσο το Νοέμβριο του 1929 γιατρός είναι ο Βασίλειος Τζούκας. Τότε υπάρχει και «Κοινοτικόν Υγειονομικόν Συμβούλιον» με πρόεδρο το γιατρό Βασ. Τζούκα και μέλη τους Επαμ. Γιαννακόπουλο, Γεώρ. Θ. Μπούτο, Χρίστο Ρίζο και Ιωάννη Τσέτσιλα. Από το καλοκαίρι του 1930 προσλαμβάνεται ο Θεοφάνης Καρώνης, ο οποίος υπηρετεί μέχρι το τέλος του 1933. Τον Απρίλιο του 1934 και για μερικούς μήνες γιατρός στο Μακρυχώρι είναι ο Σωτήριος Ζησόπουλος. Το Νοέμβριο του 1934, μετά την παραίτηση του Ζησόπουλου, διορίζεται ο Πρίαμος Ρούφος, που υπηρετεί μέχρι το 1938.

Στις 3 Απριλίου του 1939 διορίζεται ο γιατρός Δημήτριος Μπράχος, που καταγόταν από τα Αμπελάκια. Ο Μπράχος υπηρέτησε στο Μακρυχώρι από το 1939 μέχρι και το 1968. Τα πρώτα 15 χρόνια υπηρετεί ως κοινοτικός γιατρός. Αμείβεται, σύμφωνα με τις αποφάσεις του διορισμού του, από την Κοινότητα ή από τους κατοίκους. Οπωσδήποτε αναλάμβανε την υποχρέωση να «βλέπει» δωρεάν ορισμένες οικονομικά αδύναμες οικογένειες. Όσοι δημότες πλήρωναν το γιατρό τον πλήρωναν μια φορά το χρόνο και σχεδόν όλοι σε είδος με ειδική συμφωνία, που λεγόταν κοντότα[10]. Όταν π.χ. αλώνιζαν το καλοκαίρι και μάζευαν το σιτάρι, οι συμβεβλημένοι με το γιατρό του έδιναν μια ποσότητα σιταριού ανάλογα με τα μέλη της οικογένειας που είχαν.

Από το 1955 περίπου, που ιδρύονται από την Πολιτεία τα Αγροτικά Ιατρεία, μέχρι το τέλος της θητείας του ο Μπράχος υπηρετεί στο Μακρυχώρι ως δημόσιος αγροτικός γιατρός.

Ο γιατρός Δημήτριος Μπράχος στην τριαντάχρονη θητεία του στο Μακρυχώρι διέμενε οικογενειακώς στο Μακρυχώρι μέχρι το θάνατό του (1969), ενσωματώθηκε στην κοινότητα των Μακρυχωριτών, έγινε δημότης Μακρυχωρίου και, λόγω της πολύχρονης θητείας του, της επιστημονικής του κατάρτισης και της ιατρικής αντίληψης και πρακτικής που τον χαρακτήριζαν, άφησε, πιστεύω σε όλους τους Μακρυχωρίτες που τον γνώρισαν, πολύ θετική εντύπωση.


Ο γιατρός Δημήτριος Μπράχος

 

Το Αγροτικό Ιατρείο Μακρυχωρίου στεγαζόταν για πολλά χρόνια σε μισθωμένα ιδιωτικά οικήματα. Πάντως η Κοινότητα Μακρυχωρίου ήδη από το 1958 αποφάσισε τη δωρεάν παραχώρηση οικοπέδου για ανέγερση ιατρείου. Ωστόσο μόλις λίγο πριν από το 1990 το ιατρείο στεγάστηκε σε χώρο του κοινοτικού καταστήματος, του σημερινού Δημαρχείου. Μόλις πρόσφατα, το 2011, το ιατρείο εγκαταστάθηκε, οριστικά πλέον, στη νεόδμητη οικοδομή, που κατασκευάστηκε για το σκοπό αυτό την τελευταία περίοδο της λειτουργίας του Δήμου Μακρυχωρίου.

Στο Αγροτικό Ιατρείο Μακρυχωρίου υπηρέτησαν κατά καιρούς, εκτός από το γιατρό, και αγροτική μαία και νοσηλευτικό προσωπικό. Μετά την αποχώρηση του Δημ. Μπράχου πολλοί γιατροί υπηρέτησαν στο Μακρυχώρι, τα ονόματα των οποίων δεν έκρινα απαραίτητο να βρω και να αναφέρω. Από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980, που λειτούργησαν τα Κέντρα Υγείας, το Μακρυχώρι «καλύπτεται» υγειονομικά και από το Κέντρο Υγείας Γόννων.

Παράλληλα βέβαια με τους επιστήμονες γιατρούς και την επίσημη ιατρική υπήρχε, κυρίως μέχρι και τη δεκαετία του 1950, όπως παντού στην Ελλάδα, και στο Μακρυχώρι η εμπειρική ιατρική και οι εμπειροτέχνες γιατροί, οι λεγόμενοι πρακτικοί.

Ποικίλες πρακτικές φαρμακευτικές συνταγές ήταν σε ευρεία και συνήθως αποτελεσματική χρήση και μάλιστα πολλές φορές και με τη συγκατάθεση του επιστήμονα γιατρού. Ο ζωμός από βρασμένα φύλλα, λουλούδια, φλούδες, ρίζες και καρπούς φυτών· η εντριβή του σώματος με οινόπνευμα, τσίπουρο ή πετρέλαιο, το πόντσι[11], το γιακύ[12], οι βεντούζες με ποτήρια στην πλάτη, κοφτές ή «κούφιες»· οι αλοιφές με τοματοπελτέ ή με ψημένο κρεμμύδι και ξύσμα σαπουνιού ή λάδι· η τοποθέτηση στο μέρος της κοιλιάς ζεσταμένης κεραμίδας· η απορρόφηση (αφαίμαξη) με βδέλλες του «σκοτωμένου» αίματος από πάσχοντα μέρη του σώματος· αυτά και άλλα τέτοια αποτελούσαν την πρακτική ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.

Αλλά και πρακτικοί χειρούργοι υπήρχαν, κυρίως στη μαιευτική και στην ορθοπαιδική. Οι γυναίκες του χωριού μέχρι και το 1960 περίπου γεννούσαν στο σπίτι τους με τη βοήθεια πρακτικής μαμμής. Οι βασικές μαμμές ήταν, τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, η Σταθάκαινα, σύζυγος Ευσταθίου Νίτσικα, και αργότερα η κυρά Γιώτα, το γένος Σουμπενιώτη, σύζυγος Αθανασίου Δημητρίου, και η Φραγκίτσα, σύζυγος Νικολάου Δαρδακούλη, η Δαρδακούλαινα. Και όσοι μέχρι την ίδια περίοδο πάθαιναν κάταγμα στα χέρια ή στα πόδια κατέφευγαν στον πρακτικό ορθοπαιδικό, στο Νικόλαο (Κολιό) Δημ. Ζιώγα, παλιότερα, ή στο Μιλτιάδη (Μέλτο) Λιούπα και Θωμά Ν. Ζιώγα, αργότερα. Και για θεωρούμενα ελαφρότερα ορθοπαιδικά περιστατικά, όπως στραμπούληγμα (διάστρεμμα), μεσόκομμα κ.ά. κατέφευγαν στον πρακτικό μέχρι και τις τελευταίες δεκαετίες. Ο Δημήτριος Σακαβίτσης είχε στήσει το «ιατρείο» του, για τέτοια αλλά και σοβαρότερα περιστατικά, εκτός από το σπίτι του και στα καφενεία του χωριού.

Εκτός από αυτούς υπήρχαν, μέχρι και τη δεκαετία του 1950, και χειρούργοι οδοντίατροι. Ο Ιωάννης Αχ. Μυλωνάς, ο επονομαζόμενος και Καρνάβας, έβγαζε, χωρίς βέβαια κανενός είδους νάρκωση, τα χαλασμένα δόντια των χωριανών με ειδική τανάλια (οδοντάγρα). Την «τέχνη» αυτή την είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του Αχιλλέα Μυλωνά, ο οποίος την ασκούσε από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.

Αλλά και άλλες πρακτικές, μαγικού κυρίως χαρακτήρα, όπως το σαράντισμα ή ξεμάτιασμα κατά της βασκανίας και το μέτρημα με τις πιθαμές σε περίπτωση μυοσκελετικών παθήσεων ήταν πολύ συνηθισμένες, χωρίς ωστόσο να έχουν εκλείψει ακόμη εντελώς.

Σημειώνω τέλος και την περίπτωση της Ευαγγελίας Δικέλη, της Δικέλαινας ή Βαγγελιώς, που είχε μάθει από το σύζυγό της Δικέλη ένα ενέσιμο παρασκεύασμα για το δάγκωμα της οχιάς. Το φάρμακο αυτό το χρησιμοποίησε πολλές φορές αποτελεσματικά.

 

 

Δ. ΥΔΡΕΥΣΗ

 

Η ανεπάρκεια νερού στον οικισμό Μακρυχωρίου ήταν ανέκαθεν σοβαρό πρόβλημα για τους κατοίκους του. Το πρόβλημα αυτό έγινε εμφανέστερο και εντονότερο περί το 1910, όταν ο πληθυσμός του είχε υπερδιπλασιαστεί τα τελευταία είκοσι χρόνια και είχε ξεπεράσει τους χίλιους κατοίκους. Ο ορεινός όγκος της Καρακόπετρας (το Έρημον όρος) παρείχε ελάχιστη ποσότητα νερού και μόνο τους χειμερινούς μήνες. Στα χαμηλά της λεκάνης του Μακρυχωρίου υπήρχε ροή αρκετού νερού, αλλά ήταν πολύ δύσκολη έως αδύνατη η μεταφορά της απαραίτητης ποσότητας στον οικισμό. Έτσι η ύδρευση των κατοίκων και των οικόσιτων ζώων ήταν ανεπαρκής και η δυνατότητα βελτίωσης της ποιότητας της ζωής τους και ανάπτυξης του οικισμού πολύ περιορισμένη.

Ας παρακολουθήσουμε στη συνέχεια, κατά το δυνατόν συνοπτικά, την εξέλιξη του θέματος αυτού.

Βασική πηγή ύδρευσης του Μακρυχωρίου, και επί τουρκοκρατίας και μετά την ένταξη της περιοχής στην Ελλάδα, ήταν το νερό μιας πηγής- βρύσης που βρισκόταν χίλια μέτρα περίπου ανατολικά του οικισμού, τριάντα περίπου μέτρα βόρεια του τωρινού καταστήματος Αντλιοστάσιο και κοντά στο τωρινό επίχωμα της σιδηροδρομικής γραμμής. Η πηγή αυτή είχε εντοιχιστεί σε πέτρινη κατασκευή και το νερό της είχε διοχετευθεί σε πέντε στόμια (κανάλια), που έβγαιναν στην πρόσοψη του τοίχου και έχυναν το νερό σε ορθογώνια υποδοχή (λεκάνη, κοπάνα), που είχε κατά τμήματα μαρμάρινη και πέτρινη επένδυση. Ο εντοιχισμός της πηγής αυτής είχε γίνει προφανώς κατά την τουρκοκρατία, καθώς στην πρόσοψη του τοίχου υπήρχε ενσωματωμένη πλάκα με τούρκικη επιγραφή. Η πλάκα αυτή αφαιρέθηκε περί το 1980, άγνωστο από ποιούς και γιατί, όταν ακόμα λειτουργούσε η πηγή. Το νερό αυτό ερχόταν από νοτιοανατολική κατεύθυνση, από την περιοχή Βερνέρ ή την περιοχή Αρμάνια. Μάλιστα λίγο μετά το 1990, στα πλαίσια κατασκευής του επιχώματος του Ο.Σ.Ε., είχε αποκαλυφθεί στο μέρος της γέφυρας της σιδηροδρομικής γραμμής, τμήμα του αγωγού του νερού αυτού, κεραμικής κατασκευής, που ερχόταν από την κατεύθυνση αυτή.

 


Η Βρύση του χωριού. (φωτογραφία και σχόλια Γιάννη Κ. Παλάτου).

Στο βάθος διακρίνεται η οικοδομή του αντλιοστασίου.

 

 


Η πρώτη δεξαμενή του νερού που από το 1976 δε λειτουργεί.

Αυτή ήταν η Βρύση του Μακρυχωρίου ή, λόγω των πέντε καναλιών, οι βρύσες του Μακρυχωρίου, όπως αναφέρουν κάποιοι περιηγητές της περιοχής στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας. Με το νερό της βρύσης αυτής μεγάλωσαν γενιές Μακρυχωριτών, αποκλειστικά και μόνο μ’ αυτό μέχρι το 1930 περίπου και εκ περιτροπής μέχρι και τη δεκαετία του 1970. Αυτό το νερό έπιναν, μ’ αυτό μαγείρευαν και μ’ αυτό έπλεναν το σώμα τους και, αν έφτανε, και τα ρούχα τους.

Η μεταφορά του νερού ήταν δύσκολη, κοπιαστική και απαιτούσε πολύ χρόνο. Άντρες και γυναίκες, αγόρια και κορίτσια, ανεβοκατέβαιναν όλη μέρα και κάθε μέρα κουβαλώντας το νερό με διάφορα δοχεία, ξύλινα βαρέλια, μεταλλικά δοχεία, στάμνες κ.ά., φορτωμένα σε σαμαρωμένα ζώα ή σε κάρα. Έτσι η Βρύση αυτή είχε γίνει και κέντρο κοινωνικών επαφών των κατοίκων. Συχνά εκεί υπήρχε συνωστισμός, ανθρώπων, ζώων και δοχείων, και δημιουργούνταν φραστικοί διαπληκτισμοί μεταξύ των κατοίκων, έσπαζαν στάμνες και άλλα δοχεία. Πολλές φορές εκεί οι άνδρες συζητούσαν τα εργασιακά και οικονομικά τους προβλήματα, εκεί οι κοπέλες και τα αγόρια αντάλλασσαν τα βλέμματά τους αλληλοκρυφοκοιτάζοντας, εκεί άρχιζαν τα προξενιά, εκεί το κουτσομπολιό «έδινε και έπαιρνε». Από τέτοια περιστατικά εμπνεύστηκε η λαϊκή μούσα στίχους, όπως «μη μαλώνεις, καλέ μάνα, πού ’σπασα καινούρια στάμνα» ή «η βαρέλα ήταν βαριά, μου τη ρίξαν τα παιδιά» κ.ά.· και σε τέτοιες πηγές και βρύσες, μόλις νύχτωνε, έβγαιναν, λέει, και λούζονταν οι νεράιδες.

Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990, όταν κατασκευαζόταν η σιδηροδρομική γραμμή, η Βρύση γκρεμίστηκε και επιχωματώθηκε, αφού προ δεκαετίας περίπου είχε πάψει να βγάζει νερό και να λειτουργεί. Ασφαλώς μια προσπάθεια αποκάλυψης και αναστήλωσης της Βρύσης δε θα ήταν καθόλου άσκοπη, έστω και τώρα.

Εκτός από τη βασική αυτή πηγή ύδρευσης οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν συμπληρωματικά και άλλες «πηγές», άλλους τρόπους να προμηθεύονται νερό για άλλες χρήσεις, όπως το πλύσιμο των ρούχων, το πότισμα των ζώων ή και των φυτών που τυχόν υπήρχαν στην αυλή τους.

Στην περιοχή της Βρύσης κατέληγαν και άλλα υπόγεια νερά, άλλες «φλέβες» νερού, που στο μέρος εκείνο η στάθμη τους έφτανε σχεδόν στην επιφάνεια, κυρίως στη συμβολή δύο χειμάρρων που «κατεβαίνουν» από την Καρακόπετρα και καταλήγουν εκεί. Ποσότητες από τα νερά αυτά διοχετεύονταν σε κατασκευασμένες στενόμακρες ποτίστρες ζώων, τις λεγόμενες κοπάνες. Τα νερά που περίσσευαν και υπερχείλιζαν από τη Βρύση του χωριού και από τις κοπάνες κατέληγαν στο χείμαρρο Καλάμτσια, αφού προηγουμένως στην πορεία τους πότιζαν τους λαχανόκηπους της περιοχής, η οποία ονομαζόταν για το λόγο αυτό μπαχτσέδες ή μπαχτσέδια.

Εξάλλου τους χειμερινούς μήνες χρησιμοποιούσαν και μάζευαν σε μεγάλα πήλινα ή ξύλινα δοχεία το νερό που «κατέβαζαν» οι χείμαρροι (ρέματα) της Καρακόπετρας ή «κρατούσαν» σε μικρές φυσικές λακκούβες (μπάρες).

Ειδικά για το πότισμα των ζώων, των μεμονωμένων και των κοπαδιών, έφκιαναν ομβροδεξαμενές (μπάρες), και μέσα στον οικισμό και περιφερειακά του οικισμού, όπου συγκεντρώνονταν τα νερά των βροχών. Τέτοιες μπάρες με βρόχινο νερό ήταν, μέχρι το 1940 περίπου, το ανατολικό μέρος της κεντρικής πλατείας του χωριού και, για κάποια ακόμα χρόνια αργότερα, ο χώρος του τωρινού Δημαρχείου.

Επίσης έξω από τον οικισμό, στα χαμηλά της λεκάνης του Μακρυχωρίου, υπήρχαν και μερικά πηγάδια, το νερό των οποίων χρησιμοποιούσαν οι γεωργοί, όταν πήγαιναν στα χωράφια τους, για να πίνουν αυτοί και τα ζώα τους ή και για να μεταφέρουν ενδεχομένως κάποιες ποσότητες επιστρέφοντας στο σπίτι τους. Μέχρι τη δεκαετία του 1950 σώζονταν, χωρίς όμως να λειτουργούν, το πηγάδι στο μεριά της Παναγίας, λίγο προτού ο δρόμος προς τις Αλπότρυπες συναντήσει την Καλάμτσια, το πηγάδι στη θέση Γκιντίκι, στο δρόμο προς το Παλιοκλήσι, και του Λάμπρου το πηγάδι, προς την τοποθεσία Μαυρόια, που λειτουργούσε και μετά το 1950.

Υπήρχε και μία βρύση, έξω από τον οικισμό, κοντά στον παλαιό σιδηροδρομικό σταθμό Μακρυχωρίου, στο δρόμο προς την τοποθεσία Αρμάνια, η οποία είχε την οξύμωρη ονομασία Ξηρόβρυση. Η βρύση αυτή λειτουργούσε περίπου μέχρι το 1940.

Αλλά και στη θέση Χαβούζι, νοτιοδυτικά και στα όρια του οικισμού, υπήρχε βρύση, που έφερε, μέχρι και τη δεκαετία του 1940, λίγο νερό από την Καρακόπετρα, κυρίως τους χειμερινούς μήνες.

Τα «χοντρά ρούχα», σκεπάσματα, στρωσίδια κ.ά., τα έπλεναν, συνήθως μία φορά το χρόνο, στο ποτάμι, στην Καλάμτσια, στο νερόμυλο του Μαργκά, στο Κεφαλόβρυσο στην Αμφιθέα, σπανιότερα στις κοπάνες και στη Βρύση.

Από τα προηγούμενα στοιχεία προκύπτει ασφαλώς ότι η ύδρευση του Μακρυχωρίου ήταν δύσκολη, προβληματική. Η αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού ήταν διαχρονική φροντίδα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ο καθαρισμός της Βρύσης του χωριού και η εκβάθυνση και ο καθαρισμός των ομβροδεξαμενών και των πηγαδιών (φρεατίων) ήταν οι συχνές και στοιχειώδεις παρεμβάσεις. Ενδεικτικά αναφέρω ότι στις 14.3.1915 το Κ.Σ. «εγκρίνει πίστωσιν 200 δρχ. προς επισκευήν της κεντρικής κρήνης της Κοινότητος…… θεωρούν ότι επιτακτική ανάγκη υφίσταται, όπως γείνη γενική επισκευή της Κρήνης ταύτης, τοσούτο μάλλον καθόσον ο χρόνος επήνεγκε σημαντικάς φθοράς και εις το υδραγωγείον και πολλαχού εις τας μαρμαρίνας σκάφας αυτής, ων φθορών ένεκα υπεισέρχονται όμβρια και άλλα ακάθαρτα ύδατα εις το υδραγωγείον επί προφανεί κινδύνω της υγείας των κατοίκων»· το Μάρτιο του 1917 αποφασίζει τον καθαρισμό των ομβροδεξαμενών στις θέσεις «Χάνι Νταβέλη, Ραχμάνι, άνωθεν μεγάλης Βρύσης, εντεύθεν αυλαγά Γεωργοπούλου»· στις 13.8.1917 «εγκρίνει πίστωσιν 150 δρχ. δια κάθαρσιν μπάρας» (πλατείας) και στις 8.6.1922 αποφασίζει «την επισκευήν της Ξηρόβρυσης Μακρυχωρίου».

Η μόνιμη επίλυση του προβλήματος, με μεταφορά νερού μέσα στον οικισμό με φυσική ροή ή με μηχανική κίνηση, απασχολούσε το Κ.Σ. από την αρχή της λειτουργίας της Κοινότητας. Στις 16.8.1916 αποφασίστηκε και πραγματοποιήθηκε μετάβαση αντιπροσωπίας του Κ.Σ. στα Αμπελάκια και στο Νεζερό (Καλλιπεύκη), για να εξετάσει τη δυνατότητα μεταφοράς νερού από τα μέρη αυτά. Το 1925 εξετάστηκε η δυνατότητα -ζητήθηκε μάλιστα και η σύνταξη σχετικής μελέτης- μεταφοράς νερού με φυσική ροή από το Ραχμάνι «εις τον χαμηλότερον οικοδομηθησόμενον νέον συνοικισμόν», καθώς την προσπάθεια αυτή συνόδευε και πρόταση του Κ.Σ. για μετατόπιση ολόκληρου του οικισμού νοτιότερα.

Τελικά το Σεπτέμβριο του 1928 αποφασίστηκε και ανατέθηκε σε εργολάβο η κατασκευή του δικτύου ύδρευσης του Μακρυχωρίου. Το έργο αυτό προέβλεπε τη μεταφορά πόσιμου νερού από τα νερά που κατέληγαν στην περιοχή της Βρύσης μέσα στον οικισμό και περιλάμβανε δημιουργία δεξαμενής ή δεξαμενών (υδρομάστευση), κατασκευή οικοδομής αντλιοστασίου, μηχανικό εξοπλισμό του αντλιοστασίου, κατασκευή κεντρικού αγωγού μεταφοράς του νερού και δεξαμενής του νερού στο επάνω μέρος του χωριού και κατασκευή αγωγού μεταφοράς του νερού και δικτύου διανομής του μέσα στο χωριό.

Παραθέτω απόσπασμα της απόφασης ανάθεσης της εκτέλεσης του έργου. «Το Κοινοτικόν Συμβούλιον Μακρυχωρίου, συγκείμενον εκ του Προέδρου αυτού Ιωάννου Τσέτσιλα και των μελών Μιχ. Σαμολαδά, Αθαν. Κυρίτση, Χαρ. Γεωργοπούλου, Γεωργίου Θ. Μπούτου και Θωμά Ζησοπούλου, απάντων παρόντων πλην του Χαρ. Γεωργοπούλου, απόντος ένεκα ασθενείας, συνεδριάσαν εν τω κοινοτικώ αυτού Καταστήματι σήμερον την 15ην του μηνός Σεπτεμβρίου 1928 έτους, ημέραν Σάββατον….. ίνα συσκεφθή και αποφανθή περί αναθέσεως της εκτελέσεως του έργου υδρεύσεως της Κοινότητος ημών εις εργολάβον…. λαβόν υπόψει…… Αποφαίνεται παμψηφεί. Εγκρίνει την ανάληψιν της εκτελέσεως της υδρεύσεως Μακρυχωρίου επ’ ονόματι του μηχανικού-εργολάβου Δ΄ τάξεως Κωνσταντίνου Αργυροπούλου, συμφώνως προς την υπό των μηχανικών Σ. Πρωτοσυγκέλου και Θ. Σακελλαρίου εκπονηθείσαν μελέτην και υπό τους εξής προσθέτους όρους. Α΄….., Β΄ Η Κοινότης Μακρυχωρίου υποχρεούται να παράσχη ως εγγύησιν προς ασφάλισιν του εργολάβου, πλην των μετρητών και λοιπών τίτλων, των εν τω Ταμείω αυτής κατατεθειμένων, άπαντα τα μισθώματα των εκμισθωμένων λιβαδίων αυτής, ως και των εκμισθωθησομένων τοιούτων….., εν ανάγκη δε υποχρεούται ίνα εν καιρώ συνάψη ανάλογον δάνειον, είτε μετά του εργολάβου είτε μετά της Εθνικής Τραπέζης προς συμπλήρωσιν της δαπάνης της υδρεύσεως, επί νομίμω δε τόκω, Γ΄, Δ΄, Ε΄…

Εφ’ ω εγένετο η παρούσα πράξις, ήτις και υπογράφεται ως έπεται, δημοσιευθείσα παραχρήμα.

 

              Ο Πρόεδρος            Τα μέλη».

 

Το έργο αυτό, έργο πολύ μεγάλο για την Κοινότητα την εποχή εκείνη, κατασκευάστηκε σταδιακά και ολοκληρώθηκε μετά το 1930. Τότε λοιπόν κατασκευάστηκε, εκτός από το δίκτυο μεταφοράς του νερού, και η οικοδομή του αντλιοστασίου (μηχανοστάσιο), που υπάρχει ακόμα και, διασκευασμένη, λειτούργησε, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, με εκμίσθωση ως κατάστημα οικογενειακού κέντρου. Από το 2018, μετά από νέα διασκευή, λειτουργεί πλέον ως αίθουσα συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου. Κατασκευάστηκε επίσης και η δεξαμενή του νερού, που σώζεται ακόμη, χωρίς να λειτουργεί, στη δυτική πλευρά του χωριού στο δρόμο προς το νεκροταφείο. Η δαπάνη του έργου καλύφθηκε με τα ενοίκια των βοσκότοπων και με δάνεια που σύναψε η Κοινότητα. Η αποπληρωμή του έργου κράτησε δέκα χρόνια περίπου. Το Σεπτέμβριο του 1938 η Κοινότητα πληρώνει ακόμη χρέη ύδρευσης.

Η λύση που δόθηκε στο πρόβλημα της ύδρευσης ήταν ασφαλώς ριζική. Το νερό ήρθε μέσα στο χωριό και μεταφερόταν στα σπίτια με τα χέρια σε δοχεία από απόσταση το πολύ 100 μέτρων από τις βρύσες, που είχαν κατασκευαστεί σε 15 περίπου σημεία του οικισμού. Και οι κάτοικοι πίστευαν ότι θα είναι και οριστική και πλήρης.

 Ωστόσο από την αρχή της λειτουργίας του νέου δικτύου εμφανίστηκαν πάλι προβλήματα. Η εύκολη μεταφορά του νερού στο σπίτι έφερε περισσότερη κατανάλωση. Στις αυλές φυτεύονταν περισσότερα λουλούδια, κάπου-κάπου και κάποια δέντρα, στα οικόπεδα και στους αυλαγάδες καλλιεργούσαν οι κάτοικοι λαχανόκηπους (μπαχτσέδες). Έτσι το διαθέσιμο νερό της πηγής άντλησης δεν επαρκούσε, ώστε να τροφοδοτεί διαρκώς το δίκτυο, και η παροχή νερού στις βρύσες δεν ήταν διαρκής, αλλά γινόταν εκ περιτροπής, συνήθως κάποιες ώρες το πρωί και κάποιες αργά το απόγευμα. Ενδεικτική είναι απόφαση του Κ.Σ. το καλοκαίρι του 1938, με την οποία απαγορεύει το πότισμα των κήπων με αυλάκια και το επιτρέπει μόνο με τενεκέδες και κουβάδες.

Η ώρα παροχής του νερού, «όταν ερχόταν το νερό στις βρύσες», ήταν σημαντικό γεγονός. Τα μικρά παιδιά φώναζαν ρυθμικά στους δρόμους «ε χωριανοί – ήρθε το νερό – πάρτε χαμπέρι – κόκκινο πιπέρι» και γυναίκες και παιδιά συνωστίζονταν στη βρύση της γειτονιάς, για να πάρουν σειρά να γεμίσουν τα δοχεία τους, στάμνες, κουβάδες, τενεκέδες κ.ά. Ο συνωστισμός αυτός προκαλούσε πολλές φορές, όταν παραβιαζόταν η σειρά τους, μικροπαρεξηγήσεις και φραστικούς διαπληκτισμούς μεταξύ των γυναικών. Και η κατάσταση χειροτέρευε, όταν στη βρύση έρχονταν κάτοικοι να ποτίσουν και τα ζώα τους, άλογα, γαϊδούρια κ.ά., στην πέτρινη ή μαρμάρινη λεκάνη (κοπάνα), που υπήρχε μπροστά στη βρύση. Τότε ο συνωστισμός, ανθρώπων και ζώων, γινόταν μεγαλύτερος και πιο «επικίνδυνος».

Αλλά οι διακοπές του νερού δεν ήταν μόνο τακτικές· υπήρχαν και οι έκτακτες, όταν υπήρχε βλάβη στις μηχανές του αντλιοστασίου, στο δίκτυο ή στη δεξαμενή. Και οι διακοπές αυτές διαρκούσαν καμιά φορά περισσότερο, μπορεί και μερικές ημέρες. Τη δεκαετία μάλιστα του 1940 υπήρξαν, για διάφορους λόγους, και μακροχρόνιες διακοπές. Τότε άρχιζε πάλι το κουβάλημα του νερού από τη Βρύση. Άνθρωποι και ζώα, μετά το 1960 και αγροτικά μηχανήματα, ανεβοκατέβαιναν, για να μεταφέρουν με δοχεία νερό από τη Βρύση.

Η κατάσταση αυτή κράτησε μέχρι το 1976. Στο διάστημα αυτό έγιναν προσπάθειες να βελτιωθεί η κατάσταση, κυρίως για να αυξηθεί η ποσότητα του νερού, μερικές από τις οποίες ήταν αποτελεσματικές. Μετά τη δύσκολη δεκαετία του 1940, το 1953 το Κ.Σ. αποφάσισε να εξετάσει πάλι τη δυνατότητα μεταφοράς νερού από τα Αμπελάκια, προσπάθεια που δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Το 1958 η Κοινότητα κάνει επέκταση του εσωτερικού δικτύου ύδρευσης και δίνεται η δυνατότητα στους κατοίκους να βάλουν βρύση στην αυλή τους ή και μέσα στο σπίτι τους, εξέλιξη πολύ θετική. Οι βρύσες της γειτονιάς καταργήθηκαν. Το 1972 η λειτουργία του αντλιοστασίου αυτοματοποιείται. Έτσι οι βλάβες των μηχανημάτων περιορίστηκαν. Ωστόσο η ποσότητα του παρεχόμενου νερού γινόταν όλο και πιο ανεπαρκής και η υγιεινότητά του επισφαλής, καθώς η στάθμη των πηγών άντλησης βρισκόταν πολύ ψηλά και υπήρχε κίνδυνος από επιβλαβείς εξωτερικές επιδράσεις.

Και το κακό έγινε το καλοκαίρι του 1976. Μετά από μία δυνατή μπόρα βροχής οι πηγές άντλησης δέχτηκαν επιφανειακά νερά της περιοχής, στην οποία υπήρχαν και ποιμνιοστάσια προβάτων και χοιροστάσια, και το νερό μολύνθηκε. Τις αμέσως επόμενες μέρες σχεδόν εκατό κάτοικοι βρέθηκαν στο νοσοκομείο με βαριά συμπτώματα γαστρεντερίτιδας και υψηλό πυρετό και παρέμειναν για νοσηλεία αρκετές ημέρες. Υπήρξε μάλιστα και ανησυχία και για τη ζωή κάποιων από τους προσβληθέντες, κυρίως ηλικιωμένων. Αναστάτωση και πανικός επικράτησε στους κατοίκους και την Κοινότητα Μακρυχωρίου, στη Νομαρχία Λάρισας, αλλά και στα αρμόδια Υπουργεία.

Με το γεγονός αυτό έκλεισε μια μακρά και δύσκολη περίοδος για την ύδρευση του Μακρυχωρίου. Γιατί και στην περίπτωση αυτή λειτούργησε ο κανόνας «ουδέν κακόν αμιγές καλού». Το νερό κρίθηκε ακατάλληλο για ύδρευση. Το Κράτος παραχώρησε στην Κοινότητα, και με κάποιο χρηματικό ποσό που κατέβαλε η Κοινότητα, την πρόσφατα ανορυχθείσα αρδευτική γεώτρηση δίπλα στην Καλάμτσια, ανάμεσα στη σιδηροδρομική γραμμή και στον αυτοκινητόδρομο, που είχε αρκετό και υγιεινό νερό. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα έγινε η αξιοποίηση της γεώτρησης και κατασκευάστηκαν νέος κεντρικός αγωγός του νερού και νέα διπλή δεξαμενή πιο ψηλά από την παλιά και το νερό άρχισε να τρέχει στο χωριό άφθονο και υγιεινό. Το κόστος των έργων αυτών καλύφθηκε με δάνειο που έκανε η Κοινότητα και με κρατική χρηματοδότηση. Το αντλιοστάσιο ύδρευσης που υπήρχε λειτούργησε από την επόμενη χρονιά ως αντλιοστάσιο άρδευσης.

Από το 1976 και μέχρι τώρα σοβαρά προβλήματα στον τομέα της ύδρευσης δεν υπήρξαν. Υπήρχε νερό και αρκετό και υγιεινό. Και η εικόνα του Μακρυχωρίου σε λίγα χρόνια άλλαξε. Αντί να χωματίζει, τώρα το Μακρυχώρι άρχισε να πρασινίζει. Το χωριό που είχε μόνο σποραδικές βρωμοακακίες, ημιαγριοσυκιές, λυγαριές και φραγκοσυκιές στα ρέματα και τα ξεροντούβαρα των αυλαγάδων[13], το χωριό που στους περαστικούς από τον αυτοκινητόδρομο έδειχνε μόνο τα κεραμίδια των σπιτιών του και που με τους γύρω γυμνούς λόφους της Καρακόπετρας και τους γεμάτους αγκάθια μεριάδες είχε δικαίως «κατακτήσει» τον τίτλο ξεροχώρι ή το γενικό χαρακτηρισμό «το χωριό που δεν έχει δέντρα», το χωριό αυτό τώρα άλλαξε. Σε δεκαπέντε χρόνια περίπου με τη φροντίδα των κατοίκων και των τοπικών Αρχών και φορέων γέμισαν με δέντρα και φυτά, καλλωπιστικά, οπωροφόρα και δασικά, οι αυλές και τα οικόπεδα, οι πλατείες, μικρές και μεγάλες, οι δρόμοι και τα ρέματα.

Παρενθετικά αναφέρω εδώ ότι μέχρι το 1976 μόνο μία σοβαρή και αποτελεσματική προσπάθεια δεντροφύτευσης είχε γίνει στο Μακρυχώρι. Είναι η δεντροφύτευση του λόφου νότια και απέναντι του ναού του Αγίου Νικολάου, που έγινε το 1972 από την Πυροσβεστική Υπηρεσία Λάρισας σε συνεργασία με την Κοινότητα και τη συμβολή του Δημοτικού σχολείου και κατοίκων του Μακρυχωρίου. Είναι «το δάσος των πυροσβεστών», που αποτελεί σήμερα την «κορώνα» του Μακρυχωρίου και πρόκληση για τους Μακρυχωρίτες να επεκτείνουμε τη δεντροφύτευση σε παρακείμενους λόφους και να ολοκληρώσουμε κάποιες ανάλογες προσπάθειες που έγιναν τα τελευταία χρόνια.

Αλλά ας επανέλθω στο θέμα της ύδρευσης. Από το 1990 και εξής άρχισαν να εμφανίζονται πάλι κάποια προβλήματα. Το καλοκαίρι και για κάποιες ημέρες υπήρχε, λόγω της υπερκατανάλωσης, ανεπάρκεια νερού. Έπειτα λόγω της γενικότερης μόλυνσης του περιβάλλοντος τα υπόγεια νερά σε μερικά σημεία είχαν επιβαρυνθεί σε νιτρικά και άλλα χημικά στοιχεία. Έπρεπε λοιπόν να παρακολουθείται η περιεκτικότητα του νερού σε τέτοια στοιχεία και να διασφαλίζεται η υγιεινότητά του. Εξάλλου είχε αναδειχθεί, και πριν από το 1990, και το θέμα της επικινδυνότητας, για την υγεία των ανθρώπων, του αμίαντου, υλικό από το οποίο ήταν κατασκευασμένοι οι σωλήνες του μεγαλύτερου μέρους του δικτύου ύδρευσης.

Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών οι τοπικές Αρχές έκαναν τις ακόλουθες ενέργειες. Το 2002 έγινε η αντικατάσταση του δικτύου ύδρευσης με πλαστικούς αγωγούς (πολυαιθυλένιο). Το έργο αυτό ολοκλήρωσε η επόμενη Δημοτική Αρχή (2003-2006) με την αντικατάσταση του κεντρικού αγωγού και την κατασκευή πρόσθετης δεξαμενής. Ανορύχθηκε επίσης, τα τελευταία χρόνια της λειτουργίας του Δήμου Μακρυχωρίου, νέα υδρευτική γεώτρηση, η οποία μαζί με την παλιά (1976) παρέχουν στους κατοίκους αρκετό και υγιεινό νερό καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.

 

Ε. ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ[14] – ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ

 

Πολιτιστικές και αθλητικές δραστηριότητες συλλογικά οργανωμένες και με στόχο τη διασκέδαση, ενημέρωση και γενικά την «ψυχαγωγία» της κοινότητας δεν υπήρχαν βέβαια στο Μακρυχώρι στα πρώτα χρόνια της συγκρότησής του ως Κοινότητας ούτε τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Οι όποιες τέτοιες εκδηλώσεις γίνονταν ήταν αυθόρμητες, πρωτογενείς, πηγαίες εκδηλώσεις του συλλογικού λαϊκού εγώ και είχαν χαρακτήρα οικογενειακό ή και ευρύτερα κοινωνικό και γίνονταν κυρίως στις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές.

Στα πλαίσια λοιπόν αυτά μέχρι το 1910 κάθε χρόνο την ημέρα του Πάσχα γινόταν πανηγύρι έξω από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Γινόταν χορός, όπου όλοι μπορούσαν να πάρουν μέρος. Χόρευαν, συνήθως κατά φυλές (μελέτια), τραγουδώντας συνήθως με το στόμα οι ίδιοι οι χορευτές ή σπανιότερα και με συνοδεία λαϊκών μουσικών οργάνων. Την ίδια μέρα κάποιοι νέοι διαγωνίζονταν στη σκοποβολή, «έβαζαν σημάδι με τους γκράδες». Το πανηγύρι και ο χορός αυτός μετά το 1910 συνέχιζε να γίνεται για πολλά χρόνια στη γιορτή του Αγίου Θωμά στο προαύλιο της εκκλησίας.

Τα τελευταία χρόνια άρχισε να γίνεται μια προσπάθεια, καλή και ελπιδοφόρα, αναβίωσης του χορού αυτού στο προαύλιο της εκκλησίας μετά τη Θεία Λειτουργία στη γιορτή του Αγίου Θωμά, όπου άντρες και γυναίκες με παραδοσιακές στολές χορεύουν τραγουδώντας ή και με συνοδεία μουσικών οργάνων.

Ανάλογοι χοροί, δημόσιοι και πανηγυρικοί, γίνονταν στους γάμους, μετά την τέλεση του Μυστηρίου, στο προαύλιο της εκκλησίας ή στην πλατεία του χωριού, όπου χόρευαν μαζί με τους νεόνυμφους οι συγγενείς τους και οι προσκαλεσμένοι τους.

Εξάλλου τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά τα μικρά παιδιά, τα αγόρια μόνο, γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούσαν τα κάλαντα, αναγγέλλοντας τη γέννηση του Χριστού (καλήν ημέραν, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας – Χριστού την Θείαν γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας) ή τον ερχομό του νέου έτους (αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά - ….. κι αρχι-καλός μας χρόνος). Και οι νοικοκυρές πρόσφεραν στα παιδιά διάφορα «καλούδια», στραγάλια, αμύγδαλα, καρύδια, καραμέλες, λουκούμια κ.ά. Ειδικά την παραμονή των Χριστουγέννων, μέχρι και το 1960 περίπου, οι νοικοκυρές πρόσφεραν στα παιδιά ένα μικρό ψωμί – κουλούρι, ζυμωμένο και ψημένο την ίδια μέρα, το κόλιντρο (κάλαντα → κόλιντρα). Και τα παιδιά τραγουδούσαν το τραγούδι «κόλιντρα – μέλιντρα, Χριστός γεννάται σήμερον….» και περνούσαν (αρμάθιαζαν) το κόλιντρο σε ένα σχοινί τρυπώντας το με ένα μικρό ξύλινο σουβλί συνδεμένο με το σχοινί. Την Πρωτοχρονιά συνηθιζόταν και η προσφορά χρημάτων. Επίσης τη μέρα αυτή περιφέρονταν στα σπίτια και μεγάλοι άντρες μεταμφιεσμένοι (ντυμένοι καρναβάλια), που κρατούσαν στα χέρια τους ή κρεμούσαν στο λαιμό τους κουδούνια και τραγουδούσαν «Άγιος Βασίλης έρχεται, Γενάρης ξημερώνει».

Ανάλογες εκδηλώσεις γίνονταν και το Σάββατο του Λαζάρου και τη Μεγάλη Πέμπτη. Του Λαζάρου γύριζαν στα σπίτια και τραγουδούσαν μόνο τα μικρά κορίτσια, κρατώντας στα χέρια τους μικρό καλάθι στολισμένο με λουλούδια, και ανάγγελλαν την Ανάσταση του Λαζάρου, «ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάια, ήρθε η Κυριακή που τρων τα ψάρια». Τη Μεγάλη Πέμπτη τα αγόρια τραγουδούσαν θρηνώντας για τη Σταύρωση του Χριστού «σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα…». Στις δύο αυτές περιπτώσεις η βασική προσφορά από τις νοικοκυρές προς τα παιδιά ήταν ένα αυγό, τη Μ. Πέμπτη συνήθως βαμμένο κόκκινο από τις νοικοκυρές το πρωί της ίδιας ημέρας.

Τις Απόκριες, το Σάββατο το βράδυ, παραμονή της Τυροφάγου, γίνονταν οικογενειακές συγκεντρώσεις. Στο σπίτι του μεγαλύτερου μέλους της οικογένειας, π.χ. του παππού, μαζεύονταν τα μέλη της ευρύτερης οικογένειας, παππούδες, γονείς, αδέρφια, ξαδέρφια, ανήψια κ.λ.π., αντάλλασσαν ευχές, έδιναν και έπαιρναν συγχώρεση για τυχόν προηγούμενες μεταξύ τους μικροπαρεξηγήσεις, έτρωγαν, έπιναν και γλεντούσαν οικογενειακά. Και τα μικρά παιδιά φιλούσαν το χέρι των μεγάλων παίρνοντας απ’ αυτούς και κάποιο χαρτζιλίκι. Το ίδιο βράδυ οι μεγαλύτεροι έκαναν στα παιδιά «το χάσκα». Κρατούσαν δεμένο με κλωστή, κρεμασμένο πάνω από το ανοιχτό στόμα του παιδιού, ένα κομμάτι χαλβά αποκριάτικο, σουσαμένιο ή στραγαλένιο, βουτηγμένο στο γιαούρτι και το παιδί προσπαθούσε να το πιάσει με το στόμα του έχοντας τα χέρια πίσω. Ένα παιχνίδι που προκαλούσε γέλιο, καθώς το παιδί προσπαθώνταςς να δαγκώσει το κινούμενο πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά κομμάτι του χαλβά γέμιζε το πρόσωπό του με γιαούρτι. Ήταν μια εκδήλωση τονωτική και συνεκτική του θεσμού της οικογένειας.

Συνήθιζαν επίσης τα παιδιά, κάποτε και οι μεγάλοι, ένα-δυο βράδια τις παραμονές της Αποκριάς, να μεταμφιέζονται και με καλυμμένα τα πρόσωπά τους επισκέπτονταν τα σπίτια, για να ευχηθούν «χρόνια πολλά» και να πάρουν κάποιο κέρασμα.

Το βράδυ της Κυριακής της Τυροφάγου άναβαν μεγάλες φωτιές σε κάθε γειτονιά και γύρω από τη φωτιά τραγουδούσαν και χόρευαν μικροί και μεγάλοι και διαγωνίζονταν στο πήδημα της φωτιάς. Από ένα μήνα περίπου νωρίτερα τα αγόρια κάθε γειτονιάς έκοβαν και έφερναν από τη γύρω περιοχή ξύλα, για να ανάψουν τη μεγαλύτερη φωτιά, και τα αποθήκευαν σε ασφαλές μέρος, για να αποτρέψουν τυχόν απόπειρα κλοπής τους από παιδιά άλλης γειτονιάς.

Η Καθαρά Δευτέρα ήταν ημέρα αυστηρής νηστείας. Έτρωγαν φαγητά νηστίσιμα και αλάδωτα. Οι νοικοκυρές μαγείρευαν τη μέρα εκείνη το μπουρανί, δηλαδή χόρτα, κυρίως τσουκνίδια, βραστά χωρίς λάδι. Έψηναν επίσης και λαγάνες. Όμως την ίδια μέρα κάποιοι άντρες έπιναν και μεθούσαν, περιφέρονταν στην πλατεία και στους δρόμους και έβαφαν στο πρόσωπο με βερνίκι παπουτσιών όσους συναντούσαν· επίσης τραγουδούσαν, εθιμική αδεία, άσεμνα τραγούδια και έβριζαν ονομαστικά ανθρώπους, άντρες και γυναίκες, εκστομίζοντας βωμολοχίες και αισχρολογίες. Η συνήθεια αυτή καταργήθηκε σχεδόν εντελώς στη δεκαετία του 1960, καθώς από καιρό είχε γίνει πολύ ενοχλητική.

Κάποιες βέβαια από τις εκδηλώσεις αυτές συνεχίζουν να γίνονται ακόμη, κάπως όμως διαφοροποιημένες.

Από τη δεκαετία του 1930 άρχισαν οι πρώτες προσπάθειες για οργανωμένες κοινωνικές εκδηλώσεις. Το Δημοτικό σχολείο, στο οποίο υπηρετούσαν πια περισσότεροι του ενός δάσκαλοι, καθώς είχε γίνει ενιαίο (με αγόρια και κορίτσια), οργάνωνε σχολικές εκδηλώσεις στις εθνικές γιορτές ή στη λήξη του διδακτικού έτους. Οι γιορτές αυτές περιλάμβαναν απαγγελίες ποιημάτων, μικρές θεατρικές παραστάσεις, γυμναστικές επιδείξεις των μαθητών, εκδηλώσεις που τις παρακολουθούσαν οι γονείς των μαθητών και όσοι χωριανοί ήθελαν. Εξάλλου προς τα τέλη της δεκαετίας αυτής άρχισαν τα αγόρια να παίζουν ποδόσφαιρο στην πλατεία και στις αλάνες του χωριού και τότε άρχισε να καλλιεργείται η ιδέα της συγκρότησης ποδοσφαιρικής ομάδας του χωριού. Η ανώμαλη δεκαετία που ακολούθησε, με τον πόλεμο το ’40, τη γερμανική κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο, ανέκοψε, όπως ήταν επόμενο, τις προσπάθειες αυτές.

Ωστόσο πρέπει βεβαίως να αναφερθεί εδώ και η ύπαρξη και λειτουργία στο Μακρυχώρι των δύο πανελλαδικών οργανώσεων νέων, της Ε.Ο.Ν. και της Ε.Π.Ο.Ν.

Η Εθνική Οργάνωση Νεολαίας (Ε.Ο.Ν.) ιδρύθηκε και οργανώθηκε από το καθεστώς του Μεταξά στα πρότυπα ευρωπαϊκών φασιστικών οργανώσεων νέων (Γερμανία, Ιταλία) και σ’ αυτήν εντάχθηκαν ή «στρατολογήθηκαν» πολλοί νέοι. Ήταν μια έκφραση της ουτοπικής, όπως αποδείχθηκε, προσπάθειας του Μεταξά να δημιουργήσει τον Τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό, που θα προέρχονταν από τη δραστηριότητα των σύγχρονων Ελλήνων με βάση τον αρχαίο και το βυζαντινό-μεσαιωνικό ελληνικό πολιτισμό.

Η Εθνική Πανελλαδική Οργάνωση Νεολαίας (Ε.Π.Ο.Ν.) ιδρύθηκε και οργανώθηκε στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής από το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (Ε.Α.Μ.), είχε χαρακτήρα αντιστασιακό, επαναστατικό και πολιτικό και εντάχθηκαν επίσης σ’ αυτήν αρκετοί νέοι του Μακρυχωρίου.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1940, μετά τη λήξη και του εμφυλίου πολέμου, και τις αρχές της δεκαετίας του 1950 ξανάρχισε η πολιτιστική δραστηριοποίηση. Το σχολείο οργανώνει καλύτερες γιορτές και νέοι του χωριού αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες συλλογικής πολιτιστικής δράσης.

Στα πλαίσια αυτά τότε συγκροτείται η ποδοσφαιρική ομάδα του χωριού, στην οποία δίνεται το όνομα ΑΕΤΟΣ. Στην εποχή εκείνη ανάγεται ουσιαστικά η ίδρυση του ΑΕΤΟΥ, αν και η επίσημη νομική του αναγνώριση έγινε λίγα χρόνια αργότερα. Τότε έδινε αγώνες με τις αντίστοιχες ομάδες των γύρω χωριών, του Παραποτάμου, των Γόννων, της Ελάτειας, του Συκουρίου κ.ά., υπό συνθήκες βέβαια πολύ δύσκολες. Το ποδοσφαιρικό γήπεδο ήταν στο ίδιο μέρος που είναι σήμερα. Βέβαια τότε ήταν μια αδιαμόρφωτη πεδινή έκταση (μεριάς), που τη βοσκούσαν τα πρόβατα και το καλοκαίρι οι γεωργοί έστηναν τις θημωνιές και αλώνιζαν τα σιτηρά. Η μετάβαση των ποδοσφαιριστών στα γύρω χωριά γινόταν με τα πόδια ή με τα ζώα ή με τα ποδήλατα ή και με τρακτέρ και σπάνια με φορτηγό αυτοκίνητο. Ως ποδοσφαιρικά παπούτσια χρησιμοποιούσαν οι περισσότεροι, εκτός από ελάχιστους, τα παπούτσια τους, άρβυλα, καουτσουκένια ή λινά-πάνινα, ή, για να μη χαλάσουν τα παπούτσια τους, έπαιζαν και ξυπόλητοι.

Και τα μικρά αγόρια, αντιγράφοντας τους μεγαλύτερους, είχαν συγκροτήσει ποδοσφαιρικές ομάδες κατά συνοικία και έδιναν μεταξύ τους αγώνες. Έπαιζαν π.χ. οι Μαγαζαίοι (που τα σπίτια τους βρίσκονταν κοντά στην πλατεία, στα μαγαζιά) με τους Παλαταίους (στη συνοικία αυτή υπήρχαν οικογένειες με το επώνυμο Παλάτος).

Εξάλλου τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950 κάποιοι νέοι, που είχαν και πνευματικά ενδιαφέροντα, είχαν συγκροτήσει, για κάποιο χρονικό διάστημα, χορωδία βυζαντινής μουσικής, που έψαλλε στη Θεία Λειτουργία, και θεατρική ομάδα, με την οποία έδωσαν θεατρικές παραστάσεις σε χώρο του Δημοτικού σχολείου. Την πρωτοβουλία για τις δραστηριότητες αυτές είχαν ο Σπύρος Καφάσης, γιος του ιερέα του χωριού, και ο Γεώργιος Φωτίου, νεαρός μαθητής ή φοιτητής τότε της Θεολογικής σχολής. Στις θεατρικές παραστάσεις βοηθούσαν και οι δάσκαλοι του σχολείου. Όσοι από τους νέους εκείνους επιζούν, βρίσκονται σήμερα στην ηλικία των 75-85 χρόνων.

Περί το 1955 λειτουργεί στο Μακρυχώρι ο πρώτος επίσημος πολιτιστικός φορέας. Ήταν ο Σύλλογος Αγροτοπαίδων Μακρυχωρίου, η Αγροτολέσχη, όπως ανεπίσημα ονομαζόταν. Η Αγροτολέσχη είχε ιδρυθεί στα πλαίσια προγράμματος της Πολιτείας, που είχε ως σκοπό κυρίως την ενημέρωση των νέων σε αγροτικά θέματα. Κρατικός γεωπόνος της περιοχής ήταν τότε ο Χρήστος Σαρχώσης. Είχε στεγασθεί στην οικοδομή του Κοινοτικού Καταστήματος, στη μεγάλη αίθουσα του παλαιού Δημοτικού σχολείου. Εξέλεγε Διοίκηση, λειτούργησε για μερικά χρόνια και, εκτός από την αγροτική ενημέρωση, λειτουργούσε αίθουσα εντευκτηρίου (λέσχη) με διάφορα παιχνίδια (πινγκ-πονγκ κ.ά.) καθώς και δανειστική βιβλιοθήκη, απ’ όπου πολλοί νέοι δανείζονταν και διάβαζαν βιβλία.

Την ίδια εποχή είχαν διοργανωθεί κατ’ επανάληψη στο Μακρυχώρι, σε συνεργασία Νομαρχίας και Κοινότητας, μαθήματα (σεμινάρια) κοπτικής-ραπτικής και κεντήματος. Τα μαθήματα αυτά παρακολούθησαν πολλά κορίτσια και απόκτησαν βασικές σχετικές γνώσεις χρήσιμες για το νοικοκυριό τους.

Την Άνοιξη του 1957 και του 1958, την ημέρα του Αγίου Θωμά, διοργανώθηκαν, σε συνεργασία Νομαρχίας Λάρισας και Κοινότητας Μακρυχωρίου, και τελέστηκαν στο γήπεδο Μακρυχωρίου περιφερειακοί αγροτικοί αθλητικοί αγώνες. Περιλάμβαναν κυρίως αγωνίσματα στίβου και πήραν μέρος σ’ αυτούς πολλοί νέοι από το Μακρυχώρι και από τα γύρω χωριά. Οι αγώνες αυτοί πήραν τότε δημοσιότητα και έγιναν με επισημότητα, παρουσία εκπροσώπων της Νομαρχίας, των τοπικών Αρχών, φιλαρμονικής ορχήστρας και πολλών κατοίκων της περιοχής. Ήταν την εποχή εκείνη μια πρωτοποριακή εκδήλωση. Στους αγώνες αυτούς πήρε μέρος ο αθλητής Χαράλαμπος (Μπάμπης) Χρήστου, ο οποίος είχε διακριθεί ήδη από το 1956 ως δρομέας μεγάλων αποστάσεων και σε πανθεσσαλικούς και σε πανελλήνιους αγώνες, αλλά και αργότερα ως αθλητής του Γυμναστικού Συλλόγου Λάρισας. Αναδείχτηκαν επίσης ως αθλητές και πήραν μέρος σε αγώνες ευρύτερου και ανώτερου επιπέδου και οι Θωμάς Μπιτσαράς, Γεώργιος Πουτσιάκας και Αγαμέμνων Φαρμάκης.

Το 1961 αναγνωρίστηκε επίσημα η ποδοσφαιρική ομάδα του χωριού με την επωνυμία Ποδοσφαιρικός Αθλητικός Όμιλος (Π.Α.Ο.) “ΑΕΤΟΣ” Μακρυχωρίου. Πρώτος Πρόεδρος του Δ.Σ. του ΑΕΤΟΥ ήταν ο Βασίλειος Ι. Γεωργόπουλος. Την περίοδο 1961-62 παίρνει μέρος στο πρωτάθλημα της Γ΄ ερασιτεχνικής κατηγορίας του Νομού. Έκτοτε και επί πενήντα χρόνια συμμετέχει στα τοπικά πρωταθλήματα της Ε.Π.Σ.Ν. Λάρισας, στις Γ΄, Β΄ και Α΄ κατηγορίες, με μια διακοπή στο διάστημα 1974-1976. Τα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια αγωνίζεται ανελλιπώς στην Α΄ τοπική κατηγορία. Την περίοδο 1989-90, με Πρόεδρο το δικηγόρο Γρηγόριο Στάθη, ο ΑΕΤΟΣ  αναδείχτηκε πρωταθλητής και κυπελλούχος του Νομού. Την περίοδο αυτή προπονητής της ομάδας ήταν ο ποδοσφαιριστής της ομάδας Σωτήρης Κουκουθάκης, ο οποίος ήταν πτυχιούχος Φυσικής Αγωγής (Γυμναστής) με ειδίκευση στο ποδόσφαιρο. Ο Σωτήρης και με τις δυο αυτές ιδιότητες αποτέλεσε τότε την ψυχή της ομάδας και πέτυχαν, αυτός και μια πλειάδα άλλων ισάξιων ποδοσφαιριστών την αγωνιστική αναβάθμιση της ομάδας.

Την επόμενη περίοδο (1990- 91) ο ΑΕΤΟΣ αγωνίστηκε στο περιφερειακό πρωτάθλημα της Δ΄ εθνικής κατηγορίας και στη διοργάνωση του Κυπέλου των Ενώσεων Ποδοσφαιρικών Σωματείων της Χώρας. Στη Δ΄ εθνική αγωνίστηκε ο ΑΕΤΟΣ και την περίοδο 2002-03, όταν Πρόεδρος ήταν ο Ιωάννης Βλάγκας.

Στη θέση του προέδρου του ΑΕΤΟΥ, εκτός από το Βασίλειο Ι. Γεωργόπουλο, υπηρέτησαν κατά καιρούς και οι: Ηλίας Γκρέτσης, Χρήστος Παλάτος, Θωμάς Αστ. Τσέτσιλας, Ζήσης Λιούπας, Δημήτριος Χατζής, Ιωάννης Ν. Λιούπας, Αθανάσιος Καραπάνος, Γρηγόριος Στάθης, Θωμάς Τσιτούρας, Ιωάννης Βλάγκας, Θωμάς Ανδρ. Ζησόπουλος, Αλέξανδρος Θ. Τσιτούρας, Νικόλαος Μητσογιάννης, Ιωάννης Γ. Γεωργόπουλος και Ιωάννης Π. Γκουτζαμάνης. Ειδικά και κατ’ εξαίρεση αναφέρω ότι οι Θωμάς Τσιτούρας και Δημήτριος Διαμαντάρας υπηρέτησαν ως μέλη της Διοίκησης του ΑΕΤΟΥ για πάρα πολλά χρόνια και είχαν εξαιρετική προσφορά στο Σύλλογο. Ο Διαμαντάρας μάλιστα για πολλά χρόνια διέθετε τον επαγγελματικό του χώρο (τσαγκάρικο) ως χώρο φύλαξης του αθλητικού υλικού.

Ως εξαιρετικούς ποδοσφαιριστές Μακρυχωρίτες, ανάλογα βέβαια με το επίπεδο του ποδοσφαίρου σε κάθε εποχή, μεταξύ πολλών άλλων καλών, αναφέρω τους εξής: Νικόλαο Β. Γραμμουστιάνο και Παναγιώτη (Τάκη) Γιαννακόπουλο, την περίοδο πριν το 1960, και, μετά το 1960, τους Θωμά Πατσιούρα, Αναστάσιο Μπενεχούτσο, Νικόλαο Άσσο, Γεώργιο Θ. Μπούτο, Γεώργιο Γουντσιώτη, Σωτήριο Κουκουθάκη, Ιωάννη Νίτσικα, Ελευθέριο Τέα, Σωτήριο Σαΐτη και Παναγιώτη Ι. Φουσίκα. Πολλοί απ’ αυτούς αγωνίστηκαν και σε ομάδες ανώτερων κατηγοριών, Γ΄, Β΄ και Α΄ εθνικής.

Διακρίθηκαν επίσης ως ποδοσφαιριστές του ΑΕΤΟΥ οι Χαράλαμπος Χρήστου (Μπάμπης Φασούλας) και Γεράσιμος Ελευθ. Μυλωνάς (Φέκος)· ο πρώτος τόσο για το δυνατό του παίξιμο, όσο και, κυρίως, για τη μακρά περίοδο που αγωνίστηκε, από το 1950 περίπου μέχρι και μετά το 1970 και ο δεύτερος ως γκολτζής, για την ικανότητά του να στέλνει την μπάλα στα δίχτυα της αντίπαλης ομάδας.

Ο Λευτέρης Χουτεσιώτης ξεκίνησε ως τερματοφύλακας από τον ΑΕΤΟ και πολύ νωρίς, έφηβος ακόμα, αποκτήθηκε ως ελπιδοφόρο ταλέντο από τον Ολυμπιακό Πειραιώς στον οποίο ανήκει μέχρι τώρα.

Η διαμόρφωση του γηπέδου στη σημερινή του κατάσταση πέρασε από τις εξής φάσεις. Στην αδιαμόρφωτη πεδινή έκταση (μεριάς), που τη χρησιμοποιούσαν ως ποδοσφαιρικό γήπεδο, έγιναν το 1957 χωματουργικές εργασίες (εκσκαφή), με τις οποίες επιχειρήθηκε να αφαιρεθεί η φυσική κλίση του εδάφους και να γίνει οριζόντιος ο αγωνιστικός χώρος. Περί το 1965 έγινε και η πρώτη περίφραξη του αγωνιστικού χώρου. Λίγο μετά το 1985 έγινε η περιτοίχιση του γηπέδου. Το 1988 έγιναν οι εγκαταστάσεις των αποδυτηρίων, που αντικατέστησαν δυο μικρούς στεγασμένους χώρους, που λειτουργούσαν στοιχειωδώς ως αποδυτήρια από το 1962. Η βόρεια πλευρά των κερκίδων (οι μισές) έγινε το 1993. Ο χλοοτάπητας του αγωνιστικού χώρου και η υποδομή του έγιναν το 1998. Ο φωτισμός του αγωνιστικού χώρου, η νέα περίφραξη και το νότιο μέρος των κερκίδων (οι άλλες μισές) έγιναν το 2001. Ο χλοοτάπητας ανασκευάστηκε το 2007.

Η προσφορά του ΑΕΤΟΥ υπήρξε σημαντική. Αποτέλεσε και αποτελεί εδώ και πενήντα χρόνια το θετικό αποδέκτη, το καταφύγιο, της δραστηριότητας και του ελεύθερου χρόνου πολλών νέων του χωριού. Έπειτα η πολύχρονη και επιτυχής παρουσία του στο ποδόσφαιρο του Νομού ανέδειξε το Μακρυχώρι, «το έβγαλε» έξω από τα όριά του και έξω από τα όρια του Νομού, περισσότερο από κάθε άλλον φορέα του χωριού, αν εξαιρέσουμε βέβαια την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Πολύ σημαντική επίσης είναι η προσφορά του στα μικρά αγόρια του χωριού, καθώς τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια λειτουργούν και παιδικά τμήματα ποδοσφαίρου, στα οποία συμμετέχουν, παίζουν και χαίρονται δεκάδες μικρά παιδιά κάθε χρόνο.

Και η προσφορά αυτή του ΑΕΤΟΥ στηρίχτηκε στη φροντίδα και τις υπηρεσίες της εκάστοτε Διοίκησής του, στη δραστηριότητα των αθλούμενων και αγωνιζόμενων ποδοσφαιριστών, στην ηθική και οικονομική συνδρομή των φιλάθλων του χωριού και βεβαίως στην οικονομική ενίσχυση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Το 1972 ιδρύεται ο Μορφωτικός Σύλλογος Μακρυχωρίου «Η ΠΡΟΟΔΟΣ». Ο Σύλλογος αυτός ιδρύθηκε τότε με αφορμή τη διοργάνωση της αναπαράστασης παραδοσιακού ελληνικού γάμου («βλάχικος γάμος»), που είχε αρχίσει να γίνεται πριν από λίγα χρόνια την ημέρα της Καθαροδευτέρας.

Κάποιοι νέοι του χωριού το πρωί της Καθαροδευτέρας του έτους 1968 αποφάσισαν να οργανώσουν και να παρουσιάσουν στους χωριανούς έναν παραδοσιακό γάμο. Ήταν νέοι που αγαπούσαν και νοσταλγούσαν τη νοοτροπία και τη ζωή «των παλιών», που έδειχναν ιδιαίτερη ευαισθησία προς τα στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού, όπως τα γνώρισαν από τις διηγήσεις των γονέων τους ή όπως ίσως μερικοί τα έζησαν στη γεωργική και ποιμενική ζωή τους. Η απόφαση αυτή συνοδεύτηκε και από τη σκέψη ότι η εκδήλωση αυτή θα έβαζε τέλος στην παλαιά συνήθεια κάποιοι μεθυσμένοι να βάφουν τη μέρα εκείνη με βερνίκι τους περαστικούς και να εκστομίζουν βωμολοχίες και αισχρολογίες προς άνδρες και γυναίκες. Έτσι τη μέρα εκείνη οργανώθηκε με αυτοσχεδιασμούς και παρουσιάστηκε στους κατοίκους μια τελετή παραδοσιακού γάμου, η οποία άρεσε και εντυπωσίασε. Τους ρόλους των γυναικών υποδήθηκαν άνδρες. Τη σκέψη και την πρωτοβουλία αυτή είχαν οι Δημήτριος Ευαγγελόπουλος, Αθανάσιος Ριζόπουλος, Παντελής Στογιάννης, Μενέλαος Φαρμακιώτης και Διογένης Χαϊνταρλής. Και η πρωτοβουλία αυτή αγκαλιάστηκε και ενισχύθηκε αμέσως, αλλά και τα επόμενα χρόνια, από πολλούς άλλους νέους, οι οποίοι με προθυμία συμμετείχαν στην παράσταση υποδυόμενοι κάποιους ρόλους του «έργου». Κατ’ εξαίρεση από τους πολλούς αυτούς αναφέρω το Δημήτριο Αγοραστό, που υποδυόταν το ρόλο του κουμπάρου (είχε αποκτήσει γι’ αυτό και την προσωνυμία «ο κουμπάρος του χωριού») και που με το πηγαίο χιούμορ του προσέδιδε στην εκδήλωση, πάντοτε όμως με μέτρο και διακριτικότητα, και ένα αποκριάτικο χρώμα. Και το αποκριάτικο χρώμα συμπλήρωνε η προσφορά στους επισκέπτες της παραδοσιακής φασολάδας και άλλων νηστίσιμων, που ετοίμαζε «ο μάγειρας του χωριού» Κωνσταντίνος Σουπεκιώτης. Η εκδήλωση αυτή γινόταν μέχρι το 1972, χωρίς να υπάρχει επίσημος οργανωτικός φορέας, και σημείωνε κάθε χρόνο και μεγαλύτερη επιτυχία, ως προς τον αριθμό των συμμετεχόντων στην παράσταση και ως προς την προσέλευση απισκεπτών.

Την άνοιξη του 1972 ιδρύεται ο Μ. Σύλλογος «Η ΠΡΟΟΔΟΣ» με βασικό σκοπό την ακόμα καλύτερη διοργάνωση της εκδήλωσης αυτής. Πράγματι το 1973 η εκδήλωση σημείωσε πολύ μεγάλη επιτυχία. Η Διοίκηση του Συλλόγου είχε κατασκευάσει και προμηθευτεί παραδοσιακές ελληνικές ενδυμασίες, ανδρικές και γυναικείες, και είχε δώσει μεγάλη δημοσιότητα στην εκδήλωση. Το 1972 και κυρίως το 1973 πέρασαν από το Μακρυχώρι, για να παρακολουθήσουν την αναπαράσταση του παραδοσιακού γάμου, δεκάδες χιλιάδες κόσμος από τη γύρω περιοχή, από όλο το Νομό, από περιοχές της Θεσσαλίας και όχι μόνο. Η εκδήλωση είχε πλέον πανελλήνια απήχηση.

Το 1974 η εκδήλωση αυτή οργανώνεται πάλι από το Σύλλογο. Αυτή τη φορά όμως με κάποιες δυσκολίες και με μικρότερη επιτυχία. Κάποιοι ψίθυροι για οικονομικές ατασθαλίες την προηγούμενη χρονιά (1973) και κάποιες φήμες για σκοπιμότητες ως προς τη διοργάνωση της εκδήλωσης είχαν επιδράσει αρνητικά.

Έκτοτε η εκδήλωση αυτή συνεχίζει να γίνεται μέχρι και το 1985 περίπου, όχι πάντως κάθε χρόνο, με πρωτοβουλία και φροντίδα κάποιων χωριανών, με ολοένα όμως περιοριζόμενη συμμετοχή και επιτυχία.

Πρόεδροι του Μ.Σ. «Η ΠΡΟΟΔΟΣ» τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του ήταν οι εξής: Πανταζής Τσέτσιλας, από 9.5.1972, Γρηγόριος Στάθης, από 1.9.1972, Αθανάσιος Ζησόπουλος, από 18.1.1973, και Θωμάς Αστ. Τσέτσιλας, από 12.2.1974.

Το 1975 και το 1976 ο Σύλλογος δε λειτούργησε λόγω απροθυμίας των μελών του να προσέλθουν σε συνέλευση και σε αρχαιρεσίες. Στις 2.3.1976 με απόφασή της η τελευταία Διοίκηση του Συλλόγου παραδίδει στο Δημοτικό Σχολείο Μακρυχωρίου υπό μορφή χρησιδανείου την περιουσία του Συλλόγου (τις παραδοσιακές ενδυμασίες και ένα μικρό γραφείο).

Το 1977 επαναλειτουργεί ο Σύλλογος, σε μια δεύτερη και τελευταία φάση, με σκοπό γενικότερη πολιτιστική δραστηριότητα και όχι τη διοργάνωση της αποκριάτικης εκδήλωσης. Τη χρονιά αυτή λειτουργεί αίθουσα εντευκτηρίου των νέων και των μελών του, λειτουργεί δανειστική βιβλιοθήκη, πραγματοποιούνται δύο ενημερωτικές ομιλίες και εκδρομή στους Δελφούς. Παραλαμβάνει επίσης πάλι από το Δημοτικό Σχολείο τις ενδυμασίες και το γραφείο.

Πρόεδροι του Συλλόγου από το 1977 και εξής ήταν οι: Θωμάς Αστ. Τσέτσιλας, από 5.4.77, Δημήτριος Χατζής, από 29.1.78, Χρήστος Αστ. Σαΐτης, από 4.1.79, Κωνσταντίνος Χρ. Βουλάγκας, από 1.1.80, και Γεώργιος Αγορογιάννης, που εκλέγεται στις 16.10.83.

Το 1993 με απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου ιδρύεται, ως Νομικό Πρόσωπο της Κοινότητας, το Πολιτιστικό Κέντρο Μακρυχωρίου (Π.Κ.). Το 1995 το Κοιν. Συμβούλιο όρισε τη Διοίκηση του Π.Κ. και τότε άρχισε και τη λειτουργία του. Πρώτος Πρόεδρος του Π.Κ. ήταν ο κοινοτικός σύμβουλος Χρήστος Αστ. Σαΐτης. Το Π.Κ. διοργάνωνε μουσικές εκδηλώσεις, θεατρικές παραστάσεις, ομιλίες, εκδρομές κ.ά. Με τον ίδιο τρόπο λειτούργησε μέχρι και το 2010 και ως Πολ. Κέντρο του Δήμου Μακρυχωρίου. Μετά τη σύσταση του Δήμου Τεμπών ο φορέας αυτός καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον ενιαίο πολιτιστικό φορέα του Δήμου Δ.Ο.Π.Α.ΠΕ.Π.Τ. (2011).

Το 2003 ιδρύθηκε και λειτουργεί έκτοτε στο Μακρυχώρι και το Κέντρο Ανοιχτής Προστασίας Ηλικιωμένων (Κ.Α.Π.Η.).

Το 2004 ιδρύεται ο Εξωραϊστικός Σύλλογος Καρακόπετρας Μακρυχωρίου «Άγιος Ευστάθιος». Ιδρύθηκε με πρωτοβουλία των κυνηγών που λίγα χρόνια νωρίτερα είχαν κτίσει το εξωκλήσι του Αγίου Ευσταθίου. Πρόεδροί του μέχρι τώρα υπήρξαν οι Χρήστος Φαρμάκης, Ηλίας Ζησόπουλος και Αστέριος Αναστ. Τσέτσιλας.

Πρόσφατα, το 2011, ιδρύθηκαν και λειτουργούν στο Μακρυχώρι δύο πολιτιστικοί φορείς, ο Σύλλογος Γυναικών Δήμου Μακρυχωρίου, με πρώτη Πρόεδρο την Καλλιόπη Νάστου-Μπιτσαρά, και ο Πολιτιστικός Σύλλογος Μακρυχωρίου, με πρώτο Πρόεδρο το Θεόδωρο Σταμάτη.

 


Από τα σεμινάρια κοπτικής-ραπτικής-κεντήματος στη δεκαετία του 1950

 


Από την αναπαράσταση ελληνικού παραδοσιακού γάμου την Καθαρά Δευτέρα περί το 1970. («Βλάχικος γάμος»)

 


Δίπλωμα σε νικητή αγροτικών αγώνων

 


Δίπλωμα στο νικητή πανελλήνιων αγροτικών αγώνων Χαράλαμπο Χρήστου

 


Η ομάδα του «ΑΕΤΟΥ» τα πρώτα χρόνια μετά την επίσημη ίδρυσή του

 


Ο «ΑΕΤΟΣ» πρωταθλητής και κυπελλούχος του Νομού την περίοδο 1989-90.


ΣΤ. ΤΟ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙ ΣΤΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ

 

Η περιοχή του Μακρυχωρίου και οι κάτοικοί του πήραν μέρος σε όλους τους πολέμους της χώρας μας, που έγιναν μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881. Στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, στους βαλκανικούς πολέμους του 1912-13, στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο και τις πολεμικές επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία (1920-22), στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 και τη γερμανική κατοχή και στον οδυνηρό εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε. Όλους αυτούς τους πολέμους τους βίωσαν οι Μακρυχωρίτες άμεσα, εν τη γενέσει τους και στην εξέλιξή τους, και με τη συμμετοχή παιδιών τους – στρατιωτών στις πολεμικές επιχειρήσεις, μερικοί από τους οποίους «έπεσαν» στα πεδία των μαχών, και καθώς σε κάποιες περιπτώσεις, λόγω της γεωγραφικής του θέσης, το Μακρυχώρι βρισκόταν στην περιοχή διενέργειας των πολεμικών επιχειρήσεων. Και το τίμημα της συμμετοχής αυτής ήταν μεγάλο και βαρύ. Παραθέτω μερικά σχετικά στοιχεία.

Την άνοιξη του 1897 οι Τούρκοι επιτέθηκαν στη χώρα μας από τρία μέτωπα, ανακατέλαβαν τη Θεσσαλία και έφτασαν μέχρι τη Λαμία. Το Μακρυχώρι, ευρισκόμενο στα ελληνοτουρκικά τότε σύνορα και μπροστά στο μέτωπο του Νεζερού (τα άλλα μέτωπα επίθεσης του τουρκικού στρατού ήταν της Ελασσόνας και των Τρικάλων), βρέθηκε σε πολύ δύσκολη και επισφαλή θέση και έπαθε μεγάλες ζημίες από τις πολεμικές επιχειρήσεις και τις λεηλασίες του τουρκικού στρατού. Μάλιστα στην πεδινή έκταση μπροστά στο Μακρυχώρι, σύμφωνα με ιστορικά κείμενα, έγινε προσπάθεια να στρατοπεδεύσει και να ανασυνταχθεί ο ελληνικός στρατός, που υποχωρούσε αμέσως μετά τις πρώτες επιθέσεις των Τούρκων. Η προσπάθεια αυτή ήταν ανεπιτυχής και ο στρατός υποχώρησε τελικά στη Λάρισα. Ας σημειωθεί δε ότι την εποχή εκείνη, δεκαπέντε περίπου χρόνια μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας, διέμεναν ακόμη στο Μακρυχώρι πολλές τουρκικές οικογένειες. Μετά από ένα χρόνο περίπου ο τουρκικός στρατός, υπό την πίεση των ευρωπαϊκών κρατών, αποχώρησε πάλι από τη Θεσσαλία και μαζί του έφυγαν τότε εσπευσμένα όσοι Τούρκοι διέμεναν ακόμη στο Μακρυχώρι και στα άλλα θεσσαλικά χωριά.

Αναφέρω, τέλος, για τον πόλεμο αυτό, δύο μαρτυρίες από το αρχείο του Δήμου Νέσσωνος (1883-1913), ενδεικτικές των ζημιών που υπέστη το Μακρυχώρι στον πόλεμο του ’97.

1. Μετά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 Έλληνες που έπαθαν υλικές ζημίες υποβάλλουν αγωγές κατά συγκεκριμένων Τούρκων και ζητούν αποζημίωση. Από το Μακρυχώρι ο Νικόλαος Μποσνέας καταθέτει αγωγή «κατά των Δερβίς Οσμάν, Ομέρ Οσμάν και Αρίφ Σερίφ Τσαούση, πρώην κατοίκων του Μακρυχωρίου και νυν αγνώστου διαμονής, 29 Ιουνίου 1898. Ο ενάγων ζητεί 17.600 δρχ. εντόκως, ως αποζημίωση για την οικοσκευή του και ποσότητα γεωργικών προϊόντων, τα οποία του αφαίρεσαν οι εναγόμενοι, και για την καταστροφή της οικίας του, στα μέσα του Απριλίου του 1897»[15].

2. Με απόφασή του στις 26.7.1898 το Δ.Σ. συμπληρώνει τον κατάλογο που σύνταξε η κατά νόμον Επιτροπή με τους κατοίκους που είχαν ανάγκη οικονομικής βοήθειας (δανείου) από το Κράτος μετά την καταστροφή που έπαθαν από την τουρκική εισβολή του 1897. Στον κατάλογο αυτόν (που δε βρέθηκε) προστίθενται από το Μακρυχώρι οι εξής.

- Ευθ. Πελεκούδας, γεωργοποιμήν, 8 παιδιά, 300 δρχ.

- Στέργιος και Ιωάννης Χαϊνταρλής, γεωργοί, 5 παιδιά, 400 δρχ.

- Ταξιάρχης Κατσιγιάννης, γεωργός, 8 παιδιά, 300 δρχ.

- Δημήτριος Κατσιγιάννης, γεωργός, 8 παιδιά, 300 δρχ.

Και στους βαλκανικούς πολέμους του 1912-13 το Μακρυχώρι, όντας κοντά στα ελληνοτουρκικά σύνορα, βρέθηκε πάλι σε δύσκολη και επισφαλή θέση. Αυτή τη φορά όμως ο ελληνικός στρατός ήταν ο επιτιθέμενος και μετά τις πρώτες νικηφόρες συγκρούσεις με τον τουρκικό στρατό, κυρίως στο Σαραντάπορο, διαφαινόταν ότι θα είναι ο τελικός νικητής του πολέμου.

Η συμμετοχή του Μακρυχωρίου και των κατοίκων του στον πόλεμο αυτό ήταν πολλαπλή και άμεση. Ήδη λίγο πριν το 1912 στο κέντρο του οικισμού υπήρχε στρατόπεδο ευζώνων (προφορική μαρτυρία Κωστή Γ. Γιαννακόπουλου). Επίσης στην κορυφογραμμή της Καρακόπετρας, πίσω από το ύψωμα Γκόλια, υπήρχε εγκατεστημένος ελληνικός στρατός. Ερείπια των στρατώνων και εμφανή ίχνη πηγαδιού, απ’ όπου υδρευόταν το στρατόπεδο, υπάρχουν ακόμα στο μέρος εκείνο. Προς τα νότια του στρατοπέδου είχε κατασκευαστεί δρόμος, που οδηγούσε μέσω της Γυρτώνης στη Λάρισα, ίχνη του οποίου υπάρχουν ακόμα. Στη βόρεια πλευρά της κορυφογραμμής υπήρχε παρατηρητήριο και πυροβολείο, με θέα προς τη λεκάνη των Γόννων και τα υψώματα της Καλλιπεύκης. Εξάλλου οι κάτοικοι των Γόννων με την έναρξη του πολέμου είχαν μεταφερθεί, για λίγες ημέρες, στο Μακρυχώρι.

Δεκάδες νέοι Μακρυχωρίτες υπηρέτησαν στο στρατό, ως κληρωτοί ή επίστρατοι, και πήραν μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις. Στις 4.12.1912 το Δ.Σ. του Δήμου Νέσσωνος «ομοφώνως εγκρίνει την αίτησιν των κατοίκων Μακρυχωρίου περί διαθέσεως 2.000 δρχ. διά την περίθαλψιν των οικογενειών των εκ της Κοινότητος Μακρυχωρίου επιστράτων». Κάποιοι δε από τους στρατιώτες αυτούς πρόσφεραν τη ζωή τους στον πόλεμο αυτό. Αυτοί ήταν οι Γεώργιος Δ. Αργυρίου, Γεώργιος Χ. Κατσιγιάννης, Γεώργιος Δ. Μάνδαλος και Αθανάσιος Σωτ. Μπενεχούτσος. Τα ονόματά τους είναι γραμμένα σε μαρμάρινη πλάκα, που φυλάσσεται σε βοηθητικό χώρο του ναού του Αγίου Θωμά.

Μετά το τέλος των βαλκανικών πολέμων και μέχρι τη συμμετοχή της Ελλάδος στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο (1917) η Ελλάδα διατελούσε υπό επιστράτευση. Πολλοί Μακρυχωρίτες νέοι υπηρέτησαν στο διάστημα αυτό στο στρατό, ως κληρωτοί ή επίστρατοι. Έτσι η Κοινότητα Μακρυχωρίου στις 17.12.1915 αποφασίζει την παροχή βοήθειας «εις απόρους επιστράτους επ’ ευκαιρία των Χριστουγέννων» και στις 7.1.1916 αποφασίζει την παροχή βοήθειας «εις 66 οικογενείας επιστράτων και κληρωτών».

Η Ελλάδα πήρε μέρος στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων της ΑΝΤΑΝΤ (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) κατά των Γερμανών και των συμμάχων τους (Αυστρία, Βουλγαρία, Τουρκία) και ο ελληνικός στρατός πέτυχε σημαντική νίκη στη μάχη του Σκρα (1918) κατά των Βουλγάρων.

Προέκταση του Α΄ παγκοσμίου πολέμου για την Ελλάδα ήταν η εκστρατεία στη Μικρά Ασία και η μικρασιατική καταστροφή (1920-1922). Και σ’ αυτόν τον πόλεμο πολέμησαν πολλοί Μακρυχωρίτες στρατιώτες. Οι μεγαλύτεροι σήμερα στην ηλικία ακούγαμε πολλές φορές, μέχρι το 1980 περίπου, από χωριανούς στρατιώτες στον πόλεμο αυτό, ιστορίες από τις πολεμικές επιχειρήσεις στη Σμύρνη, στο Αφιόν Καραχισάρ, στο Εσκί Σεχίρ, στο Σαγγάριο και αλλού. Στον πόλεμο αυτό πρόσφεραν τη ζωή τους οι Μακρυχωρίτες Βασίλειος Α. Αναγνώστου, Ιωάννης Χ. Βλάγγας, Νικόλαος Γ. Γκατζούλης, Νικόλαος Ν. Γραμμουστιάνος, Λουκάς Δ. Ζέρβας, Λάμπρος Χ. Ζήσης, Λύσανδρος Θεόδ. Μπούτος, Ιωάννης Δ. Παρλάντζας, Ιωάννης Χ. Σαΐτης, Δημήτριος Κ. Σκουτής, Κων/νος Μ. Σουμπενιώτης, Νικόλαος Γ. Συκιώτης, Γεώργιος Β. Τριανταφύλλου, Δημήτριος Κ. Τσιτούρας, Δημήτριος Ι. Φαρμάκης και Αστέριος Γ. Χύττας.

Και στον ελληνοϊταλικό πόλεμο (1940-41) πολλοί νέοι του Μακρυχωρίου υπηρέτησαν στρατιώτες και πήραν μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις. Κάποιοι από αυτούς πρόσφεραν τη ζωή τους στο πεδίο της μάχης. Αυτοί ήταν οι Κωνσταντίνος Θω. Ζησόπουλος, Ηλίας Ν. Ζιώγας, Νικόλαος Χρ. Κρεμέτης, Ανδρέας Ιω. Μήλιος και Νικόλαος Ευ. Στρατόπουλος.

Στην περίοδο της γερμανικής κατοχής και της εθνικής αντίστασης (1941-44) πολλοί νέοι του Μακρυχωρίου εντάχθηκαν και δραστηριοποιήθηκαν σε αντιστασιακές οργανώσεις που είχαν δημιουργηθεί (Ε.Α.Μ, Ε.Δ.Ε.Σ. κ.ά.), στο πρώτο αντάρτικο, όπως ονομάστηκε. Εξάλλου η περίοδος αυτή, κυρίως η πρώτη χρονιά, χαρακτηρίστηκε από την έλλειψη τροφίμων, από τη μεγάλη πείνα που ενέσκηψε, η οποία έπληξε και το Μακρυχώρι, καθώς η παραγωγική δραστηριότητα είχε σταματήσει λόγω του πολέμου. Το έτος 1941, το σαρανταένα, έγινε, και παραμένει ακόμα στη συνείδηση των Ελλήνων, ταυτόσημο με την έννοια πείνα.

Θύματα των Γερμανών κατακτητών στη διάρκεια της κατοχής, μεμονωμένες εκτελέσεις στα πλαίσια αντιστασιακών δραστηριοτήτων ή άλλων περιστάσεων, υπήρξαν και στο Μακρυχώρι. Οι Αθανάσιος Δ. Σουπεκιώτης και Γεώργιος Ιω. Φαρμάκης σκοτώθηκαν στα πλαίσια αντιστασιακών επιχειρήσεων κατά των Γερμανών. Γερμανοί επίσης σκότωσαν τον Ιωάννη Ευθ. Μπέλλο, που τον βρήκαν στα πρόβατά του, και το Θωμά Ραχώβα στη Βρύση του χωριού, μάλλον μετά από στιγμιαία διένεξη μεταξύ τους. Επίσης στην περίοδο της γερμανικής κατοχής και της εθνικής αντίστασης σκοτώθηκαν, υπό αδιευκρίνιστες πάντως συνθήκες, ο Αθανάσιος Χρ. Βλάγκας, λίγο έξω από το χωριό, και Λεωνίδας Γ. Νάρης, εκτός περιοχής Μακρυχωρίου.

Ομαδικές εκτελέσεις και ομαδικά γερμανικά αντίποινα δεν υπήρξαν ευτυχώς στο Μακρυχώρι. Ωστόσο, όταν δύο Γερμανοί στρατιώτες σκοτώθηκαν στο Μακρυχώρι, από Μακρυχωρίτες όπως διαπιστώθηκε, οι Γερμανοί αναζήτησαν τους εκτελεστές τους στο Μακρυχώρι και απείλησαν άμεσα το χωριό με ομαδικά αντίποινα. Τότε ο Αθηναίος δικηγόρος Κωνσταντίνος Λάμπρου, γνώστης της Γερμανικής γλώσσας, που διέμενε εκείνον τον καιρό στο χωριό, έσωσε το Μακρυχώρι από μεγάλη καταστροφή. Έπεισε τους Γερμανούς ότι οι στρατιώτες τους δε σκοτώθηκαν στο Μακρυχώρι και ότι πέρασαν από εδώ και έφυγαν προς άλλη κατεύθυνση. Το Κ.Σ. Μακρυχωρίου τον Αύγουστο του 1950 ανακήρυξε τον Κωνσταντίνο Λάμπρου επίτιμο δημότη του Μακρυχωρίου και το Δ.Σ. του  Δήμου Μακρυχωρίου το 2001 έδωσε το όνομά του στο δρόμο μπροστά στην κεντρική πλατεία και τα καταστήματα.

Υπήρξαν ωστόσο, σύμφωνα με μαρτυρίες χωριανών, και κάποιοι, ευτυχώς ελάχιστοι και μεμονωμένοι, που η διάθεση και η συμεριφορά τους προς τους κατακτητές ήταν όχι απλά συμπεριφορά ανοχής, αλλά συμπεριφορά αποδοχής και όχι μόνο. Ίσως λιποψύχησαν ή, το πιθανότερο, πίστεψαν ότι η κατοχή θα είναι διαρκής και μόνιμη και έσπευσαν να αντλήσουν από τους κατακτητές ισχύ και δυνατότητα επιρροής προς άλλους. Η συμπεριφορά τους κρίθηκε ανεπίτρεπτη και κάποιοι από αυτούς τιμωρήθηκαν με τη ζωή τους από αντιστασιακούς αντάρτες.

Ο οδυνηρός εμφύλιος πόλεμος, το δεύτερο αντάρτικο, που ακολούθησε (1945-1949) μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς έπληξε βέβαια και το Μακρυχώρι, όπως και όλη τη χώρα. Ο κόσμος «είχε κοπεί στα δύο». Άλλοι κατατάσσονταν και υπηρετούσαν στον επίσημο στρατό του κράτους, τον Εθνικό στρατό, άλλοι, που πίστευαν στο κομμουνιστικό κοινωνικό σύστημα, έπαιρναν τα όπλα και εντάσσονταν στο στρατό των ανταρτών, το Δημοκρατικό στρατό. Υπήρχαν και κάποιοι που συγκροτούσαν και εντάσσονταν σε παρακρατικές οργανώσεις, που δρούσαν κατά των ανταρτών. Και όσοι, οικογενειάρχες κυρίως, βρίσκονταν ανάμεσα, προσπαθούσαν να κρατήσουν ουδέτερη στάση, αυτοί κινδύνευαν και φυλάγονταν αγωνιωδώς από το μένος και των δύο αντιμαχόμενων παρατάξεων.

Οι ιδεολογικές διαφορές και αντιθέσεις, οι καχυποψίες και οι εμφυλιοπολεμικές τάσεις προϋπήρχαν και είχαν εκδηλωθεί ανάμεσα στα μέλη των οργανώσεων από την περίοδο της γερμανικής κατοχής και της εθνικής αντίστασης. Τα στοιχεία αυτά σταδιακά εξελίχθηκαν μετά το 1944 σε εμφύλιο πόλεμο, που ξεκίνησε, και για πολύν καιρό εκδηλωνόταν, με πολεμικές μικροσυγκρούσεις και αψιμαχίες και με αμοιβαίους σκοτωμούς, μεμονωμένους ή ομαδικούς, στο εσωτερικό της χώρας και σε κατοικημένες περιοχές και τελείωσε με γενικευμένο και τακτικό πόλεμο ανάμεσα στους στρατούς των δύο πλευρών στα βουνά της βορειοδυτικής Μακεδονίας.

Στις εμφυλιοπολεμικές συγκρούσεις πολλοί Μακρυχωρίτες πήραν μέρος και πολλοί από αυτούς έχασαν τη ζωή τους. Από τους υπηρετούντες στον Εθνικό στρατό σκοτώθηκαν σε διάφορες μάχες οι στρατιώτες Κωνσταντίνος Δημ. κατσιγιάννης, Νικόλαος Αστ. Κατσιγιάννης, Βασίλειος Α. Πελεκούδας, Αθανάσιος Δ. Ρόμπας και Θωμάς Φ. Σινάπαλος. Από την πλευρά των ανταρτών και τους ενταγμένους στο Δημοκρατικό στρατό έχασαν τη ζωή τους, σε μάχες ή σε μεμονωμένα περιστατικά υπό διάφορες συνθήκες, οι Ιωάννα Αναστασίου, Ιωάννης Αναστασίου, Γεώργιος Δ. Ανδρέου, Δημήτριος Κ. Γεωργάκης, Παναγιώτης Αθ. Ζέρβας, Ευάγγελος Ηλίας ή Λιάιδας, Μάρκος Ηλίας ή Λιάιδας, Αθανάσιος Μάρκος, Αθανάσιος Μπουροτζίκας, ο επονομαζόμενος και Περονόσπορος, Γεώργιος Κ. Παλάτος, Ιωάννης Ευ. Παρλάντζας, Αντώνιος Αστ. Ρόμπας, Παναγιώτης Γ. Σαΐτης, Νικόλαος Σεληγκούνας, Δημήτριος Απ. Σκουτής, Γεώργιος Δ. Σουπεκιώτης, Λάζαρος Αθ. Στρατόπουλος, Δήμητρα Αν. Τσιάνη, Ηλίας Αν. Τσιάνης, Μιχαήλ Κ. Φαρμάκης και Χρήστος Κ. Φαρμάκης.

Οι Κωνσταντίνος Κωτσιόπουλος και Αστέριος Σεληγκούνας μετά την ουσιαστική λήξη του πολέμου δεν παραδόθηκαν και δεν κατέθεσαν αμέσως τον οπλισμό τους. Προβληματίζονταν αν θα επιστρέψουν και μείνουν στον τόπο τους ή αν θα εκπατρισθούν σε χώρα της Ανατολικής Ευρώπης, όπως έκαναν και πολλοί άλλοι συναγωνιστές τους. Στη φάση αυτή σκοτώθηκαν από το Στρατό σε επιχείρηση που έκανε να τους συλλάβει, όταν πληροφορήθηκε την παρουσία τους σε περιοχή της Καρακόπετρας. Ειδικά ο Κωτσιόπουλος συνελήφθη τραυματίας και σκοτώθηκε μετά τη σύλληψή του, χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες διαδικασίες.

Πολλοί νέοι από αυτούς που εντάχθηκαν στο Δημοκρατικό στρατό είχαν στρατολογηθεί από τους αντάρτες χωρίς τη θέλησή τους. Οι περισσότεροι από αυτούς απέδρασαν, άλλος γρηγορότερα, άλλος αργότερα, και γύρισαν στα σπίτια τους. Κάποιοι άλλοι απ’ αυτούς ή επέλεξαν να παραμείνουν εκεί ή δεν μπόρεσαν, παρά την επιθυμία τους, να φύγουν. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν από τους αναγραφέντες οι  Γεώργιος Ανδρέου, Γεώργιος Παλάτος, Αντώνιος Ρόμπας, ίσως και άλλοι.

Από εξοστρακισμό αδέσποτης σφαίρας στρατιωτών, που έβαλλαν από κοντινή απόσταση μέσα στο χωριό, επιδιώκοντας να αποτρέψουν πιθανή επίθεση ανταρτών, σκοτώθηκε το 1948 και μία γυναίκα, η Δάφνη Λιούπα, σύζυγος Γεωργίου Λιούπα, που σκούπιζε την ώρα εκείνη την αυλή του σπιτιού τους.

Μετά την ήττα των ανταρτών και τη λήξη του εμφυλίου πολέμου πολλοί αντάρτες εκπατρίσθηκαν και προσέφυγαν σε κομμουνιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Κάποιοι απ’ αυτούς επαναπατρίσθηκαν μετά από χρόνια. Μακρυχωρίτες που επαναπατρίσθηκαν και γύρισαν στο χωριό, μόνοι τους ή με τις οικογένειές τους που εν τω μεταξύ είχαν δημιουργήσει, ήταν οι Χρήστος Σουπεκιώτης, το 1959, και περί το 1980 οι Χρήστος Ιω. Κατσιγιάννης, Αστέριος Συμπεθέρης, Δημήτριος Τζανέκας, Χρήστος Τσιάκος και Γεώργιος Κ. Φαρμάκης.

Αλλά το κορυφαίο, ακραίο και σημαδιακό γεγονός του εμφυλίου πολέμου για το Μακρυχώρι είναι η σφαγή της 6ης Αυγούστου 1946. Τη μέρα εκείνη ένοπλες παρακρατικές ομάδες, με επικεφαλής «το Σούρλα τον περιβόητο», που ονομάστηκαν γι’ αυτό Σουρλικοί ή Σουρλάδες, ανεξέλεγκτες, ίσως και λόγω αδυναμίας, από την τότε επίσημη Πολιτεία, ήρθαν στην περιοχή του Μακρυχωρίου, με σκοπό να συλλάβουν, να τιμωρήσουν και να εκδικηθούν αριστερούς αντάρτες και κομμουνιστές. Λίγες μέρες νωρίτερα στην περιοχή του Παραποτάμου, στο καράβι που λειτουργούσε στον Πηνειό, μέλη αυτών των ομάδων, πορευόμενοι προς την περιοχή των Γόννων, δέχτηκαν επίθεση από αντάρτες της περιοχής. Στη συμπλοκή αυτή σκοτώθηκαν συγγενικά πρόσωπα μελών των ομάδων αυτών. Φορτισμένοι λοιπόν από το θάνατο των συγγενών τους και υπό το κράτος του εμφυλιοπολεμικού μένους δολοφόνησαν περισσότερους από δεκαπέντε αθώους νέους άνδρες του Μακρυχωρίου και έκαψαν περισσότερα από δέκα σπίτια το ίδιο αθώων Μακρυχωριτών. Έπιασαν όσους βρήκαν ανυποψίαστους στα χωράφια τους ή στα πρόβατά τους ή στα σπίτια τους και τους εκτέλεσαν ομαδικά με μαχαίρι και πιστόλι, χωρίς καν να εξετάσουν την ιδεολογία τους ή την εμφυλιοπολεμική τους δράση, αφήνοντας πίσω χήρες με νεογέννητα ή με παιδιά στην κοιλιά τους ακόμα.

Ο Μακρυχωρίτης Κωνσταντίνος Γ. Παλάτος σε αυτοβιογραφικές σημειώσεις του γράφει για το γεγονός αυτό με το παραστατικό του ύφος. «Έρχεται η μαύρη και τρομερή ημέρα 6 Αυγούστου 1946. Καταφθάνουν ώρα 8-9 το πρωί 5-6 αυτοκίνητα φορτηγά με το Σούρλα τον περιβόητο…, όπου ζώσαν καλά όλο το χωριό, σφάξαν πρόβατα, ψήσαν στο φούρνο και πολύ καλά γλέντησαν όλοι τους και κατόπιν άρχισαν το πλιατσικολόγημα και κατόπιν βάλαν φωτιά σε αθώα σπίτια και σφάξαν αθώους ανθρώπους». Και «6 Αυγούστου οι Σουρλάδες στο Μακρυχώρι σφάξαν με το μαχαίρι και το πιστόλι και φωτιά με τον πλέον φρικτόν και άγριον τρόπο ως άλλοι Νέρωνες».

Τα θύματα της σφαγής αυτής ήταν οι: Βασίλειος Ανδρέου, Σπύρος Βλάγκας, Γεώργιος Γκρέτσης, Αστέριος Δαρδακούλης, Ελευθέριος Ζιώγας, Αστέριος Ζούλφος, Νικόλαος Ζούλφος, Ιωάννης Ήλος, Σπύρος Μπουροτζίκας, Ευάγγελος Αθ. Πατσιούρας, Νικόλαος Στογιάννης, Διονύσιος Τσικρικώνης, Γεώργιος Τσιτσούλης, Βασίλειος Φουσίκας (Γιαννουλίκας), Βασίλειος Χαλάτσης, Ιωάννης Χαλάτσης και ο Αμπελωνίτης, καρροποιός στο Μακρυχώρι, Νικόλαος Χάμπογλου. Σ’ αυτούς πρέπει να προστεθεί και η Αγορίτσα Λιούπα, σύζυγος του Κων/νου, η οποία, όταν έβαλαν φωτιά στο σπίτι της, αρνήθηκε να βγει έξω και κάηκε ζωντανή προσπαθώντας με τενεκέδες να τη σβήσει.

Κατά τον Κων/νο Παλάτο ο Αστυνόμος της περιοχής την εποχή εκείνη Βασίλειος Λιάτσος έλεγε: «φουτ-μπολ κατάντησε ο κοσμάκης, τη μέρα εμείς, τη νύχτα οι κατσιαπλιάδες, τι θα γίνει αυτή η κατάστασις; Σφάξε κάψε εμείς, σφάξε κάψε οι κατσιαπλιάδες, και όταν θα τους χρειαστούμε, πού θα τους βρούμε;».

Δυστυχώς επιβεβαιώθηκε και στην περίπτωση αυτή ο αρχαίος ιστορικός Θουκυδίδης. «Σ’ αυτές τις ακρότητες έφτασε ο εμφύλιος πόλεμος… Οι εμφύλιες συγκρούσεις έφεραν μεγάλες και αμέτρητες συμφορές που γίνονται και θα γίνονται πάντα, όσο δεν αλλάζει η φύση του ανθρώπου»[16].

«Ο πόλεμος γίνεται δάσκαλος της βίας και ερεθίζει τα πνεύματα του πλήθους»[17].

Ο εμφύλιος πόλεμος είναι ο χειρότερος και ο οδυνηρότερος πόλεμος.

 

Ζ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

 

Βασικές επαγγελματικές ασχολίες των κατοίκων του Μακρυχωρίου, από τη σύστασή του ως οικισμού μέχρι και σήμερα, ήταν, όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενο σχετικό κεφάλαιο, η γεωργία και η κτηνοτροφία. Υπήρχαν βέβαια και επαγγέλματα τεχνικού χαρακτήρα, βιοτεχνικά, που ήταν απαραίτητα για τη λειτουργία και την ύπαρξη της κοινότητας. Το εμπόριο, δηλαδή η μεταφορά και διάθεση αγαθών από και σε άλλα μέρη, ήταν από ανύπαρκτο έως πολύ περιορισμένο.

Γενικά η οικονομική δραστηριότητα ήταν «κλειστή», είχε τοπικό χαρακτήρα. Τα παραγόμενα αγαθά καταναλώνονταν κυρίως από τους ίδιους τους παραγωγούς τους. Και όποια ανταλλαγή προϊόντων υπήρχε είχε χαρακτήρα τοπικό, ανταλλάσσονταν δηλαδή προϊόντα παραγόμενα στο Μακρυχώρι ή και στα γύρω χωριά, και, επειδή ο κόσμος δεν είχε αρκετά χρήματα, μετρητά, γινόταν είδος με είδος (αντιπραγματισμός). Ωστόσο υπήρχαν και λίγα μικρά καταστήματα (μαγαζιά), όπου μπορούσε να προμηθευτεί κανείς βασικά προίόντα, παραγόμενα αλλού, όπως αλάτι, ζάχαρη, ρύζι, ζυμαρικά και άλλα απαραίτητα αγαθά.

Τα γενικά αυτά στοιχεία υπήρχαν και χαρακτήριζαν μέχρι και τη δεκαετία του 1950 την οικονομική ζωή του Μακρυχωρίου και της γύρω περιοχής με κάποιες ίσως επιμέρους, κατά τόπους και κατά καιρούς, διαφοροποιήσεις. Από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960 και κυρίως μετά το 1970 σημειώθηκε, ως γνωστόν, στη χώρα μας ραγδαία και μεγάλη οικονομική ανάπτυξη σε όλους τους τομείς.

Θα προσπαθήσω λοιπόν εδώ να εκθέσω, κάπως αναλυτικά, στοιχεία της οικονομικής δραστηριότητας των Μακρυχωριτών και να σκιαγραφήσω το επίπεδο και την ποιότητα της ζωής τους, για να θυμηθούμε οι παλαιότεροι και να γνωρίσουν οι νεότεροι. Η έκθεση αυτή θα καλύπτει την περίοδο μέχρι και τη δεκαετία του 1960 περίπου. Όποια σχετική αναφορά θα γίνει για την περίοδο μετά το 1970 θα είναι γενική και συνοπτική, καθώς η οικονομική κατάσταση από τότε μέχρι τώρα δεν έχει αλλάξει πολύ και είναι επομένως γνωστή.

 

Ζ1.  Γεωργία 

 

Βασικές γεωργικές καλλιέργειες ήταν τα δημητριακά (Δήμητρα → δημητριακά), κυρίως το σιτάρι και το κριθάρι και σε μικρότερη έκταση ο αραβόσιτος (καλαμπόκι), η σίκαλη (βρίζα) και η βρόμη. Άλλες καλλιέργειες ήταν τα αμπέλια, το σουσάμι, τα μποστανοειδή (καρπούζια, πεπόνια), τα κουκκιά, ο βίκος, το λαθούρι. Επίσης ο καπνός (το καπνό ή τα καπνά) και το βαμπάκι. Η καλλιέργεια καρποφόρων-οπωροφόρων δέντρων (ελιά, αμυγδαλιά, βερικοκιά, αχλαδιά κ.ά.) μέχρι και τη δεκαετία του 1950 ήταν πολύ περιορισμένη. «Έβαζαν» και λαχανικά στους μπαχτσέδες, στα οικόπεδα των σπιτιών τους ή στην περιοχή της Βρύσης του χωριού, όπου υπήρχε διαθέσιμο νερό.

Όλες αυτές οι καλλιέργειες γίνονταν με ανθρώπινη χειρωνακτική εργασία (με την τσάπα) και με τα ζώα (βόδια, άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια), που έσερναν διάφορα εργαλεία, το αλέτρι, τη σβάρνα, τη δοκάνη, το κάρο για τις μεταφορές κ.ά.

Τα προϊόντα των καλλιεργειών αυτών, σχεδόν στο σύνολό τους, προορίζονταν για ιδία, οικιακή, χρήση, για τη διατροφή των ανθρώπων και για ζωοτροφές. Τυχόν περίσσευμα προϊόντων, κυρίως των δημητριακών, καθώς και το βαμπάκι και το καπνό τα διέθεταν οι παραγωγοί για ανταλλαγή και απόκτηση άλλων αγαθών ή τα πουλούσαν στο εμπόριο για απόκτηση χρημάτων.

− Η καλλιέργεια των σιτηρών (σιτάρι, κριθάρι) απαιτούσε ενασχόληση του γεωργού σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του έτους.

Από το χειμώνα, Δεκέμβριο και μετά, ως το επόμενο φθινόπωρο, που θα έσπερναν τα χωράφια τους, οι γεωργοί όργωναν τα χωράφια τους (όσα είχαν αφήσει άσπαρτα την προηγούμενη χρονιά) τουλάχιστον τρεις φορές. Το όργωμα (άροση) γινόταν με αλέτρι, ξυλάλετρο ή σιδερένιο, που το έσερναν βόδια, άλογα ή μουλάρια και σπανιότερα γαϊδούρια. Τα βόδια ή τα άλογα (αροτήρες βόες και ίπποι) έσερναν το αλέτρι, με το υνί του μπηγμένο στο χώμα του χωραφιού σε βάθος 20 εκατοστών περίπου, ανά δύο, ανά ζευγάρι, γι’ αυτό το όργωμα λεγόταν και ζευγάρισμα. Τα καθοδηγούσε, ακολουθώντας πίσω τους, ο γεωργός με ειδικούς ιμάντες (λουριά) ή χοντρά σχοινιά (τριχιές), τα ηνία (γκισγκ-ήνια), ενώ ταυτόχρονα κρατούσε σε σταθερή θέση το αλέτρι με τα χέρια του από ειδικές λαβές του αλετριού, τις «χειρολάβες». Τα παιδιά (αγόρια) των γεωργών από τα δεκατέσσερά τους χρόνια συνήθως «έμπαιναν στη χειρολάβα». Από τη δεκαετία του 1920 στο Μακρυχώρι ο αριθμός των βοδιών μειωνόταν και αυξανόταν ο αριθμός των αλόγων και των μουλαριών. Στη δεκαετία του 1940 η ύπαρξη «βοών αροτήρων» ήταν σχεδόν μηδενική. Το όργωμα των χωραφιών με τα μέσα αυτά απαιτούσε πολύ κόπο, για τους ανθρώπους και για τα ζώα, και πολύ χρόνο. Για το λόγο αυτό οι γεωργοί καλλιεργούσαν εναλλάξ ανά έτος ένα μέρος των χωραφιών τους, ενώ τα άλλα τα άφηναν ακαλλιέργητα (μπαΐρια) και τα βοσκούσαν τα πρόβατα. Εξάλλου μέχρι και το 1950 περίπου λιπάσματα δεν υπήρχαν και τα χωράφια είχαν ανάγκη από «ξεκούραση», αγρανάπαυση, ώστε να μπορούν να έχουν κάθε δεύτερη χρονιά καλύτερη απόδοση.

Από το 1950 περίπου οι συνθήκες αυτές άρχισαν να βελτιώνονται. Οι Μακρυχωρίτες άρχισαν να αγοράζουν, σποραδικά στη δεκαετία του 1950 όλο και περισσότεροι αργότερα, μηχανοκίνητους γεωργικούς ελκυστήρες, τα τρακτέρ, που όργωναν το χώμα βαθύτερα με αλέτρια βαριά και με μεγαλύτερα και περισσότερα από ένα υνιά. Οι πρώτοι που αγόρασαν τρακτέρ στο Μακρυχώρι ήταν οι οικογένειες Δημητρίου Γκρέτση, Διονυσίου Διονυσίου και Ιωάννη Νταβέλη από κοινού, η οικογένεια Χαράλαμπου Γεωργόπουλου, οι οικογένειες Κων/νου Γιαννακόπουλου, Επαμεινώνδα Γιαννακόπουλου, Λάζου και σιγά-σιγά και άλλοι[18]. Εξάλλου προς τα τέλη της δεκαετίας του 1950 άρχισε σταδιακά και η χρήση λιπασμάτων στα χωράφια. Έτσι μετά το 1960 καλλιεργούνται με σιτηρά περισσότερες εκτάσεις και η καλλιέργειά τους έγινε λιγότερο κουραστική και περισσότερο αποδοτική.

Και η σπορά (ο σπαρτός) των σιτηρών γινόταν με τα ίδια μέσα. Γινόταν, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, τον Οκτώβριο ή το Νοέμβριο μήνα. Ο σπόρος ήταν μέρος της παραγωγής της προηγούμενης χρονιάς, που διαχωριζόταν από ξένους σπόρους, (καθαριζόταν), με ειδικό μηχάνημα, το καθαριστήριο, και απολυμαινόταν από διάφορα μικρόβια με γαλαζόπετρα ή δαυλιτίνη. Ο σπόρος ριχνόταν στο χωράφι με το χέρι του γεωργού. Έβαζαν ποσότητα σπόρου σε ειδικά διασκευασμένο σακί, το σπειροσάκι, το οποίο κρεμούσαν από τον αριστερό ώμο και το κρατούσαν ταυτόχρονα με το αριστερό χέρι. Από το σπειροσάκι με τη χούφτα του δεξιού χεριού έπαιρναν σπόρο και περπατώντας τον διασκόρπιζαν σε όλο το χωράφι, κρατώντας ένα σταθερό ρυθμό στο βηματισμό τους και στην κίνηση του χεριού τους, ώστε ο σπόρος να διασκορπίζεται με την ίδια αναλογία σε όλη την έκταση του χωραφιού. Μετά το ρίξιμο ακολουθούσε και το σκέπασμα του σπόρου. Το σκέπασμα γινόταν με ειδικό δίυνο αλέτρι, το «δίνο», που έφερε δυο μικρά υνιά και όργωνε επιφανειακά το σπαρμένο χωράφι. Ακολουθούσε το σβάρνισμα του χωραφιού με σιδερένια σβάρνα, που έφερε κατά κανονικά διαστήματα σιδερένιες αιχμές 10-15 εκατοστών, για να σπάζει τα σβόλια, ήταν δηλαδή βολοκόπος, και να ψιλοχωματίζει το χωράφι.

Οι σπαρτικές μηχανές συρόμενες από τρακτέρ αντικατέστησαν από το 1960 περίπου και το σπειροσάκι και το γεωργό-σπορέα και κατέστησαν και αυτή την καλλιεργητική εργασία πιο ξεκούραστη και πιο αποδοτική.

Η καλή σπορά και το καλό φύτρωμα των σπόρων ήταν, και είναι βέβαια, βασική προϋπόθεση για καλή απόδοση του χωραφιού, όπως και οι καλές καιρικές συνθήκες την άνοιξη. «Αν πάρει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά ’ναι για το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα». Και αν τύχαινε τέλη Μαΐου, αρχές Ιουνίου να μη φυσήξει νότιος ζεστός άνεμος, «ο λίβας που καίει τα σπαρτά», τότε οι γεωργοί «είχαν καλή χρονιά».

Η διαδικασία συγκομιδής των σιτηρών ήταν χρονοβόρα και πολύ κουραστική και για τους ανθρώπους και για τα ζώα. Ξεκινούσε από τα τέλη Μαΐου ή τις αρχές του Ιουνίου (του θεριστή) και τελείωνε τέλος Ιουλίου (του αλωνάρη) ή και μέσα στον Αύγουστο. Περιλάμβανε δύο φάσεις, το θερισμό και τον αλωνισμό.

Ο θερισμός (ο θέρος) ξεκινούσε στις αρχές Ιουνίου, για τα κριθάρια λίγες μέρες νωρίτερα, όταν ο καρπός είχε ωριμάσει, και κρατούσε δυο-τρεις εβδομάδες. Θεριστές ήταν οι ίδιοι οι παραγωγοί ή και άλλοι μισθωμένοι ειδικοί εργάτες. Θέριζαν με το δρεπάνι και το λελέκι (μη οδοντωτό δρεπάνι). Κάθε θεριστής θέριζε (έκοβε) μια σειρά του χωραφιού πλάτους 1-2 μέτρα και εναπόθετε τα στάχυα στο έδαφος χεριές-χεριές. Πίσω ακολουθούσε ο δέτης (μπαγλατζής), συνήθως ένας ανά δύο θεριστές, που μάζευε τις χεριές και τις έδενε σε δεμάτια. Ως υλικό για το δέσιμο (δεματικό) χρησιμοποιούσε, διασκευάζοντάς τα κατάλληλα, μέρος από τα ίδια θερισμένα φυτά. Ο θεριστής διευκολυνόταν από την παλαμαριά, ξύλινο συνήθως εργαλείο που προσαρμοζόταν, περίπου σαν γάντι, στα δάκτυλα και την παλάμη του αριστερού χεριού, το οποίο και προέκταση του χεριού αποτελούσε, ώστε να αγκαλιάζει περισσότερα στάχυα, και προστάτευε τα δάχτυλα και την παλάμη από το δρεπάνι που το «δούλευε» με το δεξί του. Ο δέτης διευκολυνόταν από τον κλιτσινίκο, ελαφρά καμπύλο ξύλινο εργαλείο με μήκος 30-40 εκ. και πλάτος 2x3 εκ. περίπου. Στη μία άκρη ήταν μυτερό και έφερε αμβλεία εγκοπή (κόκα). Βοηθούσε να γίνει το δέσιμο σφικτό και σταθερό. Όταν τελείωνε ο θερισμός του χωραφιού, μάζευαν τα δεμάτια σε σωρούς (θημωνιές) μέσα στο χωράφι, τοποθετώντας τα έτσι, ώστε να προστατεύεται ο καρπός (τα στάχυα) από τις βροχές ή από αδέσποτα ζώα.

Η εργασία του θερισμού, καθώς γινόταν τις περισσότερες ώρες κάτω από καυτό ήλιο, ήταν πολύ κουραστική, εξαντλητική για τους θεριστές. Χαρακτηριστικές είναι κάποιες παροιμιακές φράσεις, όπως «ζόρι, γαμπρέ μ(ου), στο θέρο» ή «θέρος, τρύγος, πόλεμος» ή η παρατήρηση που γίνεται σε κάποιον πεινασμένο, όταν τρώει πολύ και με λαιμαργία, «τι τρως έτσι, στο θέρο σ’ είχα;».

Θεωρώ εξάλλου σκόπιμο να αναφέρω εδώ ότι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο γινόταν ο θερισμός στη χώρα μας από χιλιάδες χρόνια πριν. Σχετική περιγραφή υπάρχει σε στίχους του Ομήρου, δηλαδή εδώ και 2.500 χρόνια περίπου, που αποτελούν μαρτυρία της διαχρονικότητας του πολιτισμού στον ελλαδικό χώρο.

«Κι έβαζε ακόμα χτήμα απάνω του βασιλικό, κι αργάτες

θερίζαν, κοφτερά στα χέρια τους φουχτώνοντας δρεπάνια·

άλλα χερόβολα σωριάζονταν στο χώμα αράδα αράδα,

κι άλλα τα δέναν με ασταχόσκοινα γερά οι δεματιαστάδες·

κι ήτανε τρεις που τα δεμάτιαζαν, και πίσω τους αγόρια

τρέχαν, μαζεύαν τα χερόβολα, στην αγκαλιά τα παίρναν,

και τά ’διναν πιο πίσω· αμίλητος ο βασιλιάς στεκόταν

με το ραβδί του απάνω στ’ όργωμα, βαθιά του αναγαλλιώντας.

Κάπου πιο πέρα οι κράχτες σύνταζαν κάτω από δρυ το γιόμα».

(ΙΛΙΑΔΑΣ Σ, στιχ. 550-558. Μετάφραση Ν. Καζαντζάκη-Ι.Θ. Κακριδή. Ο Ήφαιστος κατασκευάζει και διακοσμεί την ασπίδα του Αχιλλέα με διάφορα θέματα από την κοινωνική ζωή.)

Λίγο πριν το 1950 Μακρυχωρίτες με σχετικά μεγάλη κτηματική περιουσία προμηθεύτηκαν θεριστικές μηχανές. Η θεριστική μηχανή σύρονταν στο χωράφι από τέσσερα άλογα, τα οποία καθοδηγούσε ο οδηγός και χειριστής της μηχανής αγρότης, και με ειδικό κινούμενο μαχαίρι θέριζε τα σιτηρά. Τα θερισμένα φυτά μεταφέρονταν προς το πίσω μέρος της μηχανής με κυλιόμενο πλατύ ιμάντα, όπου ειδικός μηχανισμός τα έδενε αυτόματα με σκοινί, το μηχανόσκοινο, και με την πίεση ενός εξαρτήματος, του εξολκέα, τα έσπρωχνε και τα έριχνε στο έδαφος. Η μηχανή αυτή ήταν μια ανακούφιση για τους γεωργούς.

Με την ίδια δυσκολία και τον ίδιο αγώνα γινόταν και ο αλωνισμός, τον Ιούλιο (αλωνάρη) μέχρι και τα μέσα του Αυγούστου.

Το πρώτο στάδιο της διαδικασίας του αλωνισμού ήταν ο «κουβάλος», η μεταφορά των δεματιών από τα θερισμένα χωράφια στους μεριάδες ανατολικά του χωριού. (Το μεγαλύτερο μέρος των μεριάδων αυτών τώρα έχει καλυφθεί από σπίτια). Τα δεμάτια τα μετέφεραν (τα κουβαλούσαν) με κάρα· κάρα μονά, με έναν άξονα και δύο τροχούς, που τα έσερνε ένα άλογο, και κάρα διπλά, με δύο άξονες και τέσσερις τροχούς, που τα έσερναν δύο άλογα (μονόκαρα, διπλόκαρα). Στο διπλόκαρο φόρτωναν και περισσότερα από 50 δεμάτια τοποθετώντας τα το ένα πάνω στο άλλο και σε ύψος δύο μέτρα και περισσότερο από τη βάση (πόρτα) του κάρου. Στη φόρτωση των δεματιών στο ύψος αυτό βοηθούσαν τα χάλπια, ειδικά γερά ξύλα με μήκος 2-2,5 μέτρα και πλάτος 5x 7 εκατοστά, τα οποία προσαρμόζονταν ανά τρία και όρθια στην κάθεμια από τις δύο πλευρές (παραπέτες) του κάρου, έτσι ώστε να τις προεκτείνουν προς τα πάνω. Τα χάλπια βοηθούσαν και στο δέσιμο του φορτίου, που γινόταν με χοντρά σκοινιά (τριχιές). Τα δεμάτια που κουβαλούσαν τα στοίβαζαν με τάξη και σειρά σε έναν μεγάλο σωρό, τη θημωνιά, απ’ όπου τα έπαιρναν μετά, για να τα αλωνίσουν.

Σχετική απόφαση του Δήμου Νέσσωνος στις 10.4.1909 μας μεταφέρει στο κλίμα και τις αγωνίες της εποχής. Το Δ.Σ. χορηγεί πίστωση 400 δρχ. «δια την επισκευήν της οδού μεταξύ του χωρίου Μακρυχωρίου και Ραχμάν ήτοι ακριβώς εις την θέσιν Καρασλάρ ή Γκεντίκι προς αποκατάστασιν της ελευθέρας συγκοινωνίας καθόσον εκ των τελευταίων βροχών κατεστράφη η οδός αύτη και διεκόπη τελείως η συγκοινωνία πολλώ δε μάλλον καθόσον διά της οδού ταύτης θα μετακομισθώσιν οι δημητριακοί καρποί των κατοίκων του Μακρυχωρίου εκ των αγρών της θέσεως Ραχμάν εις δέματα οίτινες κάτοικοι διά μόνης της οδού ταύτης δύνανται να μεταφέρωσι άπαντα εν γένει τα εισοδήματά των». Ορίζεται επιβλέπουσα επιτροπή του έργου από τους Κων/νο Μπούτο, Πέτρο Τσέτσιλα και Δημήτριο Γεωργόπουλο.

Μέχρι και τη δεκαετία του 1920 τα σιτηρά, αλλά και άλλοι καρποί, όπως ο βίκος, τα κουκκιά, αλωνίζονταν με τη δοκάνη (αδοκάνη). Ο γεωργός έριχνε, λυμένα και σκόρπια, μια ποσότητα δεματιών σε μια κυκλική έκταση, το αλώνι, με διάμετρο 10-12 μέτρα περίπου, αφού προηγουμένως την είχε καθαρίσει από τις πέτρες, τα ξερά χορτάρια και αγκάθια. Στη μέση του αλωνιού αυτού υπήρχε μπηγμένος δυνατός πάσσαλος. Τα δεμάτια αυτά τα ποδοπατούσαν άλογα ή μουλάρια τρέχοντας επάνω τους με τρέξιμο σχετικά αργό, ρυθμικό και σταθερό. Τα ζώα ήταν συνδεμένα με τον πάσσαλο από το κεφάλι τους (από το καπίστρι) με ένα χοντρό σκοινί (τριχιά) ή ιμάντα και ελεγχόμενα από το γεωργό έτρεχαν πάνω στα στάχυα κυκλικά, από την περιφέρεια προς το κέντρο και ανάστροφα, καθώς το σκοινί τυλίγονταν και ξετυλίγονταν γύρω από τον πάσσαλο. Με το ποδοπάτημα αυτό, που λεγόταν τσιατμάς (ο γεωργός «βαρούσε τσιατμά»), τρίβονταν σε πρώτο στάδιο τα άχυρα και τα στάχυα και αποχωριζόταν μέρος του καρπού από τα στάχυα. Ακολουθούσε το τελικό τρίψιμο με τη δοκάνη. Ήταν ειδική βαριά ξύλινη σβάρνα, της οποίας η από κάτω επιφάνεια ήταν οδοντωτή, καθώς έφερε σταθερά σφηνωμένα «δόντια» από σκληρή πέτρα ή μέταλλο. Τη δοκάνη την έσερναν τα ζώα, μαζί με το γεωργό επάνω της που τα καθοδηγούσε, γύρω-γύρω στο αλώνι, μέχρι να συνθλιβούν τα άχυρα και τα στάχυα και να χωριστεί όλος ο καρπός από τα στάχυα. Τα μικρά παιδιά, που ανέβαιναν κι αυτά «καβάλα» στη δοκάνη, πιο πολύ για να παίξουν και να διασκεδάσουν, προσαύξαναν το βάρος και την πίεση της δοκάνης. Μάζευαν μετά το αλωνισμένο αυτό υλικό, άχυρα και καρπό, σε ένα μέρος του αλωνιού και, όταν φυσούσε κατάλληλος αέρας, το λίχνιζαν. Με το λίχνισμα διαχωριζόταν ο καρπός από τα άχυρα. Μετά το λίχνισμα για τον τελικό διαχωρισμό του καρπού γινόταν το κοσκίνισμα, με κόσκινα μικρά ή και μεγάλα, τα δερμόνια. Μετέφεραν τέλος τον καρπό μέσα σε σακιά με το κάρο στο σπίτι και τον έβαζαν στις αποθήκες, τα αμπάρια, που ήταν κυρίως ειδικοί χώροι ενσωματωμένοι στο σπίτι και όχι αποθήκες έξω από το σπίτι.

Μετά το 1920 εμφανίζεται στην περιοχή μας και αλωνιστική μηχανή, η πατόζα. Είναι βέβαιο ότι τέτοια μηχανή είχε την εποχή αυτή ο μεγαλοκτηματίας της Γυρτώνης Στυλιανός Παπαγεωργίου. Εξάλλου το Κοινοτικό Συμβούλιο Μακρυχωρίου στις 8.6.1922 αποφασίζει την επισκευή του δρόμου «Γκιντίκια-Μακρυχωρίου, διά να καταστή τοιουτοτρόπως εφικτή η μεταφορά των δημητριακών καρπών ως και της αλωνιστικής μηχανής προς αλωνισμόν αυτών». Αρχηγός της ομάδας εργασίας ορίζεται ο Μάρκος Ραχώβας.

Η πατόζα ήταν ογκώδης και βαρύς μηχανισμός, περίπου σαν ένα μικρό λεοφωρείο, που έφερε τροχούς μικρούς και μετακινιόταν με μικρή ταχύτητα συρόμενη με άλογα ή, αργότερα, με τρακτέρ. Το αλωνιστικό σύστημα έμπαινε σε λειτουργία με ατμομηχανή (ατμοκάζανο) ή με τη μηχανή ενός μεγάλου τρακτέρ, που του έδινε κίνηση από απόσταση 20 περίπου μέτρων μέσω ενός μεγάλου και δυνατού ιμάντα, που σύνδεε δύο τροχαλίες, μία του τρακτέρ και μία της πατόζας. Οι γεωργοί έστηναν τις θημωνιές ομαδικά, μία δίπλα στην άλλη, σε επιμήκεις σειρές 50-100 μέτρων, «τα τμήματα», αφήνοντας ανά μία θημωνιά χώρο, ώστε να χωράει ανάμεσά τους η αλωνιστική μηχανή. Η μηχανή έμπαινε ανάμεσα και κοντά σε δύο θημωνιές και τις αλώνιζε, πρώτα τη μία, μετά την άλλη. Μετά έμπαινε ανάμεσα σε άλλες δύο θημωνιές του ίδιου τμήματος, έκανε «μετακόμιση». Έτσι η μετακόμιση δεν απαιτούσε πολύ χρόνο. Εργάτες έριχναν τα δεμάτια σε υποδοχή στο πάνω μέρος της μηχανής, όπου τα οδηγούσε ειδικό κυλιόμενο σύστημα, και στο κάτω μέρος έβγαινε καθαρός ο καρπός σε ένα στόμιο και σε άλλο στόμιο τα σκύβαλα (σπασμένοι καρποί και καρποί άλλων φυτών), που προορίζονταν για ζωοτροφή. Στο πίσω μέρος της μηχανής από ένα φαρδύ και μακρύ σωλήνα έβγαιναν ψιλοκομμένα τα άχυρα, τα οποία δημιουργούσαν ένα μεγάλο σωρό, το «λαμνί».

Η πατόζα διευκόλυνε βέβαια πολύ τον αλωνισμό. Ωστόσο παράλληλα μ’ αυτή λειτουργούσε και η δοκάνη μέχρι και τη δεκαετία του 1930 χωρίς να εκλείψει εντελώς και στη δεκαετία του 1940.

Μετά τη μεταφορά του καρπού στα αμπάρια του ο γεωργός μετέφερε και το άχυρο στον αχυρώνα (στην αχυρώνα έλεγαν οι Μακρυχωρίτες). Το μετέφεραν με το κάρο, το οποίο για τη μεταφορά αυτή έφερε «καλαμωτό». Ήταν ένα δίχτυ (πλέγμα) συρμάτινο ή νημάτινο, το οποίο προσαρμοζόταν και προσδενόταν στην καρότσα του κάρου και στα έξι χάλπια, ώστε να προεκτείνει σε ύψος και πλάτος την καρότσα και να χωράει μεγάλη ποσότητα άχυρου. Το φόρτωναν πεπιεσμένο στο καλαμωτό με ειδικό μεγάλο καρπολόι, τη δικούλα, και με το ίδιο εργαλείο το άδειαζαν στον αχυρώνα από ειδικό στόμιο (παράθυρο) που είχε ο αχυρώνας προς την πλευρά του δρόμου. Το άχυρο το έτρωγαν το χειμώνα τα ζώα (άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια), αλλά είχε και άλλες χρήσεις· το έκαιγαν οι νοικοκυρές στη γάστρα, για να ψήνουν το ψωμί ή την πίτα, και το έστρωναν οι κτηνοτρόφοι στο μαντρί το χειμώνα, όπως και τώρα, για να έχουν τα πρόβατα ζέστη και καθαριότητα. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1950 η μεταφορά και αποθήκευση του άχυρου έγινε πιο εύκολη, καθώς λειτούργησαν από τότε ειδικές μηχανές-πρέσες (μπαλομηχανές), που πίεζαν το άχυρο και το έκαναν δέματα (μπάλες).

Στ’ αλώνια στους μεριάδες του χωριού μας, για τρεις περίπου μήνες κάθε καλοκαίρι, ένα πανηγύρι γινόταν. Αυτήν την εικόνα κρατάω μέσα μου από τα παιδικά μου χρόνια στη δεκαετία του 1950. Ένα πανηγύρι με τους γεωργούς, τα ζώα και τα κάρα, που πηγαινογύριζαν στα χωράφια, για να κουβαλήσουν τα δεμάτια, ή ανεβοκατέβαιναν στα σπίτια και στ’ αλώνια τους, για να ρίξουν τον καρπό στ’ αμπάρια και το άχυρο στον αχυρώνα· με τους χειριστές και τους εργάτες, που παρακολουθούσαν αν δουλεύουν καλά το βαρύ τρακτέρ, το μακρύ λουρί και ο αλωνιστικός μηχανισμός ή μέσα στον καυτό ήλιο και το δυνατό θόρυβο των μηχανημάτων τάιζαν όλη τη μέρα με δεμάτια την πατόζα και τσουβάλιαζαν τον αλωνισμένο καρπό· και με τους χειριστές και τους εργάτες, λίγο πιο πέρα δίπλα στο λαμνί, της μπαλομηχανής που έδενε το άχυρο. Και το πανηγύρι συμπλήρωναν τα μικρά παδιά, κυρίως αγόρια, που κατέβαιναν από το χωριό, συνήθως ξυπόλυτα, για να φέρουν στους εργάτες το φαγητό που ετοίμαζε η νοικοκυρά στο σπίτι, πολύ συχνά το δροσιστικό σκορδάρι· τα παιδιά που κατέβαιναν, πιο πολύ για να παίξουν ανεβαίνοντας «καβάλα» στη δοκάνη, που αλώνιζε ακόμα την εποχή εκείνη το βίκο ή τα κουκκιά, ή κυνηγώντας να καπακώσουν και να πιάσουν με τη χούφτα τους ακρίδες ή σημαδεύοντας με τη σφεντόνα, «το λάστιχο», τα σπουργίτια που κατέβαιναν, για να κλέψουν σπόρους σιταριού· για να παίξουν ακόμα μαζεύοντας σπόρους σιταριού από το στόμιο της μυρμηγκοφωλιάς, για να αγοράσουν κορόμηλα, καΐσια, σύκα και άλλα φρούτα, που έφερναν εκεί με τα ζώα τους και πουλούσαν είδος με είδος Αμπελακιώτες ή Συκουριώτες παραγωγοί· τα παιδιά που συχνά σταματούσαν προς στιγμήν το παιχνίδι τους σκύβοντας να βγάλουν κάποιο οδυνηρό αγκάθι που είχε καρφωθεί στις γυμνές πατούσες τους. Έμπαιναν ακόμα στο πανηγύρι και επαγγελματίες του χωριού (χαλκιάς, πεταλωτής, κουρέας και άλλοι), που δούλευαν με κοντότα και κατέβαιναν τώρα με τα ζώα τους να φορτώσουν και να πάρουν το δικαίωμα που τους όφειλαν οι παραγωγοί. Και το πανηγύρι ολοκλήρωναν τα γαϊδούρια, τα οποία σαμαρωμένα, έτοιμα να κάνουν κάποια μεταφορά, ή ξεσαμάρωτα γυρόφερναν πιο πέρα από τις θημωνιές, λυμένα ή περδικλωμένα με τριχιά στα μπροστινά τους πόδια ή «μακροσκοινισμένα από το παλούκι», και δάγκωναν προσεκτικά τις κορυφές ξερών αγκαθιών, για να μετριάσουν την πείνα τους, ή όχι σπάνια φρόντιζαν έμπρακτα ενώπιον όλων, φυσικά και «ξεδιάντροπα σαν τα γομάρια», για τη αναπαραγωγή του είδους τους.

Μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1950 την πατόζα άρχισε να την εκτοπίζει η κομπίνα, η αλωνιστική μηχανή που θερίζει και αλωνίζει ταυτόχρονα τα σιτηρά στο χωράφι. Τις πρώτες κομπίνες στο Μακρυχώρι αγόρασαν από κοινού οι οικογένειες Δημ. Τσιμογιάννη-Γ. Κυρίτση, τη μία, και Δημ. Αργυρίου (Θάνου), Κωνσταντίνου (Κωστή) Γιαννακόπουλου και Κωνσταντίνου Τσέτσιλα, την άλλη. Μέχρι το 1960 αγοράστηκαν και άλλες τέτοιες μηχανές (Διονυσίου, Δ. Μπούτος) και η πατόζα αντικαταστάθηκε εντελώς. Η μεταφορά του καρπού γινόταν τώρα με τρακτέρ ή και φορτηγά αυτοκίνητα. Τα γεμάτα σακιά που άφηνε πίσω της η κομπίνα τα φόρτωναν στην καρότσα και τα ξεφόρτωναν και τα άδειαζαν στο αμπάρι του γεωργού. Τη δουλειά αυτή την έκαναν εργάτες, οι χαμάληδες, άνδρες γεροί, άνδρες παλικάρια, που από το πρωί ως το βράδυ φόρτωναν και ξεφόρτωναν σακιά βάρους εκατό οκάδων περίπου το καθένα, που σταματούσαν μόνο για λίγο, για ένα κολατσιό στο πόδι, που ξεκουράζονταν μόνο καβάλα στην πλατφόρμα την ώρα της μεταφοράς ή ανακουφίζονταν από ένα-δύο τσίπουρα, που τους πρόσφερε συνήθως η νοικοκυρά του σπιτιού τη στιγμή που έβγαιναν από το αμπάρι με αδειασμένο το σακί στο χέρι τους.

− Η καλλιέργεια του καλαμποκιού ήταν πιο περιορισμένη από την καλλιέργεια των σιτηρών. Το καλλιεργούσαν κυρίως στην τοποθεσία Γιαλντάς, όπου υπήρχε και το καλοκαίρι υγρασία, κοντά στον Πηνειό και αμφίπλευρα της Καλάμτσιας λίγο πριν την εκβολή της στον Πηνειό. Η σπορά γινόταν με το χέρι σε αυλάκια μικρού βάθους, που άνοιγε και έκλεινε το αλέτρι· με το χέρι και την τσάπα και η καλλιέργεια (σκαλίσματα), με το χέρι και η συλλογή του καρπού, το «σπάσιμο του καλαμποκιού» ρόκα-ρόκα. Ακολουθούσε η αφαίρεση των φύλλων γύρω από τη ρόκα και το στέγνωμα του καλαμποκιού στον ήλιο και στον αέρα. Ο διαχωρισμός του καρπού από το στέλεχος (κουκούτσι) γινόταν επίσης με το χέρι. Κρατούσαν τη ρόκα όρθια (κάθετη) ακουμπισμένη στο δάπεδο ενός κλειστού χώρου και χτυπούσαν τον καρπό με ένα σχετικά λεπτό σιδερένιο αντικείμενο. Έτσι ο καρπός αποχωριζόταν, ξεκολλούσε, από το κουκούτσι. Τα κουκούτσια τα έκαιγαν οι νοικοκυρές στη γάστρα και στο φούρνο για το ψήσιμο ψωμιού και πίτας και τα καλαμποκόφυλλα (καλαμκόφλα) ήταν τροφή για τα ζώα, κυρίως για τα βόδια και τις αγελάδες, και υλικό για να «γεμίζουν» στρώματα, στα οποία να ξαπλώνουν και να κοιμούνται.

− Αμπέλια οι Μακρυχωρίτες καλλιεργούσαν σε περιοχές, βόρεια και ανατολικά του χωριού, που ονομάζονταν για το λόγο αυτό Αμπέλια. Η καλλιέργεια του αμπελιού ήταν πολύ επίπονη με το φύτεμα του φυτού, το μπόλιασμα και το μεγάλωμά του για 3-4 χρόνια, μέχρι την περίοδο της καρποφορίας, με το ετήσιο κλάδεμα, το ψέκασμα με θειάφι (θειάφισμα, τάφιασμα – τιάφι, κιάφι), το βλαστολόγημα και προπαντός με το σκάψιμο δυο-τρεις φορές το χρόνο. Για το βαθύ σκάψιμο του αμπελοχώραφου υπήρχαν ειδικές τσάπες (αμπελότσαπες), μεγαλύτερες (πιο πλατιές) από εκείνες του σκαλίσματος και μερικές φορές διχαλωτές (δικράνια). Για ένα περίπου μήνα, τον Αύγουστο, έτρωγαν σταφύλια ως φρούτο και το Σεπτέμβριο γινόταν ο τρύγος, μάζευαν (τρυγούσαν) όλα τα σταφύλια, καθώς είχαν πλέον ωριμάσει, και έφκιαναν το κρασί και το τσίπουρο, που ήταν βασικά στοιχεία της διατροφής τους και του νοικοκυριού τους.

Αξιοσημείωτο είναι ότι μέχρι και το 1940 περίπου η Κοινότητα Μακρυχωρίου όριζε συγκεκριμένη ημέρα «συλλογής των σταφυλιών και τρυγητού». Ο περιορισμός αυτός είχε σχέση με την προστασία του προϊόντος από τους κλέφτες, περαστικούς και ντόπιους, και με τη διευκόλυνση του έργου των αγροφυλάκων. Το Κ.Σ. Μακρυχωρίου στις 13.7.1914 συζητά με θέμα «ορισμός ημέρας και εβδομάδος μεταβάσεως εις αμπέλους προς λήψιν σταφυλών» και στις 29.8.1921 «ορίζει χρόνον τρυγητού την 13.9.1921 από ανατολάς ηλίου».

Από το χυμό των σταφυλιών, το μούστο, έφκιαναν οι γυναίκες και ένα γλύκισμα, τη μουσταλευριά, ένα είδος πηχτής από μούστο, αλεύρι και ξηρούς καρπούς, αμύγδαλα, καρύδια, που ήταν άμεσης χρήσης, αλλά και το πετιμέζι. Το πετιμέζι ήταν πολύ γλυκός ζωμός από βρασμένο μούστο, με σκούρο κόκκινο χρώμα, πιο πηχτός από το νερό, πιο αραιός από το σιρόπι, που ήταν τροφή διαρκείας και τρωγόταν συνήθως με επάλειψη στο ψωμί.

− Ευρεία καλλιέργεια καπνού (καπνών) στο Μακρυχώρι υπήρξε μετά το 1950, ενώ πριν ήταν πολύ περιορισμένη. Ήταν πολύ κουραστική και απασχολούσε τους καλλιεργητές όλη τη χρονιά. Είχε όμως το πλεονέκτημα ότι ήταν διασφαλισμένη από το Κράτος η πώληση της παραγωγής, εφόσον βεβαίως ήταν καλής ποιότητας.

Από το χειμώνα, περί τα τέλη Φεβρουαρίου, το σπόρο που είχαν κρατήσει από τις φούντες του καπνού της προηγούμενης παραγωγής τον έβαζαν μέσα σε βρεγμένη χοντρή μάλλινη κάλτσα και πάνω σε κεραμίδα τον τοποθετούσαν κοντά στο τζάκι ή στη σόμπα, ώστε με την υγρασία και τη ζέστη να προφυτρώσει, να «κεντρώσει». Τον κεντρωμένο αυτό σπόρο τον έσπερναν το Μάρτιο σε ψιλοχωματιασμένες βραγιές (φυταριές) και τον πότιζαν τακτικά με ειδικό ποτιστήρι, «την ποτιστήρα με το σόπι». Τα καπνόφυτα, τα «φυτά», που έβγαιναν τα μεταφύτευαν τέλη Απριλίου-αρχές Μαΐου στο χωράφι, σε σειρές και τμήματα, τις «σκάλες», ανοίγοντας για το καθένα φυτό μια τρύπα στο έδαφος με ειδικό φυτευτήρι (μικρό ξύλινο ή μεταλλικό παλούκι). Προηγουμένως ο γεωργός είχε ετοιμάσει το καπνοχώραφο με όργωμα και σβάρνισμα με βαριά ξύλινη σβάρνα, ώστε να ψιλοχωματιστεί και να εξομαλυνθεί το έδαφος. Μετά το «πιάσιμο» των καπνόφυτων ακολουθούσαν τα σκαλίσματα, Μάιο-Ιούνιο, και, όταν τα φυτά μεγάλωναν και ωρίμαζαν τα καπνόφυλλα, άρχιζε η συλλογή τους, Ιούλιο-Αύγουστο, το «σπάσιμο» του καπνού, το οποίο μετέφεραν στο σπίτι με τα ζώα συσκευασμένο σε κοφίνια (γαλίκια). Το σπάσιμο γινόταν τμηματικά, ανάλογα με την ωρίμανση των φύλλων, πρώτο, δεύτερο, τρίτο «χέρι» και κορφάδι, και κάθε μέρα από τα βαθιά χαράματα μέχρι τις πρώτες ώρες μετά την ανατολή του ήλιου. Έπειτα ήταν το «αρμάθιασμα», το πέρασμα όλων των φύλλων, ένα-ένα, σε μεγάλη βελόνα και από εκεί σε ειδικό σκοινί, και το κρέμασμα των αρμαθιών, μία-μία, σε ειδικές κατασκευές, τις ηλιάστρες, ή στους εξωτερικούς τοίχους των κτισμάτων, για να γίνει η ξήρανση, το στέγνωμα του καπνού. Όταν έπιανε βροχή κατά την ξήρανση, έσπευδαν να σκεπάσουν τις ηλιάστρες με διάφορα μέσα (κιλίμια, χαλιά, βελέντζες, τσίγκους κ.ά.), προτού βέβαια εφευρεθούν τα ειδικά πανιά και τα νάιλον καλύμματα. Τις αποξηραμένες αρμαθιές τις μάζευαν ανά έξι-εφτά σε «τουπάνια» (τούφες), τα οποία κρεμούσαν στην οροφή αποθηκών και άλλων υπόστεγων χώρων. Και όταν με την υγρασία του φθινοπώρου «μαλάκωναν» τα καπνά, τα δεματοποιούσαν, «πατούσαν το καπνό», αρμάθα-αρμάθα μέσα σε ειδική κάσα, η οποία έφερε χειροκίνητη πρέσα.

Όσοι παραγωγοί κάπνιζαν τσιγάρο κρατούσαν μερικές αρμαθιές για δική τους χρήση. Πάνω σε μικρή σανιδένια πλάκα ψιλοέκοβαν με ειδικό μαχαίρι μερικά φύλλα καπνού και έφκιαναν (έστριβαν) κάθε φορά τα τσιγάρα με το χέρι τους (τσιγάρα στριφτά ή λαθραία) σε ειδικά λεπτά φύλλα, τα τσιγαρόχαρτα, που χορηγούσε το κράτος μόνο σ’ αυτούς, καθώς η εμπορία του καπνού ήταν ελεγχόμενη και η ιδία χρήση του επιτρεπόταν μόνο στους καπνοπαραγωγούς.

Όταν ο καπνέμπορος ερχόταν να αγοράσει τα καπνά, τις πιο πολλές φορές είχε αρχίσει η επόμενη καλλιεργητική περίοδος.  Και όταν ο «έλεγχος» χαρακτήριζε τα καπνά κακής ποιότητας και ακατάλληλα προς εμπορία, τα έκαιγαν τότε στο ρέμα του Μητσογιάννη, προς μεγάλη απογοήτευση και δυστυχία των καπνοπαραγωγών.

Από τη δεκαετία του 1950 μέχρι και το 1980 περίπου τα καπνά ήταν βασική καλλιέργεια για τους Μακρυχωρίτες. Μετά το 1980 η καπνοκαλλιέργεια άρχισε, για διάφορους λόγους, να περιορίζεται, ώσπου περί το 2000 εξέλιπε εντελώς.

− Και η βαμβακοκαλλιέργεια στο Μακρυχώρι άρχισε να επεκτείνεται μετά το 1950. Και η καλλιέργεια αυτή γινόταν στο σύνολό της (σπορά, σκαλίσματα, συλλογή βαμπακιού) μέχρι και το 1960 περίπου με τα ζώα και με τα χέρια. Από τη δεκαετία του 1950 πολλές εκτάσεις με βαμπάκι καλλιεργούσαν οι μεγαλοκτηματίες της Γυρτώνης. Εκεί εργάζονταν πολλοί Μακρυχωρίτες, στο σκάλισμα, στο πότισμα με τα νερά του Πηνειού, και κυρίως στη συλλογή του βαμπακιού. Ομάδες γυναικών από το Μακρυχώρι εργάζονταν με ποσοστά και μάζευαν με το χέρι τα βαμπάκια της Γυρτώνης από τα χαράματα μέχρι το ηλιοβασίλεμα. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 το βαμπάκι ήταν βασική καλλιέργεια και για τους Μακρυχωρίτες.

− Η καλλιέργεια των μποστανοειδών (καρπούζια, πεπόνια) στο Μακρυχώρι μέχρι το 1960 ήταν περιορισμένη. Γινόταν σε «αδύνατα» χωράφια και για οικογενειακή μόνο χρήση του προϊόντος. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τις επόμενες δεκαετίες η καλλιέργεια αυτή αναπτύχθηκε πάρα πολύ, ώστε το Μακρυχώρι έχει καταστεί κέντρο παραγωγής και εμπορίας καρπουζιών και πεπονιών.

Άλλες καλλιέργειες, όπως σίκαλη, σουσάμι, βίκος, κουκκιά, βρόμη, λαθούρι, ήταν στο Μακρυχώρι περιορισμένες και μετά το 1960 εξέλιπαν σχεδόν όλες.

Περιορισμένη ήταν και η καλλιέργεια της ελιάς. Ελιές οι Μακρυχωρίτες είχαν μόνο στην Καρακόπετρα. Από το 1950 και μετά άρχισαν να φυτεύουν ελιές στα όρια των αυλαγάδων, μέσα ή κοντά στο χωριό. Οι ελιές στην Καρακόπετρα καλλιεργήθηκαν από το 1925 περίπου, όταν, επί προεδρίας Μιχ. Σαμολαδά, έγινε διανομή της έκτασης αυτής στους κατοίκους. Μέλη της επιτροπής καταμέτρησης ήταν οι Φίλιππος Ριζόπουλος και Αθανάσιος Συκιώτης και εργάτης με την κορδέλα ο Βασίλειος Σκρίμπας. Πάντως ο ελαιώνας (η ελιώνα) του Ρίζου (ή Σπανού) βόρεια του οικισμού, υπήρχε από πολύ παλιά, ίσως από την τουρκοκρατία. (μαρτυρία Κωστή Γιαννακόπουλου).

Όλες οι καλλιέργειες που αναφέρθηκαν ήταν ξηρικές μέχρι και τη δεκαετία του 1950. Από το 1960 περίπου αρδεύονται κάποιες θερινές (όψιμες) καλλιέργειες, π.χ. το βαμπάκι και το καπνό, με νερά αντλούμενα από μικρές γεωτρήσεις ή από τον Πηνειό με αντλητικά συστήματα που λειτουργούσαν με κινητήρες τύπου Μαλκότση. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και κυρίως μετά το 1970 οι εξελίξεις στις αγροτικές καλλιέργειες ήταν ραγδαίες και ριζικές. Οι πολλές μεγάλες (βαθιές) ηλεκτροκίνητες γεωτρήσεις με τα ποικίλα αρδευτικά συστήματα (μπεκ, κανόνια,  καρούλια με ράμπα, στάγδην άρδευση), τα μεγάλα και παντός είδους καλλιεργητικά μηχανήματα, οι σπαρτικές και καρποσυλλεκτικές μηχανές σχεδόν όλων των καλλιεργειών, η λίπανση των χωραφιών με ποικίλα λιπάσματα και η καταπολέμηση των ζιζανίων και των ασθενειών των φυτών με ποικίλα φυτοφάρμακα έφεραν τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας στον αγροτικό τομέα, την αύξηση των καλλιεργούμενων ειδών (μποστάνια, τριφύλλια, καρποφόρα δέντρα, ζαχαρότευτλα, λαχανικά) και της ποσότητας των παραγόμενων προϊόντων. Ωστόσο η μόλυνση του περιβάλλοντος, που επήλθε για διάφορους λόγους τις τελευταίες δεκαετίες, επιβάρυνε το κόστος της καλλιέργειας, λόγω του κόστους των φυτοφαρμάκων και των λιπασμάτων, και κυρίως την ποιότητα των προίόντων.

Σημαντική συμβολή στην εξέλιξη των αγροτικών καλλιεργειών στο Μακρυχώρι και των αγροτικών θεμάτων είχαν, από το 1950 περίπου και μετά, ο Αγροτικός Συνεταιρισμός, ο αναδασμός των αγροκτημάτων, ο Τ.Ο.Ε.Β. και ο Αγροτικός Σύλλογος.

Ο Συνεταιρισμός ιδρύθηκε ως Γεωργικός Πιστωτικός Συνεταιρισμός Μακρυχωρίου, σύμφωνα με γραπτή μαρτυρία του Κων/νου Γ. Παλάτου, το 1946 και, λόγω της εμφύλιας διαμάχης την εποχή εκείνη στη χώρα μας, ουσιαστικά λειτούργησε μετά το 1949. Στη μακροχρόνια λειτουργία του στήριξε τους αγρότες του χωριού, γεωργούς και κτηνοτρόφους, ποικιλοτρόπως, με δανειακές διευκολύνσεις, με παρεμβάσεις στην εμπορία αγροτικών προϊόντων, με μεταποίηση και εμπορία ζωοτροφών κ.λ.π. Από τη δεκαετία του 1950 η Ένωση Συνεταιρισμών Ν. Λάρισας αγόραζε τα σιτάρια, τα οποία αποθήκευε ή σε ειδικά βαγόνια-αποθήκες στο σιδηροδρομικό σταθμό Μακρυχωρίου (εκεί γινόταν «η συγκέντρωση») ή στη σιταποθήκη του Συνεταιρισμού Μακρυχωρίου, που κτίστηκε περί το 1960, ή λίγο αργότερα στη διπλανή μεγάλη αποθήκη της Ένωσης. Περί το 2000, δίπλα στη σιταποθήκη, ανεγέρθηκε και σύγχρονη διπλή αποθήκη (σιλό).

Στη θέση του Προέδρου του Συνεταιρισμού υπηρέτησαν οι Αστέριος Γ. Σιμόπουλος, Γεώργιος Θ. Μπούτος, Νικόλαος Ριζόπουλος, Απόστολος Ιω. Μπούτος, Χρήστος Ιω. Μπέλλος, Χρήστος Παλάτος, Αθανάσιος Ριζόπουλος, Εμμανουήλ Μπέλλος και εδώ και πολλά χρόνια ο τωρινός Πρόεδρος Αντώνιος Χρ. Ρόμπας. Βασικό στέλεχος του Συνεταιρισμού από την ίδρυσή του μέχρι και το 1961 υπήρξε, τα πρώτα χρόνια ως Ταμίας και αργότερα ως Γραμματέας του, ο Κων/νος Γ. Παλάτος.

Ο αναδασμός των αγροκτημάτων στο Μακρυχώρι έγινε σε δύο φάσεις, μία το 1970-71, στις περιοχές Ραχμάνι, Μαυρόια, Γυρτώνη, και η δεύτερη το 1985-86, στις υπόλοιπες αγροτικές περιοχές του χωριού. Είχε προηγηθεί, περί το 1960,  προσπάθεια να γίνει ο αναδασμός, με πρωτοβουλία του κρατικού γεωπόνου της περιοχής Ιωάννου Στεφανή, αλλά η προσπάθεια εκείνη έμεινε ατελέσφορη εξαιτίας αντιδράσεων μερίδας κτηματιών.

Ο Τοπικός Οργανισμός Εγγύων Βελτιώσεων (Τ.Ο.Ε.Β.) Μακρυχωρίου ιδρύθηκε το 1991 και έχει την ευθύνη της διαχείρισης γεωτρήσεων και αρδευτικού δικτύου για την άρδευση των αγροκτημάτων που παραχωρήθηκαν με τον αναδασμό του 1985-86. Η άρδευση των αγροκτημάτων του αναδασμού του 1970-71 ανήκει στην αρμοδιότητα του Τ.Ο.Ε.Β. Πηνειού, που έχει έδρα τη Λάρισα.

Στη θέση του Προέδρου του Τ.Ο.Ε.Β. υπηρέτησαν οι Χρήστος Ιω. Μπελόγιας, Ευάγγελος Γκρέτσης, Αχιλλέας Θ. Μυλωνάς και ο τωρινός πρόεδρος Ιωάννης Χαρ. Μπούτος.

Ο Αγροτικός Σύλλογος Μακρυχωρίου ιδρύθηκε περί το 1980. Η συμβολή του συνίσταται στην παρακολούθηση των εξελίξεων στα αγροτικά θέματα, στην εκπροσώπηση των αγροτών του χωριού σε συνδικαλιστικούς αγώνες για ανάδειξη των υφιστάμενων κάθε φορά προβλημάτων και στην υποβολή σχετικών προτάσεων και αιτημάτων.

Πρόεδροι του Αγροτικού Συλλόγου υπήρξαν οι Ευάγγελος Κατσιγιάννης, Χρήστος Ιω. Μπελόγιας, Σωκράτης Βοβούσας και για πολλά χρόνια ο τωρινός Πρόεδρος Παναγιώτης Καρατέγος.

Για κάποιο χρονικό διάστημα λειτούργησε παράλληλα και δεύτερος Αγροτικός Σύλλογος, ονομαζόμενος Δημοκρατικός Αγροτικός Σύλλογος Μακρυχωρίου. Η ταυτόχρονη λειτουργία των δύο Συλλόγων με κοινό αντικείμενο ήταν βέβαια συνέπεια του ελεγχόμενου από τα πολιτικά κόμματα αγροτικού συνδικαλισμού.

 


Αρμαθιές καπνού στεγνώνουν κρεμασμένες στον τοίχο


Το όργωμα (άροση) με άλογα. (φωτ. Τ. Τλούπα)

 


Η μεταφορά των δεματιών από το χωράφι στο αλώνι (κουβάλος)

 (φωτ. Τ. Τλούπα)


Αλωνισμός με τη δοκάνη (φωτ. Τ. Τλούπα)

 


Ο Κων/νος Γ. Παλάτος. Στέλεχος του Γ.Π. Συνεταιρισμού Μακρυχωρίου. Υποστηριχτής της ιδέας του αγροτικού συνεταιρισμού και του αναδασμού των χωραφιών

 

Ζ2. Κτηνοτροφία

 

Η άλλη βασική απασχόληση των Μακρυχωριτών ήταν, όπως είναι και μέχρι τώρα, η κτηνοτροφία. Άλλωστε η περιοχή του Μακρυχωρίου επιλέχτηκε αρχικά, όπως προαναφέρθηκε, ως χώρος οικισμών λόγω της καταλληλότητάς της ως βοσκότοπου και γι’ αυτό χρησιμοποιήθηκε, όπως και άλλα μέρη της Θεσσαλίας, ως τόπος χειμερινής εγκατάστασης και διαβίωσης των κοπαδιών (χειμαδιό) από την περίοδο της τουρκοκρατίας. Πολλοί από τους Έλληνες μετακινούμενους κτηνοτρόφους της βορειοδυτικής Μακεδονίας, που διαχείμαζαν στην περιοχή του Μακρυχωρίου, κυρίως Περιβολιώτες και Σαμαριναίοι, αλλά και από άλλες περιοχές, όπως οι Σαρακατσαναίοι, εγκαταστάθηκαν στο Μακρυχώρι ως δημότες του Δήμου Νέσσωνος μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα.

Οι κτηνοτρόφοι του Μακρυχωρίου έτρεφαν σε κοπάδια κυρίως αιγοπρόβατα, σε μεγάλο ποσοστό πρόβατα, σε μικρό ποσοστό γίδια. Έτρεφαν επίσης, από την τουρκοκρατία μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες μετά το 1900, και χοίρους (γουρούνια). Στα εκτρεφόμενα ζώα πρέπει βεβαίως να προστεθούν και τα μεγάλα και μικρά οικόσιτα ζώα, απαραίτητα για τη διατροφή της οικογένειας, οι αγελάδες, οι κατσίκες (γίδες) και οι κότες· να προστεθούν επίσης και τα μεγάλα οικόσιτα ζώα που ήταν απαραίτητα για τις γεωργικές εργασίες και για τις μετακινήσεις και μεταφορές ανθρώπων και πραγμάτων, τα βόδια, τα άλογα, τα μουλάρια («αροτήρες βόες και ίπποι») και τα γαϊδούρια. Οι γάτες και οι σκύλοι, οι κτηνοτροφικοί (κοπαδόσκυλα, μαντρόσκυλα, τζιομπανάρικα) και οι σκύλοι του σπιτιού, τα σκυλιά της αυλής, συμπλήρωναν το ζωικό σύστημα της αγροτικής οικογένειας. Όλα αυτά τα ζώα έπρεπε να τραφούν από τον ιδιοκτήτη τους, για να του ανταποδώσουν βέβαια πολύ περισσότερα.

− Από τη σύσταση του Μακρυχωρίου ως οικισμού μέχρι και το 1960 περίπου οι περισσότερες οικογένειες είχαν και ένα κοπάδι πρόβατα. Οι πιο πολλές απ’ αυτές είχαν μικρό αριθμό προβάτων, 50-100, στα πλαίσια της οικογενειακής οικονομίας, της οικονομίας της αυτάρκειας. Υπήρχαν βέβαια και κτηνοτρόφοι με μεγαλύτερα ή και με μεγάλα κοπάδια. Οι περισσότεροι κτηνοτρόφοι μέχρι και τη δεκαετία του 1950 είχαν εγκατεστημένα τα ποιμνιοστάσιά τους (μαντριά κλειστά υπόστεγα) μέσα στο χωριό, στα οικόπεδα των σπιτιών τους και στους αυλαγάδες, ή και περιφερειακά στα όρια του χωριού. Άλλα κοπάδια, κυρίως τα μεγαλύτερα, ήταν εγκατεστημένα έξω και σχετικά μακριά από τον οικισμό, στο Ραχμάνι, στο Καραμάνι και σε άλλες τοποθεσίες. Τη θερινή περίοδο τα κοπάδια έβγαιναν από τον οικισμό και από τα κλειστά υπόστεγα και εγκαθίσταντο στην ύπαιθρο, στα χωράφια, στους μεριάδες ή σε δασώδεις τοποθεσίες (στο στάλο), όπου οι κτηνοτρόφοι έστηναν ανοιχτά πρόχειρα υπόστεγα. Την εποχή αυτή πολλοί μικροκτηνοτρόφοι έσμιγαν τα πρόβατά τους με μεγαλύτερα κοπάδια, κάνοντας ειδική οικονομική συμφωνία, για να μπορούν να ασχοληθούν απερίσπαστοι με άλλες ασχολίες, κυρίως γεωργικές.

Οι κτηνοτρόφοι με σχετικά μεγάλα κοπάδια (με περισσότερα από 200 πρόβατα) και οι μεγαλοκτηνοτρόφοι (με περισσότερα από 500 πρόβατα) ήταν κυρίως μετακινούμενοι χειμώνα-καλοκαίρι από τα βουνά στους κάμπους και αντίστροφα, Περιβολιώτες, Σαμαριναίοι κ.ά. Τις πρώτες δεκαετίες μετά την ένταξη της Θεσσαλίας στην Ελλάδα μεγαλοκτηνοτρόφοι στο Μακρυχώρι ήταν οι οικογένειες Γραμμουστιάνου, οι Γραμμουστιαναίοι, που ήρθαν από την περιοχή του όρους Γράμμος (εκεί είχαν το επώνυμο Οικονόμου), και οι οικογένειες Νάστου, οι Νασταίοι, που ήταν Περιβολιώτες. Πολλά πρόβατα επίσης είχαν και οικογένειες από την Σαμαρίνα, όπως οι οικογένειες Αβέλλα και Λιούπα (Αβελλαίοι και Λιουπαίοι). Όλοι αυτοί, αλλά και άλλοι, μετέφεραν τα κοπάδια τους το χειμώνα στο Μακρυχώρι από τα πρώτα χρόνια της ένταξης της Θεσσαλίας στην Ελλάδα και πιθανότατα από τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας.

Τα κοπάδια τα φρόντιζαν και τα βοσκούσαν οι ίδιοι οι κτηνοτρόφοι και μέλη της οικογένειάς τους. Ωστόσο πολλοί προσλάμβαναν και μισθωτούς τσοπάνηδες. Η μίσθωση ήταν εξαμηνιαία, μία το καλοκαίρι, μία το χειμώνα, με όρια τις γιορτές του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Δημητρίου. Άνδρες που δεν είχαν αρκετά περιουσιακά στοιχεία «πιάνονταν τζιομπάνοι» σε κτηνοτρόφους με μίσθωμα (ρόγα) περίπου 200 οκάδες σιτάρι το εξάμηνο, «με ψωμί ή ξίψωμα», ή χρήματα ή άλλα είδη ανάλογης αξίας.

Κάποιοι μισθωτοί τσοπάνηδες έβαζαν στο κοπάδι του αφεντικού τους (τα έσμιγαν) και τα λίγα δικά τους πρόβατα και, όταν τα κοπάδια κατέβαιναν από τα ορεινά στους κάμπους, στα χειμαδιά, μετέφεραν και εγκαθιστούσαν εκεί και τις οικογένειές τους. Έτσι είχαν εγκατασταθεί στο Μακρυχώρι από  τα μέσα της δεκαετίας του 1920 οι οικογένειες Νόνα, που οι άνδρες τους ήταν τσοπάνηδες στους Γραμμουστιαναίους. Οι οικογένειες Νόνα έφυγαν από το Μακρυχώρι, για οικονομικούς κυρίως λόγους, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950 και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της λίμνης Πρέσπας.

Η εκτροφή των αιγοπροβάτων βασιζόταν κυρίως στους βοσκότοπους, στη βόσκηση δηλαδή των χορτολιβαδικών εκτάσεων, στα μικρά βουνά γύρω από τη λεκάνη του Μακρυχωρίου (Καρακόπετρα, Βερνέρ, Προσήλιο), στις υπώρειές τους και στους μεριάδες γύρω από τον οικισμό· επίσης στη βόσκηση των ιδιωτικών εκτάσεων, αγροκτημάτων καλλιεργούμενων, με κριθάρι (γρασίδι), βίκο κ.λ.π., ή μη καλλιεργούμενων (μπαΐρια), με το φυσικό τους χορτάρι. Και η εκτροφή συμπληρωνόταν με παροχή τροφής στο μαντρί· μία φορά τουλάχιστον την ημέρα «έδιναν στα πρόβατα καρπό» στις κοπάνες, ξηρά γεωργικά προϊόντα όπως κριθάρι, βίκο, καλαμπόκι, κουκκιά, πίτυρα κ.ά. Αυτό γινόταν κυρίως μετά το 1950, καθώς τα προηγούμενα χρόνια δεν υπήρχαν επαρκείς ποσότητες τέτοιων καρπών. (Τις τελευταίες δεκαετίες για διάφορους λόγους η εκτροφή των αιγοπροβάτων στην περιοχή μας γίνεται, σχεδόν όλο το χρόνο, κυρίως με έτοιμη ξηρή τροφή, «καρπό», και λιγότερο με τη βόσκηση χορτολιβαδικών εκτάσεων).

Η κοινότητα των Μακρυχωριτών, είτε ως οικισμός του Δήμου Νέσσωνος είτε, αργότερα, ως ανεξάρτητη Κοινότητα Μακρυχωρίου, κατείχε και διαχειριζόταν πολλές χορτολιβαδικές εκτάσεις. Στις εκτάσεις αυτές η εκάστοτε Τοπική Αυτοδιοίκηση όριζε και διαχώριζε συγκεκριμένους βοσκότοπους, όπως βοσκότοπος στη θέση Ραχμάνι-Γούρνα-Ξηρόκαμπος, στη θέση Κουτσιούκ-Καραμάνι-Καρακόπετρα, στη θέση Βερνέρ, Προσήλιο κ.ά. Τους βοσκότοπους αυτούς η Τ.Α. τους εκμίσθωνε με δημοπρασία σε κτηνοτρόφους, μεμονωμένους ή κατά ομάδες. Τα μισθώματα από τους βοσκότοπους αποτελούσαν το βασικό έσοδο της κοινότητας των Μακρυχωριτών. Στις αποφάσεις ορισμού και εκμίσθωσης των βοσκότοπων προβλεπόταν και οριζόταν και περίσσευμα εκτάσεων, για να βοσκούν τα πρόβατα των άλλων κτηνοτρόφων ή και τα άλλα ζώα των κατοίκων (άλογα, βόδια κ.λ.π.). Από τις εκτάσεις αυτές η Τ.Α. εισέπραττε ένα φόρο, «το δικαίωμα βοσκής», ανάλογο με τον αριθμό των ζώων του καθενός.

Ο θεσμός της εκμίσθωσης των βοσκότοπων, που κράτησε μέχρι το 1960 περίπου, εξυπηρέτησε πολλούς κτηνοτρόφους και βοήθησε, ως πηγή εσόδων, και την κοινότητα των Μακρυχωριτών. Ωστόσο στη διάρκεια της εφαρμογής του έγινε πολλές φορές αιτία διενέξεων και δικαστικών αγώνων μεταξύ κτηνοτρόφων και μεταξύ κτηνοτρόφων και Κοινότητας.

Ενδεικτικά αναφέρω ότι το 1928 οι κάτοικοι του χωριού διαφώνησαν με το διαχωρισμό κάποιων λιβαδιών, διαμαρτυρήθηκαν στην Κοινότητα και έβαλαν αυθαίρετα τα ζώα τους μέσα να βοσκήσουν. Στις 2.12.1928 το Κ.Σ. συνεδριάζει και «ακυροί τον διαχωρισμόν τριών νέων λειβαδίων -Καρατζά Μάνδρα, Προσήλιο, Βερνέρ- διότι προσεβλήθη κατά τρόπον ουχί νόμιμον και αυθαίρετον η νομή των κοινοτικών λειβαδίων και των βοσκοτόπων παρά της ολομελείας των κατοίκων, ήτις περίπτωσις έλαβεν μάλιστα την μορφήν δημοσίας τάξεως – και προς αποκατάστασιν των πραγμάτων δέον να ανακληθή το μέτρον περί διαχωρισμού των ως είρηται βοσκοτόπων προς αποκλειστικήν χρήσιν των θρεμμάτων των μελών της κοινότητος επί τω τέλει όμως της καταβολής παρ’ αυτών δικαιώματος βοσκής υπέρ αυτής».

Το 1941 μικροκτηνοτρόφοι βοσκούν αυθαίρετα τα πρόβατά τους σε λιβάδια εκμισθωμένα παλαιότερα σε άλλους κτηνοτρόφους «μετά των σμικτών αυτών», οι οποίοι τα κρατούν ακόμα στην κατοχή τους σύμφωνα με το νόμο περί ενοικιοστασίου. Οι μισθωτές προσφεύγουν στη Δικαιοσύνη και ο Πρόεδρος της Κοινότητας διορίζει μόνος του δικηγόρο, για να παρέμβει υπέρ των μισθωτών. Στις 8.11.1941 ζητά αναδρομικά την έγκριση του Κ.Σ. για το διορισμό του δικηγόρου. Το Συμβούλιο δεν εγκρίνει την ενέργεια του Προέδρου «διότι ούτος έχει άμεσον συμφέρον, αφού είναι σμίκτης του εκ των εναγόντων Αθ. Νάστου …. και εκωλύετο να ενεργήση προσωπικώς».

Και το 1959 κτηνοτρόφοι βόσκησαν αυθαίρετα διαχωρισμένα κοινοτικά λιβάδια με την άδεια, όπως υποστήριξαν, του Νομάρχη. Το Κ.Σ. τους επιβάλλει πρόστιμο και εκείνοι προσφεύγουν στον Άρειο Πάγο. Το Κ.Σ. στις 29.1.1959 αποφασίζει να μεταβεί ο Πρόεδρος στην Αθήνα «υποστηρίζων τα συμφέροντα της Κοινότητος όσον και του Ελληνικού Δημοσίου».

Άλλη αιτία διενέξεων μεταξύ των κατοίκων ήταν το γεγονός ότι οι κτηνοτρόφοι βοσκούσαν το καλοκαίρι αυθαίρετα, «κατ’ έθιμον» όπως έλεγαν, τα θερισμένα χωράφια των κατοίκων, «τις καλαμιές», χωρίς καμιά αποζημίωση προς τους ιδιοκτήτες. Στις 31.7.1923 το Κ.Σ. συζητά με θέμα «διαχωρισμός βοσκησίμου γης…» και μεταξύ των άλλων αποφασίζει. «Εις πάντα τα λοιπά κτήματα απαγορεύεται μετά τον θερισμόν των δημητριακών καρπών η ελευθέρα βόσκησις παντός ζώου, της νομής αυτών αφιεμένης εις την αποκλειστικήν βούλησιν των ιδιοκτημόνων και την ιδίαν χρήσιν αυτών». Η απόφαση αυτή δεν έφερε μάλλον κανένα αποτέλεσμα, καθώς στις 6.4.1970 το Κ.Σ. συζητά το θέμα «περί καταργήσεως του εθίμου να βοσκούν τις καλαμιές δωρεάν οι κτηνοτρόφοι». Η απόφαση πάντως ήταν αρνητική και «το έθιμο» δεν καταργήθηκε. Τελικά στις 29.11.1975 το Κ.Σ. με απόφασή του «απαγορεύει την βόσκησιν των καλαμιών».

Εξάλλου μετά το 1960 πολλοί κάτοικοι άρχισαν να διαμαρτύρονται και να ζητούν την απομάκρυνση των ποιμνιοστασίων από τον οικισμό. Έτσι το Κ.Σ. στις 5.8.1970 «εντέλλεται την απομάκρυνσιν των επί κοινοτικής εκτάσεως εντός του χωρίου ποιμνιοστασίων και την μεταφοράν τούτων εκτός του χωρίου» και στις 15.2.1979 «απαγορεύει τη βόσκηση ποιμνίων μέσα στο χωριό». Τελικά παρά τις σχετικές αποφάσεις η απομάκρυνση των μαντριών από τον οικισμό έγινε σταδιακά και ολοκληρώθηκε περί το 2000. Ωστόσο υπάρχουν ακόμα μαντριά πολύ κοντά στα όρια του οικισμού και μάλιστα στην πρόσοψη του χωριού, τα οποία βλάπτουν την εικόνα του χωριού και εμποδίζουν την ανάπτυξή του. Γι’ αυτό πρέπει να απομακρυνθούν είτε με απόφαση των ίδιων των κτηνοτρόφων είτε με ενέργειες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Σημειώνω επίσης ότι σχετικά με την εγκατάσταση και την οργάνωση των ποιμνιοστασίων το 1983 η Κοινότητα είχε αποδεχθεί πρόγραμμα της Πολιτείας για δημιουργία κτηνοτροφικών οικισμών. Ωστόσο το πρόγραμμα αυτό δεν υλοποιήθηκε κυρίως λόγω απροθυμίας και άρνησης των κτηνοτρόφων.

− Η δουλειά του κτηνοτρόφου ήταν κουραστική και η ζωή του δύσκολη. Και οι μικρές και οι μεγαλύτερες και, κυρίως, οι μεγάλες κτηνοτροφικές μονάδες, καθώς λειτουργούσαν ως οικογενειακές επιχειρήσεις, απασχολούσαν σχεδόν όλα τα μέλη της οικογένειας.

Η μετακίνηση των ανθρώπων προς και από το ποιμνιοστάσιο, όταν βέβαια ήταν μακριά από τον οικισμό, και η μεταφορά των απαραίτητων πραγμάτων, όπως π.χ. τροφών, παραγόμενου γάλατος, γινόταν με πεζοπορία και με τα ζώα (άλογα, γαϊδούρια). Οι ώρες απασχόλησης του κτηνοτρόφου ανά εικοσιτετράωρο ήταν πολλές· ξεπερνούσαν οπωσδήποτε τις μισές του εικοσιτετραώρου, και το χειμώνα και κυρίως το καλοκαίρι. Το καλοκαίρι τα πρόβατα ξεκουράζονταν μόνο λίγες ώρες το μεσημέρι, στο στάλο, και ακόμα λιγότερες τη νύχτα, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, στο γρέκι, απ’ όπου πάλι, προτού ξημερώσει, γινόταν ο σκάρος, ξυπνούσαν δηλαδή και άρχιζε πάλι η βοσκή. Κτηνοτρόφοι που είχαν το μαντρί μακρυά από το χωριό δεν έρχονταν κάθε βράδυ στο σπίτι τους, αλλά έμεναν μέρες στο μαντρί, σε ειδικό κατάλυμα που έφκιαναν, την καλύβα.

Το φύλαγμα των προβάτων, δηλαδή η παρακολούθηση και ο έλεγχος του κοπαδιού από τον κτηνοτρόφο στους βοσκότοπους και στις καλαμιές κάθε μέρα και όλη τη μέρα, το καλοκαίρι και όλη νύχτα, κρατώντας στο χέρι του την κλούτσα (γκλίτσα) και έχοντας κρεμασμένα στον έναν ώμο τη φτσέλα με λίγο νερό και στον άλλον τον τρουβά (ντορβά) με ένα κομμάτι ψωμί μέσα και λίγες ελιές ή λίγο τυρί τυλιγμένα σε πάνινη πετσέτα ή βαλμένα σε ειδικό μικρό ξύλινο δοχείο, το κλειδοπίνακο· και φορώντας επιπλέον, το φθινόπωρο και το χειμώνα, πανωφόρι, για να προστατεύεται από τη βροχή και το κρύο, τη χοντρή βαριά κάπα, το «κατσιούλι»· το φύλαγμα των προβάτων και στη βόσκηση χωραφιών με καλλιεργημένο γρασίδι (συνήθως κριθάρι), όπου η βόσκηση γινόταν τμηματικά, έδιναν στα πρόβατα «παστρικό», και γι’ αυτό χρειαζόταν και δεύτερο άτομο, για να εμποδίζονται τα πρόβατα από δύο πλευρές να υπερβούν τα όρια της ημερήσιας μερίδας τους· το πότισμα και το τάισμα με «καρπό» του κοπαδιού στις κοπάνες δίπλα στο μαντρί κάθε μέρα πρωί-βράδυ· το άρμεγμα με τα χέρια στην περίοδο της γαλακτοφορίας μία, δυο ή και τρεις φορές το εικοσιτετράωρο και για περισσότερο από έξι μήνες το χρόνο, όπου επίσης ήταν απαραίτητο και δεύτερο άτομο, για να «βαράει στρούγκα», να οδηγεί τα πρόβατα προς τον αρμεχτή, στο στρουγκόλι· η φροντίδα των προβάτων την περίοδο που γεννούσαν, στην ώρα της γέννας, και η παροχή βοήθειας στις επίτοκες προβατίνες· το συχνό καθάρισμα της κοπριάς από το μαντρί και το στρώσιμό του το χειμώνα με καθαρά και στεγνά άχυρα· όλα αυτά ήταν βασικά στοιχεία της δουλειάς του κτηνοτρόφου. Και δεν ήταν μόνο αυτά.

Το στήσιμο του ποιμνιοστασίου, του μαντριού, η κατασκευή του, η συντήρησή του και η κατά καιρούς τυχόν αναγκαία επέκτασή του ή μετατόπισή του καθώς και η προμήθεια των απαραίτητων υλικών ήταν επίσης βασική φροντίδα των κτηνοτρόφων. Τα μαντριά, και τα εκτός οικισμού, που σχεδόν στο σύνολό τους ήταν εγκατεστημένα σε κοινοτικές εκτάσεις, αλλά και τα εντός του οικισμού, δεν ήταν μόνιμες οικοδομικές εγκαταστάσεις, αλλά προσωρινές κατασκευές από φυτικά υλικά. Τα κατασκεύαζαν με γερά ξύλινα υποστυλώματα και με πόστες, που ήταν ορθογώνιες κατασκευές, με διαστάσεις 1,5Χ1,5 μ. περίπου και πάχος 15-20 εκ., από κλαριά συμπιεσμένα και δεμένα κατάλληλα με σύρμα.

Για την κατασκευή μιας πόστας οι κτηνοτρόφοι χρησιμοποιούσαν στενόμακρα γερά κλαδιά δέντρων με πάχος 4-5 εκ., τα λούρα, δυο ή και τρία στην κάθεμιά από τις δυο πλευρές της πόστας, οριζόντια, στο ίδιο ύψος και στις δύο πλευρές και σε απόσταση 40-50 εκ. το ένα από το άλλο, και τα μποτζαράδια, κλαδιά από λυγαριές ή αρμυρίκια ή και καλάμια, που έμπαιναν μέσα από τα λούρα και κάθετα προς αυτά. Ανάμεσα στις δυο πλευρές, που σχημάτιζαν τα διασταυρωμένα λούρα και μποτζαράδια, έβαζαν άλλα φυτικά υλικά ως «γέμιση», βάτα, βάλτο, βριζαμιά κ.ά. Και η διαδικασία της κατασκευής ήταν η εξής: έστρωναν στο έδαφος παράλληλα τα λούρα της μιας πλευράς και τοποθετούσαν μετά επάνω και κάθετα προς αυτά τα μποτζαράδια της ίδιας πλευράς. Έπειτα έστρωναν την απαραίτητη ποσότητα υλικών γέμισης και πάνω από αυτά έστρωναν πάλι τα μποτζαράδια και τα λούρα της άλλης πλευράς. Το σύνολο των υλικών αυτών το συμπίεζαν και το έδεναν γερά με σύρμα, το έραβαν, σε αρκετά σημεία, εκεί όπου διασταυρώνονταν τα λούρα των δυο πλευρών με τα μποτζαράδια, και η πόστα ήταν έτοιμη.

Και το κούρεμα, «ο κούρος», των προβάτων κάθε άνοιξη ήταν άλλη μια τακτική φροντίδα των κτηνοτρόφων. Γινόταν σε δύο φάσεις. Πρώτα κούρευαν το μαλλί της ουράς και γύρω από την ουρά του ζώου. Ήταν το κωλοκούρισμα (κωλοκούρεμα) και τα μαλλιά που κούρευαν ήταν τα κωλόκουρα. Λίγες μέρες αργότερα, προς το τέλος της άνοιξης, κούρευαν όλο το σώμα του ζώου. Το μαλλί ενός προβάτου μαζευόταν χωριστά και αποτελούσε ένα πλουκάρι (ποκάρι). Το κούρεμα γινόταν με ειδικά ψαλίδια, τα κουροψάλιδα, και ήταν δουλειά δύσκολη και κουραστική. Γι’ αυτό οι κτηνοτρόφοι κούρευαν τα κοπάδια τους ομαδικά και συνεργατικά, τη μια μέρα όλοι μαζί το κοπάδι ενός κτηνοτρόφου, την άλλη του άλλου και ούτω καθεξής. Ο κούρος έπαιρνε συνήθως και εορταστικό χαρακτήρα, καθώς το αφεντικό της ημέρας έσφαζε και έψηνε αρνί και έτρωγαν και έπιναν όλοι μαζί οι κουρευτές. Το κούρεμα γίνεται βέβαια μέχρι και σήμερα σχεδόν με τον ίδιο τρόπο και με τις ίδιες συνθήκες.

Η μετακίνηση των κοπαδιών κάθε καλοκαίρι από τους χειμερινούς βοσκότοπους, τα χειμαδιά, στα ορεινά βοσκοτόπια, «στα βουνά», όπου έβρισκαν καλύτερες και φθηνότερες βοσκές, και η επιστροφή τους το φθινόπωρο ήταν μια άλλη «ειδική αποστολή» για πολλούς κτηνοτρόφους. Η μετακίνηση αυτή γινόταν από την περίοδο της τουρκοκρατίας και συνεχίζει να γίνεται. Μετακινούνταν κυρίως βλαχόφωνοι κτηνοτρόφοι σε περιοχές της βορειοδυτικής Μακεδονίας, στη Σαμαρίνα, στο Περιβόλι, στο Πισοδέρι, στην περιοχή του Γράμμου κ.ά. Ήταν αυτοί που ασχολούνταν αποκλειστικά με την κτηνοτροφία και είχαν βέβαια και τα μεγαλύτερα κοπάδια. Μέχρι και τη δεκαετία του 1950 η μετακίνηση και των προβάτων και των κτηνοτρόφων καθώς και των οικογενειών τους γινόταν με πεζοπορία. Φόρτωναν σε ζώα, κυρίως άλογα, το απαραίτητο νοικοκυριό, έβαζαν επάνω τους και τους ηλικιωμένους και τα μικρά παιδιά και για 10-15 μέρες κάθε χρόνο, άνοιξη και φθινόπωρο, ζούσαν την περιπέτειά τους. Τα πρόβατα βοσκούσαν στην πορεία τους σε δημόσιους βοσκότοπους, το βράδυ έστηναν πρόχειρα μαντριά και καταλύματα (σκηνές) για τους ανθρώπους. Στην πορεία μαγείρευαν και έτρωγαν, στην πορεία άρμεγαν, τυροκομούσαν το γάλα και πουλούσαν το τυρί σε οικισμούς που συναντούσαν στο δρόμο τους. Ωστόσο από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 κάποιοι κτηνοτρόφοι άρχισαν να μεταφέρουν το νοικοκυριό και τις οικογένειές τους με μισθωμένα φορτηγά αυτοκίνητα. Από το 1960 και μετά κάποιοι μετέφεραν με φορτηγά και τα πρόβατά τους. Από το 1975 και κυρίως από το 1980 και μετά τα κοπάδια μεταφέρονται με ειδικά διασκευασμένα φορτηγά αυτοκίνητα, ιδιόκτητα ή μισθωμένα, τα οποία προστατεύουν τη σωματική ακεραιότητα των προβάτων.

Ήταν λοιπόν και η ενασχόληση με την κτηνοτροφία, τα αιγοπρόβατα, δύσκολη και κουραστική· πιο βαριά και από τη γεωργία. Γι’ αυτό από παλιά οι γονείς έλεγαν στα παιδιά τους, κυρίως στα αγόρια, όταν πήγαιναν στο σχολείο, «κοίταξε, κακομοίρη μου, να μάθεις γράμματα, γιατί θα σε στείλω να φυλάγεις πρόβατα».

− Και από τα κτηνοτροφικά προϊόντα, το μαλλί, το γάλα, το κρέας, ένα μεγάλο μέρος, κυρίως από το μαλλί και το γάλα, το διέθεταν οι κτηνοτρόφοι για ιδία-οικογενειακή χρήση. Το υπόλοιπο το διέθεταν στο εμπόριο.

Ένα μέρος από το μαλλί των προβάτων το επεξεργάζονταν οι γυναίκες της οικογένειας και έφκιαναν διάφορες μάλλινες κατασκευές, ρούχα, σκεπάσματα, στρωσίδια. Το υπόλοιπο το αντάλλασσαν με άλλα προίόντα, π.χ. δημητριακά, ή το πουλούσαν στο εμπόριο.

Και από το γάλα ένα μέρος το κατανάλωνε η οικογένεια του κτηνοτρόφου. Το έκαναν τυρί, κυρίως φέτα, γιαούρτι, ούρδα (μυζήθρα), έβγαζαν με ειδική επεξεργασία (το χτυπούσαν στο μποτινέλο) από το γάλα βούτυρο, το χρησιμοποιούσαν στην παρασκευή τραχανά και βέβαια το έτρωγαν, συνήθως τριψάνα (με τριμμένο ψωμί), οι άνδρες στο μαντρί και οι γυναίκες και τα παιδιά στο σπίτι. Στο μαντρί οι τσοπάνηδες έβραζαν το γάλα σε ειδικό δοχείο χωρίς καπάκι με ημικυκλικό χερούλι, το μπακράτσι, κρεμασμένο πάνω από τα αναμμένα ξύλα από ειδικό στήριγμα, την γκαρλάπα.

Το τυρί το συσκεύαζαν και το διατηρούσαν σε ξύλινα βαρέλια ή σε ασκιά, τα τουλούμια, κατασκευασμένα από το δέρμα αρνιού ή κατσικιού. Το τυρί ήταν βασική τροφή για την οικογένεια και, καθώς παρασκευαζόταν με το γάλα ολόπαχο, πολύ εύγευστη, νόστιμη. Η νοστιμιά του γνήσιου ολόπαχου βαρελίσιου τυριού ή του τυριού από τουλούμι (τουλουμοτύρι), από τότε που λειτουργούν τα σύγχρονα βιομηχανικά τυροκομεία, εξέλιπε από την αγορά, αλλά και από τα σπίτια των περισσότερων κτηνοτρόφων, καθώς δεν τυροκομούν πια οι ίδιοι, αλλά διαθέτουν όλο το γάλα στο εμπόριο. Αλλά ανέκαθεν πουλούσαν γάλα στο εμπόριο, στο γαλατά, για να εισπράττουν χρήματα. Η ανάγκη μάλιστα να πουλούν το γάλα, για να έχουν χρήματα, είχε ως αποτέλεσμα πολλά σπίτια κτηνοτρόφων, κυρίως μικροκτηνοτρόφων, να μην έχουν τυρί όλο το χρόνο.

Αξιοσημείωτο είναι πάντως ότι περί τα μέσα της δεκαετίας του 1950 με πρωτοβουλία του Γ. Π. Συνεταιρισμού Μακρυχωρίου και με την υποστήριξη της Αγροτικής Τράπεζας έγινε προσπάθεια συνεταιριστικής τυροκόμησης. Η προσπάθεια αυτή για ένα-δυο χρόνια ήταν αποτελεσματική. Συμμετείχαν πολλοί κτηνοτρόφοι, είχαν αγοράσει τα απαραίτητα εργαλεία τυροκόμησης, είχαν προσλάβει τυροκόμο, τον Αστέριο (Γούσιο) Λιούπα, είχαν νοικιάσει χώρο συντήρησης και αποθήκευσης των τυριών και διέθεταν τα προϊόντα στο εμπόριο με πολύ καλά οικονομικά αποτελέσματα. Ωστόσο η προσπάθεια αυτή υπονομεύτηκε από εμπόρους της περιοχής αλλά, για διάφορους λόγους, και από ντόπιους κτηνοτρόφους και γρήγορα το εγχείρημα σταμάτησε.

Το μεγαλύτερο μέρος του παραγόμενου αιγοπρόβειου κρέατος οι κτηνοτρόφοι το πουλούσαν στους εμπόρους, οι οποίοι το προωθούσαν για κατανάλωση στα αστικά κέντρα, στη Λάρισα και αλλού. Η τοπική κατανάλωση κρέατος ήταν περιορισμένη. Οι Μακρυχωρίτες, και οι κτηνοτρόφοι ακόμα, έτρωγαν κρέας τις μεγάλες γιορτές, τις Απόκριες, το Πάσχα, του Αγίου Θωμά, οπότε έσφαζαν και έψηναν ολόκληρο αρνί, κυρίως το Πάσχα, και στις ονομαστικές γιορτές μελών της οικογένειας. (Τα Χριστούγεννα έτρωγαν συνήθως κρέας χοιρινό). Επίσης, όταν ένα πρόβατο αρρώσταινε ή τραυματιζόταν βαριά και δεν μπορούσαν να το γιατρέψουν, το έσφαζαν πριν πεθάνει (ψοφήσει) και το έτρωγαν. Και δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο κάποιοι να κλέβουν ένα πρόβατο και να το τρώνε. Μερικές φορές μάλιστα μισθωτοί τσοπάνηδες έσφαζαν και έτρωγαν ένα πρόβατο από το κοπάδι του αφεντικού τους και στο αφεντικό τους έλεγαν ότι το εφαγε ο λύκος. Μέχρι και τη δεκαετία του 1950 κρεοπωλείο οργανωμένο στο Μακρυχώρι δεν υπήρχε. Όταν κατά αραιά διαστήματα έσφαζε κάποιος ένα πρόβατο, συνήθως ντόπιος εμπορευόμενος, το κρεμούσε κάτω από ένα δέντρο της πλατείας και το αγόραζαν κάποιοι λίγοι, οικονομικά ευκατάστατοι.

Κάθε χρόνο, νωρίς την άνοιξη ή συνήθως λίγο πριν το Πάσχα, οι κτηνοτρόφοι «έσφαζαν τα αρνιά», τα πουλούσαν δηλ. για σφαγή στον κρεατέμπορο. Έσφαζαν σχεδόν όλα τα αρνιά της χρονιάς –τα πρόβατα πριν μερικές δεκαετίες γεννούσαν μόνο μια φορά το χρόνο, τα περισσότερα το Γενάρη,- εκτός από μερικά που τα κρατούσαν, για να μεγαλώσουν και να αντικαταστήσουν κάποια γέρικα ή να αυξήσουν τον αριθμό των προβάτων τους.

Μόνιμες εγκαταστάσεις σφαγείων δεν υπήρχαν ούτε υγειονομικός έλεγχος στον τόπο της σφαγής. Τα αρνιά τα έσφαζαν σε υπόστεγα, κοντά στο μαντρί ή μέσα στο χωριό. Ένα τέτοιο υπόστεγο-σφαγείο τη δεκαετία το 1950 ήταν στο οικόπεδο του Ιωάννη Νίτσικα, δίπλα στο σπίτι του. Εκεί σφάζονταν πολλά αρνιά τις παραμονές του Πάσχα και εκεί σπεύδαμε, μικρά παιδιά τότε, να παρακολουθήσουμε το θέαμα και να βρούμε καμία πεταμένη από τους εκδοροσφαγείς ουροσακούλα αρνιού, να την κάνουμε μπαλόνι και να παίξουμε.

Ωστόσο η μεγάλη κτηνοτροφία της περιοχής (στο Μακρυχώρι τη χειμερινή περίοδο υπήρχαν όλα τα χρόνια περί τα 20.000 αιγοπρόβατα) και η εξέλιξη της κοινωνικής ζωής καθιστούσαν ολοένα και πιο απαραίτητη τη λειτουργία σφαγείου. Έτσι η Κοινότητα Μακρυχωρίου από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 κατασκευάζει και λειτουργεί κοινοτικό σφαγείο, βόρεια του ποδοσφαιρικού γηπέδου. Το σφαγείο αυτό είχε στοιχειώδεις για τα σημερινά δεδομένα, ικανοποιητικές για την εποχή εκείνη τεχνικές και υγειονομικές προδιαγραφές. Λειτούργησε μέχρι το 1990 περίπου.

Την εποχή εκείνη το σφαγείο αυτό με τη σταδιακή επέκταση του οικισμού βρέθηκε πολύ κοντά, σχεδόν μέσα, στον οικισμό και η δυσοσμία του προκαλούσε δικαιολογημένες διαμαρτυρίες των κατοίκων. Αδυνατούσε επίσης να ανταποκριθεί στις ανάγκες της αυξανόμενης παραγωγής κρέατος στην περιοχή. Εξάλλου σταμάτησαν τότε να λειτουργούν για υγειονομικούς λόγους και τα σφαγεία της Λάρισας, που λειτουργούσαν μέσα στην πόλη, δίπλα στο ποτάμι, στη συνοικία Σουφλάρια. Έτσι μετά από συνεργασία της Κοινότητας Μακρυχωρίου, της Νομαρχίας και του Δήμου Λάρισας ιδρύεται στο Μακρυχώρι νέο σφαγείο. Το νέο αυτό σφαγείο ανήκε στην Κοινότητα Μακρυχωρίου και με απόφαση του Κ.Σ. εγκαταστάθηκε στη νότια πλευρά του λόφου Προσήλιο· χαρακτηριζόταν επισήμως στέγαστρο σφαγής και είχε περισσότερες κτιριακές και τεχνικές εγκαταστάσεις, αλλά παρόμοιες με το παλαιό υγειονομικές προδιαγραφές· ελεγχόταν υγειονομικά από την Κτηνιατρική Υπηρεσία της Νομαρχίας, εξυπηρετούσε ως προς τη σφαγή την παραγωγή κρέατος της περιοχής και εφοδίαζε με κρέας την αγορά της Λάρισας και όχι μόνο. Λειτούργησε για δέκα περίπου χρόνια.

Η Κοινότητα Μακρυχωρίου λειτουργούσε τα σφαγεία σχεδόν όλα τα χρόνια με εκμίσθωση σε ιδιώτη των δικαιωμάτων σφαγής. Τα πρώτα χρόνια τα λειτουργεί μόνη της ορίζοντας μισθωμένο άτομο ως ζυγιστή και υπεύθυνο του σφαγείου. Το 1963 ζυγιστής και υπεύθυνος της λειτουργίας του σφαγείου ορίζεται ο Γεώργιος Ευαγγελόπουλος. Το 1965 εκμισθωτής των δικαιωμάτων σφαγής είναι ο Αντώνιος Στρατόπουλος. Μέχρι το τέλος της λειτουργίας τους εκμισθωτής των δικαιωμάτων σφαγής σχεδόν όλα τα χρόνια είναι ο Δημήτριος Μπουροζίκας.

Οι εγκαταστάσεις του πρώτου σφαγείου χρησιμοποιήθηκαν μετά το 2000 ως αποθήκη αρδευτικού υλικού του Τ.Ο.Ε.Β. Μακρυχωρίου και τώρα ως αμαξοστάσιο του Δήμου. Οι εγκαταστάσεις του δεύτερου σφαγείου παραμένουν σε αχρησία.

Από το 2000 περίπου στην περιοχή μας, κοντά στη Γυρτώνη στην τοποθεσία Μαυρόια, λειτουργούν σύγχρονα ιδιωτικά σφαγεία, σύμφωνα με τις προδιαγραφές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Κλείνοντας τα σχετικά με την αιγοπροβατοτροφία σημειώνω ότι οι εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών, όπως η μείωση των ωρών υπαίθριας φύλαξης των προβάτων, η μετακίνηση των κοπαδιών με ειδικά διασκευασμένα φορτηγά αυτοκίνητα, το μηχανικό σύστημα αρμέγματος, οι ηλεκτρικές κουρευτικές μηχανές, η ευκολότερη διάθεση των προϊόντων, η ύπαρξη μεγαλύτερης ποικιλίας τροφών, οι ευνοϊκότερες οικονομικές συνθήκες κ.ά., βελτίωσαν κατά πολύ τις συνθήκες εργασίας του κτηνοτρόφου και την οικονομική απόδοση της εργασίας αυτής. Παρά ταύτα η δουλειά του κτηνοτρόφου παραμένει δύσκολη και κουραστική, καθώς πολλά στοιχεία της δεν έχουν αλλάξει καθόλου.

Σημειώνω ακόμα ότι τα συμφέροντα των κτηνοτρόφων υποστήριξε τις τελευταίες δεκαετίες με τη συνδικαλιστική του δραστηριότητα ο Κτηνοτροφικός Σύλλογος Μακρυχωρίου. Ιδρύθηκε το 1983 και Πρόεδροί του υπήρξαν οι Παύλος Ευα. Σεληγκούνας, Απόστολος Νάρης και ο τωρινός Δημήτριος Χαρ. Αβέλλας.

− Εκτός από τα αιγοπρόβατα, τις πρώτες δεκαετίες μετά το 1900, εκτρέφονται στο Μακρυχώρι και πολλά γουρούνια. Στη συνεδρίαση του Κοινοτικού Συμβουλίου στις 8.4.1914 με θέμα «περί ορισμού θέσεων προς βοσκήν των χοίρων» ορίζονται «θέσεις προς αποκλειστικήν βοσκήν των χοίρων μόνον, των δε λοιπών ζώων επιτρεπομένων μόνον να διαβαίνωσιν εξ αυτών». Στη συζήτηση αυτή γίνεται λόγος «δια πεντακοσίους χοίρους» και ως θέσεις βοσκής προτείνονται ή το Ραχμάνι ή ο χώρος «από θέσιν χάνι Βασιλείου Βούλγαρη ακολουθούσαν την σιδηροδρομικήν γραμμήν μέχρι Γκιντίκι ήτοι μέχρι της θέσεως ένθα ενώνεται η σιδηροδρομική γραμμή με τον Δημόσιον δρόμον». Επίσης στις 31.7.1923 το Κ.Σ. συζητά με θέμα «διαχωρισμός βοσκησίμου γης δι’ αροτριώντα ζώα και χοίρους» και στις 19.4.1938 ορίζεται χώρος βοσκής για τους χοίρους η περιοχή Αγίου Νικολάου «δια λόγους υγιεινής και αγροτικής ασφαλείας». Και μέχρι τη δεκαετία του 1950 σχεδόν όλα τα σπίτια του χωριού έτρεφαν και από ένα τουλάχιστον γουρούνι, το οποίο έσφαζαν τα Χριστούγεννα. Μέρος του κρέατος και το περισσότερο λίπος τα αποθήκευαν με αλάτι σε δοχεία, τα πάστωναν, και τα έτρωγαν σταδιακά (το λίπος το χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα αντί για λάδι). Μετά το 1970 δημιουργήθηκαν στο Μακρυχώρι χοιροτροφικές μονάδες σε εκσυγχρονισμένες εγκαταστάσεις. Μερικές από αυτές λειτουργούν με επιτυχία και τώρα.

− Στα πλαίσια της κτηνοτροφίας εντάσσονται βέβαια και τα μεγάλα και μικρά οικόσιτα ζώα, οι αγελάδες, οι κατσίκες και οι κότες, που αποτελούσαν βασικά στοιχεία της οικογενειακής οικονομίας.

Σχεδόν όλα τα σπίτια του χωριού, μέχρι και τη δεκαετία του 1950, είχαν ή μία αγελάδα ή μία και δύο κατσίκες (γίδες). Τις έτρεφαν για το γάλα τους, με το οποίο μεγάλωναν τα παιδιά τους, αλλά και για το κρέας τους, καθώς έσφαζαν και έτρωγαν κάπου-κάπου ένα κατσικάκι ή, όταν πουλούσαν το μοσχαράκι στον έμπορο, κρατούσαν και κάποια ποσότητα από το κρέας του για το σπίτι.

Και κότες είχαν σχεδόν όλα τα σπίτια. Κάθε σπίτι είχε 15-20 κότες τουλάχιστον. Τις έτρεφαν για τα αβγά τους και για το κρέας τους. Οι ανάγκες της οικογένειας σε κρέας καλύπτονταν πιο πολύ με τις κότες και τα κοτόπουλα, παρά με τα αρνιά, τα κατσίκια ή τα μοσχάρια. Εξάλλου τα αβγά τα χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά και ως μέσον συναλλαγής, για χρήμα, καθώς ψώνιζαν από το μπακάλη δίνοντας αβγά αντί για χρήματα. Οι κότες, όλη μέρα, πριν μπουν σουρουπώνοντας στο κοτέτσι τους (κουμάσι), περιφέρονταν ελεύθερες στους αυλαγάδες γύρω από το σπίτι, στο οικόπεδο και στις έξω αυλές του σπιτιού και, αν έβρισκαν πόρτα ανοιχτή, «τρύπωναν» και σε κλειστούς χώρους, σε περιτοιχισμένες αυλές ή και σε χώρους του σπιτιού, ψάχνοντας να βρουν κάτι να φάνε, «να τσιμπήσουν», και αφήνοντας παντού και χωρίς διάκριση τις κουτσουλιές τους. Από το 1970 περίπου οι κότες στο Μακρυχώρι άρχισαν να μειώνονται και όσα σπίτια έχουν πια κότες τις έχουν περιορισμένες σε περιφραγμένους χώρους.

− Στα οικόσιτα ζώα ανήκουν και τα μεγάλα ζώα με τα οποία καλλιεργούσαν τη γη ή έκαναν τις μεταφορές. Κάθε γεωργική οικογένεια είχε ένα ζευγάρι βόδια ή ένα ζευγάρι άλογα ή μουλάρια για το όργωμα των χωραφιών, είχε και γαϊδούρια για τις μεταφορές ανθρώπων και πραγμάτων. Άλογα και γαϊδούρια χρησιμοποιούσαν, κυρίως για τις μεταφορές, και οι κτηνοτρόφοι.

Τα μεγάλα οικόσιτα ζώα αποτελούσαν βασικά περιουσιακά στοιχεία της γεωργοκτηνοτροφικής οικογένειας. Ήταν τα εργαλεία της λειτουργίας της οικογενειακής οικονομίας. Τυχόν απώλεια, θάνατος, ενός τέτοιου ζώου, π.χ. ενός αλόγου, μιας αγελάδας, ήταν βαρύ πλήγμα για τον ιδιοκτήτη, οικονομικό κυρίως, γιατί η αναπλήρωσή του ήταν και απαραίτητη και πολύ δαπανηρή, αλλά όχι σπάνια και συναισθηματικό χτύπημα, καθώς ο ιδιοκτήτης, αγρότης ή κτηνοτρόφος, συνδεόταν και συναισθηματικά με τον επί χρόνια έμψυχο συναγωνιστή του στη βιοπάλη. Για τα ζώα αυτά έχτιζαν ειδικούς στάβλους, τα ντάμια, συνήθως δίπλα στον αχυρώνα, όπου το καθένα είχε το μέρος του και το παχνί του, μέσα στο οποίο έβαζαν την τροφή του.

Την ομάδα των οικόσιτων ζώων ολοκλήρωναν οι γάτες και τα σκυλιά, τα σπιτικά και τα μαντρόσκυλα. Η συχνή παρουσία ποντικιών μέσα στα σπίτια, καθώς μέσα στο σπίτι ήταν συνήθως και τα αμπάρια με τους δημητριακούς καρπούς, καθιστούσαν την παρουσία γατιών απαραίτητη. Το σπιτόσκυλο στην αυλή κάθε σπιτιού ειδοποιούσε με το γαύγισμά του για την παρουσία κάθε ξένου επισκέπτη και γενικά έπαιζε το ρόλο του φύλακα του σπιτιού. Και τα μαντρόσκυλα ήταν απολύτως απαραίτητα για τον κτηνοτρόφο, για να προστατεύουν τα πρόβατα από τους λύκους. Γι’ αυτό και οι νοικοκυρές ζύμωναν, με λίγο αλεύρι και περισσότερα πίτυρα, και έψηναν γι’ αυτά ειδικά ψωμιά, τα σκυλοψώμια.

Όλα αυτά τα ζώα τα έτρεφαν τα αφεντικά τους με ποικιλία τροφών κατά περίπτωση. Με τα αποφάγια της ανθρώπινης τροφής, με γεωργικά προϊόντα, παραγωγής τους ή αγορασμένα (κριθάρι, καλαμπόκι, βίκο, άχυρο κ.ά.), με υποπροϊόντα γεωργικών προϊόντων (πίτυρα, σκύβαλα, φλούδες καρπών κ.ά.)· τα τάιζαν ακόμα, κυρίως την άνοιξη και το καλοκαίρι, με πράσινα κλαριά δέντρων («κλαρί» από καραγάτσι ή άλλα δέντρα) και πράσινο χλωρό χορτάρι (καβαλαριά, βούλιαρη κ.ά.), που τα έκοβαν και τα μετέφεραν στο σπίτι.

Τα βοσκούσαν επίσης ομαδικά στο ύπαιθρο, σε βοσκότοπους, με ειδικούς, μισθωμένους με κοντότα ανά εξάμηνο, φύλακες-βοσκούς, το γελαδάρη, το γιδάρη και τον μπλαρτζή (μουλαριτζή). Κάθε πρωί ένα άτομο της οικογένειας έπρεπε «να βγάλει» τη γελάδα, τη γίδα, τα άλογα και τα μουλάρια σε ορισμένο χώρο, απ’ όπου τα παραλάμβανε ο αντίστοιχος βοσκός και τα οδηγούσε όλη μέρα όλα μαζί στη βοσκή. Το βράδυ τα επανέφερε στο ίδιο μέρος, απ’ όπου τα ζώα μόνα τους επέστρεφαν στο «σπίτι» τους. Τέτοιοι χώροι συγκέντρωσης των ζώων ήταν, μεταξύ άλλων, ο χώρος της κεντρικής πλατείας μέχρι και τη δεκαετία του 1930 και περί το 1950 ο χώρος στη συνοικία Μυλωνά, μπροστά και γύρω από το σχολείο. Οι κοπριές που άφηναν στους δρόμους όλα αυτά τα ζώα, στην πρωινή τους έξοδο και στη βραδινή επιστροφή τους, προσέδιδαν ένα ιδιαίτερο «χρώμα» στην εικόνα του χωριού.

Τα «αροτριώντα ζώα» είχαν ειδική μεταχείριση. Κάθε βράδυ τα αφεντικά τους, πριν πέσουν για ύπνο, έβγαζαν από τον αχυρώνα άχυρο ή άλλου είδους σανό, με το γκαζούλι (γκαζοκάντηλο) στο χέρι, για να τους φωτίζει, «να τους φέγγει», και το έβαζαν στο παχνί, να έχουν τα ζώα και τη νύχτα να τρώνε. Και στις καλλιεργητικές περιόδους, όταν τα άλογα επέστρεφαν κουρασμένα από το χωράφι, τους έδιναν να φάνε μία οκά περίπου κριθάρι ή άλλο ανάλογο καρπό μέσα σε ειδικό σακούλι, που το κρεμούσαν στο κεφάλι του κάθε ζώου («έβαζαν σακούλι στ’ άλογα»). Εξάλλου η Τοπική Αυτοδιοίκηση όριζε χώρους, για να βοσκούν σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα αποκλειστικά και μόνον τα «αροτριώντα ζώα». Παραθέτω απόσπασμα σχετικής απόφασης του Δήμου Νέσσωνος στις 18.7.1910. «Εις το χωρίον Μακρυχώρι προσδιορίζει ως χειμερινόν βοϊδολείβαδον τας ανέκαθεν φυλασσομένας ως τοιούτον θέσεις «Μνήματα και Καλάμτζα» με τα ανέκαθεν γνωστά όριά των, ήτοι τον δρόμον προς το χωρίον Δερελί άγοντα, βρύσαις Μακρυχωρίτικαις και δρόμον προς Μικρόν Κεσερλή· ορίζει ως χρόνον φυλάξεως αυτού από 10 Φεβρουαρίου έως 25 Μαρτίου εκάστου έτους καθ’ ον απαγορεύεται η εν αυτώ βοσκή παντός είδους ζώου, από δε 25 Μαρτίου μέχρι 23 Απριλίου θα βοσκήσουν εντός αυτού αποκλειστικώς και μόνον τα αροτριώντα δεδηλωμένα κτήνη των κατοίκων Μακρυχωρίου, πέραν δε της 23ης Απριλίου ελευθέρως πλέον θα βόσκουν εντός αυτού και άπαντα τα ζώα των κατοίκων Μακρυχωρίου παντός είδους».

 


Καταυλισμός κτηνοτρόφων στην πορεία τους προς τα θερινά βοσκοτόπια



[1] Αρχείο τέως Δήμου Νέσσωνος.

[2] Απόφαση τέως Δήμου Νέσσωνος στις 24.1.1897

[3] Ιωάννης Ν. Πράπας. Η εικονογράφηση του ναού του Αγίου Θωμά στο Μακρυχώρι, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμος 42ος,  2002

[4] Για το θέμα της εικονογράφησης του Αγίου Θωμά έχει δημοσιεύσει ειδική εργασία ο Συκουριώτης ιστοριοδίφης Ιωάννης Ν. Πράπας, στην οποία υπάρχουν περισσότερες λεπτομέρειες. Δημοσιεύτηκε στο Θεσσαλικό Ημερολόγιο τόμος 42ος, 2002.

[5] Το χαλκιαδίκι της Κοινότητας έχει ενταχθεί προ πολλών ετών στο χώρο του καταστήματος Μπελόγια.

[6] Αντικαταστάθηκε το 1973 από το υφιστάμενο σήμερα στην ίδια θέση εξωκλήσι.

[7] Η θητεία των ιερέων από το 1932 μέχρι σήμερα προκύπτει, με μικρή χρονική απόκλιση, από το βιβλίο βαπτίσεων του ναού.

[8] Βλ. και Κώστας Σπανός.. «Τέσσερις διαλυμένοι οικισμοί στην περιοχή του Μακρυχωρίου», Πρακτικά 5ου και 6ου Συνεδρίων Λαρισαϊκών Σπουδών, Λάρισα 2010.

[9] Στις 29.9.1938 το Κ.Σ. αποφασίζει την πρόσληψη της δασκάλας Μαρίας Αλατζοπούλου, «διότι οι μαθηταί είναι περισσότεροι από 200 και το σχολείον διθέσιον».

[10] Λόγω έλλειψης χρημάτων με κοντότα πληρώνονταν και άλλοι επαγγελματίες, όπως ο μπακάλης, ο κουρέας, ο χαλκιάς, ο πεταλωτής κ. ά.

[11] Πόντσι: αφέψημα από ελαφρά βρασμένο τσίπουρο μαζί με ζάχαρη.

[12] Γιακύ (το υ προφέρεται ανάμεσα στο ι και στο ου): κατάπλασμα από χτυπημένο ασπράδι αβγού, τσίπουρο και σινάπι.

[13] Οι παλαιότεροι θυμούνται σίγουρα τις 2-3 ακακίες στην πλατεία, όπου, μέχρι και τη δεκαετία του 1960, έδεναν τα ζώα τους (άλογα, γαϊδούρια) οι κοντοχωριανοί, όταν έρχονταν στο Μακρυχώρι.

[14] Ο όρος πολιτισμός έχει βέβαια πολύ ευρύτερο περιεχόμενο από αυτό που αναφέρεται εδώ.

[15] Ιωάννης Ν. Πράπας, Οι Δήμαρχοι του Δήμου Νέσσωνος, σελ. 105

[16] ,2 Θουκ. Γ, 82, μετάφραση Αγγ. Βλάχου.

 

[18] Λίγο πριν το 1940 οι Δημ. Γ. Αργυρίου και Κων/νος Π. Τσέτσιλας είχαν αγοράσει ένα τρακτέρ, το οποίο ήταν βραδυκίνητο, καθώς είχε τροχούς όχι ελαστικούς, αλλά μεταλλικούς, με μεταλλικά πέδιλα σαν ερπύστριες. Χρησιμοποιήθηκε αρχικά για καλλιέργεια χωραφιών και λίγα χρόνια αργότερα χρησιμοποιήθηκε μόνο για να κινεί τον αλευρόμυλο, που συνεταιρικά είχαν εγκαταστήσει στο χωριό.

Κάτοικοι του Μακρυχωρίου γεννηθέντες μέχρι και το έτος 1912 εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Αρρένων του τέως Δήμου Νέσσωνος (1883- 1912).

 

 

ΕΠΩΝΥΜΟ

 

ΟΝΟΜΑ

 

ΠΑΤΡΩΝΥΜΟ

ΕΤΟΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ

 

 

 

 

Αγοραστός

Δημήτριος

Ιωάννης

1853

Αγοραστός

Πάνος

Δημήτριος

1880

Αποστόλου

Γεώργιος

Στέργιος

1892

Αναστασίου

Χρήστος

Ιωάννης

1893

Αναστασίου

Αλέξανδρος

Ιωάννης

1894

Αγοραστός

Κωνσταντίνος

Δημήτριος

1895

Αναγνώστου

Παναγιώτης

Αστέριος

1899

Ανδρέας

Γεώργιος

Δημήτριος

1903

Αντωνίου

Θεόδωρος

Χαράλαμπος

1905

Αστερίου

Στέργιος

Αντώνιος

1906

Αναγνώστου

Αλέξανδρος

Αστέριος

1907

Αντούλας

Αστέριος

Δημήτριος

1907

Αντούλας

Νικόλαος

Δημήτριος

1909

Αντούλας

Λεωνίδας

Νικόλαος

1912

Αργυρίου

Δημήτριος

Γεώργιος

1912

 

 

 

 

Βέλλας

Ζήσης

Αδάμ

1853

Βέλλας

Ματούσιος

Αδάμ

1858

Βέλλας

Νικόλαος

Αδάμ

1863

Βέλλας

Γεώργιος

Αδάμ

1865

Βλάγγας

Χρήστος

Ιωάννης

1866

Βέλλας

Γεώργιος

Αδάμ

1870

Βασιλείου

Γεώργιος

Κ.

1879

Βλαχοστέργιος

Φίλιππος

Ιωάννης

1895

Βλάγγας

Δημήτριος

Αθανάσιος

1901

Βέλλας

Μιχαήλ

Αδάμ

1905

Βλάγγας

Αστέριος

Χρήστος

1905

Βουλάγκας

Ζήσης

Αστέριος

1908

 

 

 

 

Γαρέφης

Ιωάννης

Κωνσταντίνος

1855

Γερογιάννης

Ευάγγελος

Κωνσταντίνος

1856

Γκατζούλης

Γεώργιος

Στέργιος

1858

Γεροφάκας

Ιωάννης

Γεώργιος

1861

Γκατζούλης

Χρήστος

Στέργιος

1864

Γκιτσόλης

Βασίλειος

Τριαντάφυλλος

1869

Γεωργίου

Ηλίας

Λάζαρος

1874

Γραμμοστιάνος

Στέργιος

Ιωάννης

1892

Γιοβάνης

Νικόλαος

Δημήτριος

1899

Γεωργόπουλος

Νικόλαος

Γεώργιος

1904

Γκατζούλης

Δημήτριος

Ιωάννης

1905

Γκατζούλης

Γεώργιος

Χρήστος

1905

Γκρέτζης

Δημήτριος

Βασίλειος

1907

Γκρέτσης

Ανδρέας

Βασίλειος

1910

Γκρέτσης

Απόστολος

Δημήτριος

1911

 

 

 

 

Δαρδακούλης

Ζήσης

Νικόλαος

1871

Διονυσίου

Ζήσης

Χρήστος

1893

Δαρδακούλης

Αστέριος

Ζήσης

1903

Διονυσίου

Διονύσιος

Χρήστος

1906

Δημητρίου

Νικόλαος

Διονύσιος

1907

Δαρδακούλης

Γεώργιος

Ζήσης

1912

 

 

 

 

Ζούλφος

Αλέξανδρος

Αναγνώστης

1868

Ζέλφος

Αναστάσιος

Ευάγγελος

1881

Ζαϊρές

Νικόλαος

Χρήστος

1886

Ζούλφος

Γεώργιος

Αναστάσιος

1889

Ζέρβας

Αθανάσιος

Δημήτριος

1893

Ζήσης

Γεώργιος

Βασίλειος

1893

Ζούλφας

Ιωάννης

Αναγνώστης

1894

Ζέρβας

Βασίλειος

Δημήτριος

1895

Ζήσης

Ιωάννης

Βασίλειος

1895

Ζαϊρές

Γρηγόριος

Κωνσταντίνος

1896

Ζέρβας

Λουκάς

Δημήτριος

1897

Ζούλφος

Αστέριος

Αλέξιος

1903

Ζιώγας

Ιωάννης

Νικόλαος

1908

Ζούλφος

Ιωάννης

Αλέξιος

1912

 

 

 

 

Ήλου

Αθανάσιος

Στ.

1870

 

 

 

 

Θεοδώρου

Θεόδωρος

Νικόλαος

1867

Θεοδωρόπουλος

Νικόλαος

Θεόδωρος

1890

Θάνος

Δημήτριος

Αθανάσιος

1896

Θανόπουλος

Αστέριος

Απόστολος

1902

 

 

 

 

Ιωαννίδης

Λεωνίδας

Αθανάσιος

1907

 

 

 

 

Κολώνας

Ευάγγελος

Βασίλειος

1866

Κατσιγιάννης

Χρήστος

Γεώργιος

1867

Καρατέγος

Βασίλειος

Θεόδωρος

1873

Καπετανάκης

Γεώργιος

Δημήτριος

1880

Κατσιγιάννης

Νικόλαος

Χρήστος

1883

Κατσιγιάννης ή Ιωάννου

Ιωάννης

Ευάγγελος

1885

Κοντοκώστας

Θεόδωρος

Δημήτριος

1887

Κωστόπουλος

Κλεάνθης

Ευάγγελος

1892

Κοκκινοφύτης

Ιωάννης

Αναστάσιος

1896

Κουτρούπας

Ζήσης

Αντώνιος

1896

Καρατέγος

Γεώργιος

Νικόλαος

1899

Καρατέγος

Χρήστος

Δημήτριος

1899

Κατσιούλης

Νικόλαος

Γεώργιος

1900

Κορδάς

Γεώργιος

Δημήτριος

1900

Καραμπούζης

Ιωάννης

Νικόλαος

1901

Κατσιγιάννης

Γεώργιος

Χρήστος

1901

Κατσιγιάννης

Αστέριος

Ευάγγελος

1902

Κατσιγιάννης

Νικόλαος

Αθανάσιος

1903

Καρατέγος

Δημήτριος

Νικόλαος

1903

Καρατέγος

Γεώργιος

Δημήτριος

1903

Κωστόπουλος

Κωνσταντίνος

Ευάγγελος

1904

Καραμήτσος ή Μπούτος

Ηλίας

Κωνσταντίνος

1904

Καλτσάς

Νικόλαος

Γεώργιος

1905

Καρατσούλης

Δημήτριος

Γεώργιος

1905

Καραμήτσος

Δημήτριος

Κωνσταντίνος

1906

Κατσιγιάννης

Κωνσταντίνος

Χρήστος

1907

Καρατέγος

Ευάγγελος

Δημήτριος

1907

Κωστόπουλος

Παναγιώτης

Ευάγγελος

1907

Καλαντζής

Δημήτριος

Αθανάσιος

1907

Κατσογιάννης

Απόστολος

Χρήστος

1911

Κατσογιάννης

Δημήτριος

Χρήστος

1911

Κυρίτσης

Γεώργιος

Αθανάσιος

1911

Κατσιγιάννης

Ευάγγελος

Χρήστος

1912

Κωστάκης

Αθανάσιος

Δημήτριος

1912

 

 

 

 

Λάζου

Κωνσταντίνος

Γεώργιος

1875

Λιούπας

Νικόλαος

Ιωάννης

1877

Λιάκος

Αναστάσιος

Ιωάννης

1894

Λαμπονίκος

Δημοσθένης

Σπύρος

1896

Λουκάς

Αθανάσιος

Μάρκος

1900

Λιούπας

Ηλίας

Αναστάσιος

1907

Λάζος

Αθανάσιος

Ηλίας

1912

Λιάπης

Κωνσταντίνος

Βασίλειος

1912

 

 

 

 

Μπούτος

Τέγος

Δημήτριος

1845

Μακρής ή Χασιώτης

Αθανάσιος

Γεώργιος

1849

Μπούτος

Κωνσταντίνος

Δημήτριος

1849

Μήλιος

Κωνσταντίνος

 

1851

Μάντελας

Δημήτριος

Γεώργιος

1852

Μπόλιας

Στέργιος

Σίμος

1852

Μπούτος

Θεόδωρος

Δημήτριος

1853

Μακρής

Ιωάννης

Χρήστος

1854

Μήλιος

Κωνσταντίνος

Ευάγγελος

1854

Μήλιος

Απόστολος

Νικόλαος

1855

Μήλιος

Μήλιος

Γεώργιος

1855

Μήλιου

Ιωάννης

Ευάγγελος

1856

Μπελόγιας

Χρήστος

Παύλος

1863

Μπουσονάκης

Αναστάσιος

Ιωάννης

1864

Μπούντος

Γεώργιος

Θεόδωρος

1865

Μποσνέας

Γεώργιος

Νικόλαος

1865

Μπουροζίκας

Βασίλειος

Αθανάσιος

1869

Μπέλος

Γεώργιος

Στέργιος

1871

Μποσνέας

Γεώργιος

Νικόλαος

1871

Μπέλος

Ιωάννης

Χρήστος

1876

Μπέλος

Ευθύμιος

Χρήστος

1879

Μπούτος

Γρηγόριος

Αστέριος

1879

Μπούντος

Γεώργιος

Αστέριος

1880

Μάνδαλος

Αθανάσιος

Δημήτριος

1883

Μπούντος

Δημήτριος

Στέργιος

1883

Μπούντος

Ευάγγελος

Κωνσταντίνος

1884

Μπένης

Παντελής

Στογιάννης

1884

Μποσνέας

Νικόλαος

Παναγιώτης

1886

Μπούντος

Γρηγόριος

Τέγος

1886

Μάνταλος

Γεώργιος

Δημήτριος

1887

Μπούτος

Ευάγγελος

Κώτσης

1887

Μπούντος

Ιωάννης

Στέργιος

1890

Μπούντος

Θεόδωρος

Κωνσταντίνος

1891

Μπουροζίκας

Γεώργιος

Ιωάννης

1892

Μπουροζίκας

Πέτρος

Αθανάσιος

1892

Μπελόγιας

Γεώργιος

Νικόλαος

1894

Μπελόγιας

Κωνσταντίνος

Νικόλαος

1895

Μπούντος

Λύσανδρος

Θεόδωρος

1895

Μποσνέας

Νικόλαος

Γεώργιος

1895

Μποσνέας

Κωνσταντίνος

Παναγιώτης

1899

Μυλωνάς

Αθανάσιος

Ιωάννης

1899

Μπελόγιας

Δημήτριος

Νικόλαος

1899

Μπαλατσός

Αθανάσιος

Νικόλαος

1900

Μπελόϊας

Κωνσταντίνος

Νικόλαος

1900

Μπέλος

Δημήτριος

Χρήστος

1900

Μποσνέας

Δημήτριος

Γεώργιος

1900

Μπόλιας

Χρήστος

Αστέριος

1901

Μπελόγιας

Δημήτριος

Χρήστος

1902

Μήτυλας

Χρήστος

Ευάγγελος

1904

Μπενεχούτσος

Ανδρέας

Γεώργιος

1906

Μυλωνάς

Ιωάννης

Αχιλλέας

1906

Μητσογιάννης

Γεώργιος

Κωνσταντίνος

1906

Μακρυγιάννης

Ηλίας ή Αριστοτέλης

Δημήτριος

1907

Μπόλιας

Παναγιώτης

Στέργιος

1907

Μπούτου

Ισίδωρος

Δημήτριος

1907

Μυλωνάς

Γεράσιμος

Ιωάννης

1907

Μητσογιάννης

Αναστάσιος

Κωνσταντίνος

1908

Μπελόγιας

Πέτρος

Νικόλαος

1909

Μπούτος

Βασίλειος

Δημήτριος

1909

Μήτελας

Νικόλαος

Ευάγγελος

1910

Μπενεχούτσος

Αθανάσιος

Γεώργιος

1910

Μπουροζίκας

Βασίλειος

Λάζαρος

1910

Μηχαντάς

Ιωάννης

Αθανάσιος

1911

Μπελόγιας

Αθανάσιος

Χρήστος

1911

Μυλωνάς

Θωμάς

Αχιλλεύς

1912

Μπουροζίκας

Χρυσόστομος

Νικόλαος

1912

Μπουροζίκας

Αθανάσιος

Λάζαρος

1912

Μπράκης

Παύλος

Γεώργιος

1912

 

 

 

 

Νίτσικας

Ιωάννης

Αθανάσιος

1858

Νάστος

Γεώργιος

Απόστολος

1868

Νάστος

Χρήστος

Απόστολος

1871

Νάκας

Βασίλειος

Φίλιππος

1883

Νάκας

Αθανάσιος

Φίλιππος

1893

Νίτσικας

Θεόδωρος

Ευστάθιος

1894

Νταβέλης

Ηλίας

Γεώργιος

1899

Νάρης

Ιωάννης

Παναγιώτης

1900

Νασιούλας

Ιωάννης

Χρήστος

1900

Νασιούρας

Δημήτριος

Χρήστος

1904

Ντιντής

Κωνσταντίνος

Αθανάσιος

1904

Νταβέλης

Ιωάννης

Γεώργιος

1904

Νίτσικας

Ιωάννης

Ευστάθιος

1904

Νάρης

Μιχαήλ

Παναγιώτης

1908

Ντούλας

Δημήτριος

Νικόλαος

1909

Νάσιος

Γεώργιος

Δημήτριος

1910

Νάτσιος

Αθανάσιος

Χρήστος

1912

Ντούλας

Γεώργιος

Νικόλαος

1912

 

 

 

 

Οικονόμου

Παναγιώτης

Χριστόδουλος

1849

Οικονόμου ή Παπαδημητρίου

Κωνσταντίνος

Στέργιος

1892

 

 

 

 

Παπαδημητρίου

Στέργιος

Νικόλαος

1862

Πέννης

Βασίλειος

Στογιάννης

1869

Πέννης

Δημήτριος

Στογιάννης

1873

Παρλάντζας

Αθανάσιος

Κωνσταντίνος

1876

Παπακρίβου ή Κατσιρόπουλος

Γεώργιος

 

1884

Πατσιούρας

Αθανάσιος

Λάμπρος

1885

Πέννης

Χρήστος

Στογιάννης

1885

Παρλάντζας

Ευάγγελος

Δημήτριος

1889

Πέτρου

Απόστολος

Αθανάσιος

1891

Παπαδημητρίου

Αργύριος

Αργύριος

1893

Πέτρου

Βασίλειος

Αναστάσιος

1894

Παρλάντζας

Ιωάννης

Δημήτριος

1897

Πέτρου

Βασίλειος

Αντώνιος

1899

Πελεκούδας

Γεώργιος

Δημήτριος

1899

Πατσούκας

Βασίλειος

Αστέριος

1901

Παρλάντζας

Γεώργιος

Χρήστος

1901

Πατσούρας

Κωνσταντίνος

Λάμπρος

1902

Πατσούρας

Απόστολος

Χρήστος

1902

Παρλάντζας

Παναγιώτης

Δημήτριος

1902

Πελεκούδας

Ευάγγελος

Δημήτριος

1904

Πατσιούρας

Ανδρέας

Χρήστος

1904

Πατσιούρας

Ιωάννης

Αθανάσιος

1905

Πατσιούρας

Ευθύμιος

Λάμπρος

1905

Παλάτος

Ιωάννης

Αθανάσιος

1905

Πατσιούρας

Ευάγγελος

Αθανάσιος

1906

Πατσούρας

Ευάγγελος

Αθανάσιος

1907

Πένης

Γεώργιος

Δημήτριος

1907

Παπακρίβου

Σωτήριος

Γεώργιος

1907

Πελεκούδας

Γεώργιος

Δημήτριος

1908

Παλάτος

Ιωάννης

Αθανάσιος

1908

Παρλάντζας

Δημήτριος

Χρήστος

1909

Πίσας ή Τόπης

Κωνσταντίνος

Δημήτριος

1909

Παλάτος

Βασίλειος

Αθανάσιος

1910

Παρλάντζας

Ευάγγελος

Αθανάσιος

1911

Παλάτος

Μιχαήλ

Αθανάσιος

1912

Πατσιούρας

Ευάγγελος

Χαράλαμπος

1912

Πέννης

Γεώργιος

Βασίλειος

1912

 

 

 

 

Ρόμπας

Κυριάκος

Σταμούλης

1849

Ρότσιος

Τούλιας

Ζήσης

1851

Ριζόπουλος

Φίλιππος

Άγγελος

1865

Ρούσης

Στέργιος

Δημήτριος

1865

Ριζόπουλος

Φίλιππος

 

1871

Ρίζου

Δημήτριος

Κωνσταντίνος

1901

Ριζόπουλος

Χρήστος

Φίλιππος

1904

Ρίζου

Ιωάννης

Κώνστας

1906

Ρίζου

Βασίλειος

Χρήστος

1906

Ριζόπουλος

Νικόλαος

Φίλιππος

1908

Ρίζου

Μιχαήλ

Χρήστος

1912

 

 

 

 

Στεργίου

Παναγιώτης

Γεώργιος

1851

Σπαρτής

Δημήτριος

Βασίλειος

1855

Σαμαράς

Ιωάννης

Τ.

1858

Σαμολαδάς

Ιωάννης

Αθανάσιος

1867

Σαμουλαδάς

Μιχαήλ

Αθανάσιος

1869

Συκιώτης

Γεώργιος

Νικόλαος

1869

Συκιώτης

Ιωάννης

Νικόλαος

1869

Συκιώτης

Αθανάσιος

Νικόλαος

1874

Σαΐτης

Χρήστος ή Δημήτριος

Αθανάσιος

1875

Σαμαράς

Δημήτριος

Αναστάσιος

1879

Σαμουλάς

Κωνσταντίνος

Αθανάσιος

1883

Σαμαράς

Δημήτριος

Ματθαίος

1884

Σταμάτης

Μιχαήλ

Πανάγος

1887

Σουμπενιώτης

Αθανάσιος

Μιχαήλ

1890

Σαμαράς

Ιωάννης

Ματθαίος

1891

Σουμπενιώτης

Κωνσταντίνος

Μιχαήλ

1901

Σαΐτης

Αστέριος

Θεόδωρος

1901

Σιμόπουλος

Νικόλαος

Βασίλειος

1901

Συκιώτης

Νικόλαος

Αθανάσιος

1901

Σανίδας

Γεώργιος

Νούλης

1902

Σουμπενιώτης

Χρήστος

Μιχαήλ

1904

Στογιάννης

Δημήτριος

Βασίλειος

1904

Συκιώτης

Ηλίας

Αθανάσιος

1904

Στογιάννης

Ανδρέας

Δημήτριος

1905

Στρατόπουλος

Γεώργιος

Αθανάσιος

1906

Σικιώτης

Κωνσταντίνος

Γεώργιος

1906

Σουμπενιώτης

Αριστοτέλης

Μιχαήλ

1906

Σανίδας

Αστέριος

Νούλης

1906

Σαΐτης

Χρήστος

Ιωάννης

1906

Σιμόπουλος

Χρήστος

Βασίλειος

1907

Σαΐτης

Στέργιος

Θεόδωρος

1907

Σιμόπουλος

Αθανάσιος

Γεώργιος

1908

Σιμόπουλος

Ευάγγελος

Βασίλειος

1909

Σινάπαλος

Κωνσταντίνος

Ευάγγελος

1909

Στογιάννης ή Πέννης

Νικόλαος

Βασίλειος

1909

Στρατόπουλος

Παναγιώτης

Αθανάσιος

1909

Στογιάννης

Απόστολος

Χρήστος

1910

Στογιάννης

Κωνσταντίνος

Παντελής

1910

Σιμόπουλος

Ιωάννης

Γεώργιος

1911

Στογιάννης ή Πένης

Μιχαήλ

Χρήστος

1911

Σταμάτης

Κωνσταντίνος

Μιχαήλ

1912

 

 

 

 

Τσέτσιλας

Πέτρος

Κωνσταντίνος

1851

Τσιάμης

Γεώργιος

Τριαντάφυλλος

1853

Τσικρικώνης

Ιωάννης

Γεώργιος

1862

Τόπης

Τζίμας

Πίσιος

1867

Τριανταφύλλου

Αναστάσιος

 

1868

Τσιτότας

Γεώργιος

 

1878

Τσέτσιλας

Αχιλλέας

Πέτρος

1879

Τσικρικώνης

Αθανάσιος

Γρηγόριος

1879

Τσικρικώνης

Κωνσταντίνος

Γεώργιος

1880

Τσέτσιλας

Ιωάννης

Πέτρος

1886

Τσέτσιλας

Νικόλαος

Πέτρος

1893

Τσικρικώνης

Δημήτριος

Ζήσης

1894

Τσιτούρας

Γεώργιος

Κωνσταντίνος

1894

Τριανταφύλλου

Γεώργιος

Βασίλειος

1894

Τσάμης

Γεώργιος

Δημήτριος

1895

Τζιμοτάχας

Αθανάσιος

Ιωάννης

1896

Τσιάμης

Κωνσταντίνος

Γεώργιος

1896

Τσέτσιλας

Κωνσταντίνος

Πέτρος

1899

Τριανταφύλλου

Δημήτριος

Αναστάσιος

1902

Τσικρικώνης

Παναγιώτης

Ιωάννη

1902

Τριανταφύλλου

Τριαντάφυλλος

Βασίλειος

1902

Τζιμοτάχας

Κωνσταντίνος

Ιωάννης

1903

Τσέτσιλας

Αστέριος

Πέτρος

1903

Τσικρίκας

Παναγιώτης

Κώνστας

1903

Τσέτσιλας

Βασίλειος

Αχιλλέας

1903

Τσικρίκας

Ευάγγελος

Κωνσταντίνος

1905

Τσικρικώνης

Χρήστος

Ιωάννης

1905

Τσικρικώνης

Γεώργιος

Νικόλαος

1906

Τριανταφύλλου

Γεώργιος

Αδάμος

1907

Τσέτσιλας

Πέτρος

Αχιλλέας

1908

Τσιατούρας

Αλέξιος

Κωνσταντίνος

1908

Τριανταφύλλου

Ηλίας

Βασίλειος

1909

Τριανταφύλλου

Κωνσταντίνος

Αναστάσιος

1909

Τσικρικώνης

Κωνσταντίνος

Ιωάννης

1911

Τριανταφύλλου

Δημήτριος

Βασίλειος

1911

Τσιατούρας

Κοσμάς

Κωνσταντίνος

1912

Τριανταφύλλου

Θωμάς

Αναστάσιος

1912

 

 

 

 

Φώτης

Φώτης

Δημήτριος

1873

Φώτης

Γεώργιος

Δημήτριος

1878

Φαρμάκης

Κωνσταντίνος

Ιωάννης

1892

Φούντας

Κωνσταντίνος

Αθανάσιος

1903

Φουσίκας

Δημήτριος

Μιχαήλ

1903

Φουσίκας

Αστέριος

Παναγιώτης

1905

Φουσίκας

Αστέριος

Δημήτριος

1906

 

 

 

 

Χαντραλής

Ιωάννης

Δημήτριος

1854

Χορταριάς

Ταξιάρχης

Χρήστος

1865

Χολέβας

Αθανάσιος

Δημήτριος

1866

Χύτας

Γεώργιος

Ιωάννης

1870

Χαϊνταρλής

Κυριαζής

Ιωάννης

1877

Χασιώτης

Νικόλαος

Αθανάσιος

1894

Χαϊνταρλής

Δημήτριος

Ιωάννης

1900

Χατζής

Γεώργιος

Λουκάς

1901

Χριστοδούλου

Χρήστος

Αθανάσιος

1902

Χατζηγεωργίου

Χρήστος

Λουκάς

1903

Χατζής

Διονύσιος

Δημήτριος

1908

Χολέβας

Δημήτριος

Αθανάσιος

1909

Χασιώτης

Άγγελος

Δημήτριος

1909