ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΛΑΡΙΣΑΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΣΟΥΡΛΑ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΑΣ
 | ΕΝΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑ ΤΟΥ 2008 |
ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΜΕΝΕΣ ΣΥΝΟΜΗΛΙΕΣ
AΦΗΓΗΣΗ
ΣΤΑΜΑΤΟΥΛΑΣ ΖΟΥΛΦΑ ΒΟΥΛΑΓΚΑ
Θέλω να μου πεις τι
θυμάσαι για τον πατέρα σου, πως τον σκότωσαν.
Θα σου πω
σκότωσαν οι Σουρλάδες όχι μόνο τον πατέρα μου αλλά τριάντα τρία άτομα συνολικά .
Ήταν ημέρα Τρίτη πρωί του Αγίου
Σωτήρα.. Εμείς είχαμε δύο μαστόρους στο σπίτι μας γιατί σκεπάζαμε με κεραμίδια
μια αχερώνα. Ο πατέρας μου πήγε στον Μιχάλη τον Στογιάννο να πάρει μια
γκρεντιά. Εκεί έμαθε από τον Παντελή τον Καραπάνο ότι θα ρθουν οι Σουρλάδες. Ο
πατέρας μου απάντησε .Τι θα μας κάνουν αφού εμείς δεν φταίξαμε σε τίποτα. ούτε
σκοτώσαμε , ούτε προδώσαμε . Να πάνε να βρουν τους αντάρτες .Δεν περιμένε ότι
θα ρθουν στο χωριό οι Σουρλάδες και θα σκοτώσουν όποιον βρουν στο δρόμο. Ο Πατέρας
μου ήταν Αντιπρόεδρος στην Κοινότητα και εκτελούσε χρέη Προέδρου γιατί είχε
παραδώσει ο Πρόεδρος ο Καραπάνος. Πήγε ο
Πατέρας μου το Συκούριο να παραδώσει τη σφραγίδα αν δεν τη δέχτηκαν. Πήγε και τους καλωσόρισε.
Του είπαν ότι χρειάζονται ψωμί . Έφεραν σε μας τρία σφαχτά και τα ψήσαμε μαζί
με τη μάνα του Μήτσιου του Λιάπη. Ο πατέρας μου έψαχνε να βρει ψωμί με το
τσουβάλι στον ώμο. Όπου κι αν πήγαινε του έλεγαν. Στέργιο μπες μέσα στο σπίτι
σου και μη ξαναπάς . Αυτός απαντούσε . Έλα μωρέ τι θα με κάνουν αφού δεν έκανα
τίποτα. Τους πήγε το ψωμί και δεν τον ξαναείδαμε. Ο θείος μου επειδή είχε
περάσει η ώρα έπρεπε να πάει στα πρόβατα. Έπρεπε όμως να πάνε και το ψημένο
κρέας στους Σουρλάδες. Του λέει η μάνα μου .Άσε το κρέας θα το πάω εγώ με την
Λιάπαινα. Εσύ πήγαινε στα πρόβατα. Ξεκίνησε με το Μήτσιο το Λιάπη για τα
πρόβατα και στο δρόμο τους είδε ένας Σούρλας
,το λέω τώρα και μου σηκώνεται η τρίχα , και τους ρώτησε .Που πάτε. Στα πρόβατα
απάντησαν . ελάτε εδώ θα πάτε μετά στα
πρόβατα. Θέλουμε και να ξαπλώσουμε λίγο . Εντάξει θα ξεκουραστείτε καμία
ώρα και μετά θα πάτε στα πρόβατα. Τους
πήρε και τους πήγε κάτω απ΄ την μπάρα όπου
είναι το Δημοτικό Σχολείο. Εκεί σκότωσαν τον Θείο μου μαζί με τον Βασίλη τον
Ανδρέου. Αυτού του είχαν κόψει και τα δάχτυλα ,γιατί αντέδρασε μόλις τους έστησαν
στη σειρά να τους τουφεκίσουν. Πιό πάνω στην μπάρα είχαν σκοτώσει πολλούς. Εκεί
ήταν λαβωμένος και ο Γιάννης ο Πατσιούρας. Ηταν κι αλλοι σκοτωμένοι που εγώ δεν
τους θυμάμαι ποιοι ήταν. Τον Πατέρα μου τον σκότωσαν στο βουνό πάνω από το
καράβι ,στο δρόμο προς τον Παραπόταμο. Εκεί
ήταν σκοτωμένος ένας Βασίλης Φουσίκας ο
Λευτέρης ο Ζιώγας ,οι δύο οι Χαλατσαιοι .ο Γιάννης ο Ηλος . Στεργιος ο
Δαρδακούλης και άλλοι...
Εγώ όπως ημουνα
στους Μπελαίους ερχόταν ο Βασίλης ο Γκρέτσης είχε μια μεγάλη κόλα
χαρτί με ονόματα. Τον ρώτησαν οι μεγάλοι
Θύμιος, Νάκος και Γιώργος Μπέλλο καθώς
και οι Παύλος Σελιγκούνας και Μιχάλης
Στογιάννος. να μάθουν τι έγινε. Αυτός απάντησε λέγοντας . αστα τι έγινε και
τους έδειχνε τα ονόματα των σκοτωμένων. Ο
Μιχάλης ο Στογιάννης μόλις με είδε να πλησιάζω μάλωσε το Γκρέτση και τον έδιωξε
λέγοντας του φύγε παλιάνθρωπε και μη
ξαναλές ετσι. Εγώ όμως ειχα ακούσει τα ονόματα και πήγα σκούζοντας στο σπίτι.
Με ρώτησε η Θεία μου γιατί κλαίω και εγώ φοβόμουνα να μιλήσω γιατί είχα
ακούσει ότι θα σκοτώσουν οποίον πάρει
κάποιο πτώμα από σκοτωμένο . Μόλις βασίλεψε ο ήλιος είπα στη μάνα μου ότι σκότωσαν τον Θείο στη
μπάρα. Εμείς πήγαμε το βράδυ μετά το βασίλεμα
ηλίου και πήραμε τον θειο μου στο σπίτι γιατί πιο μπροστά φοβόμασταν μη
μας σκοτώσουν όπως είχαν πει. Δηλαδή από το μεσημέρι μέχρι το βράδυ έμειναν οι
σκοτωμένοι στο χώμα γιατί δεν άφηναν τον κόσμο να τους πάρει.
Ο κόσμος είχε
τρομοκρατηθεί γιατί έκαιγαν και σπίτια .Δίπλα από το σπίτι μας έμενε ο Γιάννης
ο Πανδρεμένος και του έκαψαν το σπίτι. Τα μαστόρια τα δικά μας κρύφτηκαν γιατί
θα τα σκότωναν. Ήταν περίπου είκοσι άτομα βασίλεμα ηλίου και ήρθα να κάψουν το
σπίτι του Πανδρεμένου. Εγώ ήμουν στην αυλή του Μητσιου του Ζούλφου και άκουσα
που έλεγαν οι Σουρλικοί ότι τα παραθύρια τα ψηλά θα γίνουν στάχτη απόψε. Εγώ
κατάλαβα ότι έκαναν λάθος και θα έκαιγαν το σπίτι μας και τους είπα ότι αυτό το
σπίτι που κοιτάζουν είναι το δικό μας. Μου ζήτησαν νερό και τους έδωσα. Όλοι οι μεγάλοι ήταν κρυμμένοι και μόνο εμείς κυκλοφορούσαμε. Η γυναίκα του Πανδρεμένου
κάτι πήγε να πάρει ρούχα από το σπίτι και βρέθηκε ένας καλός και την έδιωξε
λέγοντας την ότι φύγε κυρά μου γιατί αν έρθει ο μεγάλος θα σε ρίξει και σένα
μέσα . Την ίδια μέρα είχαν ρίξει στη φωτιά του σπιτιού της μια γυναίκα του Λιούπα . Μόλις ακούστηκε ότι έφυγαν
πετάχτηκαν οι γυναίκες της γειτονιάς να σβήσουν την φωτιά . Εκείνη την ώρα εγώ
είπα στη μάνα μου ότι σκότωσαν και τον πατέρα μου. Η μάνα μου τα έχασε και είπε
να ειδοποιήσουν κάποιον στον Παραπόταμο να πάει να πει στον πατέρα μου να ρθει να δει τον αδελφό του. Την
ώρα αυτή πήγαν και πήραν τον Θειο μου. Τον πατέρα μου τον πήραμε τη άλλη ημέρα.
Τον Δαρδακούλη και τον Ζιώγα τους πήραν το ίδιο βράδυ .
Την άλλη ημέρα
το πρωί ξεκίνησε η μάνα μου για τον Παραπόταμο και δεν κοίταζε καθόλου πίσω .
Εγώ ήμουν δεκαπέντε χρονών ακολούθησα τη μάνα μου και όταν φθάσαμε στο μέρος που ήταν οι σκοτωμένοι είδαμε
πτώματα μαυρισμένα και τυμπανισμένα από τις πολλές ώρες και τη ζέστη. Εκεί δίπλα υπήρχαν παλιά
χαρακώματα από τον στρατό . Είπε στη μάνα μου η Στέργινα του Καρατέγου που είχε
σκοτωμένο τον αδελφό της . Εκεί θα τους θάψουμε . Τότε εγώ λιποθύμησα βλέποντας
το θέαμα και με είδε η μάνα μου η οποία
και με ρώτησε . Πως βρέθηκες εσύ εδώ. Εκεί θυμάμαι την εικόνα από τα πολλά
πτώματα . Δέκα ήταν παραπάνω ήταν δεν θυμάμαι. Ρίξαμε τους δικούς μας μέσα στο
χαράκωμα ,τους σκεπάσαμε και φύγαμε αφού κλάψαμε στον πρόχειρο τάφο τους. Τους άλλους που σκότωσαν στο Μακρυχώρι τους έθαψαν
στο νεκροταφείο πρωί πρωί νύχτα χωρίς φέρετρα ,αλλά μέσα σε κουβέρτες .
Μετά από οχτώ ημέρες ξαναήρθαν στο χωριό μας .
Ήρθαν και μερικοί από αυτούς στην αυλή μας. Εγώ κρατούσα στην αγκαλιά μου τον ξάδελφο μου τον Γιάννη ,γιατί η θεία μου
και η μανά μου ήταν στα πρόβατα. Τότε με
ρώτησε ένας απ΄ αυτούς. Γιατί φοράς
μαύρα ρούχα. Εγώ του απάντησα .Επειδή σκότωσαν οι Σουρλάδες τον πατέρα μου. Όχι
απάντησε αυτός . Τον πατέρα σου τον σκότωσαν οι αντάρτες. Επειδή εγώ
συνέχιζα να λέω ότι τον σκότωσαν τον
πατέρα μου οι Σουρλάδες μου έβαλε το όπλο που είχε στο στήθος μου και ήθελε να
με σκοτώσει. Τότε πετάχτηκε η μάνα του Μήτσιου του Λιάπη ,που ηταν πολύ
ψύχραιμη ,και είπε με Σαρακατσάνικη προφορά. Αφήστι του κορίτσι ,δεν ηντο καλά.
Ιδώ στ΄ γειτονιά μας το χουμι για χαζό. Τότε ακούσαμε και πυροβολισμούς κάτω στη βρύση
οπου ήταν παραταγμένα τα αυτοκίνητα των
Σουρλάδων . Μάθαμε ότι οι αντάρτες
πυροβολούσαν την φάλαγγα των Σουρλάδων . Αυτοί φοβήθηκαν
άφησαν τα πράγματά τους και πήγαν προς την Καρακόπετρα.
Έτσι γλύτωσα εγώ, γλύτωσε και όλο το
χωριό τη δεύτερη φορά που ήρθαν οι Σουρλάδες.
ΑΦΗΓΗΣΗ ΧΡΗΣΤΟΥ Γ.
ΓΚΡΕΤΣΗ
Όταν σκότωσαν τον πατέρα μου στις 6 Αυγούστου του 1946 ήμουν δώδεκα χρονών . Ο πατέρας μου δούλευε σε μια πατόζα που την είχαν μαζί ο Γιαννακόπουλος με τον Τσιτσιούλη. Εκεί πήγαν
οι Σουρλάδες σταμάτησαν τη μηχανή και οι πιο πολλοί άνθρωποι κρύφτηκαν ,όσο
μπορούσαν να κρυφτούν από φόβο, χωρίς να
έχουν κάνει τίποτα.
Τότε ηλθε ο Ξάδελφος του πατέρα μου ο Ν.Γ. και ρώτησε τον πατέρα μου γιατί δεν δουλεύει
η μηχανή.Ο πατέρας μου του είπε ότι φοβόνταν τους Σουρλάδες ,επειδή ακούγεται
ότι είναι εξαγριωμένοι και θέλουν να σκοτώσουν οποιον βρούν .
Όχι του λέει. Να βάλεις μπροστά την μηχανή και
να δουλέψεις να μη χάσεις το μεροκάματο. Ηταν κι η αδελφή μου η Παναγιώτα στην
πατόζα Έίχε παει ψωμί στον πατέρα μου μόλις σταμάτησε η μηχανή. Επίσης ηταν και
ο Ξάδελφος ο Ηλιας ο Γκρέτσης στον οποίο είπε Ν.Γ. να φύγει για να μη φάει καμία
καλπαζιά από κανέναν Σουρλικό. Ο Ν.Γ.
πήρε τον Φαρμάκη να του κρατάει τη φοράδα και έφυγε προς τους Γόννους. Όταν
έφτασε ο Ν.Γ. στην συκιά του Ζιώγα αρχισε να δουλεύει η μηχανή και βγήκαν όλοι οσοι
ήταν κρυμμένοι μέσα στις θυμωνιές.
Αυτό φάνηκε ότι ήταν κόλπο του Ν.Γ. για να
βγούν εξω όσοι ήταν κρυμμένοι και να
τους πιάσουν να τους σκοτώσουν. Αντάρτης δεν ήταν κανένας από τους
Μακρυχωρίτες που σκότωσαν την μέρα αυτή οι Σουρλάδες.
Την ίδια
μέρα έφεραν και πολλούς ξένους απ΄ τη Μπάκραινα και τους σκότωσαν κάτω στο
καράβι . Πάνω από το καράβι σκότωσαν πολλούς Μακρυχωρίτες. Τον πατέρα μου και κάποιους
άλλους τον σκότωσαν σ’ένα υπόστεγο που
υπήρχε πίσω από το σπίτι του Κωστή του Γιαννακόπουλου. Εκεί πρέπει να σκότωσαν
εννέα άτομα μεταξύ αυτών τον Ν. Ζούλφο, τον
Β. Ανδρέου, τον καροποιό Ν. Χάρμπογλου, τον Β. Πατσιούρα ,τον Σπ. Βλάγγα ,τον
Τσιτσιούλη ,τον Ν. Στογιάννο και
κάποιους άλλους που δεν θυμάμαι τώρα. Η μάνα μου έλειπε στους Γόννους . Τον
πατέρα μου τον πήραμε στο σπίτι, εγώ με
τις αδελφές μου ,τη νύχτα μέσα σ’ ένα
κιλίμι. Τον θάψαμε όλη τη νύχτα γιατί είχαν πει ότι άμα τους πάρουμε από κει θα
μας κάνουν άλλες ζημιές. Τέτοια διαταγή είχαν αφήσει.
Η μάνα
μου επιστρέφοντας την άλλη μέρα απ’
τους Γόννους είδε τους σκοτωμένους στο καράβι αλλά δεν γνώρισε κανέναν. Είχαν
παραμορφωθεί από τις πολλές ωρες και από τη ζέστη . Στο δρόμο κοντά στου Ζιώγα τα μαντριά βρήκε την Στέργιαινα
του Καρατέγου που πήγαινε στο καράβι να θάψει τον αδελφό της που ήταν σκοτωμένος. Από αυτήν έμαθε η μάνα μου, ότι σκότωσαν τον
πατέρα μου και τον θάψαμε τη νύχτα.
Για πρώτη
φορά η ομάδα του Σούρλα ήρθε στην περιοχή μας στα τέλη Ιουλίου του 1946, αφού προηγούμενα
είχαν σκοτώσει τους εργάτες που συντηρούσαν τη σιδηροδρομική γραμμή ,κοντά στο σημερινό εργοστάσιο Ζαχάρεως.
Οι Σουρλάδες ήθελαν να βγάλουν στο βουνό
αντάρτες τρομοκρατώντας τον κόσμο. Πέρασαν τότε από το Μακρυχώρι και δεν πείραξαν κανέναν. Στον
Παραπόταμο σκότωσαν έναν το πατέρα του Αλέκου του Μίχου. Από κεί περνάν στους
Γόννους χτύπησαν μερικούς, δεν έμαθα να
σκότωσαν κάποιον.
Από κει
ανέβηκαν στην Καλλιπεύκη. Εκεί έκαναν τα αίσχη. Έκαναν πλιάτσικο ,πήραν
γυναίκες έξω από το χωριό μέχρι τη ράχη
και αφού τις ατίμασαν τις κράτησαν και τα
ρούχα και τις άφησαν γυμνές.
Μετά κατέβηκαν στους Γόννους ,όπου είχε τότε
Αστυνομία ,νομίζω με αστυνόμο το Λιάτσο. Εκεί στο καράβι τους έστησαν ενέδρα οι
καταδιωκόμενοι αντάρτες από την περίοδο της κατοχής. Τους
καταδίωκαν γιατί είχαν πολεμήσει τους Γερμανούς. Τότε το ποτάμι είχε πολύ νερό
. Μόλις μπήκαν στο καράβι οι Σουρλάδες ,οι αντάρτες τους χτύπησαν .
ΣΧΟΛΙΟ ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ ΜΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΑΓΚΑ ΕΓΓΟΝΟΥ ΤΟΥ ΘΥΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΟΥΡΛΑ ΣΤΕΡΓΙΟΥ ΖΟΥΛΦΑ
Κώστας
Βουλαγκας
Και ούτε ένα μνημόσυνο , ούτε μία πλάκα με τα ονόματα
των εκτελεσμένων , αθώων οικογενειαρχων , ούτε μία βοήθεια στις οικογένειές
τους... Και πώς να γίνει αυτό όταν το ελληνικό κράτος επιβράβευσε τους
παραστρατιωτικούς _εκτελεστες και παράλληλα προπαγάνδιζε (με το λόγο και τη...
ράβδο) ότι την ευθύνη για το θάνατο των εκτελεσμένων την είχαν οι αντάρτες.
ΑΙΏΝΙΑ Η ΜΝΉΜΗ ΤΟΥΣ. Χρήστο, σ' ευχαριστούμε για την ανάρτηση ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΑΛΛΟ ΦΙΛΟ ΤΟΥ ΘΥΜΙΟΥ ΓΚΟΥΝΤΗ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ ΣΚΟΤΩΣΑΝ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΗΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΓΥΡΤΩΝΗ ΤΟΝ ΘΕΙΟ ΤΟΥ Efthimios
Goudis Τον Θύμιο Μάρκου
αδελφό της μάνας μου τον εκτέλεσε η ίδια εγκληματική ομάδα των Σουρλαδων στις 6
Αυγούστου του 46 στην.. Μπακραινα .Δούλευε στην στέγη τα κεραμίδια και αφού τον
κατέβασαν κάτω τον σκότωσαν με τα παλούκια διότι λέει δεν τους φοβήθηκε και δεν
κρύφτηκε...Ίσως όμως να ήταν μιλημενοι για την δράση του στο αντάρτικο.
Πρωτοστατουσε ο κουτσός...Αυτά τα διηγούνταν οι ίδιοι οι Σουρλαδες μεθυσμένοι
σε ταβέρνα στο ΣΥΚΟΥΡΙΟ την ίδια μέρα όπου γιόρταζαν τα κατορθώματα τους....Η
μητέρα του νεκρού, η γιαγιά μου η Βαγγιω έπλενε τα πιάτα στην κουζίνα της
ταβέρνας και τα άκουσε με τα αυτιά της και λιποθύμησε...Θα την σκότωναν και
αυτήν Αλλά την γλύτωσε ο ταβερνιάρης λέγοντας ότι είναι τρελλή και γι'αυτό
κλαίει. Εμενα μου τα ελεγε η ίδια η Βαγγιω...Κάθε 6 Αυγούστου η γιαγιά και η
μάνα μου κοινωνουσαν...Αντί για πτώμα οι Μπακρινιωτες τους έδωσαν ένα σεντόνι
με ανθρώπινο...κιμά. Άστα φίλε ανατριχιάζω..
Έπειτα το 53 με βάφτισαν Ευθυμιο στην μνήμη του . Τα
γράφω αυτά σαν μνημόσυνο στην γιαγια Βαγγιω που ήταν αξιόλογη, βασανισμένη ,2
φορές χηρα, με 2 νεκρά παιδιά από Σουρλαδες και Γερμανούς και σοφή !!! Όλα τα
Βλαχοχώρια του Συκουριου περνούσαν από το σπίτι μας και έπαιρναν τα φυτώρια
ντομάτες πιπεριές κλπ... Ρωτά τους Σαιταιους ( Ζαχαριας κλπ ).να σου πούνε
....Πολυ αξία γυναίκα !!! Εμένα στο χωριό Ακόμα με λένε...Ο Θύμιος της Βαγγιως.
ΣΤΗΝ 131 ΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΠΡΩΗΝ ΔΗΜΑΡΧΟΥ ΘΩΜΑ ΤΣΕΤΣΙΛΑ
Τα θύματα της σφαγής αυτής ήταν οι:
Βασίλειος Ανδρέου, Σπύρος Βλάγκας,
Γεώργιος Γκρέτσης,
Αστέριος Δαρδακούλης,
Ελευθέριος Ζιώγας,
Αστέριος Ζούλφος,
Νικόλαος Ζούλφος,
Ιωάννης Ήλος,
Σπύρος Μπουροτζίκας,
Ευάγγελος Αθ. Πατσιούρας,
Νικόλαος Στογιάννης,
Διονύσιος Τσικρικώνης,
Γεώργιος Τσιτσούλης,
Βασίλειος Φουσίκας (Γιαννουλίκας),
Βασίλειος Χαλάτσης,
Ιωάννης Χαλάτσης και ο Αμπελωνίτης, καρροποιός
στο Μακρυχώρι,
Νικόλαος Χάμπογλου.
Σ’ αυτούς πρέπει να προστεθεί και η Αγορίτσα
Λιούπα, σύζυγος του Κων/νου, η οποία, όταν έβαλαν φωτιά στο σπίτι της, αρνήθηκε
να βγει έξω και κάηκε ζωντανή προσπαθώντας με τενεκέδες να τη σβήσει.
|