Μακρυχώρι Λάρισας

Μακρυχώρι Λάρισας

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΤΟΥ ΚΙΣΣΑΒΟΥ ΤΟ ΕΤΟΣ 2005
ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΙΤΕΑ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΗ ΠΟΛΥΒΟΛΕΙΟ
ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΗ ΠΟΛΥΒΟΛΕΙΟ ΤΗΣ ΚΑΡΑΚΟΠΕΤΡΑΣ
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ ΒΡΑΧΟ ΤΗΣ ΚΑΡΑΚΟΠΕΤΡΑΣ

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013



ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΤΟ 1938


ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΤΟ 1950

ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ ΛΑΡΙΣΑΣ ΑΠΟ ΤΟ 1880 ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ




ΘΩΜΑΣ ΑΣΤ. ΤΣΕΤΣΙΛΑΣ



Ιστορικό σημείωμα




ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
Νηπιαγωγείο, Γυμνάσιο, Παιδικός Σταθμός

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Μία από τις βασικές ανάγκες που έπρεπε να ικανοποιήσουν οι Έλληνες κάτοικοι του Μακρυχωρίου, αμέσως μετά την ένταξή του στο ελληνικό κράτος και στο Δήμο Νέσσωνος, ήταν η λειτουργία σχολείου και η μόρφωση των παιδιών τους. Είναι βέβαια ευκολονόητο ότι όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του χωριού, και εκείνοι που προέρχονταν από άλλους οικισμούς της τουρκοκρατούμενης μέχρι το 1881 Θεσσαλίας, αλλά και οι περισσότεροι κάτοικοι που κατάγονταν από οικισμούς της ελεύθερης Ελλάδας, ήταν αγράμματοι, δε γνώριζαν γραφή και ανάγνωση. Χαρακτηριστική είναι η 16/19.3.1884 απόφαση του Δ. Σ. του Δήμου Νέσσωνος, με την οποία εγκρίνεται πίστωση «δι’ αμοιβήν κήρυκος» για εκφώνηση των ανακοινώσεων στις κοινότητες του Δήμου (20,50 λεπτά για κάθε φορά), «επειδή ούτοι αγνοούσιν την ελληνικήν γραμματικήν και διάλεκτον», και οι Τούρκοι, όπως ήταν φυσικό, που ήταν και οι περισσότεροι, αλλά και οι Έλληνες, «καθ’ όσον οι περισσότεροι ήσαν αγράμματοι». Βασική φροντίδα λοιπόν η λειτουργία σχολείου, ώστε να αποκτούν οι νέοι τις στοιχειώδεις γραμματικές γνώσεις.

Η ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Την εποχή αυτή η δομή της Εκπαίδευσης, όπως κατά βάση είχε θεσμοθετηθεί από την έναρξη της λειτουργίας του ελληνικού κράτους (το 1834 η Στοιχειώδης, το 1836 η Μέση και το 1837 η Πανεπιστημιακή), σε γενικές γραμμές ήταν η εξής: Δημοτικό σχολείο Σχολαρχείο ή Ελληνικό σχολείο → Γυμνάσιο → Διδασκαλείο και Πανεπιστήμιο. Η φοίτηση στο Δημοτικό ήταν τετραετής, στο Σχολαρχείο τριετής, στο Γυμνάσιο τετραετής, στο Διδασκαλείο τριετής και στο Πανεπιστήμιο τετραετής. Από το Διδασκαλείο αποφοιτούσαν οι δάσκαλοι, που δίδασκαν στα Δημοτικά σχολεία. Στα Δημοτικά δίδασκαν και δάσκαλοι που δεν ήταν απόφοιτοι Διδασκαλείου, αλλά ήταν απόφοιτοι Σχολαρχείου και είχαν πάρει τίτλο διδακτικής επάρκειας από ειδική Επιτροπή κατόπιν εξετάσεων. Αυτοί λέγονταν Γραμματοδιδάσκαλοι. Ήταν βέβαια λιγότερο καταρτισμένοι και δίδασκαν κυρίως στα Γραμματοδιδασκαλεία, που ήταν Δημοτικά σχολεία κατώτερα και λειτουργούσαν σε μικρότερους οικισμούς με λιγότερους μαθητές και παρείχαν βασικές μόνο γνώσεις, δηλαδή γραφή, ανάγνωση και αριθμητική.
Τα Δημοτικά σχολεία λειτουργούσαν ως αμιγή, δηλαδή σχολεία αρρένων και σχολεία θηλέων. Μεικτά Δημοτικά σχολεία λειτούργησαν από το 1929 και μετά. Το

πρώτο σχολείο που ιδρυόταν σε έναν οικισμό ήταν σχολείο αρρένων. Από το 1929 η φοίτηση στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο έγινε εξαετής.
Τα σχολεία ιδρύονταν από την Πολιτεία μετά από αίτημα-πρόταση του Δήμου, εφόσον υπήρχε στους οικισμούς ικανοποιητικός αριθμός μαθητών. Ο Δήμος αναλάμβανε τη λειτουργία του σχολείου. Έπρεπε να εξασφαλίσει τη σχολική στέγη, με ιδιόκτητο ή μισθωμένο οίκημα, να εξασφαλίσει τα βασικά όργανα λειτουργίας του (θρανία, πίνακες κ.λ.π.), να βρει και να πληρώνει τους δασκάλους, οι οποίοι προσλαμβάνονταν με απόφαση-πρόταση του Δήμου, που εγκρινόταν από τις αρμόδιες εκπαιδευτικές Υπηρεσίες του Κράτους.

ΔΗΜΟΤΙΚΟ  ΣΧΟΛΕΙΟ  ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ

Η ίδρυση, το διδακτικό προσωπικό
Στα πλαίσια αυτά ο Δήμος Νέσσωνος, στον οποίο ανήκε το Μακρυχώρι, φρόντισε, από τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του, να ιδρυθούν και να λειτουργήσουν ελληνικά σχολεία στους οικισμούς του. Τα πρώτα σχολεία ιδρύθηκαν, όπως ήταν φυσικό, στο Μεγάλο Κεσερλί (Συκούριο), στην έδρα του Δήμου. Εκεί βέβαια υπήρχαν περισσότεροι Έλληνες κάτοικοι. Το 1886 –ίσως και παλαιότερα- λειτουργεί στο Μεγάλο Κεσερλί Δημοτικό σχολείο αρρένων, όπως προκύπτει από την 71/8.1.1888 απόφαση του Δήμου Νέσσωνος, με την οποία ψηφίζει πίστωση 180 δρχ. «προς πληρωμήν των καθυστερουμένων ενοικίων τω ιδιοκτήτη του σχολείου των αρρένων του 1886 έτους». Επίσης από την 65/11.10.1887 απόφαση του Δήμου προκύπτει ότι από το σχολικό έτος 1887-1888 λειτούργησε εκεί και Δημοτικό σχολείο θηλέων.
Πρώτη αναφορά για ίδρυση σχολείου στο Μακρυχώρι γίνεται στο αρχείο του Δήμου Νέσσωνος το έτος 1889. Με την 116/4.11.1889 απόφασή του το Δ. Σ. «εύχεται και παρακαλεί την Κυβέρνησιν όπως ευαρεστουμένη μεριμνήση και συσταθώσι δημοτικά σχολεία μεν εις τα χωρία Μακρυχώρι, Μικρό Κεσερλί, Τόιβαση και Ασαρλίκ, ένθα ο πληθυσμός ουκ ολίγος είνε και παίδες ουκ ολίγιστοι υπάρχουσιν, εις δε τα χωρία Πουρνάρ, Μπαξιλάρ, Χατζόμπαση και Μπαλτζή γραμματοδιδασκαλεία». Η ευχή αυτή δεν είχε βέβαια ως αποτέλεσμα την άμεση ίδρυση σχολείου στο Μακρυχώρι. Άλλωστε μάλλον υπήρχαν «παίδες ολίγιστοι», καθώς στην απογραφή του 1889, σύμφωνα με έγγραφο του Επισκόπου Πλαταμώνος Αμβρόσιου, το Μακρυχώρι είχε 651 κατοίκους, «οικογενείας 105, τας πάσας οθωμανικάς». Πάντως το σχολικό έτος 1892-1893 φαίνεται ότι λειτουργεί στο Μακρυχώρι Γραμματοδιδασκαλείο, καθώς το Δημοτικό Συμβούλιο με τη 207/31.12.1892 απόφασή του «διορίζει ως μέλη της Εφορευτικής Επιτροπής του Γραμματοσχολείου Μακρυχωρίου τους Μιχ. Σουμπενιώτην, Νικόλ. Μποσνέα και Κωνστ. Τσιτούρα».
Δημοτικό σχολείο αρρένων στο Μακρυχώρι φαίνεται ότι λειτουργεί από το έτος 1894 σε ενοικιαζόμενο οίκημα. Στις 9.12.1894 το Δ. Σ. ψηφίζει πίστωση 300 δρχ. «δι’ ανέργεσιν του δημοτικού Σχολείου αρρένων Μακρυχωρίου». Η ανέγερση αυτή μάλλον δεν έγινε τότε, καθώς στις 9.5.1899 το Δ. Σ. απορρίπτει αίτηση για

πληρωμή ενοικίου του διδακτηρίου Μακρυχωρίου από 1.1.1898 μέχρι 31.5.1898, «διότι δεν ελειτούργει ένεκεν της τουρκικής κατοχής». Πάντως από το αρχείο του Δ. Νέσσωνος προκύπτει ότι ο πρώτος διορισμός «δημοδιδασκάλου» στο σχολείο Μακρυχωρίου γίνεται το Μάιο του 1896, όταν διορίζεται δάσκαλος ο Σπυρίδων Παπαγεωργίου. Ακολουθούν ο διορισμός του Δημ. Ντούμα (27.7.1896) και του Χαράλαμπου Λάμπρου (4.9.1896). Ασφαλώς ο ένας απ’ αυτούς, μάλλον ο τελευταίος, δίδαξε στο σχολείο το 1896-97. Ο επόμενος δάσκαλος που διορίζεται είναι ο Ευθύμιος Παπαδημητρίου (30.1.1900). Από το συνδυασμό των πληροφοριών που μας δίνει το αρχείο του Δήμου Νέσσωνος προκύπτει πάντως ότι, όποια λειτουργία σχολείου και αν υπήρξε στο Μακρυχώρι από το 1892 έως και το 1898 (Γραμματοσχολείου ή Δημοτικού), αυτή δεν ήταν συνεχόμενη και κανονική, αλλά εκ περιτροπής και χρονικά αποσπασματική, ανάλογα με τις περιστάσεις (έλλειψη δασκάλων, πόλεμος κ.ά.). Κανονική λειτουργία σχολείου μπορούμε να λέμε ότι υπήρξε μετά το 1898 και κυρίως από το 1900. Άλλωστε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, από το 1.3.1897 μέχρι 31.5.1898, το σχολείο δε λειτούργησε καθόλου λόγω του πολέμου του ’97 και της τουρκικής κατοχής.
Σημειώνω εξάλλου εδώ ότι από το 1881 μέχρι το τέλος του πολέμου του ’97 παράλληλα με τα ελληνικά σχολεία λειτουργούσαν για τους οθωμανόπαιδες και οθωμανικά σχολεία, Γραμματοδιδασκαλεία, στο Μεγάλο Κεσερλί, στο Μικρό Κεσερλί (Ελάτεια) και στο Μακρυχώρι. Ο τελευταίος Τούρκος δάσκαλος στο Μακρυχώρι ήταν ο Μουσταφά ή Μούστος Χατζή Ομέρ, του οποίου μάλιστα τους μισθούς για το διάστημα της τουρκικής κατοχής ο Δήμος αρνήθηκε να πληρώσει, με το επιχείρημα ότι «επληρώθη εκ του ταμείου Μακρυχωρίου, ού την διαχείρισιν έλαβον αυθαιρέτως οι ομόφυλοί του και κατηνάλωσαν τα κοινοτικά έσοδα εις θεραπείαν αναγκών της οθωμανικής μόνον κοινότητος αποκλείσαντες την ελληνικήν…» (27.4.1901).
Άλλοι δάσκαλοι που υπηρέτησαν στο Δημοτικό σχολείο αρρένων Μακρυχωρίου μέχρι το 1914, που το Μακρυχώρι άρχισε να λειτουργεί ως αυτόνομη Κοινότητα, ήταν οι: Αναστάσιος Χαραλάμπους, Κων/νος Ξάνθος, Αντώνιος Βεργής, Χαρ. Παναγιωτακόπουλος, Μιχ. Μίσιος, Περικλής Αποστολίδης, Γεώργιος Παπαλέτσος (διορίστηκε στις 22.8.1903). Τον Παπαλέτσο αντικαθιστά στις 22.7.1911 ο Αχιλλέας Παπαηλίας. Ωστόσο ο Παπαλέτσος υπηρετεί στο σχολείο και μετά το 1915. Αναφέρουμε εδώ επίσης ότι το 1904 (30.5.1904) ο Δήμος ορίζει Εφορευτική Επιτροπή του σχολείου τους Αθαν. Σιμόπουλο, Μιχ. Σουμπενιώτη, Πέτρο Τσέτσιλα και Γεώργιο Τσίρο.
Πρώτη αναφορά για ίδρυση Δημοτικού σχολείου θηλέων στο Μακρυχώρι βρίσκουμε στο αρχείο του Δήμου Νέσσωνος το 1904. Στην 549/5.3.1904 απόφαση του Δ. Σ. διαβάζουμε: «Ο Δήμαρχος εισήγαγεν εις το Συμβούλιον την από 3 Ιανουαρίου ε. ε. αίτησιν των κατοίκων Μακρυχωρίου ζητούντων την σύστασιν δημοτικού σχολείου θηλέων εν τω χωρίω των ως υπάρχοντος του νομίμου αριθμού των μαθητριών προσφερόντων δε και κτίριον διδακτηρίου και κατοικίαν διδασκαλίσσης δωρεάν». Το Δ. Σ. δέχτηκε την αίτηση –με πλειοψηφία 5 έναντι 4-, αλλά το σχολείο δεν ιδρύθηκε.

Αρκετά χρόνια αργότερα το Δ. Σ. του Δήμου επανέρχεται και με απόφασή του στις 22.7.1911 «εκφράζει ευχήν περί ιδρύσεως δημοτικών σχολείων θηλέων εν Ασαρλίκ και Μακρυχωρίω…, καθόσον αι μαθήτριαι υπερβαίνουσι κατά πολύ τας 50 εις εκάτερον των χωρίων τούτων». Και στις 29.11.1911 το Δ. Σ. «προτείνει διοριστέας διδασκαλίσσας εις τα ιδρυθέντα πλήρη Δημ. Σχολεία θηλέων εν Ασαρλίκ την Χαρίκλειαν Ελασσώνα και εν Μακρυχωρίω την Ξανθίππην Βλησσαρίδου». Το 1911 λοιπόν ιδρύεται Δημοτικό σχολείο και για τα κορίτσια στο Μακρυχώρι με πρώτη διορισθείσα δασκάλα την Ξανθίππη Βλησσαρίδου. Η επόμενη δασκάλα ήταν η Ελένη Αγγελίδου, που υπηρέτησε στο σχολείο από το σχολικό έτος 1912-13.
Άλλοι δάσκαλοι που υπηρέτησαν στα σχολεία του Μακρυχωρίου μετά από αυτούς που προαναφέρθηκαν ήταν: στο σχολείο αρρένων, και για το διάστημα μέχρι το 1930 περίπου, οι Χαράλ. Οικονομόπουλος, Ιωάννης Χρυσοχόος, Νικόλαος Βαλαβάτης και Ευάγγελος Ιωαννίδης, στο σχολείο θηλέων, και για το διάστημα μέχρι το 1929 περίπου οι Ευδοκία Δημητρίου, Αγγελική Τουφεξή, Ελένη Τουφεξή και Μαρία Πέρρου. Από το 1929 μέχρι το 1950 περίπου, στο μεικτό πλέον δημοτικό σχολείο, υπηρέτησαν οι Ευάγγελος Ιωαννίδης, Ζωή Τσούλκα, Ιωάννης Ανδρακάκος, Σωτήριος Κανακάκης, Δήμητρα Θωμοπούλου, Λάμπρος Καφφές, Νικόλαος Γαλλής, Ανδρέας Γεροστάθης, Φανή Σολωμού, Ξενοφών Μπακούρας, Ειρήνη Κράχτη, Νικόλαος Γκόγκος, Αριστείδης Καραγεωργόπουλος, Δημήτριος Κωνσταντινίδης. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι η Ζωή Τσούλκα υπηρέτησε στο Μακρυχώρι περισσότερα από δεκαπέντε χρόνια, στην περίοδο από το 1929 έως και το 1950, και ότι για το λόγο αυτό στο Μακρυχώρι «θρυλείται» ακόμη το όνομα «η κυρία Ζωή».
Για το διάστημα 1950 μέχρι και σήμερα αναφέρω μόνο τους Διευθυντές το Δημοτικού σχολείου, οι οποίοι ήταν οι εξής: Δημήτριος Κωνσταντινίδης μέχρι το 1959, Ανδρέας Τσιμπούκας μέχρι το 1960, Αστέριος Τσιούρβας μέχρι το 1966, Γεωργία Σκέρου μέχρι το 1968, Νικόλαος Λούκας μέχρι το 1974, Ανθή Μπλαδένη μέχρι το 1976, Δημήτριος Μότσιας μέχρι το 1977, Αθανάσιος Κοκόσης μέχρι το 1978, Ηλίας Κουσταρίγκας μέχρι το 1982, Γεώργιος Βλαχάκης μέχρι το 1984, Μαρία Κοντογιάννη μέχρι το 1985, Χρήστος Τσιάκανος μέχρι το 1986, Ευσεβία Γιακουμή μέχρι το 1987, Παναγιώτης Βαλιάκας μέχρι το 1999, Ηλίας Τριανταφύλλου μέχρι το 2002, Παντελής Μπότσαρης μέχρι το 2006 και ο Παντελής Καραπάνος, ο τωρινός Διευθυντής.

Συνθήκες λειτουργίας
Ακολουθεί αναφορά στις συνθήκες λειτουργίας των σχολείων του Μακρυχωρίου, συνθήκες που σε γενικές γραμμές υπήρχαν βέβαια σε όλα σχεδόν τα σχολεία της χώρας, κυρίως στα επαρχιακά, από το 19ο αιώνα και που, παρά τις κατά καιρούς μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και τις κάποιες θετικές εξελίξεις, υπήρχαν μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα.
Οι δάσκαλοι. Ο αριθμός των δασκάλων δεν ήταν επαρκής. Και οι πτυχιούχοι του Διδασκαλείου, που τυπικά ήταν οι μόνοι επιστημονικά καταρτισμένοι, και οι γραμματοδιδάσκαλοι δεν ήταν αρκετοί, για να καλύψουν τις σχολικές ανάγκες. Πολλές φορές δεν ιδρύονταν ή δε λειτουργούσαν σχολεία, γιατί δεν υπήρχαν

δάσκαλοι. Οι δε δασκάλες, που προέρχονταν από ανώτερα ιδιωτικά σχολεία, Αρσάκεια, μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα ήταν δυσεύρετες. Γι’ αυτό τα σχολεία μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1920 λειτουργούσαν μόνο με ένα δάσκαλο και μόνο με μία δασκάλα. Από τη δεκαετία του 1930 τα πράγματα έγιναν καλύτερα, καθώς άρχισαν να λειτουργούν οι Παιδαγωγικές Ακαδημίες (1933), να αποφοιτούν περισσότεροι δάσκαλοι και να υπηρετούν σε κάθε –μεικτό πλέον σχολείο- περισσότεροι του ενός δάσκαλοι.
Οι συνθήκες εργασίας των δασκάλων ήταν πολύ δύσκολες, κακές. Προσλαμβάνονταν από τους Δήμους και η παραμονή στη θέση τους εξαρτιόταν από την οικονομική κατάσταση του Δήμου και σε μερικές περιπτώσεις και από την εκτίμηση και αποδοχή των δημοτών. Ένας δάσκαλος δίδασκε σε μία αίθουσα όλα τα μαθήματα σε όλες τις τάξεις. Τα διδακτήρια ήταν μέχρι το 1910, μερικά και για πολλά χρόνια αργότερα, μικρά παλαιά τούρκικα κτίρια και διέθεταν ελάχιστα εποπτικά μέσα διδασκαλίας (θρανία, πίνακες, χάρτες, βιβλία κ. ά.).
Η ανεπάρκεια του αριθμού των δασκάλων οδήγησε πολλές φορές τους δασκάλους να χρησιμοποιούν στη διδασκαλία τους την αλληλοδιδακτική μέθοδο. Ο δάσκαλος δίδασκε το μάθημα μόνο σε λίγα, μεγαλύτερα και πιο προχωρημένα, παιδιά και αυτά μετά μετέφεραν τις γνώσεις τους στους μικρότερους συμμαθητές τους. Έτσι ένας δάσκαλος κατάφερνε να διδάξει, να «καλύψει», πολλούς μαθητές. Η μέθοδος αυτή είχε εισαχθεί στην Ελλάδα από την Ευρώπη στις αρχές του 19ου αιώνα, καταργήθηκε επίσημα το 1880, αλλά ανεπίσημα εφαρμοζόταν από πολλούς δασκάλους σε πολλά σχολεία μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.
Η στέγαση και σίτιση αποτελούσαν επίσης σοβαρά προβλήματα για το δάσκαλο. Η έλλειψη συγκοινωνίας δεν επέτρεπε την καθημερινή μετάβασή του στον τόπο της μόνιμης κατοικίας του. Αναγκαζόταν έτσι να νοικιάσει κάποιο χώρο, αν έβρισκε, ή να διαμείνει σε κάποιο χώρο του σχολείου. Τυχόν δωρεάν προσφορά στέγης από την κοινότητα για το δάσκαλο αποτελούσε σοβαρότατο κίνητρο για διορισμό δασκάλου στο σχολείο. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της δασκάλας Ελένης Αγγελίδου, η οποία σε έγγραφό της το Σεπτέμβριο του 1913 προς το Νομάρχη Λάρισας γράφει: «κατά το παρελθόν έτος εδιωρίσθην εις την εδώ σχολήν των θηλέων ως δημοδιδάσκαλος. Μ’ εχορήγησεν η κοινότης την παλαιάν σχολήν αρρένων δια να εκπαιδεύονται τα κοράσια και εντός της οποίας υπάρχει κενόν δωμάτιον εις ο κατοικώ. Ήδη δε επαρουσιάσθη η εκκλησιαστική επιτροπή και ιδία ο Δημήτριος Παρλάντζας, ος δι’ απειλών και απρεπών εκφράσεων με ηπείλησεν ότι θα με καταγγείλη, εάν δεν πληρώσω ενοίκιον διά το δωμάτιον, ενώ ουδείς εκ των προκατόχων δημοδιδασκάλων επλήρωσε. Εγώ εις απάντησιν των απειλών τού είπον ότι θα επικαλεσθώ την βοήθειαν του κ. Νομάρχου και μοι απήντησεν, ότι δεν γνωρίζει κανέναν Νομάρχην». Και στις 21.8.1914 με σχετική απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου Μακρυχωρίου «εξεφράσθη ευχή τω 1ω Εποπτικώ Συμβουλίω των Δημοτικών σχολείων ίνα φροντίση και παραδοθή τη Κοινότητι το βία υπό της Ελ. Αγγελίδου κατεχόμενο οίκημα, άλλως μεταθέση αυτήν». Επρόκειτο για χώρο του παλαιού και πρώτου κοινοτικού καταστήματος του Μακρυχωρίου, το οποίο λειτουργούσε από αρκετά χρόνια πριν ως σχολείο. Και στη δεκαετία του 1950, θυμάμαι, ο Διευθυντής του σχολείου διέμενε και είχε το υπνοδωμάτιό του στο

Γραφείο του σχολείου. Και το Σαββατοκύριακο πήγαινε στο σπίτι του στη Λάρισα με το τρένο, αφού περπατούσε 1,5 χιλιόμετρο περίπου, για να φτάσει στο Σταθμό. Τη Δευτέρα το πρωί επέστρεφε με τον ίδιο τρόπο, με καθυστέρηση μερικές φορές και προς μεγάλη ευχαρίστηση των μαθητών, κουβαλώντας μαζί του και κάποια τρόφιμα για τις επόμενες μία ή δύο μέρες. Γιατί και το πρόβλημα της σίτισης ήταν σοβαρό. Εστιατόρια δεν υπήρχαν, τα μαγαζιά δεν πωλούσαν έτοιμα φαγητά (π.χ. τυρί, ελιές), ψυγεία δεν υπήρχαν, δυνατότητα να μαγειρέψει ο δάσκαλος δεν υπήρχε. Κατά καιρούς είχε επικρατήσει ως λύση εν είδει άγραφου νόμου η συνήθεια να σιτίζουν (ταΐζουν) το δάσκαλο οι γονείς των μαθητών. Κάθε μέρα η μητέρα ενός μαθητή έστελνε στο δάσκαλο μία μερίδα φαγητό. Και οι νοικοκυρές, από φόβο μήπως το είδος του φαγητού ή η μαγειρική τους δεν αρέσει στο δάσκαλο, προτιμούσαν να του στέλνουν –χωρίς να γνωρίζουν τι είχε στείλει η προηγούμενη- κάτι «κλασικό», σίγουρο και εύκολο, όπως π.χ. τηγανητά αυγά. Και η συχνότητα με την οποία έστελναν τα αυγά στο δάσκαλο δεν έλυνε πολλές φορές το πρόβλημα της σίτισης, αλλά του έδινε άλλη μορφή, άλλη διάσταση.
Εξάλλου οι κακές συνθήκες λειτουργίας των σχολείων σε συνδυασμό με το μορφωτικό επίπεδο δασκάλων και μαθητών και με το επίπεδο γενικά της κοινωνικής ζωής την εποχή εκείνη οδήγησαν στο να επικρατήσει ως παιδαγωγική μέθοδος ο αυταρχισμός του δασκάλου, η τρομοκράτηση των μαθητών και η χρήση βίας προς αυτούς ή με εγκλεισμό μαθητών για κάποιο χρόνο σε απομονωμένους χώρους ή με σωματική βία και ξυλοδαρμό. Τα ραπίσματα στα μάγουλα και τα χτυπήματα με ξύλινη βέργα, την οποία συνήθως έφερναν οι μαθητές στο δάσκαλο, στις ανοιχτές παλάμες των παιδιών ήταν συνηθισμένος τρόπος συνετισμού των μαθητών, όχι μόνο όταν έκαναν κάποια αταξία, αλλά και όταν ήταν αδιάβαστοι και όταν ακόμα, παρά την προσπάθειά τους, δεν καταλάβαιναν το μάθημα, δεν «έπαιρναν τα γράμματα». Και το κακό ήταν ότι αυτή η «παιδαγωγική» μέθοδος είχε γίνει σε μεγάλο βαθμό αποδεκτή και από την κοινωνία. Η αποδοχή αυτή φαίνεται και στην παροιμιακή έκφραση «το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο» και στη φράση του γονέα που φέρεται να είπε στο δάσκαλο, όταν πρωτοπήγε το γιο του στο σχολείο, «δάσκαλε, ετούτος είναι ο γιος μου, το κρέας δικό σου τα κόκκαλα δικά μου· μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο» (Ν. Καζαντζάκης). Και το χειρότερο ότι κάποιες φορές ο ξυλοδαρμός ξεπερνούσε τα όρια, αν μπορεί αν δεχτεί κανείς ότι υπάρχουν όρια στο γεγονός αυτό, και ο δάσκαλος υπό το κράτος ανεξέλεγκτης συναισθηματικής φόρτισης έθετε σε κίνδυνο και τη σωματική ακεραιότητα του παιδιού. Τότε πολλές φορές αντιδρούσαν οι γονείς διαμαρτυρόμενοι, αλλά και απειλώντας με τη σειρά τους τη σωματική ακεραιότητα του δασκάλου. Και μέσα σε τέτοιο παιδαγωγικό περιβάλλον εξηγείται πώς κάποιοι μαθητές ή από φόβο ή από επαναστατική προδιάθεση πηδούσαν από θρανίο σε θρανίο και από το παράθυρο έξω από την αίθουσα, όταν ο δάσκαλος τους κυνηγούσε να τους τιμωρήσει. Γιατί είναι βέβαιο πως η μέθοδος αυτή ούτε γράμματα μαθαίνει στα παιδιά ούτε «ανθρώπους τους κάμει».
Σημειώνω τέλος ως προς το θέμα αυτό ότι δυστυχώς η παιδαγωγική αυτή μέθοδος εφαρμοζόταν, έστω και με κάποια άμβλυνση, και μέχρι τη δεκαετία του 1960, όχι μόνο στο δημοτικό, αλλά και στο εξατάξιο γυμνάσιο, αλλά και ότι υπήρχαν,

αντίθετα, δάσκαλοι, κυρίως δασκάλες, που λόγω του χαρακτήρα τους «δεν άπλωσαν ποτέ χέρι» σε παιδί.
Οι σχέσεις των δασκάλων με τους γονείς και τους κατοίκους ήταν συνήθως καλές. Οι γονείς τούς είχαν ανάγκη τους δασκάλους· μάθαιναν γράμματα στα παιδιά τους. Ο δάσκαλος του χωριού ήταν συνήθως σεβαστό πρόσωπο και αποτελούσε, ιδιαίτερα όταν διέθετε σοβαρότητα και κύρος, έναν από τους βασικούς παράγοντες της κοινωνίας του χωριού μαζί με τον πρόεδρο και τον παπά του χωριού. Όταν τον έβλεπαν να περνάει τους δρόμους του χωριού, τα παιδιά και οι μεγάλοι έλεγαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους «περνάει ο δάσκαλος», και όταν πλησίαζε, σηκώνονταν και τον χαιρετούσαν. Ωστόσο υπήρχαν και περιπτώσεις που οι σχέσεις αυτές δεν ήταν καλές. Συγκεκριμένες συμπεριφορές, η φτώχεια και η αγραμματοσύνη και γενικά το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο μερικές φορές οδήγησαν σε ρήξη τις σχέσεις δασκάλου με γονείς ή με όλους τους γονείς και τους κατοίκους. Σε μερικές περιπτώσεις ζητήθηκε και η απόλυση του δασκάλου και η αντικατάστασή του. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση δασκάλου, του οποίου την απομάκρυνση ζήτησαν οι γονείς με αναφορά τους προς το Δήμαρχο Νέσσωνος το 1906, στην οποία γράφουν:
«κ. Δήμαρχε, ως και προφορικώς ανηνέχθημεν προς υμάς πολλάκις, ο του χωρίου μας διδάσκαλος Μιχαήλ Αρ. Μίσιος επεδείξατο διαγωγήν ασυμβίβαστον πρός το επάγγελμά του, ασύγγνωστον δε αμέλειαν ως προς την εκτέλεσιν του καθήκοντός του.
Μεθύσκων συχνάκις ύβριζε…. τους κατοίκους του χωρίου μας…. Άλλοτε δε πάλιν απεκάλεσεν εν μέση πλατεία «κερατάδες» τινάς Μακρυχωρίτας….
Επέδειξεν και αμέλειαν…. μη παραδίδων τακτικώς μαθήματα εις τους μαθητάς, αλλά τακτικώτατα απουσιάζων….· εκτός δε τούτων ουδέποτε εφάνη εις την εκκλησίαν ως διδάσκαλος ταχθείς δια την ηθικοποίησιν των τέκνων μας.
Ένεκα των ανωτέρω λόγων φρονούμεν ότι επιβάλλεται όπως ενεργηθή η απομάκρυνσις του ανωτέρω δημοδιδασκάλου Μιχαήλ Μισίου εκ του χωρίου μας, άλλως δηλούμεν ότι θα παύσωμεν αποστέλλοντες τα τέκνα μας εις το σχολείον…».
Οι μαθητές. Οι συνθήκες λειτουργίας των σχολείων ήταν βέβαια δύσκολες και για τους μαθητές. Όπως είπαμε, τα αγόρια και τα κορίτσια φοιτούσαν σε χωριστά σχολεία (τετρατάξια) μέχρι το 1929. Μετά τα Δημοτικά έγιναν ενιαία (μεικτά) και εξατάξια και, όπως ήταν επόμενο, ο αριθμός των μαθητών αυξήθηκε. Έτσι αυξήθηκε και ο αριθμός των δασκάλων και ο αριθμός των αιθουσών. Από το 1930 και μετά δίδασκαν δύο ή τρεις δάσκαλοι σε ανάλογο αριθμό αιθουσών ανά τρεις ή ανά δύο τάξεις. Αυτό βέβαια γινόταν σε σχολεία σχετικά μεγάλα ως προς τον αριθμό των μαθητών, όπως ήταν το σχολείο του Μακρυχωρίου. Από κάποια στοιχεία που διασώθηκαν και περιλαμβάνονται σε σχετική ερευνητική εργασία της καθηγήτριας Ιουλίας Κανδήλα προκύπτει ότι το σχολικό έτος 1908-1909 το Δημοτικό σχολείο αρρένων του Μακρυχωρίου είχε στις τέσσερις τάξεις 87 μαθητές, το διάστημα 1919-1929 το αρρένων είχε κάθε χρόνο από 75-95 μαθητές και μετά το 1935 το ενιαίο σχολείο έχει 150-200 μαθητές, με εξαίρεση τα σχολικά έτη 1947-48 και 1948-49, που οι μαθητές ήταν περισσότεροι από 300, καθώς λόγω του εμφυλίου πολέμου φοίτησαν στο Μακρυχώρι και οι μαθητές των σχολείων Ελάτειας, Παραποτάμου και Ευαγγελισμού. Και μετά το 1950, μέχρι και το 1968, το σχολείο λειτουργούσε με 150

έως 200 μαθητές, με τρεις δασκάλους και με συνδιδασκαλία ανά δύο τάξεις, Α’ και Β’, Γ’ και Δ’, Ε’ και ΣΤ’.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο αριθμός των μαθητών της Α’ τάξης τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, αλλά και με κάποια διαφοροποίηση μέχρι και τη δεκαετία του 1940, είναι πολύ μεγαλύτερος από τον αριθμό των μαθητών των άλλων τάξεων. Από τους 87 μαθητές το σχολικό έτος 1908-09 οι 40 ήταν στην Α’ τάξη, οι 24 στη Β’, οι 11 στη Γ’ και 12 στη Δ’ τάξη. Αυτό σημαίνει ότι οι μαθητές που εγγράφονταν στην Α’ τάξη διέκοπταν τη φοίτησή τους σε κάποια ενδιάμεση τάξη, πριν φτάσουν στην τελευταία. Μέχρι και τη δεκαετία του 1940 μόνο το 30% των μαθητών περίπου έφτανε στην ΣΤ’ τάξη και αποφοιτούσε από το Δημοτικό. Οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής οδηγούσαν τους γονείς να παίρνουν τα παιδιά τους από το σχολείο και να τα στέλνουν στα χωράφια και στα πρόβατα ή στην κουζίνα και στον αργαλειό. Σ’ αυτό συνέβαλε και η μη κανονική λειτουργία του σχολείου σε ανώμαλες περιόδους (πόλεμοι), όπως έγινε την περίοδο 1941-1944 λόγω της γερμανικής κατοχής. Η διακοπή της λειτουργίας του σχολείου στις εμπόλεμες περιόδους, η καθυστερημένη πολλές φορές αρχική εγγραφή των μαθητών στο σχολείο (δηλαδή μετά την ηλικία των 7 ετών) και η μη προαγωγή μαθητών στην επόμενη τάξη λόγω μη καλής επίδοσης στα μαθήματα, που ήταν συχνό φαινόμενο μέχρι και τη δεκαετία του 1950, είχε ως αποτέλεσμα να φοιτούν στην ίδια τάξη μαθητές με διαφορετική ηλικία, μικρότερη ή μεγαλύτερη κατά 2, 3 ή και 4 χρόνια.
Ειδικό πρόβλημα στην παρακολούθηση των μαθημάτων είχαν τα παιδιά των μετακινούμενων κτηνοτρόφων. Από τα μέσα Μαΐου, πριν τη λήξη του διδακτικού έτους, μετακινούνταν μαζί με τους γονείς τους και τα κοπάδια τους σε θερινούς ορεινούς βοσκότοπους –η μετακίνηση γινόταν συνήθως με πεζοπορία ή με τα ζώα, άλογα και γαϊδούρια, σπάνια με φορτηγό αυτοκίνητο- και ολοκλήρωναν τα μαθήματα στο σχολείο του τόπου της θερινής διαμονής τους, αν υπήρχε εκεί σχολείο. Και στην αρχή του επόμενου σχολικού έτους άρχιζαν τα μαθήματα στο σχολείο «στα βουνά», μέχρι να επανέλθουν στο Μακρυχώρι τέλος Σεπτεμβρίου ή μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου, για να μπουν στο πρόγραμμα του σχολείου.
Σύμφωνα με το πρόγραμμα τα μαθήματα που κατά βάση διδάσκονταν στα Δημοτικά σχολεία από το 19ο αιώνα μέχρι και τα μέσα του δευτέρου μισού του 20ου αιώνα ήταν: Θρησκευτικά, Ελληνικά, Αριθμητική και Γεωμετρία, Ιστορία, Γεωγραφία, Φυσική, Φυσική Ιστορία, Ωδική, Ιχνογραφία, Καλλιγραφία και Γυμναστική ή, ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες (έλλειψη αιθουσών, δασκάλων),μόνο κάποια από τα μαθήματα αυτά, με πρώτα βασικά βέβαια μαθήματα τα Ελληνικά και Αριθμητική-Γεωμετρία.
Τις πρώτες δεκαετίες της λειτουργίας των σχολείων οι μαθητές στο τέλος του σχολικού έτους έδιναν προφορικές εξετάσεις, προαγωγικές ή απολυτήριες, ενώπιον επιτροπής. Η επιτροπή οριζόταν με απόφαση-πρόταση του Δήμου, η οποία εγκρινόταν από την αρμόδια κρατική εκπαιδευτική Υπηρεσία. Το σχολικό έτος 1900-1901 την εξεταστική επιτροπή για το Δημοτικό σχολείο αρρένων Μακρυχωρίου αποτέλεσαν, σύμφωνα με απόφαση του Δήμου Νέσσωνος στις 24.6.1901, οι δημότες Γεώργιος Τσίρος, Κωνσταντίνος Τσιτούρας και ο εφημέριος του χωριού.


Το σχολείο λειτουργούσε σε δύο βάρδιες, πρωί και απόγευμα· τέσσερις ώρες το πρωί και δύο το απόγευμα. Για την ώρα προσέλευσής τους κάθε φορά στο σχολείο οι μαθητές ενημερώνονταν με το χτύπημα της καμπάνας της εκκλησίας. Ένας μαθητής, που στο σπίτι του υπήρχε ρολόι, αναλάμβανε για ένα χρονικό διάστημα, π.χ. μια εβδομάδα, να χτυπάει σε συγκεκριμένη ώρα την καμπάνα. Το χτύπημα της καμπάνας, που εθεωρείτο τιμητικό καθήκον για το μαθητή, δεν ήταν πάντα για όλους εύκολη δουλειά, καθώς έπρεπε να θέσουν σε κίνηση και με κάποια ταχύτητα από απόσταση 15-20 μέτρων τη βαριά σιδερένια γλώσσα (στούμπο) της καμπάνας, που ήταν κρεμασμένη στο καμπαναριό, στο πιο ψηλό σημείο της εκκλησιάς, και που η γλώσσα της ήταν δεμένη με χοντρό σκοινί (τριχιά). Με το άκουσμα της καμπάνας τα παιδιά αράδιαζαν στους δρόμους προς το σχολείο. Σε λίγη ώρα θα χτυπούσε το κουδούνι (καμπανάκι χειροκίνητο μέχρι και τη δεκαετία του 1960) και θα σήμαινε την έναρξη των μαθημάτων. Φορούσαν τα φουστανάκια τους τα κορίτσια και τα παντελονάκια τους τα αγόρια, μέχρι το γόνατο ή 5-10 πόντους πάνω από το γόνατο, χειροποίητες μάλλινες κάλτσες το χειμώνα μέχρι λίγο κάτω από το γόνατο και παπούτσια συνήθως λαστιχένια, από καουτσούκ, που άφηναν τον αστράγαλο ακάλυπτο, ή γαλότσες με υφασμάτινη εσωτερική επένδυση, που κούμπωναν στα πλάγια με δυο κόπιτσες. Μερικά παιδιά κτηνοτρόφων φορούσαν αρβύλες από χοντρό σκληρό δέρμα με πρόκες στη σόλα (αρβυλάκια). Την άνοιξη φορούσαν κάλτσες πάνινες και παπούτσια πάνινα (λινά) με λαστιχένια σόλα. Τους τελευταίους 1-2 μήνες πολλά παιδιά, κυρίως αγόρια, πήγαιναν σχολείο χωρίς παπούτσια και χωρίς κάλτσες, ξυπόλυτα. Υπήρχαν βέβαια και παιδιά κάπως εύπορων οικογενειών με καλύτερο ντύσιμο. Ήταν όμως οι εξαιρέσεις.
Οι σχολικές τσάντες ήταν υφασμάτινες σάκες (σακούλες). Τις έραβαν οι μητέρες των μαθητών ή οι μοδίστρες του χωριού. Σε κάποιες περιπτώσεις το ύφασμα ήταν χοντρό υφαντό από τον αργαλειό του σπιτιού, χρωματιστό, και έφερε επάνω και κεντημένα διακοσμητικά στοιχεία (κεντήματα). Τα αγόρια κρεμούσαν την τσάντα τους από τον ώμο προς την άλλη πλευρά του σώματος με λωρίδα από το ίδιο ύφασμα, ραμένη στις δυο άκρες του επάνω ανοιχτού μέρους της τσάντας. Τα κορίτσια κρατούσαν την τσάντα τους από δυο μικρές υφασμάτινες χειρολαβές, από το ίδιο ύφασμα, ραμένες η καθεμιά τους στο επάνω μέρος της καθεμιάς από τις δυο πλευρές της τσάντας.
Στην τσάντα έβαζαν τα παιδιά τα τετράδιά τους, το μολύβι, την ξύστρα, τη σβηστήρα (γόμα), τα χρώματα και βέβαια το Αναγνωστικό. Βιβλία για άλλα μαθήματα (π. χ. Ιστορία, Γεωγραφία, Φυσική κ.λ.π.), εκτός από το Αναγνωστικό, μέχρι και τη δεκαετία του 1940 δεν υπήρχαν. Ο δάσκαλος παρέδιδε το μάθημα προφορικά, έγραφε κάποια βασικά στοιχεία στον πίνακα, απ’ όπου οι μαθητές τα αντέγραφαν στο τετράδιό τους. Επίσης μέχρι και τη δεκαετία του 1950 δεν υπήρχαν στο σχολείο τα στυλό τύπου μπικ, τα λεγόμενα στυλό διαρκείας, ούτε βέβαια στυλό με υγρή μελάνη. Εκτός από το μολύβι, που το χρησιμοποιούσαν καθημερινά, όταν έπρεπε να γράψουν στο «καθαρό» τετράδιο, δηλαδή κείμενα κάπως επίσημα (π.χ. γραφή, ορθογραφία), οι μαθητές χρησιμοποιούσαν μελάνη υγρή και κοντυλοφόρο με πένα. Αγόραζαν μελάνη ξερή από το μπακάλη, την έλιωναν με νερό σε ειδικό μικρό γυάλινο δοχείο (μελανοδοχείο, «καλαμάρι»), όπου εμβάπτιζαν την πένα και έγραφαν

μετά στο χαρτί. Με τον τρόπο αυτό έγραφαν οι μαθητές και στις γραπτές εξετάσεις (διαγωνίσματα), που γίνονταν δυο φορές το χρόνο, στη μέση και στη λήξη της σχολικής χρονιάς. Βεβαίως «ατυχήματα» με πτώση του μελανοδοχείου και χύσιμο μέρους ή όλου του περιεχομένου του στο τετράδιο, στο θρανίο ή στο σώμα (χέρια, πόδια) του μαθητή δεν ήταν σπάνια. Μικρές βέβαια και πολύ συχνές μελανοκηλίδες (μουντζούρες) τις διόρθωναν με ειδικό απορροφητικό χαρτί, το στυπόχαρτο.
Μέχρι τα πρώτα χρόνια και της δεκαετίας του 1950 οι μαθητές των δύο πρώτων τάξεων, κυρίως της Α´, έφεραν στην τσάντα τους και χρησιμοποιούσαν, για να πρωτομάθουν τη γραφή, αντί για τετράδιο ένα μικρό ορθογώνιο πίνακα, 15x20 εκατοστά περίπου, την πλάκα (αρχ. άβαξ, αβάκιον), πάνω στον οποίο χάρασσαν με ειδικό χοντρό μολύβι (κοντύλι) τα πρώτα τους γράμματα και αριθμούς.
Προβληματική ήταν και η θέρμανση των αιθουσών του σχολείου τη χειμερινή περίοδο. Υπήρχε σε κάθε αίθουσα μια θερμάστρα-ξυλόσομπα και είχες συνήθως την εντύπωση πως η αίθουσα θερμαινόταν από τον καπνό της και από τις ανάσες των παιδιών, παρά από την κανονική λειτουργία της θερμάστρας. Μερικές φορές μάλιστα, όταν τα οικονομικά του σχολείου δεν ήταν αρκετά, οι μαθητές έφεραν από τα σπίτια τους κάθε πρωί στο σχολείο μαζί με την τσάντα τους και από ένα ξύλο για τη σόμπα.
Με τέτοιες συνθήκες εργάζονταν δάσκαλοι και μαθητές, στα τέλη του 19ου αιώνα, στις πρώτες δεκαετίες και εν πολλοίς μέχρι σχεδόν και τα 3/4 του 20ου αιώνα, και προσπαθούσαν να δώσουν και να πάρουν τις στοιχειώδεις γνώσεις, ανάγνωση, γραφή και αριθμητική. Και με το πέρασμα του χρόνου κάποια παιδιά, με περισσότερη κλίση προς «τα γράμματα» και από οικογένειες με οικονομικές δυνατότητες περισσότερες και κοινωνικές αντιλήψεις πιο προχωρημένες, περνούσαν και στο επόμενο στάδιο της Εκπαίδευσης. Στη δεκαετία του 1920 παρακολούθησαν μαθήματα στο Σχολαρχείο, στα Αμπελάκια ή στο Συκούριο, οι μαθητές Θεόδωρος Γ. Μπούτος, Θωμάς Αχ. Μυλωνάς, Αστέριος Γ. Σιμόπουλος και η μαθήτρια Δέσποινα (Πιπίνα) Σαμολαδά-Μπούτου. Την ίδια δεκαετία αποφοίτησε από το Γυμνάσιο ο Πέτρος Αχ. Τσέτσιλας. Στη δεκαετία του 1930 φοίτησαν στο Γυμνάσιο οι Δημήτριος Ιω. Σαμαράς, Γεώργιος Επ. Γιαννακόπουλος, Βασίλειος Χαρ. Γεωργόπουλος. Στις δεκαετίες του 1940 και του 1950 εγγράφονταν στο Γυμνάσιο από 1 έως 4 παιδιά, δηλαδή κατά μέσο όρο το 10% περίπου αυτών που αποφοιτούσαν από την ΣΤ’ τάξη του Δημοτικού. Από αυτά τα περισσότερα ήταν αγόρια και δεν ήταν μόνο παιδιά ευκατάστατων οικονομικά οικογενειών, αλλά και παιδιά φτωχών γεωργών και κτηνοτρόφων.
Οι πρώτοι μαθητές από το Μακρυχώρι, που φοίτησαν σε ανώτερη ή πανεπιστημιακή σχολή από το 1930 μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1950 και πήραν σχετικό πτυχίο, ήταν οι Γεώργιος Επ. Γιαννακόπουλος, γιατρός, ο Γεώργιος Δ. Φωτίου, θεολόγος, ο Επαμεινώνδας Γρ. Τσιάκος, Ευδοκία Δ. Μπράχου, Χρήστος Αθ. Πελεκούδας, Θωμάς Δ. Πουσπουρίκας, δάσκαλοι, και ο Φώτιος Δ. Φωτίου, γιατρός.

Εξωδιδακτικές δραστηριότητες. Εκτός από τη διδασκαλία των μαθημάτων στα καθήκοντα των δασκάλων ήταν και άλλες εκπαιδευτικές δραστηριότητες, όπως διοργάνωση σχολικών εορτών, ενασχόληση με σχολικό κήπο, πραγματοποίηση εκδρομών και περιπάτων κ.ά.

Μετά το 1930, όταν τα σχολεία έγιναν μεικτά και είχαν περισσότερους μαθητές και περισσότερους του ενός, δύο ή τρεις, δασκάλους, διοργανώνονταν στο σχολείο μαθητικές γιορτές, στις εθνικές επετείους ή με τη λήξη των μαθημάτων, οι οποίες περιλάμβαναν απαγγελία ποιημάτων, μικρές θεατρικές παραστάσεις, αθλητικές δραστηριότητες ή άλλα «δρώμενα». Τα θέματα των εκδηλώσεων αυτών αναφέρονταν στην πρόσφατη εθνική μας ιστορία, στη σχολική ζωή ή στην ευρύτερη κοινωνική κατάσταση της εποχής.
Ειδικότερα στη δεκαετία του 1950, με Δ/ντή του σχολείου το δάσκαλο Δημήτριο Χρ. Κωνσταντινίδη, η σχολική γιορτή στη λήξη των μαθημάτων, την οποία ονομάζαμε Εξετάσεις, περιλάμβανε, εκτός από απαγγελία ποιημάτων και θεατρικές παραστάσεις (σκετς), και γυμναστικές επιδείξεις (και με ενόργανες ασκήσεις), αγώνες στίβου (άλμα εις ύψος, επί κοντώ, εις μήκος, απλούν και τριπλούν, αγώνες δρόμου κ.λ.π.), άλλους αγώνες-παιγνίδια, όπως αβγοδρομία, τσουβαλοδρομία ή και άλλες εκδηλώσεις. Στην αβγοδρομία οι μαθητές διαγωνίζονταν διανύοντας απόσταση 50 μέτρων περίπου. Κρατούσαν με το στόμα τους από τη λαβή του ένα κουτάλι σούπας, στο κοίλο μέρος του οποίου ήταν τοποθετημένο ένα άβραστο αβγό. Νικητής ήταν ο μαθητής που τερμάτιζε πρώτος χωρίς να του πέσει το αβγό από το κουτάλι. Πολλές φορές βέβαια δεν υπήρχε νικητής. Στην τσουβαλοδρομία οι διαγωνιζόμενοι μαθητές προσπαθούσαν να διανύσουν τρέχοντας ίδια περίπου απόσταση, έχοντας όμως τα πόδια τους μέσα σε ένα τσουβάλι, το οποίο στήριζαν δένοντάς το στη μέση του σώματός τους. Οι αλλεπάλληλες πτώσεις των διαγωνιζόμενων στην προσπάθειά τους να τερματίσουν πρώτοι προκαλούσαν πολύ γέλιο στους θεατές. Η γιορτή αυτή είχε επίσημο και πανηγυρικό χαρακτήρα, γινόταν στο προαύλιο του σχολείου –οι γυμναστικές επιδείξεις έγιναν μερικές φορές και στην πλατεία του χωριού-, καλούνταν και παραβρίσκονταν οι επίσημοι του χωριού, ο πρόεδρος της Κοινότητας, ο παπάς, ο γιατρός του χωριού κ.ά., οι γονείς των μαθητών και όλοι οι χωριανοί. Στο τέλος της γιορτής επιδίδονταν στους μαθητές οι τίτλοι σπουδών (Ενδεικτικά ή Απολυτήρια) και στους νικητές των αγώνων δίνονταν διάφορα έπαθλα-βραβεία, όπως π.χ. ένα ζευγάρι λινά παπούτσια στους πρώτους νικητές.
Η ενημέρωση των μαθητών για την καλλιέργεια λουλουδιών, δέντρων και άλλων γεωργικών καλλιεργειών και η πρακτική άσκηση επ’ αυτών στο σχολικό κήπο ήταν στοιχείο του διδακτικού προγράμματος και τακτική δραστηριότητα δασκάλου και μαθητών. Ο σχολικός κήπος ήταν, κυρίως στα επαρχιακά σχολεία, απαραίτητο συστατικό της σχολικής μονάδας. Χαρακτηριστική είναι και η 32/29.7.1934 απόφαση της Κοινότητας Μακρυχωρίου, με την οποία εγκρίνει «όπως παραχωρηθεί εις το Δημοτικόν Σχολείον Μακρυχωρίου έκτασις κοινοτική περί τα 4 στρέμματα παρά το μηχανοστάσιον, ίνα χρησιμεύση ως σχολικός κήπος και ούτω καταστή δυνατή η διδασκαλία εις τους μαθητάς της στοιχειώδους γεωπονίας, απαραιτήτου ούσης, δεδομένου ότι κατά το πλείστον οι κάτοικοι ασχολούνται εις την γεωργίαν».
Γίνονταν επίσης περίπατοι τακτικοί στη γύρω περιοχή και, κυρίως μετά το 1950, παιδαγωγικές εκδρομές με λεωφορείο και εκτός νομού.
Επισημαίνω επίσης ότι την ίδια περίοδο είχε αρχίσει να εμφανίζεται στο σχολείο στοιχειωδώς και ο θεσμός των Μαθητικών Κοινοτήτων, καθώς υπήρχε πρόεδρος των μαθητών. Ο πρόεδρος αυτός οριζόταν ουσιαστικά από τους δασκάλους, 



αφού βέβαια είχαν πάρει και τη συγκατάθεση των μαθητών, και ήταν ένας μαθητής –όχι μαθήτρια- της Έκτης τάξης. Ο μαθητής αυτός στο τέλος της τελετής λήξης των μαθημάτων παρέδιδε την ελληνική σχολική σημαία σε μαθητή απόφοιτο της Πέμπτης, ο οποίος προ-οριζόταν πρόεδρος για την επόμενη σχολική χρονιά.
Οι εκδηλώσεις αυτές ήταν άλλη μια σημαντική προσφορά των δασκάλων, άρεσαν, όπως ήταν φυσικό, πολύ στους μαθητές και έμεναν συνήθως ανεξίτηλες στη μνήμη τους.



Τα διδακτήρια
Τρία ήταν τα βασικά κτήρια-διδακτήρια στα οποία λειτούργησε το Δημοτικό σχολείο από την αρχή της λειτουργίας του μέχρι και σήμερα. Το πρώτο και παλαιότερο βρισκόταν στο κέντρο του χωριού, στην πλατεία, το δεύτερο λίγο νοτιότερα, στη συνοικία-πλατεία Μυλωνά, και το τρίτο, αυτό που λειτουργεί και σήμερα, μπροστά και ανατολικά από το Δημαρχείο.
Αρχικά το Δημοτικό σχολείο αρρένων στεγάστηκε σε ιδιόκτητο ενοικιαζόμενο κτήριο. Για πρώτη φορά το Δ.Σ. του Δήμου Νέσσωνος με τη 293/9.12.1894 απόφασή του ψηφίζει πίστωση 300 δρχ. «δι’ ανέγερσιν του δημοτικού Σχολείου Μακρυχωρίου». Η απόφαση αυτή δεν υλοποιήθηκε, το σχολείο συνεχίζει να λειτουργεί σε ενοικιαζόμενο κτήριο, όπως προκύπτει από τη 40/9.5.1899 απόφαση του Δ.Σ. Νέσσωνος, με την οποία απορρίπτει αίτηση πληρωμής 75 δρχ. για ενοίκιο «του διδακτηρίου αρρένων Μακρυχωρίου από 1.1.1898 μέχρι τέλους 5.1898, διότι δεν ελειτούργει ένεκεν της τουρκικής κατοχής».
Από το 1900 περίπου μέχρι και το τέλος του 1910 το σχολείο λειτουργεί στο πρώτο από τα τρία βασικά κτήρια που βρισκόταν στην πλατεία του χωριού. Ήταν ένα ισόγειο ορθογώνιο κτήριο, μεγάλο για την εποχή εκείνη, με εμβαδόν εκατό (100) περίπου τ.μ., το οποίο είχε δύο χώρους-δωμάτια στη νότια στενή πλευρά και άλλα δύο στη βόρεια και ανάμεσά τους μια μεγάλη αίθουσα. Το μέγεθός του, η αρχιτεκτονική του δομή και η παλαιότητά του δείχνουν πως ήταν μάλλον κτήριο δημόσιο και πως ήταν κτισμένο όχι από τους πρώτους Έλληνες κατοίκους του χωριού, αλλά ήταν παλαιό τούρκικο κτήριο κτισμένο τις τελευταίες δεκαετίες της τουρκοκρατίας. Προς την άποψη αυτή συνηγορεί και το περιεχόμενο απόφασης του Δ.Σ. του Δήμου Νέσσωνος στις 31.10.1910, με την οποία «διαθέτει πίστωσιν 250 δρχ. διά την επισκευήν του κτιρίου του δημοτικού Σχολείου Μακρυχωρίου…. δι’ ημερομισθίων… αδυνάτου ούσης της εκτελέσεως διά δημοπρασίας, επειγούσης δε άτε καταστάντος ετοιμορρόπου». Στο κτήριο αυτό από το 1912 και μέχρι το 1929 στεγάστηκε το Δημοτικό σχολείο θηλέων και για αρκετά χρόνια μετά το 1930 λειτούργησαν κάποιες τάξεις του ενιαίου πια Δημοτικού σχολείου.
Από το 1914 μέχρι και το 1958 τα δύο δωμάτια της νότιας πλευράς του κτηρίου χρησιμοποιήθηκαν ως Γραφεία της Κοινότητας Μακρυχωρίου. Το 1958 το κτήριο κατεδαφίστηκε και στη θέση του κτίστηκε νέο κτήριο, που λειτούργησε ως Κοινοτικό Κατάστημα μέχρι το 1992. Από τους τελευταίους μήνες του 2001 στο

κτήριο αυτό στεγάζεται το Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών (Κ.Ε.Π.) του Δήμου Μακρυχωρίου.
Στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 1900 ολοκληρώνεται το νέο διδακτήριο του Δημοτικού. Ήταν το νεοκλασικό κτήριο στη συνοικία Μυλωνά, κτήριο δημόσιο που κτίστηκε με δαπάνες του κληροδοτήματος Συγγρού. Ο χρόνος ολοκλήρωσης της κατασκευής του νέου διδακτηρίου προκύπτει και από την προαναφερθείσα απόφαση του Δ.Σ. του Δήμου Νέσσωνος στις 31.10.1910 –το σχολικό έτος 1910-1911 λειτουργεί ακόμη το παλαιό διδακτήριο- και από το γεγονός ότι από το 1912 το παλαιό διδακτήριο διατέθηκε για τη λειτουργία του ιδρυθέντος το 1911 Δημοτικού σχολείου θηλέων. Στο διδακτήριο αυτό λειτούργησε το Δημοτικό μέχρι το 1950 περίπου –μέχρι το 1929 μόνο το σχολείο αρρένων.
Το 1934 το Δημόσιο αποφάσισε να εκποιήσει το διδακτήριο αυτό με πλειοδοτική δημοπρασία. Το Κοινοτικό Συμβούλιο Μακρυχωρίου, με την 50/29.11.1934 απόφασή του με θέμα «περί συμμετοχής της Κοινότητος εις την ενεργηθησομένην πλειοδοτικήν δημοπρασίαν εκποιήσεως του δημοτικού Σχολείου», «ομοφώνως απεδέχθη την πρότασιν του Προέδρου και εξουσιοδότησεν τούτον όπως μέχρι του ποσού των δρχ. 60.000 δόση προσφοράν εν τη δημοπρασία». Η δημοπρασία αυτή, αν τελικά έγινε, δεν έφερε αποτέλεσμα.
Το 1938 το διδακτήριο αυτό περιήλθε στην κυριότητα της κοινότητας Μακρυχωρίου με ανταλλαγή. Το Κ.Σ. Μακρυχωρίου με την 37/6.5.1938 απόφασή του «έχον υπ’ όψιν του τας 31 και 59 του έτους 1937 πράξεις του περί ανταλλαγής ακινήτου 100 στρεμμάτων περίπου καλλιεργησίμου κοινοτικής γης μετά της σχολικής εφορείας Μακρυχωρίου δια του μονοταξίου Σχολείου Μακρυχωρίου…. ομοφώνως εξουσιοδοτεί τον πρόεδρον αυτού Χαρ. Γεωργόπουλον να συντάξει το σχετικόν συμβόλαιον ανταλλαγής». Πρόκειται για το σχολικό χωράφι, το οποίο έκτοτε, και κυρίως μετά το 1950, διαχειρίζεται το Σχολείο.
Το 1952, όταν το κτήριο αυτό είχε πάψει να λειτουργεί ως σχολείο, το Κ.Σ. Μακρυχωρίου με απόφασή του την 1.8.1952 αποφάσισε ομόφωνα «την δωρεάν παραχώρησιν εις το Ελληνικόν Δημόσιον του αιτουμένου παλαιού σχολικού κτιρίου περιελθόντος εις την κυριότητα της κοινότητος δυνάμει του υπ’ αριθμ. 5932/24.9.38 συμβολαίου ανταλλαγής του Συμβολαιογράφου Λαρίσης Περ. Γαρδίκη…. προς ίδρυσιν Σταθμού Χωροφυλακής». Η απόφαση αυτή δεν υλοποιήθηκε.
Έκτοτε το κτήριο αυτό έμεινε εκτός λειτουργίας και εγκαταλείφθηκε ασυντήρητο στο έλεος του χρόνου και των καιρικών συνθηκών. Περί το 1980 το κτήριο κατεδαφίστηκε και στη θέση του υπάρχει η όμορφη μικρή τρίγωνη πλατεία. Έτσι χάθηκε, όπως και ο παλαιός ναός του Αγίου Νικολάου, και αυτό το μνημείο της ιστορίας του χωριού. Εκ των υστέρων βέβαια διαπιστώθηκε από όλους μας ότι η αναπαλαίωση του κτηρίου αυτού θα ήταν η καλύτερη λύση για λόγους και ιστορικούς και πρακτικούς.
Από το 1950 και μετά το σχολείο λειτούργησε στο κτήριο όπου και μέχρι σήμερα λειτουργεί. Πιο συγκεκριμένα στο κτήριο με τις τρεις αίθουσες στη δυτική πλευρά του προαυλίου του σημερινού σχολικού συγκροτήματος και ανατολικά του Δημαρχείου. Το διδακτήριο αυτό σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων, κτίστηκε λίγο πριν το 1940. Οι μαρτυρίες αυτές ενισχύονται και από την 53/7.8.1938 απόφαση του

κοινοτικού Συμβουλίου, με την οποία «εγκρίνει ομοφώνως την καταβολήν εισφοράς της Κοινότητος εκ δρχ. 10.000 εις την σχολικήν εφορείαν Μακρυχωρίου…. προς αποπληρωμήν του εργολάβου του ανεγείραντος το διδακτήριον». Στη δεκαετία του 1940 δε λειτούργησε ως σχολείο λόγω των ανώμαλων συνθηκών (πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος). Στη διάρκεια δε του εμφυλίου χρησιμοποιήθηκε από το Στρατό, αλλά και έπαθε ζημιές στα πλαίσια της εμφύλιας διαμάχης. Μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου ολοκληρώθηκε ως διδακτήριο και στέγασε το Δημοτικό σχολείο. Το νεότερο κτήριο του Δημοτικού (άλλες τρεις αίθουσες) κτίστηκε λίγο πριν το 1980 ανατολικά του παλαιού και σε χώρο του σχολικού κήπου. Με πρωτοβουλία του Δ/ντή του σχολείου Ηλία Κωσταρίγκα συστήθηκε ερανική επιτροπή, η οποία συγκέντρωσε ένα χρηματικό ποσό από τους κατοίκους και ξεκίνησε την ανέγερση του κτηρίου. Σχεδόν αμέσως το κτήριο ολοκληρώθηκε με κρατικές δαπάνες. Οι έξι πια αίθουσες του Δημοτικού διευκόλυναν αμέσως μετά την ίδρυση και λειτουργία Γυμνασίου στο Μακρυχώρι.
Στη δεκαετία του 1960 κτίστηκε η οικοδομή στη βορειοδυτική γωνία του σχολικού οικοπέδου. Χτίστηκε, και χρησιμοποιήθηκε τα πρώτα χρόνια, ως κατοικία δασκάλων. Αργότερα διαμορφώθηκε εσωτερικά σε δύο σχολικές αίθουσες και χρησιμοποιήθηκε από τα σχολεία, Δημοτικό, Γυμνάσιο, και κυρίως στέγασε το Νηπιαγωγείο για είκοσι πέντε περίπου χρόνια και μέχρι το 2008.
Η μεγάλη αίθουσα γυμναστικής στη βόρεια πλευρά του σχολικού οικοπέδου στήθηκε και ολοκληρώθηκε το πρώτο μισό της δεκαετίας του 2000.
Εκτός από τα βασικά αυτά διδακτήρια χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς, ανάλογα με τον αριθμό των μαθητών και τις ανάγκες του σχολείου, και πάντως πριν από το 1950, και άλλοι χώροι ως σχολικές αίθουσες, όπως η εκκλησιά του χωριού ή το κτήριο ιδιοκτησίας Προκόπη Γιαννακόπουλου, το οποίο υπάρχει ακόμη μισοερειπωμένο δίπλα στην κεντρική πλατεία του χωριού.

ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ  ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ

Νηπιαγωγείο στο Μακρυχώρι λειτούργησε για πρώτη φορά το σχολ. έτος 1968-69 με μορφή ιδιωτικού σχολείου. Με πρωτοβουλία κάποιων γονέων ανατέθηκε η προσχολική αγωγή των παιδιών τους στην συντοπίτισσα Φραγκίσκα Γ. Παπαχατζή, που πρόσφατα είχε πάρει το πτυχίο της νηπιαγωγού. Το σχολείο αυτό λειτούργησε ως ιδιωτικό και ανεπίσημο, δηλ. χωρίς να έχει αναγνωριστεί με σχετική άδεια από το Δημόσιο. Υπήρξε πάντως μια προφορική συνεννόηση γονέων με την αρμόδια Υπηρεσία. Στεγάστηκε σε ενοικιαζόμενο κτήριο, στο ισόγειο της οικίας του Αντωνίου Ν. Ρόμπα (πρώην ιδιοκτησία Κων. Σινάπαλου) και φοίτησαν σ’ αυτό πάνω από σαράντα (40) νήπια. Λειτούργησε για μικρό χρονικό διάστημα, σχεδόν για μία σχολική χρονιά.
Ωστόσο το σχολείο αυτό αποτέλεσε τη μαγιά, το έναυσμα και έγινε αφορμή για την ίδρυση Δημόσιου Νηπιαγωγείου στο Μακρυχώρι το 1970. Από το σχολ. έτος 1970-71 λειτουργεί το μονοθέσιο Δημόσιο Νηπιαγωγείο Μακρυχωρίου. Η πρώτη νηπιαγωγός που διορίστηκε από το Δημόσιο ήταν η Χρυσούλα Πλαγκανάρη, η οποία υπηρέτησε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, δύο-τριών μηνών. Αντικαταστάθηκε την

ίδια σχολική χρονιά από τη νηπιαγωγό Ζωή Πατσίκα, η οποία υπηρέτησε μέχρι και το σχολ. έτος 1972-73. Το Νηπιαγωγείο στεγάζεται σε ενοικιαζόμενο ιδιόκτητο κτήριο, βορειοδυτικά και κοντά στο Δημοτικό, στη νεόδμητη οικία του Βασίλειου (Βάσου) Ιω. Γεωργόπουλου.
Το 1973 διορίζεται η νηπιαγωγός Ελευθερία Γ. Τζήκα, η οποία υπηρέτησε μέχρι το σχολ. έτος 1980-81. Το Νηπιαγωγείο στεγάζεται ακόμη σε ιδιόκτητο ενοικιαζόμενο κτήριο, αυτό το διάστημα στην ημιυπόγεια αίθουσα της οικίας του Αστερίου Βλάγκα, σήμερα Αθανασίου Βλάγκα, δίπλα στο Δημοτικό σχολείο.
Τα επόμενα δύο χρόνια (1981-82 και 1982-83) υπηρέτησε η νηπιαγωγός Μαρία Μπακόλα.
Το σχολ. έτος 1983-84 διορίστηκε στο Νηπιαγωγείο η Φραγκίσκα Γ. Παπαχατζή, η οποία υπηρέτησε συνεχώς επί είκοσι πέντε (25) περίπου έτη, μέχρι το 2007. Από την αρχή της θητείας της το Νηπιαγωγείο στεγάζεται σε δημόσιο πια οίκημα, στην οικοδομή στη βόρεια πλευρά του οικοπέδου του Δημοτικού σχολείου, που είχε κτιστεί και χρησιμοποιηθεί αρχικά ως σπίτι του δασκάλου. Το 1995 το Νηπιαγωγείο έγινε διθέσιο με τη Δ4/479/14.6.1995 Απόφαση του Υπουργείου Παιδείας και η Φραγκίσκα Παπαχατζή διατήρησε έκτοτε τη θέση της Προϊσταμένης του Σχολείου.
Τη Φραγκίσκα Παπαχατζή διαδέχθηκαν στη θέση της Προϊσταμένης του Νηπιαγωγείου οι νηπιαγωγοί Δήμητρα Γάλλου (2007-2008), Σταθούλα Πρίντζιου (2008-2009), Ασημίνα Σαμαρίνα (2009-2010) και η τωρινή Προϊσταμένη Ελισάβετ Αντωνίου.
Από τον Ιανουάριο του 2010 το Νηπιαγωγείο στεγάζεται στο καινούριο, μεγάλο και σύγχρονο διδακτήριο, δίπλα στο γήπεδο ποδοσφαίρου. Το 2008-2009 μεταστεγάστηκε από το σπίτι του δασκάλου στο καινούριο κτήριο του Παιδικού Σταθμού, μέχρι να στεγαστεί τελικά στο καινούριο κτήριό του.


ΓΥΜΝΑΣΙΟ  ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ

Το Γυμνάσιο Μακρυχωρίου ιδρύθηκε το 1981 και λειτούργησε για πρώτη φορά το σχολ. έτος 1981-82. Στις 19.8.1981 ανέλαβε υπηρεσία ο πρώτος Δ/ντής του Γυμνασίου Αγγελάκης Μαρινέλης. Στεγάστηκε και λειτούργησε στις έξι αίθουσες του Δημοτικού σχολείου σε καθημερινή απογευματινή βάρδια μέχρι το τέλους του έτους 1992. Από το 1993 στεγάζεται στο νεόδμητο διδακτήριο του Γυμνασίου και λειτουργεί σε πρωινό ωράριο. Η τελετή των εγκαινίων έγινε στις 30.10.1992.
Το διδακτήριο αυτό κατασκευάστηκε με κρατικές κυρίως δαπάνες σε κοινοτικό οικόπεδο. Στις δαπάνες συμμετείχε και η Κοινότητα Μακρυχωρίου, η οποία, για να επισπεύσει την κατασκευή του, υπόγραψε σχετική σύμβαση με τη Νομαρχία Λάρισας αναλαμβάνοντας οικονομική συμμετοχή δέκα εκατομμυρίων δραχμών.
Από το σχολικό έτος 1992-93 λειτουργούν προσαρτημένες στο Γυμνάσιο και Λυκειακές Τάξεις. Το 1992-93 λειτούργησε η Α’, το 1993-94 η Β’ και το 1994-95 η Γ’ τάξη Λυκείου.

Στο Γυμνάσιο και τις Λυκειακές τάξεις Μακρυχωρίου φοίτησαν αρχικά οι μαθητές του Μακρυχωρίου, της Γυρτώνης, του Ευαγγελισμού και του Παραποτάμου. Το σχολικό έτος 2000-2001 φοίτησαν και μερικοί μαθητές από την Ελάτεια, ο αριθμός των οποίων αυξήθηκε από το επόμενο έτος, όταν ο Δήμος Μακρυχωρίου προμηθεύτηκε μαθητικό λεωφορείο για τη μεταφορά των μαθητών από όλους τους οικισμούς του.
Οι εκπαιδευτικοί που υπηρέτησαν ως Δ/ντές στο Γυμνάσιο ήταν κατά σειρά οι: Αγγελάκης Μαρινέλης από 19.8.1981, Βασίλειος Καραδούκας από 2.9.1985, Κωνσταντίνος Παπακώστας από 1.9.1986, Θωμάς Τσέτσιλας από 1.9.1992, Χρήστος Σαΐτης από 8.2.1995 και ο τωρινός Δ/ντής Δημήτριος Γκούθας, που ανέλαβε υπηρεσία στις 5.10.2010.


Παιδικός  Σταθμός

Ο Παιδικός Σταθμός ιδρύθηκε το 1986 ως Κρατικός Παιδικός Σταθμός Μακρυχωρίου, με το Π.Δ. 160/16.4.1986 (ΦΕΚ 61/8.5.1986).
Η Κοινότητα με τη 17/10.3.1987 απόφαση του Κ.Σ. παραχώρησε στο Δημόσιο για διαρκή χρήση τον κάτω όροφο του νεόδμητου κοινοτικού καταστήματος, του τωρινού Δημαρχείου. Με δαπάνη του Δημοσίου ο όροφος αυτός ολοκληρώθηκε οικοδομικά, διαμορφώθηκε και εξοπλίστηκε, ώστε να λειτουργήσει ως παιδικός σταθμός. Ωστόσο ο Σταθμός επί πολλά χρόνια δε λειτουργούσε. Οριζόταν αρμοδίως Διοίκηση, από το Κοινοτικό Συμβούλιο και τη Δ/νση Πρόνοιας της Νομαρχίας, υπήρχε διορισμένη εκπαιδευτικός, που υπηρετούσε όμως με απόσπαση σε άλλον Παιδικό Σταθμό, αλλά δεν υπήρχε βοηθητικό-τεχνικό προσωπικό(καθαρίστρια και μαγείρισσα). Με σχετικό Νόμο είχαν απαγορευτεί επί πολλά χρόνια οι προσλήψεις υπαλλήλων στο Δημόσιο εκτός από εκπαιδευτικούς.
Ο Παιδικός Σταθμός άρχισε να λειτουργεί από το έτος 1997, αφού μετά το 1995 επιτράπηκαν οι προσλήψεις βοηθητικού προσωπικού. Αργότερα, το 2000, η Πολιτεία αποφάσισε να περιέλθουν οι Παιδικοί Σταθμοί στους Δήμους ή, αν τα Δημοτικά Συμβούλια αποφασίσουν αρνητικά, να σταματήσουν να λειτουργούν. Έτσι το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε να «πάρει» τον Κρατικό Παιδικό Σταθμό και να τον λειτουργήσει ως Δημοτικό Παιδικό Σταθμό Μακρυχωρίου. Με τη μορφή αυτή λειτουργεί μέχρι τώρα (2010). Από το 2006 ο Σταθμός λειτουργεί στο καινούριο κτήριο, στον κεντρικό δρόμο νότια του διδακτηρίου του Γυμνασίου.
Από την έναρξη της λειτουργίας του Παιδικού Σταθμού, στις αρχές του 1997, και μέχρι το Μάιο του 1998 τη θέση της Προϊσταμένης είχε η Βασιλική Σιδέρη. Τη διαδέχτηκε η Κρυσταλία Μήτσιου μέχρι το Σεπτέμβριο του 2000 και έκτοτε τη θέση αυτή κατέχει η Παναγιώτα Παπαγιώτα.
_________________________________
Τα στοιχεία του σημειώματος αυτού προκύπτουν από τα αρχεία του πρώην Δήμου Νέσσωνος (1883-1913), της Κοινότητας Μακρυχωρίου και των σχολείων του Μακρυχωρίου, από πληροφορίες κατοίκων και εκπαιδευτικών που υπηρέτησαν στα σχολεία και από ενθυμήματα και προσωπικές εμπειρίες του συντάκτη του.
Θωμάς Αστ. Τσέτσιλας
Μακρυχώρι, Δεκέμβριος 2010