Μακρυχώρι Λάρισας

Μακρυχώρι Λάρισας

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

ΑΝΕΒΑΣΑ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΕΝΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΑΟΥΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΘΩΜΑ ΤΣΕΤΣΙΛΑ



 
Η Εκκλησία του  Αγίου Νικολάου όπως ήταν μέχρι το 1970 περίπου. Φωτογραφία του 1954. Μπροστά απο την εκκλησία ,υπήρχε μία ''μπάρα' για να ποτίζουν οι χωριανοί μας τα ζώα τους. Δεξιά φαίνεται κάποιος της οικογένειας  Γκατζούλη να οργώνει τον αυλαγά του με ζώα.


Ενα βιντεάκι του 1970 περίπου που δείχνει την περιοχή του Αγίου Νικολάου και άλλων σημείων του χωριού μας. Τότε γίνονταν εργασίες για την ανέγερση του σημερινού Ναού. Το έστειλε από την Αυστραλία ο φίλος μας Γιάννης  Μπουροτζίκας.

Α. ΟΙ ΝΑΟΙ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΧΩΡΙΟΥ


 

Το πρώτο μέλημα των Ελλήνων-Χριστιανών κατοίκων του Μακρυχωρίου μετά την ένταξη της περιοχής στην Ελλάδα, παράλληλα με τη διασφάλιση κατοικίας, ήταν η κατασκευή ιερού ναού, εκκλησιάς. Η θρησκευτική πίστη, ο χριστιανισμός, και βεβαίως η γλώσσα, η ελληνική, αποτέλεσαν για τους υπόδουλους Έλληνες της τουρκοκρατίας τους δυο βασικούς συνεκτικούς θεσμούς και δεσμούς, που συνέβαλαν στη διατήρηση της εθνικής τους συνείδησης. Η κατασκευή λοιπόν ναού ήταν βασική ψυχική ανάγκη, γιατί θα τους έδινε τη δυνατότητα να βιώνουν βαθύτερα τη θρησκευτική τους πίστη και να τελούν τα λατρευτικά τους καθήκοντα.

 

Α1. Ο ναός του Αγίου Νικολάου

 

Ο Ναός  του Αγίου Νικολάου το 2004

Λίγο πριν το 1890 ή, το πιθανότερο, τα δυο πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1890 οι πρώτοι Μακρυχωρίτες έκτισαν την εκκλησιά τους. Ήταν ο ναός του Αγίου Νικολάου στη δυτική πλευρά του οικισμού. Και στο χώρο στη βορινή πλευρά του ναού εγκατέστησαν το χριστιανικό νεκροταφείο. Ο χρόνος κατασκευής του ναού προκύπτει από τις εξής μαρτυρίες. Στον προϋπολογισμό του 1893 του τέως Δήμου Νέσσωνος (πρ. 194/18.10.1892) προβλέπεται ποσό 150 δρχ. «δι’ αποπεράτωσιν του ναού Μακρυχωρίου». Το Δ.Σ. του Δήμου με τη 228/20.5.1893 απόφασή του διορίζει για πρώτη φορά ως Εκκλησιαστικό Συμβούλιο «του Αγίου Νικολάου Μακρυχωρίου τους: Παπαμελέτιον Ιωάννου, Μιχ. Σουμπενιώτην, Νικολ. Μποσνέαν, Ιω. Κοντογιάννην ή Παλάτον και Δημ. Ρίζου». Δύο μήνες αργότερα (Πρ. 239/16.7.1893) αντικαθιστά τους Ιω. Κοντογιάννη ή Παλάτο και Δημ. Ρίζου με τους Κων. Τσιτούρα και Τέγο Μπούτο, «καθ’ όσον ούτοι δεν διαμένουσι διαρκώς και μονίμως εν Μακρυχωρίω». Την πρωτοβουλία και τη βασική φροντίδα για την κατασκευή του ναού είχε ο Νικόλαος Μποσνέας, που ορίστηκε και μέλος του πρώτου Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, του οποίου η οικογένεια ήρθε στο Μακρυχώρι από τα Λεύκτρα της Μάνης το 1885 ή στις αρχές του 1886. Μάλιστα σύμφωνα με πληροφορίες απογόνων της οικογένειας Μποσνέα, που ζουν σήμερα στο Μακρυχώρι, ο ναός αφιερώθηκε στον Άγιο Νικόλαο, το όνομα του οποίου έφερε ο ίδιος. Ο ναός αυτός λειτούργησε ως ενοριακός ναός του Μακρυχωρίου μέχρι την κατασκευή και λειτουργία του ναού του Αγίου Αποστόλου Θωμά. Έκτοτε λειτούργησε -και λειτουργεί μέχρι σήμερα με τη νέα του μορφή- ως ναός του νεκροταφείου. Οι ιερείς που υπηρέτησαν και λειτούργησαν στο ναό αυτό ήταν δύο Μακρυχωρίτες, ο Παπαδημήτρης Αντούλας και ο Παπαδημήτρης Αργυρίου ή Θάνος, οι οποίοι υπηρέτησαν για πολλά χρόνια και στο ναό του Αγίου Αποστόλου Θωμά. Πριν από αυτούς, στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του, ιερέας του ναού του Αγίου Νικολάου ήταν ο Παπαμελέτιος Οικονόμου[1]. Πιθανόν να είναι το ίδιο πρόσωπο με το μέλος του πρώτου Εκκλησιαστικού Συμβουλίου Παπαμελέτιο Ιωάννου. Το 1897 αναφέρεται επίσης ιερέας με το όνομα Παπαγεωργίου Μελέτης[2]. Ο ναός αυτός  κρίθηκε κατεδαφιστέος λόγω παλαιότητας –και έτσι χάθηκε ένα μνημείο της ιστορίας του χωριού- και στη θέση του χτίστηκε πριν 40 περίπου χρόνια ο ναός που υπάρχει σήμερα.

Στο χώρο βόρεια του ναού του Αγ. Νικολάου, που από την αρχή χρησιμοποιήθηκε ως χώρος νεκροταφείου, λειτουργεί ακόμα το νεκροταφείο του χωριού. Ο χώρος αυτός περιφράχτηκε με πετρότοιχο το 1909, όπως προκύπτει από απόφαση του Δ.Σ. στις 8.1.1910, με την οποία εγκρίνει «την από 18.12.1909 πράξιν του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του εν Μακρυχωρίω Ιερού Ναού Άγιος Νικόλαος περί διαθέσεως 324 δρχ. προς τακτοποίησιν της γενομένης δαπάνης διά το κατασκευασθέν νεκροταφείον εν Μακρυχωρίω».

Το 2002 με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου αντικαταστάθηκε ο πρώτος αυτός περίβολος με τον υφιστάμενο σήμερα. Ταυτόχρονα με την κατασκευή του νέου περιβόλου έγινε και μία μικρή επέκταση του χώρου του νεκροταφείου στη δυτική πλευρά. Τότε επίσης κατεδαφίστηκε το παλαιό οστεοφυλάκιο και κατασκευάστηκε το νεότερο στη νοτιοδυτική πλευρά του νεκροταφείου. Στο ίδιο μέρος είχε κατασκευαστεί λίγο πριν το 1980 άλλο οστεοφυλάκιο, που λειτούργησε ως συμπληρωματικό του πρώτου και υπάρχει και λειτουργεί και σήμερα παράλληλα με το νέο. Στο χώρο του παλαιού οστεοφυλακίου θάφτηκαν όλα τα οστά των νεκρών που υπήρχαν σ’ αυτό. Ο χώρος αυτός δε χρησιμοποιείται ως χώρος ενταφιασμού, είναι αποχωρισμένος από τον άλλο χώρο του νεκροταφείου και αποτελεί τον κοινό τάφο των θανόντων μέχρι το 1980 περίπου Μακρυχωριτών.

 

Α2. Ο ναός του Αγίου Αποστόλου Θωμά




 

Ο  Ναός του Αγίου Θωμά μέχρι το  1970

 

Μετά το 1895 και κυρίως μετά το 1897, με τη λήξη της περιπέτειας της χώρας μας και ειδικά της περιοχής μας, που προκάλεσε ο πόλεμος του ’97, και την οριστική πια αποχώρηση του τουρκικού στρατού, ο πληθυσμός του  Μακρυχωρίου αυξανόταν με γοργό ρυθμό. Το 1881 το Μακρυχώρι είχε 466 κατοίκους, οθωμανούς, το 1907 είχε 1029 κατοίκους, Έλληνες-χριστιανούς[3]. Η αύξηση αυτή του πληθυσμού δημιούργησε την ανάγκη μεγαλύτερου ενοριακού ναού. Έτσι οι κάτοικοι του χωριού αποφάσισαν και έχτισαν στο κέντρο του χωριού το ναό του Αγίου Αποστόλου Θωμά, ο οποίος λειτουργεί μέχρι σήμερα ως ενοριακός ναός του χωριού.

Η οικοδόμηση του ναού έγινε το έτος 1910. Η ιδέα βέβαια για την κατασκευή του ναού και η διαδικασία υλοποίησής της ξεκίνησε πολύ πριν το 1910, η δε ολοκλήρωση του ναού έγινε μετά το 1910. Τα χρήματα για την οικοδόμηση του ναού προέρχονταν από τα μισθώματα των βοσκότοπων του Μακρυχωρίου κατόπιν αποφάσεων του τέως Δήμου Νέσσωνος, στον οποίο Δήμο είχε ενταχθεί το Μακρυχώρι από το 1883. Το ιστορικό της κατασκευής του, όπως προκύπτει από το αρχείο του Δήμου Νέσσωνος, έχει ως εξής. Το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Νέσσωνος, με δήμαρχο το Στέργιο Κακαγιάννη, με την 43/2.5.1908 απόφασή του «εγκρίνει ομοφώνως την αίτησιν της ολομελείας των κατοίκων του χωρίου Μακρυχωρίου περί διαθέσεως δρχ. είκοσι χιλιάδων (20.000) εκ των εν τω επαρχιακώ Ταμείω Λαρίσσης κατατεθειμένων χρημάτων ως προερχομένων εκ κοινοτικών βοσκών της Κοινότητος Μακρυχωρίου δια την κατασκευήν Ιερού Ναού εν Μακρυχωρίω». Με την 102/23.9.1909 απόφασή του «δέχεται ομοφώνως την αίτησιν του εργολάβου Φωτίου Παπαθανασίου μειοδοτούντος εν επί τοις εκατόν ολιγώτερον του προυπολογισθέντος ποσού δια την ανέγερσιν του εν Μακρυχωρίω του Δήμου Νέσσωνος Ιερού Ναού». Ο ίδιος μηχανικός είχε κατασκευάσει πριν μερικά χρόνια και το ναό των Αγίων Κων/νου και Ελένης, στο Μεγάλο Κεσερλί (Συκούριο), την έδρα του Δήμου. Με την 123/18.12.1909 απόφαση εγκρίνει πίστωση 12.000 δρχ. «δια την αύξησιν και διαπλάτυνσιν του εν Μακρυχωρίω ανεγειρομένου δαπάναις της κοινότητος Ιερού Ναού». Στις 17/12/1910 το Δ.Σ. εγκρίνει 13.000 δρχ «εκ βοσκών προερχομένων… προς πλήρη αποπεράτωσιν του υπό κατασκευήν ευρισκομένου Ιερού Ναού εν Μακρυχωρίω». Και στις 29/4/1912 εγκρίνει 1067 δρχ. «προς πληρωμήν του εργολάβου Φ. Παπαθανασίου και ολοσχερή εξόφλησιν της απαιτήσεώς του δια την εκτελεσθείσαν επιπλέον… εργασίαν εν τω εν Μακρυχωρίω ιερώ ναώ Αγίου Θωμά». Μητροπολίτης Λάρισας ήταν τότε μια εξέχουσα εκκλησιαστική προσωπικότητα, ο Αμβρόσιος Κασσάρας. Την Εκκλησιαστική Επιτροπή του Αγίου Νικολάου, που είχε την πρωτοβουλία και την ευθύνη για την κατασκευή του ναού και τη συνεργασία με τη Μητρόπολη και το Δήμο Νέσσωνος αποτελούσαν οι ιερείς Αντούλας και Θάνος και οι δημότες Βασίλειος Γκρέτσης, Ευάγγελος Κατσιγιάννης, Χρήστος Μπέλλος και Πέτρος Τσέτσιλας. Το 1911, όταν τελείωνε η διαδικασία κατασκευής του ναού, επίτροποι ήταν οι Μπούτος, Ιωάννης Τζήμου Τάχας και Πέτρος Τσέτσιλας. Στην οικοδόμηση του ναού βοήθησαν με προθυμία οι χωριανοί, κυρίως στην εξόρυξη και μεταφορά πέτρας από το λατομείο στη θέση Ασαργάνι (Καρακόπετρα). Στην προσπάθεια αυτή επικεφαλής ήταν οι εκκλησιαστικοί επίτροποι και οι ιερείς Παπαδημήτρης Αντούλας και Παπαδημήτρης Θάνος.

Στα πρακτικά του Δήμου Νέσσωνος ο νέος ναός αναφέρεται ως ναός του Αγίου Θωμά, και όχι απλά ιερός ή νεόδμητος ναός, για πρώτη φορά στις 29.4.1912. Για ποιο λόγο αφιερώθηκε στον Άγιο Απόστολο Θωμά δεν είναι γνωστό- και πάντως δεν το γνωρίζω εγώ. Η παράδοση ότι αυτό έγινε από τον πρωτομάστορα του τεχνικού συνεργείου που οικοδόμησε το ναό, που έφερε το όνομα Θωμάς, δε μου φαίνεται πολύ πειστική, αν και αναλογιζόμενοι την περίπτωση του πρώτου ναού, του Αγίου Νικολάου, δεν  μπορεί να αποκλεισθεί εντελώς. Θεωρώ απίθανο το χωριό να ονόμασε την εκκλησιά του από το όνομα του πρωτομάστορα και να είχε και τη σύμφωνη γνώμη του Μητροπολίτη. Σίγουρο είναι πάντως ότι από τότε το όνομα Θωμάς φέρουμε πολλοί Μακρυχωρίτες.

Μετά την οικοδόμηση του ναού έγινε και η εικονογράφησή του. Στις 31.7.1911 ο Δήμος εγκρίνει 8.500 δρχ. « προς κατασκευήν των ιερών εικόνων δια τον νεόδμητον Ναόν του Μακρυχωρίου». Την εκτέλεση με μειοδοτική δημοπρασία του έργου της εικονογράφησης του ναού, δηλ. «της κατασκευής και γραφής» μερικών βασικών εικόνων του ναού και κάποιων τοιχογραφιών, ανακοίνωσε δια του Τύπου ο Δήμαρχος Νέσσωνος. Τέσσερις εργολάβοι-αγιογράφοι, οι Δ. Χατζηγιαννακόγλου, Ιω. Παντοστόπουλος, Δ. Αλεξιάδης και Ν. Αργυρόπουλος, κατέθεσαν προσφορές. Το έργο ανατέθηκε στον αγιορείτη μοναχό Χρυσόστομο Ιωαννικίου ή Παπαμερκουρίου, που ήταν μέλος αγιορείτικης αγιογραφικής κοινότητας. Ο μοναχός αυτός υπέβαλε την προσφορά του μέσω του αντιπροσώπου του Δ. Χατζηγιαννακόγλου. Με το συμβόλαιο που υπέγραψαν ο Δήμαρχος Στέργιος Γ. Κακαγιάννης και ο μοναχός Χρυσόστομος Ι. Παπαμερκουρίου ο δεύτερος ανέλαβε να κατασκευάσει αντί ποσού 8.500 δρχ. τριάντα εικόνες, έντεκα τοιχογραφίες, «ομοίας υπό έποψιν τέχνης προς τας εν τω ενταύθα (Λαρίση) ιερώ ναώ του Αγίου Αχιλλίου τοιχογραφίας», και οκτώ προσκυνητάρια. Στις 9.12.1912 με έγγραφη εντολή του Νομάρχη μετέβησαν στο Μακρυχώρι ως Επιτροπή ο Ειρηνοδίκης Κισσάβου Αλέξανδρος Στουρνάρας και ο Δήμαρχος Στέργιος Κακαγιάννης, οι οποίοι «παρατηρήσαντες επισταμένως την συντελεσθείσαν εργασίαν» την παρέλαβαν οριστικά «ως καλώς συντελεσθείσαν». Ως μέλος της Επιτροπής παραλαβής υπογράφει και ο Γεώργιος Ι. Γεωργόπουλος εκ μέρους των κατοίκων του Μακρυχωρίου. Πολλές από τις εικόνες αυτές σώζονται και σήμερα στη θέση τους στο επάνω μέρος του τέμπλου, στα δυο προσκυνητάρια στη νότια είσοδο του ναού ή αναρτημένες, μετά την αντικατάστασή τους, σε ειδικό χώρο του ναού που λειτουργεί ως μουσείο[4].

Ο ναός είναι τρίκλιτη βασιλική χωρίς τρούλο. Είναι κτισμένος με πέτρα, και οι εξωτερικοί τοίχοι, που έχουν πλάτος 75 εκατοστών, και οι κιονοστοιχίες που χωρίζουν τα κλίτη. Το τέμπλο ήταν κτισμένο με τούβλα. Οι θύρες και τα παράθυρα είναι θολωτά και φέρουν διακόσμηση μαρμάρινη και κεραμική. Ο γυναικωνίτης ήταν κατασκευή ξύλινη. Η στέγη του είναι κατασκευασμένη σε δύο επίπεδα, (η στέγη του μεσαίου κλίτους είναι πιο ψηλά). Στην κορυφή της δυτικής πλευράς έφερε κωδωνοστάσιο στηριζόμενο σε τέσσερις μικρούς πέτρινους κίονες. Ο εσωτερικός εξοπλισμός (Αγία Τράπεζα, ψαλτήρια, στασίδια, παγκάρι κ.ά.) ήταν ξύλινος. Κατασκευάστηκε από τον ξυλουργό Αναστάσιο Τσιάνη (Μαστοροαναστάσης), ο οποίος ήταν τεχνικότατος και στην ξυλογλυπτική και του οποίου έργα είναι το Δεσποτικό, ο Άμβωνας (εκτός από τη βάση του), που βρίσκονται ακόμα στη θέση τους, καθώς και ένα Αρτοφόριο, που βρίσκεται στο χώρο του μουσείου του ναού. Ο ίδιος ξυλουργός κατασκεύασε το 1922 εβδομήντα στασίδια, σύμφωνα με απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου Μακρυχωρίου στις 2.6.1922, με την οποία εγκρίνει ποσό 4.700 δρχ «διά την κατασκευήν 70 στασιδίων του Αγίου Θωμά υπό Αναστασίου Τσιάνη». Στην εκατόχρονη λειτουργία του ναού έγιναν πολλές παρεμβάσεις –τροποποιήσεις στο οικοδόμημα, για λόγους είτε λειτουργικούς είτε στατικής και ασφάλειας της οικοδομής ή και αισθητικής κάθε φορά αντίληψης. Αναφέρω τις σημαντικότερες. Το 1924 κατασκευάστηκε το προαύλιο του ναού (τοίχος, κολόνες και κάγκελα). Περί το 1930 καλύφθηκε  με επίχρισμα, σοφατίστηκε, η εξωτερική επιφάνεια του ναού. Μετά το 1950 και μέχρι σήμερα έγιναν και γίνονται πολλές τροποποιήσεις-επιδιορθώσεις μέσα και έξω από το ναό, στην οροφή και στη στέγη, στα παράθυρα, στο δάπεδο, στο προαύλιο και στον περίβολο του ναού. Λίγο μετά το 1970 αντικαταστάθηκε ο ξύλινος γυναικωνίτης με τον υφιστάμενο σήμερα τσιμέντινο, αποκολλήθηκε το κωδωνοστάσιο και λίγα χρόνια αργότερα οικοδομήθηκε το υφιστάμενο σήμερα μπροστά και πάνω στη νότια είσοδο του ναού. Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του  1990 κατασκευάστηκε το θολωτό στέγαστρο στη δυτική πλευρά του ναού, το γραφείο του ιερέα και κάποιοι βοηθητικοί χώροι. Μετά τις ζημιές που προκάλεσε στο ναό σεισμική δόνηση  το 2003 έγιναν επίσης αρκετές και αποφασιστικές αλλαγές στο ναό. Αντικαταστάθηκε το τέμπλο με το υφιστάμενο ξυλόγλυπτο, η Αγία Τράπεζα και οι εικόνες του κάτω μέρους του τέμπλου, αναρτήθηκαν καινούριοι μεγαλύτεροι πολυέλαιοι, διαχωρίστηκε χώρος νάρθηκα (ή λιτής) με την οικοδόμηση διαζώματος στο εσωτερικό του ναού, επισκευάστηκε η στέγη και η οροφή πήρε τη σημερινή της μορφή, (εμφανής ξύλινη κατασκευή). Και το σπουδαιότερο, ενισχύθηκε η στερεότητα της οικοδομής με εμφύτευση τσιμέντου στις ρωγμές (τσιμεντοενέσεις) και καθαιρέθηκε το επίχρισμα (ο σοβάς) της εξωτερικής επιφάνειας του ναού και αποκαλύφθηκε έτσι η ομορφιά της πέτρινης κατασκευής και της μαρμάρινης και κεραμικής διακόσμησης των θυρών και παραθύρων και έγινε εμφανής η μνημειακή αξία του ναού αυτού. Εξάλλου πρόσφατα, το 2010, έγινε εξωραϊσμός του περιβόλου του ναού και τοποθετήθηκε βρύση σε ειδικά διαμορφωμένο στεγασμένο χώρο του προαυλίου. Ίσως κάποιες από τις κατά καιρούς κατασκευές να μη συνάδουν απόλυτα με την αρχιτεκτονική και το ρυθμό του ναού. Αλλά αυτό θα το κρίνουν αρμοδιότεροι από εμένα και ίσως αποφασίσουν και για τη διόρθωσή τους.




Ο  Ναός του Αγίου Θωμά το 2004 στο στάδιο της αμμοβολής για την αρμολόγηση της πέτρας.




Λεπτομέρειες κατασκευαστικές που αποκαλύφτηκαν το 2004 μετά την αμμοβολή και την απομάκρυνση των σοβάδων.

 

 




 

Ο ναός του Αγίου Θωμά αναπαλαιωμένος το 2012

 

Οικονομικά-περιουσιακά στοιχεία του ναού

 

Οι οικονομικές ανάγκες του ναού για τη συντήρηση και λειτουργία του καλύπτονται βασικά από τις εισφορές των κατοίκων, τις τακτικές κατά τις λειτουργικές τελετές (κερί, δίσκος κ.λ.π.) ή τις έκτακτες, που καταβάλλουν προαιρετικά οι κάτοικοι, ή αυτοβούλως ή όταν καλούνται σε ειδικές περιστάσεις. Εκτός από τις εισφορές αυτές η εκκλησία διαθέτει και τα ακόλουθα περιουσιακά στοιχεία – οικονομικά ερείσματα.

Τα πρώτα χρόνια μετά την κατασκευή του οι κάτοικοι του χωριού παραχώρησαν στο ναό, με πρωτοβουλία των επιτρόπων, οικοπεδική έκταση, κοντά στο ναό και στη δυτική του πλευρά. Στο οικόπεδο αυτό, του οποίου την κυριότητα κατοχύρωσε η εκκλησία περί το 1935 μετά από προσφυγή στη Δικαιοσύνη εναντίον ιδιοκτητών όμορων οικοπέδων, που διεκδικούσαν την κυριότητά του, κτίστηκε περί το 1940 μικρή κατοικία για τον ιερέα του ναού, το σπίτι του παπά. Ο πρώτος ιερέας που κατοίκησε στο σπίτι αυτό ήταν ο Παπαχρήστος Παπανικολάου και έκτοτε όλοι οι ιερείς του ναού με την οικογένειά τους. Περί το 1970 έγινε επισκευή και επέκταση της κατοικίας αυτής. Στη νότια πλευρά του οικοπέδου αυτού κατασκευάστηκε λίγο πριν το έτος 2000 οικοδομή με όροφο και υπόγειο, με προορισμό να λειτουργήσει ως πνευματικό κέντρο του ναού (κατηχητήριο κ.λ.π.) και ως χώρος δεξιώσεων μετά από κηδείες, μνημόσυνα κ.λ.π.. Εδώ και μερικά χρόνια λειτουργεί μόνο η υπόγεια αίθουσα, ενώ ο όροφος παραμένει ημιτελής.

Στο ναό του Αγίου Θωμά ανήκει επίσης ένα μικρό κατάστημα, «το μαγαζί της εκκλησίας», στον κεντρικό δρόμο δυτικά της πλατείας, ανάμεσα στα καταστήματα Ευαγγελόπουλου και Μπελόγια. Το κατάστημα αυτό είχαν παραχωρήσει οι κάτοικοι του χωριού στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, προτού κατασκευαστεί ο ναός του Αγίου Θωμά. Αυτό προκύπτει από τις εξής μαρτυρίες. Στις 31.8.1907 το Δ.Σ. του Δήμου Νέσσωνος συμφωνεί με απόφαση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου «του εν Μακρυχωρίω ιερού ναού Αγίου Νικολάου ότι επιβάλλεται η έγερσις αγωγής κατά των Μιχ. Μισίου και Παύλου Πατσούκα, κατοίκων Μακρυχωρίου, περί πληρωμής καθυστερουμένων ενοικίων εις τον ειρημένον ναόν». Ο Μιχ. Μίσιος, δάσκαλος του χωριού, και ο Παύλος Πατσούκας, γιατρός του χωριού, διέμεναν με ενοίκιο στο οίκημα αυτό (βλ.σελ.101). Με απόφαση της Κοινότητας Μακρυχωρίου στις 31.8.1914 εξουσιοδοτείται ο Πρόεδρος να προβεί σε «πλειοδοτική δημοπρασία του σιδηρουργείου (χαλκιαδίκι)[5] της Κοινότητος και του συνεχομένου αυτώ μαγαζίου του εξωκλησίου του Αγίου Νικολάου». Το κατάστημα αυτό, που είναι ενσωματωμένο στο κατάστημα Μπελόγια, εκμισθώνεται, ανέκαθεν και μέχρι σήμερα, για επαγγελματική στέγη και η εκκλησία εισπράττει κάποιο μίσθωμα.

Εξάλλου η Κοινότητα Μακρυχωρίου, που λειτούργησε ως αυτόνομη από το 1914, είχε παραχωρήσει στην εκκλησία για χρήση χορτολιβαδική έκταση 70 περίπου στρεμμάτων, την οποία μέχρι το 1990 περίπου η εκκλησία εκμίσθωνε σε κτηνοτρόφους και εισέπραττε κάποιο μίσθωμα. Η έκταση αυτή επί τουρκοκρατίας ήταν βακούφικη, ανήκε δηλαδή στο οθωμανικό τέμενος, και περιλάμβανε και το οθωμανικό νεκροταφείο, «τα μνήματα», όπως ονόμαζαν το μέρος αυτό οι Μακρυχωρίτες μέχρι πριν λίγα χρόνια. Οι Έλληνες-χριστιανοί κάτοικοι αποφάσισαν να κάνουν ανάλογη χρήση της έκτασης αυτής και την παραχώρησαν στην εκκλησία του χωριού. Η παραχώρηση αυτή έγινε περί το 1920 και την ίδια εποχή κατασκευάστηκε μέσα στην έκταση αυτή και το εξωκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής, η Παναγία.[6] Έκτοτε η έκταση αυτή ονομαζόταν το λιβάδι της Παναγίας. Στην τετραετία 1991-1994 μεγάλο μέρος της έκτασης αυτής περιφράχτηκε και δεντροφυτεύτηκε από την Κοινότητα και ως αντιστάθμισμα το Κοινοτικό Συμβούλιο παραχώρησε στην εκκλησία για χρήση αγρό 30 περίπου στρεμμάτων, τον οποίο και εκμισθώνει μέχρι σήμερα για καλλιέργεια.

 

Οι διακονήσαντες το ναό

 

Στα εκατό χρόνια που πέρασαν από την κατασκευή του πολλοί άνθρωποι εργάστηκαν και συνέβαλαν, ο καθένας με τον τρόπο του, στη συντήρηση, βελτίωση και λειτουργία του ναού αυτού: οι ιερείς και οι ιεροψάλτες, που διακόνησαν το ναό και τους ενορίτες, οι εκκλησιαστικοί επίτροποι, που διέθεσαν πολύ χρόνο στην υπηρεσία του ναού, οι νεωκόροι και οι καντηλανάφτες, τα μικρά παιδιά, βοηθοί του ιερέα στη διάρκεια της Θείας λειτουργίας, και όλοι οι κάτοικοι που πρόσφεραν προσωπική εργασία, κάθε φορά που κλήθηκαν, ή τον οβολό τους, κάθε φορά που χρειάστηκε.

Από όλους αυτούς αναφέρω μόνο τους ιερείς και ιεροψάλτες, και γιατί ο αριθμός τους είναι μικρός και γιατί υπάρχουν σχεδόν για όλους μαρτυρίες γραπτές ή προφορικές. Παραλείπω τους επιτρόπους και άλλους, γιατί ο αριθμός τους είναι μεγάλος και γιατί δεν υπάρχουν μαρτυρίες για τα ονόματα όλων. Λοιπόν μέχρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1920 το ναό διακόνησαν οι ιερείς Παπαδημήτρης Αντούλας και Παπαδημήτρης Αργυρίου ή Θάνος. Από το 1925 περίπου μέχρι τον Αύγουστο 1939 μόνος ο Αργυρίου ή Θάνος.[7] Μέχρι τον Ιούλιο του 1940 ο Βασίλειος Μπανιώρας, μέχρι τον Αύγουστο του 1942 ο Μιχ. Ρούπας, μέχρι τον Αύγουστο του 1951 ο Χρ. Παπανικολάου, μέχρι τον Ιούνιο του 1957 ο Γεώργιος Καφάσης, μέχρι τον Απρίλιο του 1970 ο Απόστολος Ρίζος, μέχρι τον Απρίλιο του 1980 ο Εμμανουήλ Χατζηπαναγιωτίδης, μέχρι το καλοκαίρι του 1985 ο Χρήστος Μητραλής, μέχρι το Νοέμβριο του 1986 ο Ευάγγελος Γκέκας, μέχρι το Νοέμβριο του 2001 ο Εμμ. Χατζηπαναγιωτίδης, για δεύτερη φορά, μέχρι τον Οκτώβριο του 2003 ο Εμμανουήλ Πολυδούλης και μέχρι σήμερα ο Ιωάννης Τομαράς. Βασικοί ιεροψάλτες του ναού, που κρατούσαν την κεντρική θέση στο δεξιό αναλόγιο (ψαλτήρι) ήταν οι Χρήστος Λάμπρου Πατσιούρας, Γεώργιος (Γεωργούλης) Τσικρικώνης, Ζήσης Κουτρούπας, Κων/νος Γ. Παλάτος, Γεώργιος Παπαχατζής, Γεώργιος Χουτεσιώτης, Ζαφείρης Μαργκάς και από το Πάσχα του 2010 ο Βασίλειος Μπουρδούβαλης από το Συκούριο. Επισημαίνω ότι η θητεία όλων αυτών ήταν πολυετής και ότι γνώσεις βυζαντινής μουσικής είχαν οι Παπαχατζής, Χουτεσιώτης, Μαργκάς και Μπουρδούβαλης. «Αριστεροί» ψάλτες ή βοηθοί ψάλτες και στα δύο αναλόγια ήταν οι: Δημήτριος Φωτίου, Γεώργιος (Γεωργούλης) Μπούτος, Γεώργιος Μητσογιάννης, Θεόδωρος Μπούτος, Αθανάσιος Μαργκάς, Χρήστος Φωτίου, Κων/νος Γ. Μητσογιάννης και στις μέρες μας είναι ο Αντώνιος Ζέρβας. Επισημαίνω επίσης ότι και όλων σχεδόν αυτών η θητεία ήταν πολυετής, ότι γνώσεις βυζαντινής μουσικής είχε ο Μαργκάς και ειδικά γι’ αυτούς ότι πρόσφεραν εξαιρετικές υπηρεσίες, καθώς εξυπηρέτησαν το ναό σε λειτουργικές τελετές καθημερινές ή έκτακτες (Όρθρο, Εσπερινό, κηδείες, μνημόσυνα κ.ά.), στις οποίες αρκετές φορές ο βασικός ψάλτης απουσίαζε.

 

Α3. Ο ναός (εξωκλήσι) της Ζωοδόχου Πηγής









Πίσω μου η Εκκλησίά της Παναγίας το 1967

Ο Ναός της Ζωοδόχου Πηγής (Παναγίας)  σήμερα

Ο χώρος, ΒΑ του οικισμού, στον οποίο είναι κτισμένο το εξωκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής, της Παναγίας, ήταν και επί τουρκοκρατίας χώρος ιερός, βακούφικος. Εκεί ήταν το νεκροταφείο του τούρκικου οικισμού Οτμανλί. Κάποιες επιτύμβιες πέτρινες στήλες καρφωμένες στο έδαφος υπήρχαν εκεί μέχρι και το 1960 περίπου.

Μετά την αποχώρηση των Τούρκων ο χώρος αυτός εκμισθωνόταν από τους Μακρυχωρίτες ως βοσκότοπος σε κτηνοτρόφους. Περί το 1910, όπως μαρτυρούν παλαιότεροι στην ηλικία κάτοικοι, που μεταφέρουν και παραδίδουν πληροφορίες των γονέων και των παππούδων τους, κάποιοι κάτοικοι από τους οικονομικά, και όχι μόνο, ισχυρότερους προσπάθησαν να διανείμουν για καλλιέργεια την έκταση αυτή ή και να την ιδιοποιηθούν (καταπατήσουν), φαινόμενο συνηθισμένο στη μεταβατική εκείνη περίοδο. Στην προσπάθεια αυτή υπήρξε αντίδραση άλλων χωριανών και έτσι αποφασίστηκε τελικά να παραχωρηθεί η έκταση αυτή στην εκκλησία του χωριού.

Η παραχώρηση αυτή έγινε στο διάστημα από το 1915 μέχρι το 1920. Στο διάστημα αυτό κτίστηκε εκεί και το εξωκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής, η Παναγία. Το 1973 με πρωτοβουλία της Εκκλησιαστικής Επιτροπής του Αγίου Θωμά ο παλαιός αυτός ναός αντικαταστάθηκε από τον υφιστάμενο σήμερα στην ίδια θέση ναό. Και λίγο πριν το 1995 ανακατασκευάστηκε και ο πέτρινος περίβολος του ναού.

 

Α4. Ο ναός των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ

 





Ο Ναός των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ την Άνοιξη του 2004

 

Το εξωκλήσι των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, που βρίσκεται νοτιοδυτικά του χωριού, σε λόφο της Καρακόπετρας, κτίστηκε λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Η Άννα, σύζυγος του Ηλία Μπουροζίκα, ηλικιωμένη γυναίκα είδε, λέει, στο όνειρό της αγγέλους στο λόφο αυτό της Καρακόπετρας. Εξέλαβε το όνειρο αυτό ως εντολή να κατασκευαστεί στο μέρος εκείνο ναός. Έτσι αυτή μαζί με άλλες γυναίκες του χωριού, κυρίως γειτόνισσες και συγγένισσές της, ανέλαβαν την πρωτοβουλία για την ανέγερση του ναού αυτού. Σε λίγο χρόνο τα απαραίτητα χρήματα μαζεύτηκαν από τους χωριανούς, εθελοντές, οικοδόμοι και άλλοι, εργάστηκαν και το εξωκλήσι κτίστηκε. Καθώς δεν υπήρχε στο μέρος εκείνο οδική πρόσβαση, τα οικοδομικά υλικά μεταφέρθηκαν στο λόφο με τα πόδια και με τα χέρια, με ανθρώπινη αλυσίδα, χέρι-χέρι. Ο δρόμος που οδηγεί στην εκκλησιά αυτή κατασκευάστηκε λίγο αργότερα με σκαπτικά μηχανήματα του στρατού και με τη φροντίδα της Κοινότητας Μακρυχωρίου.

 

Α5. Ο ναός (εξωκλήσι) του Αγίου Γεωργίου





Ο  Ναός του Αγίου  Γεωργίου σήμερα.

 

Το εξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου, νότια του χωριού, κτίστηκε περί το 1985. Κτίστηκε σε αντικατάσταση της πολύ παλαιάς εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, που υπήρχε στην αγροτική θέση Παλιοκλήσι. Η ιδέα για το κτίσιμό του δημιουργήθηκε από κάποιους παραγωγούς καρπουζιών στην καρπουζοαγορά του Μακρυχωρίου, κοντά στις αποθήκες του Αγρ. Συνεταιρισμού Μακρυχωρίου και της Ε.Α.Σ. Λάρισας. Συγκροτήθηκε έπειτα μια Επιτροπή πρωτοβουλίας για το κτίσιμο του ναού. Στην Επιτροπή αυτή συμμετείχαν οι Νικόλαος Ελευθ. Ζιώγας, ως Πρόεδρος, Ιωάννης Κράμαρης, ταμίας, και ως μέλη οι Γεώργιος Δημ. Γκρέτσης, Δημήτριος Αθ. Μπιτσαράς και Γεώργιος Παντρεμένος. Αρχικά η ανέγερση του ναού χρηματοδοτήθηκε από τα μέλη της Επιτροπής αυτής και από καρπουζοπαραγωγούς και στη συνέχεια, με εράνους που έγιναν, από όλους τους κατοίκους. Το 1987 ο χώρος γύρω από το ναό δεντροφυτεύτηκε και περιφράχτηκε με φροντίδα της Επιτροπής και της Κοινότητας Μακρυχωρίου.

Στην αγροτική θέση Παλιοκλήσι υπήρχε από πολύ παλιά, από την περίοδο της τουρκοκρατίας, ναός του Αγίου Γεωργίου, βυζαντινής τεχνοτροπίας. Ο ναός αυτός εξυπηρετούσε πιθανότατα τις ανάγκες των νομάδων κτηνοτρόφων, που εγκαθίσταντο τη χειμερινή περίοδο στους βοσκότοπους Ξηρόκαμπος, Βερνέρ και Ραχμάνι[8], ίσως και των διερχόμενων οδοιπόρων του δρόμου Λάρισας-Τεμπών, που περνούσε δίπλα από το ναό. Καταστράφηκε κατά πάσαν πιθανότητα στη μεταβατική περίοδο από την τουρκοκρατία στο ελληνικό κράτος (1881-1900). Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950, στα πλαίσια αγροτικής καλλιέργειας, αποκαλύφθηκαν τα θεμέλια και ερείπια του ναού αυτού. Σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων ο ιδιοκτήτης του χωραφιού με εργάτες που προσέλαβε φρόντισε εσπευσμένα να καταστραφούν τα θεμέλια και τα ερείπια και επιχωμάτωσε το μέρος αυτό. Έτσι απόμεινε να θυμίζει το ναό αυτό το τοπωνύμιο Παλιοκλήσι και ένα εικονοστάσι, που υπήρχε σε όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα και υπάρχει ακόμα και σήμερα δίπλα από τη διερχόμενη σιδηροδρομική γραμμή.

Α6. Ο ναός (εξωκλήσι) του Αγίου Ευσταθίου

 






Ο  Ναός του Αγίου Ευσταθίου και το καταφύγιο των κυνηγών το 2009

Στην κορυφογραμμή της Καρακόπετρας, στις βόρειες υπώρειες του υψώματος Γκόλια, είναι κτισμένο, ως ιερός βιγλάτορας του Μακρυχωρίου, το εξωκλήσι του Αγίου Ευσταθίου, του προστάτη των κυνηγών. Κτίστηκε το 1999 με πρωτοβουλία και φροντίδα ομάδας κυνηγών, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Κωνσταντίνος Αθαν. Ζησόπουλος, και με τη βοήθεια και άλλων χωριανών.

 Οι ίδιοι κυνηγοί λίγα χρόνια νωρίτερα είχαν οικοδομήσει στο ίδιο μέρος και το μικρό οίκημα, σταθμό των κυνηγών στις κυνηγετικές τους εξορμήσεις στην περιοχή.

 

 



[1] Αρχείο τέως Δήμου Νέσσωνος.

[2] Απόφαση τέως Δήμου Νέσσωνος στις 24.1.1897

[3] Ιωάννης Ν. Πράπας. Η εικονογράφηση του ναού του Αγίου Θωμά στο Μακρυχώρι, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμος 42ος,  2002

[4] Για το θέμα της εικονογράφησης του Αγίου Θωμά έχει δημοσιεύσει ειδική εργασία ο Συκουριώτης ιστοριοδίφης Ιωάννης Ν. Πράπας, στην οποία υπάρχουν περισσότερες λεπτομέρειες. Δημοσιεύτηκε στο Θεσσαλικό Ημερολόγιο τόμος 42ος, 2002.

[5] Το χαλκιαδίκι της Κοινότητας έχει ενταχθεί προ πολλών ετών στο χώρο του καταστήματος Μπελόγια.

[6] Αντικαταστάθηκε το 1973 από το υφιστάμενο σήμερα στην ίδια θέση εξωκλήσι.

[7] Η θητεία των ιερέων από το 1932 μέχρι σήμερα προκύπτει, με μικρή χρονική απόκλιση, από το βιβλίο βαπτίσεων του ναού.

[8] Βλ. και Κώστας Σπανός.. «Τέσσερις διαλυμένοι οικισμοί στην περιοχή του Μακρυχωρίου», Πρακτικά 5ου και 6ου Συνεδρίων Λαρισαϊκών Σπουδών, Λάρισα 2010.