ΕΔΩ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΜΑΣ ΑΓΓΕΛΟ ΜΑΡΙΝΕΛΗ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΥΣ ΕΥΗ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΥ,ΧΑΙΔΩ ΒΛΑΧΟΣΤΕΡΓΙΟΥ-ΣΤΙΜΟΝΙΑΡΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟ ΝΙΚΟ ΧΑΤΖΗ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΜΕ ΤΗΝ ΣΧΟΛΙΚΗ ΓΙΟΡΤΗ |
ΟΙ ΑΘΑΝ.ΔΗΜΟΛΙΟΣ ΚΑΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΤΑΡΕΛΑΣ ΣΕ ΜΙΑ ΣΚΗΝΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΔΙΟΝ.ΣΟΛΩΜΟΥ ''Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΘΟΣ'' |
Η ΑΣΠΑΣΙΑ ΖΙΚΟΥ ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ ΠΑΡΙΣΤΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΟΛΥΠΟΘΗΤΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΜΑΣ . |
Η ΒΙΚΥ ΚΡΑΜΑΡΗ ΚΑΙ ΚΕΡΑΣΟΥΛΑ ΔΑΛΑΚΩΝΗ ΣΕ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΣΚΗΝΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΠΑΡΙΣΤΑΝΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΠΛΟΥΣΙΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ |
Ο ΛΑΜΠΡΟΣ ΣΤΑΘΗΣ ΣΥΝΑΝΤΑΕΙ ΤΙΣ ΜΑΥΡΟΦΟΡΕΜΕΝΕΣ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΙΣΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΟΥ ΖΗΤΟΥΣΑΝ ΒΟΗΘΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΖΑΚΥΝΘΙΝΟΥΣ ΑΡΧΟΝΤΕΣ |
Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΛΟΓΙΑΣ ΣΕ ΡΟΛΟ ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΥ |
ΜΕ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΟΙ ''ΗΘΟΠΟΙΟΙ '' ΥΠΟΚΛΙΝΟΝΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΘΕΑΤΕΣ |
ΜΑΘΗΤΕΣ. ΑΛΛΟ ΑΠΟΣΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΙΔΙΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ. Η Γυναίκα της Ζάκυθος γράφτηκε το 1826· ο ποιητής το ξαναδούλεψε ως το 1829, αλλά τελικά το έργο έμεινε ημιτελές. Η πρόθεσή του είναι αινιγματική. Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι πρόκειται για σάτιρα με την οποία ο Σολωμός θέλησε να στιγματίσει μέσω της γυναίκας αυτής τη συμπεριφορά ορισμένων αριστοκρατικών κύκλων της Ζακύνθου προς τις Μεσολογγίτισες. Παρά την αποσπασματικότητα και τη σκοτεινότητά του το θαυμάσιο αυτό κείμενο είναι αρκετό για να αναδείξει το Σολωμό σε πρώτο μεγάλο πεζογράφο.
Κεφάλαιο 3
1. Και εσυνέβηκε αυτές τες ημέρες οπού οι Τούρκοι επολιορκούσαν το Μισολόγγι,
και συχνά ολημερνίς και κάποτε οληνυχτίς έτρεμε η Ζάκυθο από το κανόνισμα το
πολύ.
2. Και κάποιες γυναίκες Μισολογγίτισσες επερπατούσαν τριγύρω γυρεύοντας για τους άνδρες τους, για τα παιδιά τους, για τ' αδέλφια τους που
επολεμούσανε.
3. Στην αρχή εντρεπόντανε νά 'βγουνε και επροσμένανε το σκοτάδι για ν'
απλώσουν το χέρι, επειδή δεν ήτανε μαθημένες.
4. Και είχανε δούλους και είχανε σε πολλές πεδιάδες και γίδια και πρόβατα και
βόιδα πολλά.
5. Ακολούθως εβιαζόντανε και εσυχνοτηράζανε από το παρεθύρι τον ήλιο πότε να
βασιλέψει για νά 'βγουνε.
6. Αλλά όταν επερισσέψανε οι χρείες, εχάσανε την ντροπή, ετρέχανε ολημερνίς.
7. Και όταν εκουραζόντανε, εκαθόντανε στ' ακρογιάλι κι ακούανε, γιατί
εφοβόντανε μην πέσει το Μισολόγγι.
8. Και τες έβλεπε ο κόσμος να τρέχουνε τα τρίστρατα, τα σταυροδρόμια, τα
σπίτια, τα ανώγια και τα χαμώγια, τες εκκλησίες, τα ξωκκλήσια γυρεύοντας.
9. Και ελαβαίνανε χρήματα, πανιά για τους λαβωμένους.
10.
Και δεν τους έλεγε κανένας το όχι,
γιατί οι ρώτησες των γυναικών ήτανε τες περσότερες φορές συντροφευμένες από τες
κανονιές του Μισολογγιού και η γη έτρεμε αποκάτου από τα πόδια μας.
11.
Και οι πλέον πάμφτωχοι εβγάνανε το
οβολάκι τους και το δίνανε και εκάνανε το σταυρό τους κοιτάζοντας κατά το
Μισολόγγι και κλαίοντας.
Κεφάλαιο 4
Οι γυναίκες του Μισολογγιού
διακονεύουνε και η γυναίκα της Ζάκυθος έχει
δουλειά
1. Ωστόσο η γυναίκα της Ζάκυθος είχε στα γόνατα τη θυγατέρα της και επολέμαε
να την καλοπιάσει.
2. Έβαλε το λοιπόν το ζουρλάδι τα μαλλιά της αποπίσω από τ' αυτιά, γιατί η ανησυχία τής τα 'χε πετάξει,
και έλεγε φιλώντας τα μάτια της θυγατρός της:
3. «Μάτια μου, ψυχή μου, να γένεις καλή, να παντρευτείς, και να βγαίνουμε και
να μπαίνουμε και να βλέπουμε τον κόσμο και να καθόμαστε μαζί στο παρεθύρι και
να διαβάζουμε τη Θεία Γραφή και τη Χαλιμά».
4. Και αφού την εχάιδεψε και της φίλησε τα μάτια και τα χείλα, την άφησε
απάνου στην καθίκλα λέοντάς της: Να και ένα καθρεφτάκι και κοιτάξου που είσ' όμορφη και μου
μοιάζεις.
5. Και η κόρη που δεν ήτανε μαθημένη με τα καλά ησύχασε, και από τη χαρά της
εδάκρυσε.
6. Και ιδού μεγάλη ταραχή ποδιών, οπού πάντοτες αύξαινε.
7. Και εσταμάτησε κοιτάζοντας κατά τη θύρα και φουσκώνοντας τα ρουθούνια της.
8. Και ιδού παρεσιάζουνται ομπρός της οι γυναίκες του Μισολογγιού. Εβάλανε το
δεξί τους στα στήθια και επροσκυνήσανε· και εμείνανε σιωπηλές και ακίνητες.
9. «Και έτσι δα, πώς; Τι κάνουμε; Θα παίξουμε; Τι ορίζετε, κυράδες; Εκάμετε
ανεβαίνοντας τόση ταραχή με τα συρτοπάπουτσα, που λογιάζω πως ήρθετε να μου
δώσετε προσταγές».
10.
Και όλες εμείνανε σιωπηλές και
ακίνητες· αλλά μία είπε: «Αμ' έχεις δίκιο. Είσαι στην πατρίδα σου και στο σπίτι
σου, και εμείς είμαστε ξένες και όλο σπρώξιμο θέλουμε».
11.
Και ετότες η γυναίκα της Ζάκυθος την
αντίσκοψε και αποκρίθηκε: «Κυρά δασκάλα, όλα τα χάσετε, αλλά από εκείνο που
ακούω η γλώσσα σάς έμεινε.
12.
»Είμαι στην πατρίδα μου και στο
σπίτι μου; Και η αφεντιά σου δεν ήσουνα στην πατρίδα σου και στο σπίτι σου;
13.
»Και τι σας έλειπε, και τι κακό
είδετε από τον Τούρκο; Δε σας άφηνε φαητά, δούλους, περιβόλια, πλούτια; Και
δόξα σοι ο Θεός είχετε περισσότερα από εκείνα που έχω εγώ.
14.
»Σας είπα εγώ ίσως να χτυπήστε τον
Τούρκο, που ερχόστενε τώρα σε με να μου γυρέψετε και να με βρίσετε;
15.
»Ναίσκε! Εβγήκετε όξω να κάμετε
παλικαριές. Οι γυναίκες επολεμούσετε (όμορφο πράμα που ήθελ' ήστενε με τουφέκι
και με βελέσι· ή εβάνετε και βρακί;). Και κάτι εκάμετε στην αρχή, γιατί επήρετε τα άτυχα παλικάρια της
Τουρκιάς ξάφνου.
16.
»Και πώς εμπόρειε ποτέ του να
υποφτευτεί τέτοια προδοσία; Το 'θελε ο Θεός; Δεν ανακατωνόστενε με δαύτον
μέρα και νύχτα;
17.
»Τόσο κάνει και εγώ να μπήξω το
μαχαίρι μες στο ξημέρωμα στο λαιμό του αντρός μου (που να τονέ πάρει ο
διάολος).
18.
»Και τώρα που βλέπετε πως πάνε τα
πράματά σας κακά, θέλετε να πέσει το βάρος απάνου μου.
19.
»Καλή, μα την αλήθεια. Αύριο πέφτει
το Μισολόγγι, βάνουνε σε τάξη την Ελλάδα τη ζουρλή οι βασιλιάδες εις τους
οποίους έχω όλες μου τες ελπίδες.
20.
»Και όσοι μείνουνε από τον ξελοθρεμό
έρχονται στη Ζάκυνθο να τους θρέψουμε, και με την κοιλιά γιομάτη μας βρίζουνε».
21.
Λέοντας εσιώπησε ολίγο κοιτάζοντας
μες στα μάτια τες γυναίκες του Μισολογγιού.
22.
«Και έτσι ξέρω και μιλώ και εγώ, ναι
ή όχι; Και τώρα δα τι ακαρτερείτε; Ευρήκετε ίσως ευχαρίστηση να με ακούτε να
μιλώ;
23.
»Εσείς δεν έχετε άλλη δουλειά παρά
να ψωμοζητάτε. Και, να πούμε την αλήθεια, στοχάζουμαι πως θε να 'ναι μία
θαράπαψη για όποιον δεν ντρέπεται.
24.
»Αλλά εγώ έχω δουλειά. Ακούστε; έχω
δουλειά». Και φωνάζοντας τέτοια δεν ήτανε πλέον το τριπίθαμο μπουρίκι, αλλά εφάνηκε σωστή.
25.
Γιατί ασηκώθηκε με μεγάλο θυμό στην
άκρη των ποδιών, και μόλις άγγισε το πάτωμα· και εγκρίλωσε τα μάτια, και το άβλαφτο μάτι εφάνηκε αλληθώρικο και το αλληθώρικο έσιαξε.
Και εγίνηκε σαν την προσωπίδα την ύψινη οπού χύνουνε οι ζωγράφοι εις τα πρόσωπα των νεκρών για να...
26.
Και όποιος την έβλεπε να ξανάρθει
στην πρώτη της μορφή έλεγε: Ο διάβολος ίσως την είχε αδράξει, αλλά εμετάνωσε
και την άφησε, για το μίσος που έχει του κόσμου.
27.
Και η θυγατέρα της κοιτάζοντας την
εφώναξε· και οι δούλοι εξαστόχησαν την πείνα τους, και οι γυναίκες του
Μισολογγιού εκατέβηκαν χώρις να κάμουνε ταραχή.